Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια ιστορία εμπνευσμένη από τον οικονομικό δωσιλογισμό («Το παρελθόν κρατά πολύ»)

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

«Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ» είναι έργο ενός δημο­σιο­γρά­φου. Αυτό φαί­νε­ται τόσο  στην επι­λο­γή του θέμα­τος όσο και στη δια­πραγ­μά­τευ­σή του. Τον δημο­σιο­γρά­φο τον ενδια­φέ­ρει πρω­τί­στως αυτό που θέλει να πει , δευ­τε­ρευό­ντως το πώς. Ταυ­τό­χρο­να είναι κι ένα τάμα όπως ο ίδιος ο συγ­γρα­φέ­ας δηλώνει.

Ο τίτλος του βιβλί­ου «Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ» πηγά­ζει από τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση του χτες με το σήμε­ρα και του σήμε­ρα με το αύριο.Μόνο που στην προ­κει­μέ­νη περί­πτω­ση, το αύριο δεν ήταν ανα­τρε­πτι­κό όπως θα θέλα­με (και σπέρ­μα­τα υπήρ­χαν στο χτες) αλλά ένας εκσυγ­χρο­νι­σμός που στη­ρί­χτη­κε σε ό,τι πιο σάπιο υπήρ­χε στο παρελ­θόν. Επί­σης, στην ιστο­ρία που ανα­πτύσ­σει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας, το χτες άντε­ξε πάρα πολύ.

***

Η ιστο­ρία ξεκι­νά την περί­ο­δο της Κατο­χής που ήταν συνά­μα περί­ο­δος ηρω­ι­κή, με το λαό στο προ­σκή­νιο και το όπλο στο χέρι πολέ­μη­σε και διεκ­δί­κη­σε μια άλλη προ­ο­πτι­κή (και θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει σε ένα ανα­τρε­πτι­κό αύριο) μα ταυ­τό­χρο­να και περί­ο­δος τρα­γι­κή με όσα ακο­λού­θη­σαν. Σε μια χώρα λεη­λα­τη­μέ­νη από τους κατα­κτη­τές και το πλιά­τσι­κο των δωσί­λο­γων ακο­λού­θη­σε η επέμ­βα­ση των Άγγλων, ο Δεκέμ­βριος και ο Εμφύλιος.

Ετσι δια­μορ­φώ­θη­καν οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις ώστε γεγο­νό­τα, πρό­σω­πα, στά­σεις, πρα­κτι­κές να ξεχα­στούν, να σκε­πα­στούν από το μύθο και το ψέμα. Όπως, για παρά­δειγ­μα, όσα έγι­ναν και όσοι ενε­πλά­κη­σαν στο πλιά­τσι­κο περιου­σιών Εβραί­ων και Χρι­στια­νών με τη συγκα­τά­θε­ση των Γερμανών.

Πολ­λοί Έλλη­νες που δεν ήταν Εβραί­οι, ειδι­κά μάλι­στα στη Θεσ­σα­λο­νί­κη, επω­φε­λή­θη­καν από τον ναζι­στι­κό μηχα­νι­σμό δίω­ξης και εξό­ντω­σης σαν ξεδιά­ντρο­ποι «κλη­ρο­νό­μοι» εβραϊ­κών περιουσιών.

Ενας από τους πλια­τσι­κο­λό­γους ήταν και ο γέρος Χαρί­το­γλου, ο ήρω­ας της ιστο­ρί­ας μας, θύμα του «τρο­χαί­ου» που γίνε­ται η αφορ­μή να ξεδι­πλω­θεί η ιστο­ρία μας.

Ο γέρος εκπρό­σω­πος του οικο­νο­μι­κού δωσιλογισμού

Στην περί­ο­δο της Κατο­χής τερά­στιος πλού­τος σε χρυ­σό, κινη­τές κι ακί­νη­τες περιου­σί­ες άλλα­ξε χέρια. Να το πού­με απλά κατέ­λη­ξε σε χέρια δωσί­λο­γων, παρό­τι αμέ­σως μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση υπήρ­χε η υπό­σχε­ση για ακύ­ρω­ση όλων των αγο­ρα­πω­λη­σιών και επι­στρο­φή των λεη­λα­τη­μέ­νων περιου­σιών, όχι μόνο δεν έγι­νε πρά­ξη αλλά το πλιά­τσι­κο επε­κτά­θη­κε και στις περιου­σί­ες των διω­κό­με­νων αγω­νι­στών της Εθνι­κής Αντίστασης.

***

Από το 1950 και μετά, κι αφού το ζήτη­μα των λεη­λα­τη­μέ­νων περιου­σιών έκλει­σε, ήρθε το σχέ­διο Μάρ­σαλ να ενι­σχύ­σει τους «Χαρί­το­γλου» που παί­ζουν πλέ­ον καθο­ρι­στι­κό οικο­νο­μι­κό, κοι­νω­νι­κό και πολι­τι­κό ρόλο. Σε αυτούς στη­ρί­χτη­κε η όποια οικο­νο­μι­κή ανά­πτυ­ξη από το 1950 και μετά.

Αυτή η φουρ­νιά διά­φο­ρων Χαρί­το­γλου φτά­νει μέχρι την δεκα­ε­τία του 1980 οπό­τε εμφα­νί­ζο­νται τα «νέα τζά­κια» και οι κρα­τι­κο­δί­αι­τοι επι­χει­ρη­μα­τί­ες και οι από­γο­νοι των Χαρί­το­γλου. Από τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1990 το κεφά­λαιο, οι πλου­το­κρά­τες γίνο­νται ευρωσιτιζόμενοι.

Ο Χαρί­το­γλου, ήρω­ας του Αλέ­κου Χατζη­κώ­στα, φτά­νει μέχρι το 2010–2011 και με το θάνα­τό του έχου­με το θάνα­το του τελευ­ταί­ου εκπρο­σώ­που του οικο­νο­μι­κού δωσιλογισμού.

Ανα­φέρ­θη­κα σε αυτά για­τί αυτά είναι το φόντο του έργου.

***

Με αφορ­μή το μάλ­λον καθό­λου τυχαίο δυστύ­χη­μα του Χαρί­το­γλου, Ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας βρί­σκει την ευκαι­ρία να ανα­δεί­ξει, να φανε­ρώ­σει, να απο­κα­λύ­ψει τη σαπί­λα της πλου­το­κρα­τί­ας, όπως ο ίδιος ομο­λο­γεί. Αυτό είναι το τάμα του, το οποίο και δικαιώ­νει στο τέλος του βιβλί­ου με εύστο­χο τρόπο.

biblioΟ κεντρι­κός ήρω­ας, ο δημο­σιο­γρά­φος στον οποίο δε δίνει όνο­μα, ανα­λαμ­βά­νει να καλύ­ψει για την τοπι­κή εφη­με­ρί­δα το τρο­χαίο και το θάνα­το του επι­φα­νούς συμπο­λί­τη που ήταν και αφα­νής χρη­μα­το­δό­της της εφη­με­ρί­δας. Για όσους ξέρουν πώς λει­τουρ­γεί ο Τύπος σε τέτοιες περι­πτώ­σεις πλέ­κε­ται το εγκώ­μιο του θανό­ντος και εξαί­ρε­ται η κοι­νω­νι­κή δρά­ση του. Η φόρ­μα για το δημο­σιο­γρά­φο είναι δεδο­μέ­νη, και το κεί­με­νο, μόνο το όνο­μα και τα σχε­τι­κά στοι­χεία αλλάζουν.

Ο ήρω­ας μας, είναι ένας παρα­τη­μέ­νος, αλλο­τριω­μέ­νος δημο­σιο­γρά­φος που κάνει αυτό που κάνει γιατ­τί δεν ξέρει να κάνει κάτι άλλο, πολ­λώ δε μάλ­λον σε περί­ο­δο κρί­σης που οι δυνα­τό­τη­τες έυρε­σης εργα­σί­ας είναι περιο­ρι­σμέ­νες. Αν και λόγω της πολύ­χρο­νης άσκη­σης του επαγ­γέλ­μα­τος έχει πολιτ­κό κρι­τή­ριο, πολι­τι­κή σκέ­ψη, δεν έχει καμία διά­θε­ση να την εκφρά­σει. Για ννα μην μακρυ­γο­ρώ, πίσω από τον ήρωα που σκια­γρα­φεί ο Αλέ­κςο Χατζη­κώ­στας είναι όλες οι αλλα­γές που έχουν επέλ­θει τις τελευ­ταί­ες δύο δεκα­ε­τί­ες στο ρόλο των δημο­σιο­γρά­φων, οι οποί­οι καλού­νται πλέ­ον να διεκ­πε­ραιώ­σουν τυπο­ποι­η­μέ­να πράγ­μα­τα. Ο τρό­πςο χει­ρι­σμού γεγο­νό­των – προ­σώ­πων – λεγο­μέ­νων είναι συγκε­κρι­μέ­νος και ορι­σμέ­νος από πριν. Το Μέσο δεν το ενδια­φέ­ρει πλέ­ον να έχει ρεπορ­τάζ. Το ρεπορ­τάζ έχει πεθά­νει. Το ενδια­φέ­ρον του Μέσου εστιά­ζει στις πλη­ρο­φο­ρί­ες για να φτιά­ξει τη δική του αφή­γη­ση και «γνώ­μη». Για δεί­τε τι γίνε­ται στα τηλε­ο­πτι­κά δελ­τία ειδή­σε­ων. Πολ­λή ώρα 4 ή περισ­σό­τε­ροι συζη­τούν, εκφέ­ρουν άπο­ψη και λίγο έως καθό­λου ρεπορ­τάζ. Πλέ­ον από τον ρεπόρ­τερ δε ζητούν γνώμη.

Ετσι κι ο δικός μας ήρω­ας που δεν άκου­σε «κρό­τον κτι­στών ή ήχον», ανε­παι­σθή­τως τον έκλει­σαν από τον κόσμον έξω, από αυτό που φαντα­ζό­ταν όταν ξεκί­νη­σε τη δημο­σιο­γρα­φία. Το μόνο που έμει­νε ζωντα­νό, αναλ­λοί­ω­το, η εντι­μό­τη­τά του.

Παρό­τι όμως δεν είναι ο δαι­μό­νιος ρεπόρ­τερ, υπάρ­χουν τα γεγο­νό­τα και τα πρό­σω­πα εκεί­να που τον σπρώ­χνουν «εκών άκων» στο να ανα­κα­λύ­ψει το σκο­τει­νό παρελ­θόν του Χαρί­το­γλου και να λύσει το μυστή­ριο του τροχαίου.

Ένα από τα πρό­σω­πα ο Αντώ­νης Κατσό­γιαν­νης, κομ­μου­νι­στής που ζει σε ένα ορει­νό χωριό. Το χωριό των Χαρί­το­γλου και είναι ο πρώ­τος που τον «υπο­ψιά­ζει», τον καλεί να τα βγά­λει όλα στη φόρα. Ο κυρ Αντώ­νης απευ­θύ­νε­ται στο φιλό­τι­μο του δημο­σιο­γρά­φου, βασι­ζό­με­νος στο καλό όνο­μα που έχει «χτί­σει» τα προη­γού­με­να χρόνια.

Το δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο είναι η Ολυ­μπία, η οποία ασκεί ένα από τα πιο ψυχρά, πιο φορ­μα­λι­στι­κά επαγ­γέλ­μα­τα, συμ­βο­λαιο­γρά­φος. Η οποία εκτός από όμορ­φη και θελ­κτι­κή γυναί­κα είναι και δει­νή ερευ­νή­τρια. Η Ολυ­μπία για ένα παρά­ξε­νο λόγο ερω­τεύ­ε­ται ερω­τεύ­ε­ται το δημο­σιο­γρά­φο κι γι’ αυτό του δίνει έγγρα­φα (έχει πλού­σιο αρχείο) και στη συνέ­χεια παίρ­νει πρω­το­βου­λί­ες, υπο­δει­κνύ­ο­ντας τόπους που θα έπρε­πε να επι­σκε­φτεί κι ανθρώ­πους που θα έπρε­πε να μιλή­σει για να διε­λευ­κά­νει τα ερω­τή­μα­τα σχε­τι­κά με το τρο­χαίο και να διευ­κρι­νί­σει όσα έχουν μεί­νει αδιευ­κρί­νι­στα σχε­τι­κά με το σκο­τει­νό παρελ­θόν του «κυρί­ου Γιώρ­γου» (Χαρί­το­γλου).

Ετσι ο ήρω­άς μας ταξι­δεύ­ει στη Βουλ­γα­ρία, τόπος κατα­γω­γής του οδη­γού ντα­λί­κας που ενε­πλά­κη στο τρο­χαίο με τον «κύριο Γιώρ­γο». Σημειω­τέ­ον, η ντα­λί­κα κινού­νταν με τρό­πο που έδει­χνε να σημα­δεύ­ει τα ΙΧ, ο δε «κ. Γιώρ­γος» έκα­νε τη δια­δρο­μή κάθε Κυρια­κή την καθο­ρι­σμέ­νη ώρα. Ο Βούλ­γα­ρος οδη­γός της ντα­λί­κας πέθα­νε στη φυλα­κή λίγους μήνες αργό­τε­ρα καθώς βρι­σκό­ταν σε προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο καρ­κί­νου. Εκεί, όντως το ζευ­γά­ρι βρί­σκει τις απα­ντή­σεις, τις οποί­ες δε θα απο­κα­λύ­ψω, για να έχε­τε κίνη­τρο να δια­βά­σε­τε το βιβλίο.

Θα κλεί­σω με την επι­σή­μαν­ση ότι ο Αλέ­κος Χαζη­κώ­στας με τον τρό­πο που αφη­γεί­ται την ιστο­ρία κατα­φέρ­νει να κρα­τά μέχρι τέλους αμεί­ω­το το ενδια­φέ­ρον του.

Το ερώ­τη­μα που τίθε­ται σε κάθε λογο­τε­χνι­κό έργο είναι το εξής: Είναι ζωή ήη μοιά­ζει με τη ζωή. Στην περί­πτω­ση του έργου μας η απά­ντη­ση είναι πώς δεν μοιά­ζει με τη ζωή, είναι ζωή.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο