Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Με το αριστερό το χέρι…

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Βάλιας Σεμερ­τζί­δης (1911–1983) λίγο πριν το θάνα­τό του, το Μάη του 1978 εξαι­τί­ας ενός εγκε­φα­λι­κού επει­σο­δί­ου Semertzidis3παθαί­νει παρά­λυ­ση σε όλη τη δεξιά πλευ­ρά του σώμα­τός του. Αυτό για έναν για έναν ζωγρά­φο σημαί­νει το τέλος. Τέλος της ζωγραφικής.

Ο Βάλιας Σεμερ­τζί­δης, μετά από ένα χρό­νο, «αφού δια­πί­στω­σε ότι παρ όλη τη φυσιο­θε­ρα­πεία το δεξί χέρι θα παρέ­με­νε άχρη­στο, πήρε την από­φα­ση να μάθει στο αρι­στε­ρό του να ζωγραφίζει».

«Μπο­ρού­με να φαντα­στού­με το σοκ αν δεν το ζήσου­με; Ποιους μηχα­νι­σμούς βάζει άρα­γε σε κίνη­ση; Υπο­θέ­τω πως πρώ­τα μπαί­νει σε λει­τουρ­γία ο μηχανι­σμός για την απο­δο­χή της και­νούρ­γιας κατά­στα­σης ως ανα­πό­φευ­κτης. «Θα μπο­ρού­σε να ήταν χει­ρό­τε­ρα», «να είχες πεθά­νει» κ.λπ. Μετά από κάποιο διά­στημα, κι αφού θα έχει στα­θε­ρο­ποι­η­θεί η απο­δο­χή, θα έρχε­ται η ελπί­δα και η ιδέα μήπως, κινη­το­ποιώ­ντας όλες τις υπάρ­χου­σες ψυχο­σω­μα­τι­κές δυνά­μεις, με φυσιο­θε­ρα­πεία, με ασκή­σεις, με αγώ­να όλο και μεγα­λύ­τε­ρο, μπο­ρέ­σεις να ξαναρ­χί­σεις να ζωγραφίζεις».

Από Πάσχα του 1979 «άρχι­σε να δοκι­μάζει τις δυνά­μεις του ζωγρα­φί­ζο­ντας με έγχρω­μα μολύ­βια ή μαρ­κα­δό­ρο με το αρι­στε­ρό χέρι. Από τον Απρί­λιο του 1980 ζωγρά­φι­ζε συστη­μα­τι­κά πια στη Ρόδο και στην Κοριν­θία». Τα κατά­φε­ρε, φτιά­χνο­ντας έργα που αν κανείς αγνο­ού­σε την προ­σω­πι­κή ιστο­ρία που βρί­σκε­ται πίσω από αυτά, προ­κα­λούν το θαυμασμό.

Semertzidis1

Στον Χρί­στο Αλε­ξί­ου είπε τον Σεπτέμ­βριο του 1981 γι’ αυτό:
«(…) μετά το εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο δεν μπο­ρού­σα πια να δου­λεύω όπως δού­λευα, διό­τι δεν είχα πια χέρια. Είχα ένα δεξί χέρι άχρη­στο κι ένα αρι­στε­ρό εντε­λώς χαρα­μο­φάι­κο στη ζωή του. χωρίς να δου­λεύ­ει, χωρίς να κάνει τίπο­τα, που έπρε­πε να μάθει τώρα να δου­λεύ­ει. Κι είναι σαν τους καλο­πε­ρα­σά­κη­δες, που κάπο­τε εί­ναι ανα­γκα­σμέ­νοι να δου­λέ­ψουν. Αρχί­ζει, λοι­πόν, έτοι­μη η πόρ­τα της εξό­δου. Η δυνα­τό­τη­τα του ανθρώ­που να μηχα­νεύ­ε­ται. Υπάρ­χει, λοι­πόν, ένα πέμ­πτο στά­διο, που μηχα­νεύ­ο­μαι πια. σύμ­φω­να με τις δυνα­τό­τη­τες που έχει το κορ­μί μου να τις πραγματώσει».

Γρά­φει ο φίλος του Δημή­τρης Διαμαντό­πουλος σε σημεί­ω­μα του:

Καθη­με­ρι­νά, μετά το πρω­ι­νό, στις εννέα το πρωί. είχα­με στή­σει τα ιδιό­τυ­πα καβα­λέτα που είχα­με φτιά­ξει, μια ιδέα του Βάλια. από καρέ­κλες «σκη­νο­θέ­τη». Αλλάζα­με Θέση και Θέμα 3–4 φορές την ημέ­ρα και την επο­μέ­νη, στην ίδια ακρι­βώς Θέση. την ίδια ακρι­βώς ώρα, ξαναρ­χί­ζα­με μέχρι να τελειώ­σει το έργο. δηλα­δή να είναι έτοι­μο για τα τελι­κά στο εργα­στή­ριο. Σημειώ­σεις εικα­στι­κές, σχε­διά­ζο­ντας με χρώ­ματα, με μολύ­βια, με κάρ­βου­να. Τα είχε προ­ε­τοι­μά­σει όλα, χαρ­τιά, πινέ­λα, μολύ­βια, παστέλ, κάρ­βου­να, χρώ­μα­τα, δεν χρειά­στη­κε να νοια­στώ για τίποτα.

Στα έργα αυτής της περιό­δου «Υπάρ­χουν τα μόνι­μα στοι­χεία του ορει­νού τοπί­ου τα οποία γνω­ρί­ζου­με κι από προη­γού­με­νες φάσεις της ζωής του: οι στα­θε­ροί, μακρι­νοί όγκοι των βου­νών, δου­λε­μέ­νοι εδώ με χρώ­μα­τα παστέλ, το δέος μπρο­στά στο μεγα­λείο της φύσης με τις ψηλές βου­νο­κορ­φές σκε­πα­σμέ­νες με χιό­νια που αγγί­ζουν τον ου­ρανό και μετά το παι­χνί­δι με τις δια­φο­ρε­τι­κές απο­χρώ­σεις του μπλε, ενώ το πρά­σι­νο διεισ­δύ­ει μέχρι την κοι­λά­δα στο βάθος. Το τρέ­μου­λο των μικρών δέ­ντρων στο δεύ­τε­ρο πλά­νο είναι του χεριού του ή απ’ το αερά­κι που φυσά;».

Πηγή: Το λεύ­κω­μα του Μου­σεί­ου Μπε­νά­κη «Βάλιας Σεμερ­τζί­δης 1911–1983», επι­μέ­λεια Νίκος Χατζινικολάου

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο