Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μικρές ιστορίες μεγάλα όνειρα», η ουσία του ανθρώπου είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων

Γρά­φει ο Παντε­λής Τσα­λου­χί­δης //
Φιλό­λο­γος- κρι­τι­κός λογο­τε­χνί­ας, μέλος του Δ.Σ του Συν­δέ­σμου Φιλο­λό­γων Ημαθίας

Στα­θε­ρά ανά διε­τία φαί­νε­ται ότι έχει ορί­σει ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας την παρου­σί­α­ση των λογο­τε­χνι­κών του δημιουρ­γιών και επί­σης στα­θε­ρά στο χώρο της πεζο­γρα­φί­ας. Τρεις, μαζί με την συγκε­κρι­μέ­νη, συλ­λο­γές διη­γη­μά­των και ενδιά­με­σα ένα μυθι­στό­ρη­μα. Πρώ­τη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των ήταν η Δυτι­κά του Αλιάκ­μο­να (2012), ακο­λού­θη­σε η Σχε­δία Μνή­μης (2014) και δυο χρό­νια αργό­τε­ρα το μυθι­στό­ρη­μα (διε­σταλ­μέ­νη νου­βέ­λα την ονο­μά­ζω) Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ (2016). Η τρί­τη αυτή συλ­λο­γή, Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα (2018), περι­λαμ­βά­νει σχε­δόν διπλά­σιο αριθ­μό διη­γη­μά­των σε σχέ­ση με τις άλλες δύο: δεκα­πέ­ντε τα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής αυτής, οκτώ και εννιά στις προη­γού­με­νες αντί­στοι­χα. Και ήδη ο αριθ­μός των διη­γη­μά­των θέτει δυο του­λά­χι­στον αλλη­λέν­δε­τα ζητήματα.

Πρώ­τα απ’ όλα το ζήτη­μα του τίτλου. Στο πρώ­το βιβλίο ό τίτλος Δυτι­κά του Αλιάκ­μο­να όρι­ζε τον χώρο όπου ανα­πτύσ­σο­νται οι αφη­γη­μέ­νες ιστο­ρί­ες του. Στο δεύ­τε­ρο κυριαρ­χού­σε η μνή­μη είτε ως ιστο­ρι­κή μνή­μη είτε — περισ­σό­τε­ρο — ως ατο­μι­κή, εξ ου και ο τίτλος Σχε­δία Μνή­μης. Ο μάλ­λον ουδέ­τε­ρος και κάπως αμή­χα­νος τίτλος Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα αφή­νει μετέ­ω­ρη κάθε πιθα­νή σήμαν­ση του περιε­χο­μέ­νου του· προ­φα­νώς οι θεμα­τι­κοί άξο­νες είναι περισ­σό­τε­ροι από το χώρο ή τη μνή­μη, το εξι­στο­ρη­μέ­νο βίω­μα ή την κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή κρι­τι­κή (για να θυμη­θού­με κάποιους από τους κυρί­αρ­χους ως τώρα στο λογο­τε­χνι­κό έργο του Χατζη­κώ­στα). Έπει­τα, αν έχει διευ­ρυν­θεί το θεμα­τι­κό υλι­κό, προ­κύ­πτει ως δεύ­τε­ρο ζήτη­μα εκεί­νο της δια­χεί­ρι­σής του. Αυτό εξυ­πη­ρε­τούν οι τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες που συν­θέ­τουν τη συλ­λο­γή και τις οποί­ες φρο­ντί­ζει να μας συστή­σει ο συγ­γρα­φέ­ας με ανά­λο­γα ως προς το περιε­χό­με­νό τους μότο: ερω­τι­κοί στί­χοι του Ρίτσου για τα τέσ­σε­ρα πρώ­τα διη­γή­μα­τα, ένα σχό­λιο πάνω στην αστυ­νο­μι­κή λογο­τε­χνία του Ντά­σιελ Χάμετ για τα επό­με­να τρία, στί­χοι από την πρώ­τη ποι­η­τι­κή επο­χή, εκεί­νη της επα­νά­στα­σης, του Τάσου Λει­βα­δί­τη για άλλα τέσ­σε­ρα διη­γή­μα­τα και ένα ποί­η­μα για τον πατέ­ρα του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη («Ο πατέ­ρας δεν πίνει στους ουρα­νούς») για τα τέσ­σε­ρα τελευ­ταία. Ή όπως έχει ο γρά­φων τιτλο­φο­ρή­σει τις ενό­τη­τες αυτές αντί­στοι­χα: Δύσκο­λοι έρω­τες, Οι αθώ­οι, Τίπο­τα δεν πάει χαμέ­νο, Ο πατέ­ρας στο κάδρο.

Σε σχέ­ση με τα προη­γού­με­να λογο­τε­χνι­κά εγχει­ρή­μα­τα του Χατζη­κώ­στα δεν υπάρ­χουν αξιο­ση­μεί­ω­τες μετα­βο­λές στον τρό­πο γρα­φής του. Η γλώσ­σα παρα­μέ­νει στρω­τή, καθη­με­ρι­νή, με ικα­νο­ποι­η­τι­κό γλωσ­σι­κό πλού­το, χωρίς εκζή­τη­ση ή δήθεν λαϊ­κό­τη­τα. Όπως και στην προη­γού­με­νη συλ­λο­γή ο συγ­γρα­φέ­ας μοιά­ζει να έχει αφή­σει κάπως περισ­σό­τε­ρο χώρο στο συναί­σθη­μα, σε σχέ­ση με την πρώ­τη· και η κάποια ακαμ­ψία του λόγου του που είχε παρα­τη­ρη­θεί στην πρώ­τη επί­σης συλ­λο­γή έχει υπο­χω­ρή­σει. Το αυτο­βιο­γρα­φι­κό επί­σης στοι­χείο έχει περιο­ρι­στεί κυρί­ως στα διη­γή­μα­τα της τρί­της και περισ­σό­τε­ρο της τέταρ­της ενό­τη­τας, πράγ­μα λογι­κό καθώς η τελευ­ταία επι­κε­ντρώ­νε­ται στον πατέ­ρα του συγ­γρα­φέα ως κύριο ή βασι­κό έστω ήρωα. Παρα­μέ­νει (μετρια­σμέ­νη ωστό­σο και χωρίς να κου­ρά­ζει) η πολιτική/κομματική έντα­ξη αρκε­τών ηρώ­ων, χρή­σι­μη πάντως για τα πολι­τι­κο­κοι­νω­νι­κά σχό­λια του συγγραφέα.

Δε μετα­βάλ­λε­ται επί­σης η στα­θε­ρή τρι­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση που έχει επι­λέ­ξει ο συγ­γρα­φέ­ας για το σύνο­λο της ως τώρα λογο­τε­χνι­κής του παρα­γω­γής. Στο παρελ­θόν το (απο­στα­σιο­ποι­η­μέ­νο) τρί­το πρό­σω­πο χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ακρι­βώς για να απο­φύ­γει την πρω­το­πρό­σω­πη αφή­γη­ση που παρα­πέ­μπει σε αυτο­βιο­γρα­φία. Τώρα που η αυτο­βιο­γρα­φι­κή θεμα­τι­κή έχει περιο­ρι­στεί στις δυο τελευ­ταί­ες ενό­τη­τες και οριο­θε­τη­θεί αλλά και η ταύ­τι­ση συγ­γρα­φέα — ήρωα δε θεω­ρεί­ται περί­που αυτο­νό­η­τη, κρί­νω ότι ο συγ­γρα­φέ­ας μπο­ρεί πιο άνε­τα να πει­ρα­μα­τι­στεί με το πρώ­το και δεύ­τε­ρο πρό­σω­πο στις αφη­γή­σεις του εγκα­τα­λεί­πο­ντας τη μονο­το­νία του τρί­του προ­σώ­που. Να σημειω­θεί πάντως ότι, όσον αφο­ρά την εστί­α­ση, η επιρ­ροή της αστυ­νο­μι­κής λογο­τε­χνί­ας στη γρα­φή του Χατζη­κώ­στα έχει περά­σει, ακό­μα και σε ορι­σμέ­να διη­γή­μα­τα που δεν θα τα χαρα­κτή­ρι­ζε κανείς αστυ­νο­μι­κά όπως το «Ζευ­γά­ρι στη βρο­χή», με εσω­τε­ρι­κή εστί­α­ση αντί της σχε­δόν μόνι­μης μηδε­νι­κής του παντο­γνώ­στη αφη­γη­τή. Τέλος, σε όλο πιο πλού­σια εξε­λίσ­σε­ται η μάλ­λον φτω­χή πλο­κή των πρω­τό­λειων διη­γη­μά­των. Ανά­δρο­μες αφη­γή­σεις, ευρή­μα­τα και αιφ­νι­δια­σμοί, συστη­μα­τι­κό­τε­ρη σκια­γρά­φη­ση των ηρώ­ων είναι οπωσ­δή­πο­τε αξιο­ση­μεί­ω­τες βελ­τιώ­σεις που ως ένα βαθ­μό έλκουν την κατα­γω­γή τους από το σαφώς απαι­τη­τι­κό­τε­ρο είδος του μυθι­στο­ρή­μα­τος, τα όρια του οποί­ου προ­σέγ­γι­σε ο συγ­γρα­φέ­ας δυο χρό­νια πριν στο Το παρελ­θόν κρα­τά πολύ.

Στα διη­γή­μα­τα της συλ­λο­γής Δύσκο­λους Έρω­τες του Ίτα­λο Καλ­βί­νο οι ερω­τι­κές σχέ­σεις των ηρώ­ων μόνο ανέ­φε­λες και ανέ­ξο­δες δε μπο­ρούν να χαρα­κτη­ρι­στούν καθώς υπο­νο­μεύ­ο­νται από χίλιες μύριες πιθα­νές και απί­θα­νες αντι­ξο­ό­τη­τες. Αντί­στοι­χα, στην πρώ­τη ενό­τη­τα του Μικρές ιστο­ρί­ες μεγά­λα όνει­ρα, παρά­δο­ξες δεί­χνουν και οι ερω­τι­κές σχέ­σεις των ηρώ­ων, του­λά­χι­στον ως το τέλος του διη­γή­μα­τος που δίνει την λύση (αν υπάρ­χει λύση) ή ξεκλει­δώ­νει το μυστή­ριο. Στο «Ζευ­γά­ρι στη βρο­χή» η παλιά ερω­τι­κή ιστο­ρία ανα­βιώ­νει ως πικρή, οδυ­νη­ρή μνή­μη με αφορ­μή το θέα­μα ενός ζευ­γα­ριού στη βρο­χή αλλιώς και το ίδιο το θέα­μα απέ­χει από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα — και εδώ θυμά­ται κανείς την πλά­νη της Τέχνης κατά τον Πλά­τω­να αλλά και πόσο ανά­γκη έχου­με όλοι την πλά­νη αυτή.

Και στο «Μεί­νε κοντά μου αγα­πη­μέ­νη» υπάρ­χει ένας μεγά­λος έρω­τας, δύσκο­λος και παρά­δο­ξος που κρα­τά σαρά­ντα πέντε χρό­νια, περ­νά από δυσκο­λί­ες, απα­γο­ρεύ­σεις, χωρι­σμούς αλλά… φτά­νει στο τέλος να γίνει απο­δε­κτός ως και από τη σύζυ­γο του ήρωα. Κοι­νός στα δυο διη­γή­μα­τα ο αιφ­νι­δια­σμός του τέλους, πιο ανά­λα­φρη και χιου­μο­ρι­στι­κή εδώ η διά­θε­ση. Ακο­λου­θεί μια πιο συμ­βα­τι­κή ερω­τι­κή ιστο­ρία «Ένας πλα­νό­διος πωλη­τής αλλο­τι­νών πραγ­μά­των» όπου οι δια­φο­ρές ηλι­κί­ας, τρό­που ζωής και νοο­τρο­πί­ας ανά­με­σα στο ερω­τι­κό ζεύ­γος απο­μα­κρύ­νουν προ­σω­ρι­νά τους δύο ερα­στές αλλά δε μπο­ρούν τελι­κά να αλλοιώ­σουν τα αισθή­μα­τά τους. Δύσκο­λος έρω­τας και εδώ αλλά όχι ναυα­γι­σμέ­νος. Η ενό­τη­τα κλεί­νει με το διή­γη­μα «Τα SMS…» όπου η δεύ­τε­ρη ευκαι­ρία για μια ερω­τι­κή σχέ­ση, είκο­σι χρό­νια μετά την πρώ­τη της φοι­τη­τι­κής ζωής, φτά­νει πολύ κοντά στην ολο­κλή­ρω­ση αλλά τελι­κά χάνε­ται με επώ­δυ­νο τρό­πο στο τέλος και ανε­ξάρ­τη­τα από τις επι­θυ­μί­ες των ηρώ­ων. Στο λογο­τε­χνι­κό κόσμο του Χατζη­κώ­στα, όπως και στη ζωή άλλω­στε, δεν υπάρ­χουν δεύ­τε­ρες ευκαι­ρί­ες ή αν υπάρ­χουν, μένουν μισές και ανολοκλήρωτες.

Στους «Αθώ­ους» του Χέρ­μαν Μπροχ οι ήρω­ες ζουν αδιά­φο­ροι και αμέ­το­χοι στα γιγα­ντιαία και κοσμοϊ­στο­ρι­κά γεγο­νό­τα που εξε­λίσ­σο­νται δίπλα τους και, ενώ ο ναζι­σμός φου­ντώ­νει μέσα στη χώρα τους, γίνο­νται συνέ­νο­χοι με την απά­θειά τους μπρο­στά στην επέ­λα­ση των ρινό­κε­ρων (για να θυμη­θού­με τον Ιονέ­σκο). Στο δεύ­τε­ρο μέρος της συλ­λο­γής οι ήρω­ες του Χατζη­κώ­στα, αντί­θε­τα με το ρεύ­μα, επι­λέ­γουν μέσα στο ίδιο κλί­μα απο­χαύ­νω­σης του κόσμου από την πλα­στή ευμά­ρεια (που μόλις έχει αρχί­σει να δια­λύ­ει η κρί­ση) και την συνε­πα­κό­λου­θη ιδιώ­τευ­ση, να πάνε κόντρα στο ρεύ­μα και να ψάξουν για πράγ­μα­τα που πολ­λοί γνω­ρί­ζουν αλλά δεν είναι πρό­θυ­μοι να μιλή­σουν γι’ αυτά. Πολ­λοί γνώ­ρι­ζαν το παρελ­θόν του νεκρού ιδιο­κτή­τη του ερει­πί­ου στο «Βερά­νι», ανθρώ­που με σκο­τει­νό ρόλο στην κατο­χή και στη χού­ντα αργό­τε­ρα αλλά δύσκο­λα έβγαι­ναν τα λόγια. Ο δημο­σιο­γρά­φος ήρω­ας ξεκι­νά από προ­σω­πι­κό ενδια­φέ­ρον να διε­ρευ­νή­σει το μυστή­ριο ενός σκε­λε­τού που βρέ­θη­κε στο ερει­πω­μέ­νο σπί­τι και φτά­νει, περ­νώ­ντας μέσα από τα αρχεία δικα­στη­ρί­ων και τα Γενι­κά Αρχεία του Κρά­τους, σε μία νευ­ρο­λο­γι­κή κλι­νι­κή στην συμπρω­τεύ­ου­σα. Δεύ­τε­ρη έκδο­ση αυτή του διη­γή­μα­τος — καλύ­τε­ρα: νου­βέ­λας- ξανα­δου­λε­μέ­νη με μεγα­λύ­τε­ρη προ­σο­χή στη δομή και στις λεπτο­μέ­ρειές του αλλά χωρίς αλλα­γές στο μύθο σε σχέ­ση με την πρώ­τη που παρου­σιά­στη­κε στη συλ­λο­γή Δυτι­κά του Αλιάκμονα.

Πολ­λοί επί­σης μπο­ρεί να υπο­θέ­σει κανείς ότι είναι οι εμπλε­κό­με­νοι στην δικα­στι­κή υπό­θε­ση του «Ο μπο­για­τζής ήξε­ρε πολ­λά!». Ο ήρω­ας, εισαγ­γε­λέ­ας νεο­διο­ρι­σμέ­νος σε επαρ­χια­κή πόλη απο­φα­σί­ζει να ερευ­νή­σει περισ­σό­τε­ρο μια — φαι­νο­με­νι­κά — υπό­θε­ση ρου­τί­νας μετά από μια ανα­πά­ντε­χη μαρ­τυ­ρία. Το πολυ­δαί­δα­λο παρα­δι­κα­στι­κό κύκλω­μα που στα­δια­κά απο­κα­λύ­πτε­ται του θέτει πιε­στι­κά διλ­λή­μα­τα, ωστό­σο αρω­γός στη λήψη των τελι­κών του απο­φά­σε­ων θα βρε­θεί παλιός του καθη­γη­τής. Αξιό­λο­γη αστυ­νο­μι­κή ιστο­ρία και με περι­θώ­ρια εκτε­νέ­στε­ρης ανά­πτυ­ξης σε δεύ­τε­ρη έκδο­ση, όπως το «Βερά­νι».

Πολύ ενδια­φέ­ρου­σα επί­σης και η Τρί­τη αστυ­νο­μι­κή ιστο­ρία με τίτλο «Οι μέλισ­σες δεν είναι … κατοι­κί­δια». Ο κάπως ύπο­πτος θάνα­τος από τσί­μπη­μα σφή­κας ή μέλισ­σας του πολι­τι­κού μηχα­νι­κού Γιώρ­γου Πεσί­δη, φυσιο­λά­τρη και ακτι­βι­στή ενά­ντια στην κατα­σκευή αιο­λι­κού πάρ­κου στη μικρή επαρ­χια­κή του πόλη, οδη­γεί την αστυ­νο­μι­κό αδελ­φή του σε μια έρευ­να με ανα­πά­ντε­χα ευρή­μα­τα. Και πάλι πολ­λοί γνω­ρί­ζουν ή υπο­ψιά­ζο­νται τι έγι­νε αλλά ο φόβος. το συμ­φέ­ρον ή η αδια­φο­ρία κατα­σκευά­ζουν μια ιδιό­τυ­πη ομερ­τά, τόσο συνη­θι­σμέ­νη άλλω­στε σε επαρ­χια­κές πόλεις.

Η τρί­τη ενό­τη­τα επι­στρέ­φει σε μια προ­σφι­λή για τον συγ­γρα­φέα θεμα­τι­κή κατη­γο­ρία, αυτή των κοι­νω­νι­κών αγώ­νων και της πολι­τι­κής έντα­ξης. Μνή­μες της επτα­ε­τί­ας και της μετα­πο­λί­τευ­σης με τη σφρα­γί­δα μιας βιω­μα­τι­κής και ως ένα βαθ­μό αυτο­βιο­γρα­φι­κής γρα­φής· μνή­μες που μοιά­ζουν παρά­ξε­νες στη σημε­ρι­νή επο­χή και κάπως γρα­φι­κές για τους νέους ανθρώ­πους. Αλλά, όπως μας θυμί­ζει και το τρα­γού­δι του Μάνου Λοΐ­ζου που ερμή­νευ­σε η Χάρις Αλε­ξί­ου το μακρι­νό 1979, «Τίπο­τα δεν πάει χαμέ­νο στη χαμέ­νη σου ζωή». Έτσι στο πρώ­το διή­γη­μα της ενό­τη­τας ο ήρω­ας στο άκου­σμα του πρα­ξι­κο­πή­μα­τος στην Τουρ­κία θυμά­ται το πρα­ξι­κό­πη­μα του Εβρέν το 1980, το πέρα­σμα του Γραμ­μα­τέα της Κ.Ν.Τουρκίας από τη χώρα μας αλλά και το ρόλο του ίδιου ως οιο­νεί μετα­φρα­στή στην ομι­λία του τελευ­ταί­ου. Αλλά βέβαια σε μια επο­χή που όπως παρα­τη­ρεί και ο ήρω­ας έχει κυριαρ­χή­σει «η προ­πα­γάν­δα για τη «γενιά της μετα­πο­λί­τευ­σης που είναι υπεύ­θυ­νη για όλα τα χάλια της χώρας μας» ποιος θα ακού­σει αυτές τις ιστο­ρί­ες και τι θα καταλάβει;

Αντί­στοι­χα και στο διή­γη­μα «Τα τρυκ» το βάπτι­σμα του πυρός στην πολι­τι­κή δρά­ση του ήρωα, μαθη­τή τότε, γίνε­ται με το πέταγ­μα αυτο­σχέ­διων προ­κη­ρύ­ξε­ων ενά­ντια στη βασι­λεία και με φόντο το δημο­ψή­φι­σμα για την κατάρ­γη­σή της. Επο­χή απα­γο­ρεύ­σε­ων και αυστη­ρών κανό­νων από την οικο­γέ­νεια, το σχο­λείο, την πολι­τεία πάνω σε μια γενιά νέων ανθρώ­πων που και το να γυρί­σει κανείς μετά τις 10 το βρά­δυ ήταν μια πρά­ξη επα­να­στα­τι­κή (με κόστος πάντα…).

Τι πιθα­νό­τη­τες επι­τυ­χί­ας έχει ένας αρι­στε­ρός ομι­λη­τής σε προ­ε­κλο­γι­κή εκστρα­τεία μέσα σε χωριά που οι αντί­πα­λες πολι­τι­κές δυνά­μεις κρα­τά­νε ισχυ­ρή και αμε­τά­βλη­τη τη θέση τους από τα χρό­νια της κατο­χής; Και μάλι­στα όταν την ίδια μέρα έχει επι­λέ­ξει να μιλή­σει και ο κομ­μα­τάρ­χης της περιο­χής στο χωριό; Και όμως, αν ο ήρω­ας γνω­ρί­ζει έστω και λίγο πρό­σω­πα και πράγ­μα­τα, πολ­λά μπο­ρούν να γίνουν. Με τον ευρη­μα­τι­κό τίτλο «Και το μαλ­λί… “λάχα­νο”» ο συγ­γρα­φέ­ας υπεν­θυ­μί­ζει ότι πολ­λές φορές η αμε­σό­τη­τα και ο ξεκά­θα­ρος πολι­τι­κός λόγος μπο­ρούν να υπερ­κε­ρά­σουν αγκυ­λώ­σεις και προ­κα­τα­λή­ψεις δεκα­ε­τιών. Και ότι η εμφά­νι­ση δεν είναι δείγ­μα πολι­τι­κής ταυτότητας…

Η ενό­τη­τα κλεί­νει με το διή­γη­μα «Το Η/Ζ», το ηλε­κτρο­πα­ρα­γω­γό ζεύ­γος, δηλα­δή γεν­νή­τρια παρα­γω­γής ηλε­κτρι­κού ρεύ­μα­τος, είδος πολυ­τε­λεί­ας για μακρι­νά φυλά­κια ως τα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 80. Η ζωή στο φυλά­κιο του στρα­τού με τις στε­ρή­σεις και τις δυσκο­λί­ες της αλλά και η προ­σπά­θεια για καλυ­τέ­ρευ­ση της ζωής που μόνο με αγώ­να και επι­μο­νή επι­τυγ­χά­νε­ται. Όπως και στο διή­γη­μα «Μια Μεγά­λη Πέμ­πτη στο χακί» από την πρώ­τη συλ­λο­γή του συγ­γρα­φέα, ο ήρω­ας επι­μέ­νει σε ένα εύλο­γο αίτη­μα και τελι­κά δικαιώ­νε­ται, κάτι διό­λου αυτο­νό­η­το ειδι­κά στη στρα­τιω­τι­κή ζωή.

Η μορ­φή του πατέ­ρα δεσπό­ζει στο τέταρ­το μέρος της συλ­λο­γής, φόρος τιμής του συγ­γρα­φέα στη μνή­μη του. Τον τόνο εδώ δίνει ως μότο το ποί­η­μα του Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη με τον εύγλωτ­το τίτλο «Ο πατέ­ρας δεν πίνει στους ουρα­νούς». Επέ­λε­ξα κατ’ ανα­λο­γία ως τίτλο της ενό­τη­τας την αντί­στοι­χη της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής του Θανά­ση Μαρ­κό­που­λου Χαμη­λά ποτά­μια που τιτλο­φο­ρεί­ται εξί­σου χαρα­κτη­ρι­στι­κά «Ο πατέ­ρας ανε­βαί­νει στο κάδρο». Ο πατέ­ρας λοι­πόν πρω­τα­γω­νι­στεί σε τέσ­σε­ρις ιστο­ρί­ες με την πρώ­τη «Μπα­νά­νες Chiquita» να περι­γρά­φει το δύσκο­λο μερο­κά­μα­το του πατέ­ρα από το πρωί ως το βρά­δυ με το φορ­τη­γό που όμως έχει και τα τυχε­ρά του για την οικο­γέ­νεια και τη γει­το­νιά ολό­κλη­ρη όταν μοι­ρά­ζει ένα φορ­τίο με ελα­φρά χτυ­πη­μέ­νες μπα­νά­νες που προ­ο­ρί­ζο­νταν για πέτα­μα. Μια επο­χή που ένα κιλό μπα­νά­νες κόστι­ζε περισ­σό­τε­ρο από ένα κιλό κρέας…

“Το κόκ­κι­νο φορ­τη­γό” κατα­γρά­φει με χιού­μορ την αγο­ρά του φορ­τη­γού από τον πατέ­ρα μεσού­σης της χού­ντας αλλά και την καχυ­πο­ψία των αρχών για το …κόκ­κι­νο χρώ­μα του φορ­τη­γού. Το καθε­στώς έψα­χνε παντού εχθρούς και η γελοιό­τη­τα τέτοιων υπο­ψιών για φρά­σεις, χρώ­μα­τα, τίτλους βιβλί­ων μοιά­ζει σήμε­ρα αστεία όμως τότε δεν ήταν καθό­λου. Ο πατέ­ρας ανα­γκά­ζε­ται να βάλει δυο ελλη­νι­κές σημαιού­λες δεξιά και αρι­στε­ρά του αυτο­κι­νή­του και όπως σχο­λιά­ζει ο συγ­γρα­φέα: το κόκ­κι­νο πλέ­ον φορ­τη­γό κυκλο­φο­ρού­σε σαν στο­λι­σμέ­νη φρε­γά­τα τα χρό­νια εκεί­να για να απο­δει­κνύ­ει ότι η …βλα­κεία είναι ανίκητη!

Η ημέ­ρα των γενε­θλί­ων του πατέ­ρα ήταν ξεχω­ρι­στή για το σπί­τι. Ενώ η ονο­μα­στι­κή γιορ­τή περι­λάμ­βα­νε τις εθι­μο­τυ­πι­κές επι­σκέ­ψεις συγ­γε­νών και φίλων (που με τα χρό­νια αραί­ω­σαν), τα γενέ­θλια γιορ­τά­ζο­νταν με έξο­δο της οικο­γέ­νειας σε ταβέρ­να (σπά­νιο γεγο­νός για τα οικο­νο­μι­κά των περισ­σο­τέ­ρων οικο­γε­νειών την επο­χή). Την ημέ­ρα αυτή θυμά­ται και κατα­γρά­φει ο συγ­γρα­φέ­ας στο διή­γη­μα «Τα γενέ­θλια» και τη συν­δέ­ει με ένα κωμι­κό περι­στα­τι­κό με τον γνω­στό χιου­μο­ρι­στι­κό του τρόπο.

Στο τελευ­ταίο διή­γη­μα “Πάντα να προ­σέ­χεις το δυνα­μό” βασι­κός ήρω­ας είναι ο συγ­γρα­φέ­ας που τον Νοέμ­βρη του ’77 έχει μπει για καλά στην πολι­τι­κή δρά­ση, μαθη­τής ακό­μη. Και πάλι ο ήρω­ας προ­σπα­θεί να ισορ­ρο­πή­σει ανά­με­σα σε σχο­λείο, κομ­μα­τι­κή δου­λειά και σπί­τι με… αυστη­ρό ωρά­ριο νυχτε­ρι­νής επι­στρο­φής. Όταν ένα χαλα­σμέ­νο δυνα­μό αυτο­κι­νή­του ανα­γκά­ζει τον ήρωα να επι­στρέ­ψει σπί­τι μετά τα μεσά­νυ­χτα (περί­που με έγκλη­μα ισο­δυ­να­μού­σε κάτι τέτοιο), για πρώ­τη φορά ο πατέ­ρας βάζει νερό στο κρα­σί του και περιο­ρί­ζε­ται σε μια συμ­βου­λή: «Να προ­σέ­χεις γιέ μου στη ζωή σου το δυνα­μό. Για­τί χωρίς αυτό και το πιο μεγά­λο όχη­μα με τον πιο ικα­νό οδη­γό μπο­ρεί να σταματήσει»!

Με μεγα­λύ­τε­ρη από το παρελ­θόν θεμα­τι­κή ποι­κι­λία και γρα­φή που συνε­χώς βελ­τιώ­νε­ται, ο Αλέ­κος Χατζη­κώ­στας προ­σφέ­ρει μια τίμια και αξιό­λο­γη συλ­λο­γή διη­γη­μά­των που δεν πρό­κει­ται να κου­ρά­σουν τον ανα­γνώ­στη αλλά τονί­ζουν, άλλο­τε με χιού­μορ και άλλο­τε πιο σοβα­ρά, έμμε­σα ή άμε­σα, ότι η ουσία του ανθρώ­που είναι το σύνο­λο των κοι­νω­νι­κών του σχέ­σε­ων, για να θυμη­θού­με τον Κ Μαρξ.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο