Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μια τραγωδία — Η οικογένεια του εξορίστου», του Θέμου Κορνάρου

Μετα­φο­ρά στο δια­δί­κτυο ενός συγκλο­νι­στι­κού ρεπορ­τάζ του Θέμου Κορ­νά­ρου που δημο­σιεύ­τη­κε στη δεύ­τε­ρη σελί­δα του Ριζο­σπά­στη στις 30 Νοέμ­βρη του 1935. (Στην αντι­γρα­φή κρα­τή­θη­κε η ορθο­γρα­φία της εφημερίδας).

Μια τρα­γω­δία
Η οικο­γέ­νεια του εξορίστου

Του συνερ­γά­του μας Θ. Κορνάρου

Γρά­φω υπεύ­θυ­να. Γρά­φω για όλους, σήμε­ρα στις 26 του Νοέμ­βρη 1935. Η ώρα είνε 12 και μισή μεσημέρι.

Επι­μέ­νω στην ημε­ρο­μη­νία και στην ώρα. Για­τί έτσι χρειά­ζε­ται όταν κάνεις μια καταγ­γε­λία, όταν απαγ­γέ­λεις δημό­σια, ένα υπεύ­θυ­νο κατη­γο­ρώ ενα­ντί­ον αρχών, ενα­ντί­ον νόμων, ενα­ντί­ον ολό­κλη­ρης επο­χής και πολιτισμού.

Τού­τη τη στιγ­μή βρί­σκο­μαι σ’ ένα πλι­θό­χτι­στο σπί­τι που βρί­σκε­ται στη συνοι­κία «Μυκο­νιά­τι­κα» λίγο πιο πέρα από τη γέφυ­ρα, που περ­νά­ει ο Λαρι­σα­ïκός σιδηρόδρομος.

Σ’ αυτό το σπι­τά­κι κάθε­ται ο Μπάρ­μπα Βασίλης.

Το όνο­μα δεν σας λέει τίπο­τα. Και το μονο­κά­μα­ρο σπι­τά­κι το ίδιο είνε βου­βό, όταν το βλέ­πεις απ’ έξω. Άμα ανοί­ξεις όμως την πόρ­τα του, χυμά­ει έξω, σε ποτα­μούς, σε ρεύ­μα­τα, σε φωνές, κραυ­γές και σαρ­κα­σμούς όλος ο σημε­ρι­νός μας ο πολι­τι­σμός. Όλες οι αισθή­σεις σου τραυ­μα­τί­ζο­νται, η ανθρω­πιά σου αμφι­σβη­τεί­ται και η ζωή, η αξία της ζωής είνε συζητήσιμη.

―Μπρος. Έλα, έλα, μπρος!

Ακούω. Ένας άνθρω­πος που πνί­γε­ται, που αγω­νιά, με καλεί απα­νω­τά, βια­στι­κά, με φωνή σβυ­σμέ­νη, ομοί­ω­μα φωνής ανθρώ­που. Φοβά­ται, λες, μη φύγεις και δεν μπεις μέσα. Ανοί­γω. Η μυρου­διά ενός οχε­τού, που έχει και­ρό να καθα­ρι­στεί, προ­σβά­λει τα ρου­θού­νια. Ένα σύν­νε­φο μαύ­ρο σου φρά­ζει την ανοιγ­μέ­νη πόρ­τα. Τρο­μο­κρα­τη­μέ­νες από το ξαφ­νι­κό φως που χύμη­ξε μέσα, πετά­νε, ολό­κλη­ρο σύν­νε­φο οι μύγες, σκου­ντου­φλά­νε στα μάγου­λα της πόρ­τας, στα μού­τρα, στα μάτια, ξεστρα­τί­ζου­νε και μπέ­νου­νε ζαλι­σμέ­νες στη μύτη μου.

Ζαλί­ζου­μαι. Διστά­ζω να μπώ. «Εδώ θάνε, σκέ­φτο­μαι, φωληά της χολέ­ρας, εδώ θα γεν­νιέ­ται ο τύφος, αυτό το μέρος θάνε η μάν­να του χτικιού».

Είδα την κόλα­ση των λεπρών. Τη Σπι­να­λό­γκα. Είδα σάπια κορ­μιά να σέρ­νου­νε λου­ρί­δες σκου­λι­κια­σμέ­νες τις σάρ­κες τους στη Γη απά­νω. Και είπα τότε: «Εδώ είνε το νησί του θανά­του». Σήμε­ρα, βλέ­πο­ντας το θέα­μα αυτό που θα πω πιο κάτω, είπα:

«Εδώ, είνε η μάν­να, που γεν­νο­βο­λά­ει τη λέπρα, εδώ είνε η κατοι­κία του δαι­μό­νου, που ξεσκί­ζει με τα δόντια του τις ανθρώ­πι­νες σάρκες.»

Περι­μέ­νω στ’ άνοιγ­μα της πόρ­τας. Κρα­τώ την ανα­πνοή μου για να μην ανα­πνέω τις μυί­γες. Το σκο­τά­δι δεν θέλει να δια­λυ­θεί. Επι­μέ­νει να κρα­τή­σει κρυ­φή την εικό­να του πολι­τι­σμού μας.

―Μου φάνη­κε! Κανέ­νας δεν είτα­νε πάλι!

Έτσι ακούω τη φωνή από μέσα να λέει. Παρα­πο­νιά­ρι­κα παλ­λό­με­νη. Τίπο­τα δεν διακρίνω.

Ανά­βω σπίρ­τα και προ­χω­ρώ. ―Ε! δεν είνε κανέ­νας εδώ! Ποιος μίλη­σε πρωτύτερα!

Έτσι ρωτώ, για­τί δεν βλέ­πω μέσα τίπο­τε, παρά ένα ξύλι­νο τούρ­κι­κο απο­χω­ρη­τή­ριο στο βάθος κι ένα κου­βά­ρι κου­ρε­λό­πα­να, που φρά­ζα­νε την τρύπα.

― Εδώ είμαι, ο Αγγε­λής είσαι; Έτσι ξανα­κού­στη­κε η φωνή. Το κου­βά­ρι τα κου­ρε­λό­πα­να κινού­νται, σαν μπά­λα, από δω κι’ από κει.

Εκεί μέσα ήτα­νε τυλιγ­μέ­νος ο άνθρω­πος. Σα να τον είχε τυλί­ξει η γει­το­νιά σ’ ένα βρώ­μι­κο κου­ρέ­λι για να φρά­ξει την τρύ­πα ενός παρα­τη­μέ­νου απο­πά­του, που βρωμούσε.

Μένω άλα­λος. Πώς να μιλή­σω. Και σε ποιό­νε, για όνο­μα του Θεού, να μιλή­σω; Σε μια μπά­λα κου­ρε­λό­πα­να, που φρά­ζου­νε ένα βρώ­μι­κο οχε­τό; Δε θέλω να πιστέ­ψω στα μάτια μου. Δεν επι­τρέ­πε­ται να είνε μέσα σ’ αυτή τη θλι­βε­ρή μπά­λα, σ’ αυτό το ακά­θαρ­το μέρος ο άνθρωπος.

―Ξετυ­λί­ξου του λέω. Να σε δω.
―Δεν μπο­ρώ, παι­δά­κι μου, δεν μπο­ρώ, μη θυμώ­νεις, γυιέ μου, μη φύγεις. Στά­σου. Ξέρω συχαί­νε­σαι ν’ αγγί­ξεις. Θα ξετυ­λι­χτώ μονά­χος μου, στάσου!

Και πριν προ­λά­βω να συνέρ­θω, ν’ αφο­μοιώ­σω ότι άκου­σα, να κατα­λά­βω τι γίνε­ται, η μπάλ­λα ταλα­ντεύ­ε­ται δεξιά-ζερ­βά και πέφτει στα πόδια μου από το θλι­βε­ρό πατάρι.

Σα να ‘πεσε ένα σάπιο λεμό­νι από ψηλό κλα­δί του δέντρου, κι’ έσκα­σε. Έτσι έσκα­σε το τόπι που σχη­μα­τί­ζα­νε τα βρώ­μι­κα, ξεθω­ρια­σμέ­να κου­ρέ­λια. Και ξεχυ­θή­κα­νε από μέσα σκου­λί­κια άσπρα, ψεί­ρες κου­βά­ρια-κου­βά­ρια σωρια­σμέ­νες απά­νω σ’ ένα ψίχου­λο, που παρά­πε­σε κι’ άλλα κου­βά­ρια από εκα­τομ­μύ­ρια μυρ­μή­γκια που συνα­γω­νί­ζο­νταν ποιο να πάρει την τρο­φή που είτα­νε ο πυρή­νας του μαύ­ρου αυτού μυρ­μη­γκο­κου­βα­ριού. Ακα­θαρ­σί­ες ανθρώ­πι­νες ανα­κα­τεύ­ο­νταν με όλα αυτά τα πράγ­μα­τα. Και μέσα σ’ όλα αυτά γδυ­μνό, πλη­για­σμέ­νο, ματω­βα­μέ­νο, από την ψεί­ρα, ξεγδαρ­μέ­νο από μυρ­μή­γκια κι’ από νύχια, το θλι­βε­ρό απο­μει­νά­ρι πρώ­ην ανθρώ­πι­νου κορμιού.

Στέ­κω και ανα­ρω­τιέ­μαι μόνο: ―Ποιο από όλα τού­τα είνε ο άνθρωπος;

Κι’ απά­ντη­ση δίδε­ται πάλι από μέσα μου, σαρ­κα­στι­κή, πικρή, ακα­τα­νό­η­τη, δηλη­τή­ριο και μαχαί­ρι μαζύ:

―Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Το ένα του κομ­μά­τι θα ζητή­σεις στην κοι­λιά των σκου­λη­κιών, τ’ άλλο στην κοι­λιά των μυρ­μη­γκιών κι’ ένα άλλο στης ανα­ρίθ­μη­της ψεί­ρας την κοι­λιά. Το υπό­λοι­πο π’ απο­μέ­νει σε ξυνι­σμέ­νες σάρ­κες και κόκ­κα­λα, είνε τού­το που βλέ­πεις και σπα­ρά­ζει στα πόδια σου!

Κυτ­τά­ζω πιο προ­σε­χτι­κά. Ναι! Με το πέσι­μο λιπο­θύ­μη­σε! Και σπαράζει!

―Α, σαρ­κά­ζει πάλι ο δαίμονας!

Λυπο­θυ­μά­ει και τού­τος ο πολ­τός! Α! Αιστά­νε­ται ακό­μα τού­το το σαπιο­κού­φα­ρο! Α! Έχει κι’ όνομα!

Ναι, άνθρω­πε, που σκέ­κε­σαι και βλέ­πεις, έχει όνο­μα κι’ όνο­μα όπως έχεις και συ. Είνε ίδιος με σένα! Μη φρά­ξεις τη μύτη σου! Είνε δικός σου, όμοια σάρ­κα με σένα. Ναι! Μπάρ­μπα Βασί­λη, να τόνε λες. Μην τρα­βιέ­σαι, συνέ­φε­ρέ τονε! Άγγι­ξέ τον! Είσαι ίδιος! Καμά­ρω­σε τα έργα σου, άνθρω­πε. Είμαι ο δαί­μο­νας εγώ που σου μιλώ από μέσα σου! Εγώ σπλα­χνί­στη­κα πιο πολύ το θύμα σου! Μην τραβιέσαι…»

Φωνή του δαι­μό­νου, όλο τού­το το κακό, για φωνή συνεί­δη­σης; Ότι κι αν είνε κάθε συχα­σιά πέρα­σε. Η έννοια της αηδί­ας της συχα­σιάς ξεπε­ρά­στη­κε. Χωρίς να ξέρω τι κάνω, μηχα­νι­κά, βου­τώ, λασπώ­νω, σέρ­νω τα χέρια μου μέσα στο βρώ­μι­κο σωρό και προ­σπα­θώ να ξεχω­ρί­σω το υπό­λοι­πο του ανθρώ­που, να συνε­φέ­ρω το υπό­λοι­πο κορμί!

Και νάτε το τώρα και ξεχω­ρι­σμέ­νο: ένα σκου­λί­κι, ζαβό, ατρο­φι­κό, γλυώ­δι­κο, πού­χει χέρια και θωριά ανθρώ­που. Δυο μπρά­τσα υψώ­νο­νται προς τα μένα, λια­νά, αδύ­να­μα, σα δυο κακο­φτειαγ­μέ­να σπίρ­τα, και ζητού­νε έλε­ος! Ζητού­νε ζωή για το θλι­βε­ρό σκου­λί­κι. Έχει και μάτια αυτός ο λασπο­σω­ρός. Μάτια βου­λω­μέ­να με κίτρι­νη βού­λα, υγρή και γλι­τσε­ρή. Δυο κίτρι­νες τσί­μπλες είνε τα μάτια τ’ ανθρώ­που. Τα καθαρίζω.

―Ας τα, παι­δά­κι μου. Και που τα καθα­ρί­ζεις δε φελά. Έτσι με πλη­ρο­φο­ρεί το σκου­λί­κι που για­τρεύω. Δεν βλέ­που­νε τα μάτια. Καλα­μπό­κι καλ­λιερ­γού­σε κάπο­τε, χτυ­πή­θη­κε και στρα­βώ­θη­κε και το κορ­μί του όλο παράλυτο.

Ζητά­ει νερό. Δεν ξέρει από πότες έχει να πιει νερό. Δεν ξέρει και τι ώρα είνε. Νομί­ζει νύχτα ακό­μη πως είνε. Τι τον νοιά­ζει! Μέρα – νύχτα – μεση­μέ­ρι – άνοι­ξη – χει­μώ­νας, στο διά­ο­λο να πάνε όλα τού­τα τα μοι­ρά­σμα­τα, λέει ο δαί­μο­νας της κατα­στρο­φής, που κατοι­κεί σε τού­το το σπί­τι ενός γέρου, ανή­μπο­ρου, στρα­βού πει­να­σμέ­νου, θαμέ­νου σε τάφο άγνω­στο στον άνθρωπο.

Μονα­δι­κός προ­στά­της του ο γυιός του ο Γιώργης.

―Από τη μέρα πού­φυ­γε κοί­τω­μαι έτσι. Άνθρω­πος δεν πάτη­σε. Ψωμί δεν έφα­γα, δεν ξέρω που είμαι πεσμέ­νος. Μπέρ­δε­ψε και το πόδι μου στις κου­βέρ­τες και δεν μπο­ρού­σα να το λευ­τε­ρώ­σω. Και είμου­να έτσι. Και περί­με­να να φωτί­σει κανέ­ναν άνθρω­πο ο Θεός να σπρώ­ξει την πόρ­τα μου.

Ο γυιός του λέγε­ται Γιώρ­γης Καραδήμας.

«Μερο­κα­μα­τιά­ρης που κάθε­ται σε μια συνοι­κία δεν μπο­ρεί να μην είναι εχθρός της τάξε­ως!» Έτσι σκέ­φτη­κε η αστυ­νο­μία και τον έπια­σε πριν από 20 τόσες μέρες. Τον έστει­λε εξο­ρία σ’ ένα νησί.

Και όταν ρώτη­σα τους γει­τό­νους για­τί δεν μπαί­νου­νε να δού­νε αν πέθα­νε ή αν ζει ο γεί­το­νάς τους, μ’ απαντήσανε:

―Παι­διά έχου­με. Η αστυ­νο­μία έρχε­ται κάθε μέρα και βλέ­πει ποιος μπαί­νει και ποιος δεν μπαί­νει για να τον πιά­σει και να τον στεί­λει με το κατ’ ευθεί­αν στην εξο­ρία. Παι­διά έχου­με κύριε! Κατα­λά­βα­τε; Ναι, αλλά είναι ένα μέρος μόνο της τρα­γω­δί­ας. Ας αφή­σου­με τον εξό­ρι­στο και τις ιδέ­ες του στην μπάντα.

Ας δού­με τι άφη­κε πίσω του. Το ένα μέρος το ίδα­με. Το γέρο πατέ­ρα του δηλα­δή. Η γυναί­κα του – Βασι­λι­κή, με δυο παι­δά­κια μικρά, έφυ­γε την ίδια μέρα από το σπί­τι, για­τί θα την πιά­να­νε κι’ αυτή. Φοβή­θη­κε όπως φοβή­θη­κε όλη η γει­το­νιά. Πήρε τα παι­διά της και ξεπόρτισε.

Χτύ­πη­σε την πόρ­τα ενός σπι­τιού στην οδό Σύρου και ζήτη­σε να δου­λέ­ψει να φάει μόνο και να κοι­μη­θεί με τα παι­διά της. Τη δεχτή­κα­νε. Της δώκα­νε να δου­λέ­ψει στην κου­ζί­να. Αφη­ρη­μέ­νη απ’ το κακό που τη βρή­κε, την ώρα που άνα­βε το καμι­νέ­το να ζεστά­νει νερό, ξέχα­σε και το άφη­σε ανοι­χτό. Πήρε φωτιά, τινά­χτη­κε. Γίνη­κε χίλια κομ­μά­τια. Την έλου­σε κι’ αυτή. Πήρε φωτιά και η ίδια. ΚΑΗΚΕ ΟΛΟΖΩΝΤΑΝΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗ ΘΑΨΑΝΕ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΚΑΜΠΟΣΕΣ ΜΕΡΕΣ.

Στρα­τιω­τι­κός νόμος, λογο­κρι­σία, αφή­κα­νε σπα­σμέ­νη την υπό­θε­ση. Βασι­λι­κή την λέγα­νε και τον άντρα της Γιώρ­γη Καραδήμα.

Τα γρά­φω όλα τού­τα στο γόνα­το, σε στιγ­μή τρο­με­ρή, απά­νω από το κεφά­λι του γέρου.

Είνε άτα­χτα. Δεν ξέρω καλά καλά τι έχω γρά­ψει. Αύριο θα γρά­ψω πιο ταχτι­κά, τα πράγ­μα­τα κι’ όλα όσα αφο­ρού­νε την τρα­γι­κή αυτή οικογένεια.

Και θα ζητη­θού­νε ευθύ­νες. Μα κι’ από σήμε­ρα ο εισαγ­γε­λέ­ας πρέ­πει να ενερ­γή­σει αυτεπαγγέλτως.

Η διεύ­θυν­ση του σπι­τιού είναι: Συνοι­κία «Μυκο­νιά­τι­κα», πιο πέρα από τη Γέφυ­ρα των Σεπο­λί­ων. Να ρωτή­σει όποιος πάει στο μπα­κά­λι­κο του Φαμε­λή, ποιο είνε το σπί­τι της Βασι­λι­κής ΠΟΥ ΚΑΗΚΕ ή του Γιώρ­γη Καρα­δή­μα ΠΟΥ ΕΞΟΡΙΣΤΗΚΕ ή του Μπάρ­μπα Βασί­λη ΠΟΥ ΣΑΣ ΠΕΡΙΕΓΡΑΨΑ.

Η υπό­θε­ση δεν σηκώ­νει αναβολή.

ΘΕΜ. ΚΟΡΝΑΡΟΣ

(Για την αντι­γρα­φή, Οικοδόμος)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο