Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μια συμφωνία μεταξύ Κέυνς και Μαρξ

Γρά­φει ο Cogito ergo sum //

Κάθε φορά που κου­βε­ντιά­ζω με τους γύρω μου για το τι φταί­ει που τρα­βά­με όσα τρα­βά­με την τελευ­ταία πεντα­ε­τία, δια­πι­στώ­νω ότι οι περισ­σό­τε­ροι έχουν πει­στεί πως ο κύριος φταί­χτης είναι «το σπά­τα­λο κρά­τος με τα χρέη του και τα ελλείμ­μα­τά του». Μαζί, βεβαί­ως, με όλα όσα ένα τέτοιο κρά­τος σέρ­νει ξοπί­σω του: άχρη­στους δημο­σί­ους υπαλ­λή­λους, δια­φθο­ρά σε όλα τα επί­πε­δα, ανι­κα­νό­τη­τα των πολι­τι­κών κλπ. Είναι όμως έτσι; Ή, μήπως, μια τέτοια αντί­λη­ψη είναι λαν­θα­σμέ­νη και οφεί­λε­ται στην μανιώ­δη πλύ­ση εγκε­φά­λου που υφί­στα­ται ο αδα­ής λαός από τα εξω­νη­μέ­να Μ(έσα) Μ(αζικής) Ε(ξαπάτησης);

Σιγά μην είναι το πρό­βλη­μα στα χρέη και στα ελλείμ­μα­τα! Καλέ, ο καπι­τα­λι­σμός (αν δεν χτυ­πά­ει καλά η λέξη στ’ αφτιά, πεί­τε “η δυτι­κή οικο­νο­μία” και θα συνεν­νοη­θού­με) από τα γεν­νο­φά­σκια του είναι συνυ­φα­σμέ­νος με ελλείμ­μα­τα και χρέη. Έτσι τρέ­φε­ται, έτσι πορεύ­ε­ται. Πότε ο καπι­τα­λι­σμός νοιά­στη­κε για την μειω­σή τους; Ίσα-ίσα, σύμ­φω­να με όσα διδα­χτή­κα­με στα πανε­πι­στή­μια, οι μονε­τα­ρι­στι­κές επι­λο­γές δημιουρ­γούν ελλείμ­μα­τα και οι μονο­πω­λια­κές πρα­κτι­κές χρέη. Τι θα κάνου­με τώρα; Θα σκί­σου­με τα βιβλία; Ε, όχι! Καλύ­τε­ρα, να προ­σπα­θή­σου­με να κατα­λά­βου­με τι συμβαίνει.

Εν αρχή, λοι­πόν, είναι η ελεύ­θε­ρη αγο­ρά (για καπι­τα­λι­σμό μιλά­με, μη ξεχνιό­μα­στε). Τόσο ελεύ­θε­ρη, μάλι­στα, ώστε να κατα­ντά­ει ασύ­δο­τη. Μόνο που η ελεύ­θε­ρη αγο­ρά δίχως πραγ­μα­τι­κή δημο­κρα­τία, γίνε­ται ο παρά­δει­σος των μονο­πω­λί­ων ή ‑πιο σωστά- των ολι­γο­πω­λί­ων (παρ’ ότι τα ολι­γο­πώ­λια, μέσα από τραστ και καρ­τέλ, συμπε­ρι­φέ­ρο­νται συχνά ως μονο­πώ­λια). Τα βασι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά των ολι­γο­πω­λί­ων είναι δύο: το πρώ­το (σύμ­φω­να με την κεϋν­σια­νή ανά­λυ­ση) είναι η δρο­μο­λό­γη­ση της παρα­γω­γής στις πλέ­ον κερ­δο­φό­ρες δρα­στη­ριό­τη­τες και το δεύ­τε­ρο (σύμ­φω­να με την μαρ­ξι­κή ανά­λυ­ση) η διό­γκω­ση της υπε­ρα­ξί­ας της εργα­σί­ας. Αξί­ζει να εξε­τά­σου­με καλύ­τε­ρα αυτά τα δυο χαρακτηριστικά:

Τι σημαί­νει «υπε­ρα­ξία της εργα­σί­ας»; Ας θυμη­θού­με, πρώ­τα, ότι οι βασι­κοί συντε­λε­στές κόστους είναι τρεις: πρώ­τες ύλες, κεφά­λαια και εργα­σία. Υπο­θέ­του­με, τώρα, ότι μια επι­χεί­ρη­ση παρά­γει προ­ϊ­όν αξί­ας 100 ευρώ, με 30 ευρώ κόστος πρώ­της ύλης, 20 ευρώ κόστος κεφα­λαί­ων και 50 ευρώ κόστος εργα­σί­ας. Η επι­χεί­ρη­ση που­λά­ει το προ­ϊ­όν της 140 ευρώ και ισχυ­ρί­ζε­ται ότι «βγά­ζει» 40%. Για να ακρι­βο­λο­γή­σου­με, βγά­ζει 40% από την πρώ­τη ύλη που χρη­σι­μο­ποί­η­σε, 40% από τα κεφά­λαια που διέ­θε­σε και 40% από τα μερο­κά­μα­τα που πλή­ρω­σε. Με άλλα λόγια, από την δρα­στη­ριό­τη­τά της όχι μόνο δεν ζημιώ­θη­κε πλη­ρώ­νο­ντας τους εργα­ζο­μέ­νους αλλά έβγα­λε κι ένα 40% απ’ αυτή την εργα­σία. Να το πάω ανά­πο­δα; Από τα 40 ευρώ κέρ­δη της επι­χεί­ρη­σης, τα 20 προ­έρ­χο­νται από την επι­κερ­δή «πώλη­ση» της εργα­σί­ας του προ­σω­πι­κού της. Νόμι­μον. Ηθι­κόν; Τέλος πάντων.

Τι σημαί­νει, τώρα, «δρο­μο­λό­γη­ση της παρα­γω­γής στις πλέ­ον κερ­δο­φό­ρες δρα­στη­ριό­τη­τες»; Κατ’ αρχήν, άλλο πράγ­μα το ωφέ­λι­μο και άλλο το κερ­δο­φό­ρο. Η πεμ­πτου­σία, το κεντρι­κό νόη­μα του καπι­τα­λι­σμού είναι το κέρ­δος, μη το ξεχνά­με. Κι αφού εγώ ενδια­φέ­ρο­μαι για το κέρ­δος, δυο πράγ­μα­τα πρέ­πει να κάνω: να παρα­βλέ­ψω το ωφέ­λι­μο και να δημιουρ­γή­σω τεχνη­τή ανά­γκη για το κερ­δο­φό­ρο. Επει­δή, όμως, όλοι όσοι μου μοιά­ζουν κάνουν το ίδιο, δημιουρ­γού­με όλοι μαζί μια υπερ­πα­ρα­γω­γή κερ­δο­φό­ρων αλλ’ αμφί­βο­λης ωφε­λι­μό­τη­τας προ­ϊ­ό­ντων, η οποία είναι αδύ­να­τον να κατα­να­λω­θεί. Ο βασι­κός λόγος αυτής της αδυ­να­μί­ας είναι ότι από τους κατα­να­λω­τές λεί­πει το κον­δύ­λι που ανα­φέ­ρα­με πρω­τύ­τε­ρα: η υπε­ρα­ξία της εργα­σί­ας τους.

Τι κάνου­με, τώρα, όλοι εμείς που, προ­σβλέ­πο­ντας στην υψη­λή κερ­δο­φο­ρία, δημιουρ­γή­σα­με κρί­ση υπερ­πα­ρα­γω­γής; Τι νόη­μα έχει να συνε­χί­σου­με την παρα­γω­γή εφ’ όσον δεν υπάρ­χει αντί­στοι­χη κατα­νά­λω­ση; Κι αν δεν συνε­χί­σου­με την παρα­γω­γή, τι τα κάνου­με τόσα κεφά­λαια που έχου­με συσσωρεύσει;

Αυτό το δίλημ­μα οδη­γεί στο επό­με­νο σκα­λί της σκά­λας του κακού. Τα συσ­σω­ρευ­μέ­να κεφά­λαια έχουν ανά­γκη κίνη­σης. Κι αφού δεν υπάρ­χει δυνα­τό­τη­τα πραγ­μα­τι­κής κίνη­σης, αρχί­ζουν οι τεχνη­τές κινή­σεις: χρη­μα­τι­στη­ρια­κός τζό­γος, δομη­μέ­να ομό­λο­γα, τοξι­κά ομό­λο­γα, παράλ­λη­λη αγο­ρά (τι όρος, θεέ μου!), συν­δυα­σμέ­νες επεν­δύ­σεις κι ένα σωρό άλλα τερ­τί­πια που δεν έχουν καμ­μιά σχέ­ση με την οικο­νο­μία αλλά θυμί­ζουν μόνο καζί­νο και πρά­σι­νη τσόχα.

Αυτή η εξέ­λι­ξη οδη­γεί νομο­τε­λεια­κά στην σύγκρου­ση των κεφα­λαιο­κρα­τών και την επί­πλα­στη ομό­νοιά τους δια­δέ­χο­νται τα μαχαί­ρια. Οι ισορ­ρο­πί­ες ανα­τρέ­πο­νται και «όπου πέφτουν καρ­χα­ρί­ες, βγαί­νει αίμα στον αφρό» (Μπρεχτ). Το κακό είναι ότι η έλλει­ψη πραγ­μα­τι­κής δημο­κρα­τί­ας έχει δημιουρ­γή­σει άρρη­κτους δεσμούς μετα­ξύ πολι­τι­κών και κεφα­λαιο­κρα­τών. Έτσι, όταν οι δεύ­τε­ροι κιν­δυ­νεύ­ουν, οι πρώ­τοι σπεύ­δουν αρω­γοί και παίρ­νουν μέτρα στή­ρι­ξης. Στή­ρι­ξης του κεφα­λαί­ου, βέβαια, ώστε να αντι­με­τω­πί­σει την κρί­ση ΤΟΥ με τις μικρό­τε­ρες δυνα­τές απώλειες.

Και κάπου εδώ αρχί­ζει η επί­θε­ση κατά των εργα­ζο­μέ­νων. Αν και, θεω­ρη­τι­κά, μια τέτοια επί­θε­ση ενα­ντί­ον ενός βασι­κού συντε­λε­στή παρα­γω­γής είναι οξύ­μω­ρη, φαί­νε­ται ότι ο καπι­τα­λι­σμός δεν μπο­ρεί να βρει ασφα­λέ­στε­ρη μέθο­δο για να υπο­στη­ρί­ξει την βασι­κή του επι­δί­ω­ξη, δηλα­δή την μεγι­στο­ποί­η­ση των κερ­δών. Έτσι, οι επι­πτώ­σεις της καπι­τα­λι­στι­κής αρρώ­στιας επιρ­ρί­πτο­νται στους ώμους των ασθε­νέ­στε­ρων και παρα­τη­ρεί­ται το ‑παρά­ξε­νο για τους αδα­είς πλην φυσιο­λο­γι­κό- φαι­νό­με­νο να αυξά­νο­νται και οι πλού­σιοι και ο πλού­τος τους ακό­μη και σε περιό­δους οικο­νο­μι­κής κρίσης.

Ελπί­ζω ότι η απλου­στευ­μέ­νη ανά­λυ­ση που επι­χεί­ρη­σα, έγι­νε κατα­νοη­τή. Είδα­τε να κάνω που­θε­νά λόγο για «δημο­σιο­νο­μι­κά ελλείμ­μα­τα» και «χρέη»; Όχι. Ούτε ο Κέυνς έκα­νε λόγο γι’ αυτά ούτε ο Μαρξ. Βλέ­πε­τε, ήξε­ραν και οι δυο πολύ καλά ότι κανέ­να απ’ αυτά τα στοι­χεία δεν δημιουρ­γεί πρό­βλη­μα. Σ’ αυτό συμ­φω­νούν. Όπως συμ­φω­νούν και σε κάτι ακό­μη: αφού τα ελλείμ­μα­τα δεν συνι­στούν πρό­βλη­μα, είναι επό­με­νο τα πλε­ο­νά­σμα­τα (πρω­το­γε­νή και μη) να μη συνι­στούν λύση ανύ­παρ­κτου προβλήματος.

Τελι­κά, το πρό­βλη­μά μας δεν είναι ότι έχου­με δημο­κρα­τία με ελλείμ­μα­τα. Είναι ότι έχου­με έλλειμ­μα δημοκρατίας.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο