Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μικρασιατική Καταστροφή και Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Αύγου­στος του 1922  σημα­δεύ­τη­κε από τη Μικρα­σια­τι­κή κατα­στρο­φή, ιστο­ρι­κό γεγο­νός τερά­στιας και κατα­λυ­τι­κής σημα­σί­ας για τη δια­μόρ­φω­ση της φυσιο­γνω­μί­ας της νεό­τε­ρης Ελλά­δας. Ο ιστο­ρι­κός Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της υπο­στη­ρί­ζει, στο από­σπα­σμα που ακο­λου­θεί,  την άπο­ψη ότι η νεό­τε­ρη Ελλά­δα, ουσια­στι­κά, επα­νι­δρύ­θη­κε, όλα φτιά­χτη­καν από την αρχή. Μέσα από πολι­τι­κές, οικο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σί­ες δημιουρ­γή­θη­καν εκεί­νες οι προ­ϋ­πο­θέ­σεις και οι συν­θή­κες που οδή­γη­σαν στις δρα­μα­τι­κές εξε­λί­ξεις των επό­με­νων  χρό­νων. Θεω­ρεί πολύ σημα­ντι­κά τα  χρό­νια που μεσο­λά­βη­σαν από τη Μικρα­σια­τι­κή Κατα­στρο­φή μέχρι το ξέσπα­σμα του Πολέ­μου του 1940 και ό,τι ακο­λού­θη­σε, δηλα­δή  Κατο­χή, Αντί­στα­ση  και Εμφύ­λιο  διό­τι  εκεί βρί­σκο­νται όλα όσα οδή­γη­σαν σε αυτόν.

ofisofi25b

«Ο Εμφύ­λιος πάντως γεν­νή­θη­κε και εξε­λί­χθη­κε στην Ελλά­δα, στο πλαί­σιο της δικής μας κοι­νω­νι­κής και πολι­τι­κής κατά­στα­σης. Στο πλαί­σιο της ελλη­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας της επο­χής θα ανα­ζη­τή­σου­με λοι­πόν τα κυριό­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά του, τις συγκυ­ρί­ες μέσα στις οποί­ες προ­κλή­θη­κε και τις αιτί­ες που οδή­γη­σαν σε αυτόν. Η διαύ­γεια στην κατα­νό­η­ση της τότε εικό­νας και των λει­τουρ­γιών της χώρας μόνο ως ανα­γκαία προ­ϋ­πό­θε­ση μπο­ρεί να εκλη­φθεί στη από­πει­ρα κατα­νό­η­σης των συν­θη­κών του Εμφυ­λί­ου. Το βασι­κό σημείο νομί­ζω που πρέ­πει να μας απα­σχο­λή­σει είναι η «νεό­τη­τα» της χώρας.

Πραγ­μα­τι­κά, αν η κατά­στα­ση της Ευρώ­πης μπο­ρεί να χαρα­κτη­ρι­στεί ρευ­στή και υπό δια­μόρ­φω­ση, για την Ελλά­δα μπο­ρού­με άφο­βα να μιλή­σου­με για χώρα «υπό κατα­σκευή». Ίσως εκπλή­ξει η θέση αυτή, που έρχε­ται σε αντί­θε­ση με τις περί μακρό­χρο­νης ιστο­ρί­ας παρα­δό­σεις  ή έστω με την αντί­λη­ψη που θέλει την εξέ­λι­ξη του ελλη­νι­κού κρά­τους γραμ­μι­κή και προ­ο­δευ­τι­κή από το 1821 και δώθε. Στην αρχή, όμως, του αιώ­να και ιδιαί­τε­ρα στη δεκα­ε­τία 1912 – 1922 η ιστο­ρία των Ελλή­νων και η αντί­στοι­χη του ελλη­νι­κού κρά­τους υπέ­στη­σαν τόσες αλλα­γές ώστε είναι νόμι­μο να μιλή­σου­με για νέα αφε­τη­ρία. Η χώρα που προ­έ­κυ­ψε πολύ λίγο έμοια­ζε με αυτή την οποία διαδέχθηκε.

Δεν ήταν μόνο η αλλα­γή της γεω­γρα­φι­κής έκτα­σης και του ειδι­κού βάρους της χώρας στην περιο­χή της. Δεν ήταν μόνο η σημα­ντι­κή δημο­γρα­φι­κή αλλα­γή, ο πολ­λα­πλα­σια­σμός των υπη­κό­ων του νέου κρά­τους. Τα ποιο­τι­κά χαρα­κτη­ρι­στι­κά υπε­ρέ­βα­λαν αυτές τις τεχνι­κές δια­πι­στώ­σεις . Μερι­κά, θεμε­λιώ­δη για την ιστο­ρι­κή πορεία των Νεο­ελ­λή­νων, στοι­χεία ανα­τρά­πη­καν ολο­κλη­ρω­τι­κά την περί­ο­δο αυτή. Παρα­δείγ­μα­τος χάρη, η πριν από το 1912 Ελλά­δα περιε­λάμ­βα­νε , εκτός από τους εντός των συνό­ρων πολί­τες της, έναν δεύ­τε­ρο, πραγ­μα­τι­κό και φαντα­σια­κό ταυ­τό­χρο­να, «εθνι­κό» χώρο. Εκεί­νο των εκτός των συνό­ρων Ελλή­νων που προ­ό­δευαν, σχε­δόν σε όλη την Ανα­το­λι­κή Μεσό­γειο: στην Αλε­ξάν­δρεια, τη Βηρυ­τό, τη Σμύρ­νη, την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, την Οδησ­σό, τον Δού­να­βη… Η μετά το 1922 χώρα δεν είχε τέτοιου είδους ενδο­χώ­ρα ενώ, αντί­θε­τα, έπρε­πε να αφο­μοιώ­σει και να ενο­ποι­ή­σει πολι­τι­σμι­κές ή και εθνι­κές κοι­νό­τη­τες που πολύ απεί­χαν από την τυπι­κή εικό­να του Παλαιο­ελ­λα­δί­τη: πρό­σφυ­γες από τον Πόντο, την Καπ­πα­δο­κία, τη Ρωσία, τον Καύ­κα­σο, την Ιωνία, αλλά και μειο­νό­τη­τες: Σλα­βο­μα­κε­δό­νες, Σεφαρ­δί­τες Εβραί­ους, μου­σουλ­μά­νους κ.λ.π. Όσον αφο­ρά δε τον κοι­νω­νι­κό χώρο, εκεί πλέ­ον η ανα­τα­ρα­χή που προ­κά­λε­σε η άφι­ξη των προ­σφύ­γων ξανάρ­χι­ζε, σε πολ­λούς χώρους, το παι­χνί­δι της κοι­νω­νι­κής σύν­θε­σης σχε­δόν από την αρχή. Με άλλα λόγια, η οικο­νο­μι­κή, κοι­νω­νι­κή, πολι­τι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή λει­τουρ­γία της χώρας ξεκι­νού­σε πάλι από νέες βάσεις, μέσα σε από­λυ­τη ρευ­στό­τη­τα. Γι’ αυτό νομι­μο­ποιού­μα­στε να μιλά­με για επα­νί­δρυ­ση της νεό­τε­ρης Ελλά­δας και να συμπε­ρι­λαμ­βά­νου­με αυτή την κατά­στα­ση στις ανα­λύ­σεις μας.

Από εκεί­νη την επο­χή, το 1922 ή καλύ­τε­ρα το 1925, έτος κατά το οποίο ολο­κλη­ρώ­θη­κε η ανταλ­λα­γή των πλη­θυ­σμών και η εγκα­τά­στα­ση των προ­σφύ­γων στο νέο τους περι­βάλ­λον, πέρα­σαν μόλις 15 χρό­νια ως το 1940 και τις νέες περι­πέ­τειες που η δεκα­ε­τία της Κατο­χής, της Αντί­στα­σης και του Εμφυ­λί­ου επι­φύ­λασ­σε. Ήταν ένα πολύ μικρό χρο­νι­κό διά­στη­μα σε σχέ­ση με το έργο που έπρε­πε να συντε­λε­στεί. Η χώρα έπρε­πε να μάθει να ζει στις νέες συν­θή­κες, όπου το εθνι­κό ταυ­τι­ζό­ταν με τα γεω­γρα­φι­κά και πολι­τι­κά σύνο­ρα και όπου ο πλού­τος ή η φτώ­χεια των Ελλή­νων δεν εξαρ­τιό­ταν πλέ­ον από δρα­στη­ριό­τη­τες στα μήκη και τα πλά­τη της Ανα­το­λι­κής Μεσο­γεί­ου αλλά από τα όσα θα μπο­ρού­σαν να δημιουρ­γή­σουν στα στε­νά όρια του κρά­τους τους. Οι Έλλη­νες έπρε­πε να μάθουν να συζούν μετα­ξύ τους, ακό­μη κι αν η προ­έ­λευ­σή τους ήταν δια­φο­ρε­τι­κή, οι δεξιό­τη­τες άλλες, οι διά­λε­κτοι δια­φο­ρε­τι­κές και η κοι­νω­νι­κή δια­μόρ­φω­ση και προ­έ­λευ­ση ξένη προς τη νέα τους θέση. Με άλλα λόγια, η χώρα έπρε­πε να ανα­πτυ­χθεί ως γεω­γρα­φι­κό και δημο­γρα­φι­κό σύνο­λο και οι έλλη­νες έπρε­πε να ομο­γε­νο­ποι­η­θούν, να γίνουν ενιαία κοινωνία.

Στα δεκα­πέ­ντε χρό­νια που χώρι­σαν την ολο­κλή­ρω­ση της Μικρα­σια­τι­κής Κατα­στρο­φής από τον Πόλε­μο του ’40 και την αφε­τη­ρία της νέας περιό­δου ανα­τρο­πών, η ζωή των ανθρώ­πων στην Ελλά­δα πέρα­σε από πολ­λές δια­φο­ρε­τι­κές εμπει­ρί­ες. Πρώ­τα απ’ όλα, τα χρό­νια αυτά υπήρ­ξαν , για την πλειο­ψη­φία των Ελλή­νων, χρό­νια στε­ρή­σε­ων, φτώ­χειας και μόχθου. Ήταν, όμως και χρό­νια σχε­δόν ανα­γκα­στι­κής προ­ό­δου. Ασφα­λι­στι­κές δικλί­δες δεν υπήρ­χαν. Η μετα­νά­στευ­ση προς τις κοντι­νές στην Ελλά­δα περιο­χές είχε πολύ περιο­ρι­στεί στις νέες συν­θή­κες  ενώ το μεγά­λο κατα­φύ­γιο, οι Ηνω­μέ­νες Πολι­τεί­ες είχαν κλεί­σει τις πόρ­τες τους το 1924. Όλα έπρε­πε να γίνουν μέσα στο στε­νό ελλη­νι­κό χώρο. Πολ­λά πράγ­μα­τα δε από εκεί­να τα βασι­κά που κρί­νουν την επι­βί­ω­ση έπρε­πε να χτι­στούν. Σε πολ­λές περιο­χές, σε πολ­λές δρα­στη­ριό­τη­τες τα πράγ­μα­τα έπρε­πε να φτια­χθούν από την αρχή. Αυτό ίσχυε για τις πόλεις: οι τελευ­ταί­ες, για ν’ αρχί­σου­με, έπρε­πε να χτι­στούν. Στην αρχή της νέας περιό­δου, γύρω από τα αστι­κά κέντρα δημιουρ­γή­θη­καν ατε­λεί­ω­τες παρα­γκου­πό­λεις, χτι­σμέ­νες με ό, τι δήπο­τε υλι­κό βρι­σκό­ταν πρό­σφο­ρο στον γύρω χώρο, χωρίς υπο­δο­μές, χωρίς σχέ­δια, χωρίς πρό­νοια για τις στοι­χειώ­δεις ανά­γκες των ανθρώ­πων. Η εφευ­ρε­τι­κό­τη­τα και τα χρή­μα­τα της Επι­τρο­πής Απο­κα­τα­στά­σε­ως Προ­σφύ­γων έδω­σαν το απα­ραί­τη­το στή­ριγ­μα, το κύριο, όμως, έργο αυτής της ανοι­κο­δό­μη­σης των εξω­τε­ρι­κών δακτυ­λί­ων περί­που όλων των ελλη­νι­κών πόλε­ων – της Παλαιάς ή της Νέας Ελλά­δας – το ανέ­λα­βε ο μόχθος των ενδια­φε­ρό­με­νων ανθρώ­πων. Πολύ γρή­γο­ρα οι περιο­χές αυτές της μιζέ­ριας άλλα­ξαν μορ­φή και οι κάτοι­κοί τους, αφού εξα­σφά­λι­σαν τις βασι­κές για την επι­βί­ω­σή τους προ­ϋ­πο­θέ­σεις, άρχι­σαν να διεκ­δι­κούν την έντα­ξή τους στον κοι­νω­νι­κό ιστό κατά τρό­πο που να επι­τρέ­πει την κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη και την ελπί­δα. Η αρχι­κή τους μιζέ­ρια δεν ήταν τόσο κοι­νω­νι­κά εκρη­κτι­κή όσο ήταν η προ­σπά­θειά τους για έντα­ξη στη δυνα­μι­κή της κοι­νω­νί­ας. Γεν­νή­θη­καν αντα­γω­νι­σμοί, πάθη, συγκρού­σεις και προ­βλή­μα­τα, την πολι­τι­κή αντα­νά­κλα­ση των οποί­ων εξέ­φρα­σε η ταραγ­μέ­νη πολι­τι­κή ζωή της χώρας ιδιαί­τε­ρα από το 1932 και μετά. Ο κοι­νω­νι­κός χώρος, ιδιαί­τε­ρα στις παρυ­φές της χει­ρω­να­κτι­κής εργα­σί­ας, στο σύνο­ρο που χωρί­ζει τα κατώ­τε­ρα στρώ­μα­τα από τον μικρο­α­στι­κό κόσμο, έγι­νε έντο­να δια­πε­ρα­τός, ρευ­στός και διεκδικήσιμος.

Στην ύπαι­θρο οι μετα­βο­λές ήταν ακό­μη πιο σαρω­τι­κές. Σε πολ­λές περι­πτώ­σεις χρειά­στη­κε να φτια­χτεί από την αρχή το ίδιο τοπίο ώστε να γίνει βιώ­σι­μο και φιλό­ξε­νο για τους ανθρώ­πους που στάλ­θη­καν εκεί. Σε τού­τα τα δεκα­πέ­ντε χρό­νια, σε μικρή ή σε μεγά­λη κλί­μα­κα , άλλα­ξε ο μορ­φο­λο­γι­κός χάρ­της της Ελλά­δας. Λίμνες απο­ξη­ράν­θη­καν και έγι­ναν χωρά­φια, κοί­τες ποτα­μών δαμά­στη­καν και διευ­θε­τή­θη­καν, κτί­στη­καν χωριά, εκχερ­σώ­θη­καν δάση, εξοι­κο­νο­μή­θη­κε έδα­φος για δου­λέ­ψουν και να ζήσουν οι νέοι και οι παλαιοί κάτοι­κοι της υπαί­θρου. Όλ’ αυτά έγι­ναν με πόνο και με μόχθο. Η ελο­νο­σία είχε τη μερί­δα του λέο­ντος στα θύμα­τα και η κατα­πο­λέ­μη­σή της απο­τέ­λε­σε ένα είδος πολέ­μου, μια αγρο­τι­κή παν­στρα­τιά, συγκρί­σι­μη ως προς τα θύμα­τα με περιό­δους στις οποί­ες κυριαρ­χού­σε η μετα­ξύ των ανθρώ­πων βία.

Η γη δια­νε­μή­θη­κε, οι άνθρω­ποι έμα­θαν να συνερ­γά­ζο­νται, να ζουν μαζί, να συντο­νί­ζουν τις ενέρ­γειες και τις εργα­σί­ες τους, αλλά και να αντα­γω­νί­ζο­νται στη διεκ­δί­κη­ση κάποιας καλύ­τε­ρης μοί­ρας, να εχθρεύ­ο­νται, χωριό προς χωριό ή μαχα­λάς προς μαχα­λά. Η εργα­σία απέ­δι­δε, ο τόπος μετα­μορ­φω­νό­ταν και μέσα στα δεκα­πέ­ντε αυτά χρό­νια σκλη­ρού μόχθου είχε δημιουρ­γη­θεί πλε­ό­να­σμα και υπο­σχέ­σεις πλού­του διεκ­δι­κή­σι­μες από εκεί­νους που ο καθέ­νας χωρι­στά και όλοι μαζί έχτι­σαν αυτή τη νέα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Για τη δεκα­ε­τία του 1940 και ειδι­κά για τον Εμφύ­λιο αυτά τα δεκα­πέ­ντε χρό­νια αγρο­τι­κής ιστο­ρί­ας έχουν ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Η πλή­ρης αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση , η κατά­τμη­ση της εκμε­ταλ­λεύ­σι­μης γης σε μικρούς κλή­ρους, έκθε­τους στις πιέ­σεις της αγο­ράς, προ­κά­λε­σε ιδιαί­τε­ρα κοι­νω­νι­κά και πολι­τι­κά φαι­νό­με­να. Το κρά­τος ανέ­πτυ­ξε  μηχα­νι­σμούς προ­στα­σί­ας, προ­σπα­θώ­ντας να περιο­ρί­σει τις πρό­σθε­τες μετα­κι­νή­σεις πλη­θυ­σμών προς τις πόλεις ενώ, από την δεκα­ε­τία του ’30, με το ξέσπα­σμα της κρί­σης, την επι­κρά­τη­ση των αρχών της κλει­στής οικο­νο­μί­ας και τον περιο­ρι­σμό του εμπο­ρί­ου, πρό­σθε­τες λει­τουρ­γί­ες συγκε­ντρώ­θη­καν στον αγρο­τι­κό κόσμο.

Η κρα­τι­κή παρέμ­βα­ση και οι παρε­νέρ­γειές της ήταν ο άξο­νας αυτών των λει­τουρ­γιών. Η γεωρ­γι­κή παρα­γω­γή έπρε­πε να προ­σα­να­το­λι­στεί κεντρι­κά προς την επί­τευ­ξη της αυτάρ­κειας στα ανα­γκαία για τη δια­τρο­φή του πλη­θυ­σμού της χώρας είδη, ενώ, ταυ­τό­χρο­να, ο ίδιος παρα­γω­γι­κός τομέ­ας έπρε­πε να απο­δί­δει  τα εξα­γώ­γι­μα εκεί­να προ­ϊ­ό­ντα που θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μο­ποι­ή­σει η χώρα στο σύστη­μα του δια των  συμ­ψη­φι­σμών εμπο­ρί­ου. Τα καπνά και η στα­φί­δα έγι­ναν αντι­κεί­με­νο κρα­τι­κής φρο­ντί­δας και παρέμ­βα­σης ακρι­βώς όπως και τα σιτη­ρά, για ανά­λο­γους αν και ανό­μοιους λόγους. Η ανά­πτυ­ξη και η δια­χεί­ρι­ση της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής μετα­βλή­θη­καν σε σύν­θε­τες υπο­θέ­σεις, που η εξυ­πη­ρέ­τη­σή τους απαι­τού­σε μηχα­νι­σμούς και υπο­δο­μές άμε­σα ή έμμε­σα συν­δε­δε­μέ­νους με το ζήτη­μα. Το πλέγ­μα των συνε­ται­ρι­σμών, της Αγρο­τι­κής Τρά­πε­ζας, των κρα­τι­κών υπη­ρε­σιών, των οργα­νι­σμών παρέμ­βα­σης και συγκέ­ντρω­σης της σοδειάς μπο­ρεί να υπο­λο­γι­στεί  στους άμε­σα συν­δε­δε­μέ­νους οργα­νι­σμούς και λει­τουρ­γί­ες. Γύρω από αυτό διαρ­θρω­νό­ταν ένας ολό­κλη­ρος κόσμος που από μόνος του δημιουρ­γού­σε ιδιαί­τε­ρη κοι­νω­νι­κή ομά­δα στις μικρές πόλεις της υπαί­θρου: δικη­γό­ροι, λογι­στές, έμπο­ροι, δια­χει­ρι­στές, κρα­τι­κοί και τρα­πε­ζι­κοί υπάλ­λη­λοι, συνε­ται­ρι­στές έφτια­χναν ένα ισχυ­ρό πλέγ­μα που κυριαρ­χού­σε στη ζωή των επαρ­χια­κών κέντρων και απο­τε­λού­σε ένα είδος οικο­νο­μι­κής και πνευ­μα­τι­κής ελίτ.

Κοντά και παράλ­λη­λα με αυτή την κοι­νω­νι­κή ομά­δα, οι έμμε­σες επι­πτώ­σεις της προ­σο­χής που δινό­ταν στις αγρο­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες έκτι­ζαν με τη σει­ρά τους και αυτές έναν συγ­γε­νή και συν­δε­δε­μέ­νο με τον πρώ­το κοι­νω­νι­κό χώρο. Η εκπαί­δευ­ση, λόγου χάρη, στην οποία πολ­λά επεν­δύ­θη­καν στη μικρή αυτή περί­ο­δο για να αντι­με­τω­πι­στούν οικο­νο­μι­κές και πολι­τι­κές ανά­γκες. Οι πρώ­τες συνο­ψί­ζο­νταν στην ανά­γκη τρο­φο­δο­σί­ας των μηχα­νι­σμών που προ­πε­ρι­γρά­ψα­με με επαρ­κώς μορ­φω­μέ­να στε­λέ­χη. Οι δεύ­τε­ρες σχε­τί­ζο­νταν με την πολι­τι­σμι­κή και μορ­φω­τι­κή ενο­ποί­η­ση του νεο­δη­μιουρ­γη­μέ­νου, μετά την εδα­φι­κή εξά­πλω­ση και τις μεγά­λες μετα­κι­νή­σεις πλη­θυ­σμών, ελλη­νι­κού λαού. Αυτός ο ανα­πτυ­ξια­κός και ενο­ποι­η­τι­κός δεσμός, έντο­να πρα­κτι­κός, απο­τε­λε­σμα­τι­κός και προ­σαρ­μο­σμέ­νος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και στις ανά­γκες, έγι­νε η ψυχή αυτών των τοπι­κών ελίτ, που κυριάρ­χη­σαν στις επαρ­χια­κές μικρο­κοι­νω­νί­ες του Μεσοπολέμου.

ofisofi25c

Αυτές ακρι­βώς οι τοπι­κές επαρ­χια­κές αλλά και μικρο­α­στι­κές ελίτ φαί­νε­ται να βρί­σκο­νται στη βάση των κοι­νω­νι­κών και πολι­τι­κών διερ­γα­σιών που ακο­λού­θη­σαν. Ο ρόλος τους στην ανα­συ­γκρό­τη­ση και στη νέα αφε­τη­ρία του ελλη­νι­κού κρά­τους ήταν τόσο σημα­ντι­κός ώστε, στο τοπι­κό επί­πε­δο αρχι­κά και στο εθνι­κό στη συνέ­χεια, βρέ­θη­καν στη βάση του αιτή­μα­τος για επα­να­προσ­διο­ρι­σμό της κρα­τι­κής εξου­σί­ας και του ρόλου της, την αλλα­γή δηλα­δή του ταξι­κού προ­σα­να­το­λι­σμού της. Πρό­κει­ται για τη δημιουρ­γία μιας ιδιαί­τε­ρης δυνα­μι­κής, φιλό­δο­ξης και ανα­τρε­πτι­κής κοι­νω­νι­κής ομάδας.

Ο Πόλε­μος της Αλβα­νί­ας και οι πρώ­τοι κατο­χι­κοί μήνες έφε­ραν τις κοι­νω­νι­κές αυτές ομά­δες στο προ­σκή­νιο της εθνι­κής ιστο­ρί­ας. Οι έφε­δροι αξιω­μα­τι­κοί ή υπα­ξιω­μα­τι­κοί που ουσια­στι­κά οδή­γη­σαν – και φάνη­καν στους πολ­λούς ότι οδή­γη­σαν, αυτό είναι το πιο σημα­ντι­κό – τον στρα­τό της Αλβα­νί­ας στις μεγά­λες του επι­τυ­χί­ες ανή­καν ακρι­βώς σε αυτόν τον κοι­νω­νι­κό χώρο. Οι τοπι­κοί παρά­γο­ντες που οργά­νω­σαν την τοπι­κή, αγρο­τι­κή ή αστι­κή, κοι­νω­νία για την αντι­με­τώ­πι­ση των αντι­ξο­ο­τή­των των πρώ­των κατο­χι­κών μηνών, που πέτυ­χαν δηλα­δή την ανά­πλα­ση των μηχα­νι­σμών επι­βί­ω­σης τους οποί­ους ο επί­ση­μος κρα­τι­κός μηχα­νι­σμός μέσα στο συνο­λι­κό του ναυά­γιο και την ανυ­πο­λη­ψία του ήταν ανί­κα­νος να εξα­σφα­λί­σει, ανή­καν επί­σης στον ίδιο κοι­νω­νι­κό χώρο. Οι νέοι ρόλοι, που οι συγκυ­ρί­ες του 1940 – 1941 τους προ­σέ­δω­σαν, μετέ­τρε­ψαν αυτές τις τοπι­κής εμβέ­λειας κοι­νω­νι­κές ελίτ σε διά­δο­χο πολι­τι­κή κατά­στα­ση σε εθνι­κή κλί­μα­κα ή του­λά­χι­στον τις κατέ­στη­σαν την πλέ­ον αξιό­πι­στη κοι­νω­νι­κή και πολι­τι­κή δύνα­μη της χώρας μετά τη δια­δο­χι­κή κατάρ­ρευ­ση και απα­ξί­ω­ση όλων των υπό­λοι­πων σχη­μά­των. Η πολι­τι­κή έκφρα­ση αυτών των κοι­νω­νι­κών ομά­δων αθροί­στη­κε και αρθρώ­θη­κε μέσα από το Εθνι­κό Απε­λευ­θε­ρω­τι­κό Μέτω­πο, το ΕΑΜ.

Η παρου­σία αυτών των τοπι­κών ελίτ που οι συγκυ­ρί­ες ανέ­δει­ξαν σε βασι­κή πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή δύνα­μη στη διάρ­κεια της Κατο­χής δεν ήταν αρκε­τή από μόνη της για τη μετα­βο­λή του πολι­τι­κού σκη­νι­κού. Ευρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα και ομά­δες έπρε­πε να ταχθούν με το μέρος αυτών των νέων δυνά­με­ων. Η ύπαι­θρος έδι­νε πλού­σιο υλι­κό σε αυτό τον τομέα. Οι ορει­νές ή ημιο­ρει­νές περιο­χές ιδιαί­τε­ρα – αυτές δηλα­δή που θα στή­ρι­ζαν τον ένο­πλο αγώ­να και τις στρα­τιω­τι­κές δυνά­μεις της Αντί­στα­σης – βρί­σκο­νταν σε κατά­στα­ση ανα­βρα­σμού και ρευ­στό­τη­τας. Η άφι­ξη των προ­σφύ­γων και η συνε­πα­κό­λου­θη πλή­ρης αγρο­τι­κή μεταρ­ρύθ­μι­ση περιό­ρι­σαν τόσο τον οικο­νο­μι­κό χώρο των ορει­νών χωριών όσο και τις ασφα­λι­στι­κές τους δικλί­δες. Η ζήτη­ση εργα­τι­κών χεριών στα πλού­σια πεδι­νά και στις πόλεις περιο­ρί­στη­κε σημα­ντι­κά λόγω της προ­σφο­ράς εργα­τι­κού δυνα­μι­κού και λόγω της μικρής έκτα­σης των «ανα­δα­σμέ­νων» γεωρ­γι­κών κλή­ρων. Η επο­χια­κή μετα­νά­στευ­ση έπα­ψε να είναι στα­θε­ρή συμπλη­ρω­μα­τι­κή πηγή εισο­δή­μα­τος σε μια περί­ο­δο που οι δυνα­τό­τη­τες εξό­δου στο εξω­τε­ρι­κό, κοντι­νό ή μακρι­νό, μηδε­νί­στη­καν επί­σης. Στη διάρ­κεια της Κατο­χής η ένο­πλη αντί­στα­ση και η δημιουρ­γία της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας έδω­σε διε­ξό­δους στον κόσμο των ορει­νών χωριών που έβλε­πε τη θέση του να απει­λεί­ται. Η νέα εξου­σία είχε επί­κε­ντρο της τις ορει­νές περιο­χές και συχνά εξυ­πη­ρε­τού­σε τα συμ­φέ­ρο­ντα και τις προσ­δο­κί­ες τους. Η αφαί­ρε­ση μέρους της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής των πλού­σιων πεδιά­δων και ο προ­σα­να­το­λι­σμός τους προς τα ορει­νά με όρους επω­φε­λείς στα τελευ­ταία ήταν μία από αυτές τις παρα­μέ­τρους. Η δια­δι­κα­σία δεν ήταν ιδιαί­τε­ρα επώ­δυ­νη για τον παρα­γω­γι­κό χώρο των πεδιά­δων ο οποί­ος, σε αντάλ­λαγ­μα, απο­κτού­σε ένα πολι­τι­κό και στρα­τιω­τι­κό στή­ριγ­μα στην αντί­θε­σή του προς τις αρχές κατο­χής και το δικό τους σύστη­μα δια­χεί­ρι­σης  της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής: δηλα­δή την υπο­χρε­ω­τι­κή συγκέ­ντρω­ση του προ­ϊ­ό­ντος με αντί­τι­μο ελά­χι­στα χρή­σι­μο χρή­μα – σε συν­θή­κες όπου η αγο­ρά ελά­χι­στα λει­τουρ­γού­σε – σε μια προ­σπά­θεια προ­σα­να­το­λι­σμού των αγρο­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων προς τις αγο­ρές των πόλε­ων με τη δια­με­σο­λά­βη­ση των κατο­χι­κών αρχών.

Η Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα ήταν το προ­ϊ­όν αυτής της συνά­ντη­σης των επαρ­χια­κών ελίτ με τον αγρο­τι­κό χώρο των ορει­νών κατ’ αρχάς, των πολύ παρα­γω­γι­κών στη συνέ­χεια, με παρο­νο­μα­στή τη δημιουρ­γία ενός οικο­νο­μι­κού συστή­μα­τος που θα άφη­νε απ’ έξω τις μεγά­λες πόλεις και, ως εκ τού­του, τις κατο­χι­κές αρχές και εξουσίες.

Όταν οι Γερ­μα­νοί ανέ­λα­βαν απο­κλει­στι­κά τη δια­χεί­ρι­ση των υπο­θέ­σε­ων της χώρας, μετά την ιτα­λι­κή συν­θη­κο­λό­γη­ση του Σεπτέμ­βρη του 1943, το κίνη­μα της Αντί­στα­σης βρι­σκό­ταν στην ακμή του. ο ΕΛΑΣ είχε απο­κτή­σει σημα­ντι­κό ποσο­στό των όπλων και των στρα­τιω­τι­κών ειδών των ιτα­λι­κών στρα­τευ­μά­των κατο­χής της χώρας, η έκτα­ση της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας είχε διευ­ρυν­θεί με την εξα­φά­νι­ση των ιτα­λι­κών φρου­ρών και το κύρος της Αντί­στα­σης βρι­σκό­ταν στο από­γειό του , καθώς είχε ενσω­μα­τω­θεί σε αυτό η δυνα­μι­κή του νικη­τή. Στο εσω­τε­ρι­κό, η εύκο­λη διά­λυ­ση το καλο­καί­ρι του 1943 όλων των αντα­γω­νι­στι­κών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ οργα­νώ­σε­ων, που στη­ρί­χθη­καν στο σώμα των αξιω­μα­τι­κών και που δημιουρ­γή­θη­καν βια­στι­κά εν όψει μιας πιθα­νο­λο­γού­με­νης επέμ­βα­σης των Συμ­μά­χων στην Ελλά­δα, άφη­σε ουσια­στι­κά μόνο στρα­τιω­τι­κό – και πολι­τι­κό στις τότε συν­θή­κες – αντί­πα­λό του ΕΛΑΣ τον ΕΔΕΣ και τις ισχνές δυνά­μεις της ΕΚΚΑ ‑5/42. Αντί­πα­λοι περιο­ρι­σμέ­νης εμβέ­λειας απέ­να­ντι στον θριαμ­βεύ­ο­ντα, στις αρχές του φθι­νο­πώ­ρου του 1943, στρα­τό του ΕΛΑΣ.

Οι Γερ­μα­νοί αντι­λή­φθη­καν πολύ γρή­γο­ρα τον κίν­δυ­νο που αντι­προ­σώ­πευε γι’ αυτούς η ανα­γκα­στι­κή διαί­ρε­ση της χώρας σε ζώνες κατο­χής και ζώνες κυριαρ­χί­ας των ανταρ­τών. Διέ­γνω­σαν επί­σης τις δυνα­τό­τη­τες που τους πρό­σφε­ρε η ελλη­νι­κή κοι­νω­νία στην αντι­με­τώ­πι­ση του κιν­δύ­νου. Δια­μόρ­φω­σαν λοι­πόν και άρχι­σαν χωρίς καθυ­στέ­ρη­ση να εφαρ­μό­ζουν μια επι­θε­τι­κή τακτι­κή με πολ­λούς στό­χους , που συνέ­κλι­ναν στο ίδιο αποτέλεσμα.

Στο καθα­ρά στρα­τιω­τι­κό επί­πε­δο η αιχ­μή του δόρα­τος των εκκα­θα­ρι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων που πραγ­μα­το­ποί­η­σαν ήταν οι βαθιές διεισ­δύ­σεις αξιό­μα­χων μονά­δων στις περιο­χές όπου κυριαρ­χού­σε η Αντί­στα­ση και η πρό­κλη­ση εκεί όσο το δυνα­τόν μεγα­λύ­τε­ρων κατα­στρο­φών στις οικο­νο­μι­κές υπο­δο­μές. Για την ακρί­βεια, οι μόνες αισθη­τές κατα­στρο­φές που μπο­ρού­σαν να γίνουν στην αγρο­τι­κή ορει­νή Ελλά­δα ήταν η κατα­στρο­φή των αγρο­τι­κών εγκα­τα­στά­σε­ων και εργα­λεί­ων, η πυρ­πό­λη­ση χωριών, που εκτός από τη κατα­στρο­φή των απο­θε­μά­των τρο­φί­μων και των μέσων παρα­γω­γής, απο­σκο­πού­σε στην απο­διάρ­θρω­ση των ορει­νών κοι­νω­νιών και στον εξα­να­γκα­σμό των κατοί­κων τους να κατα­φύ­γουν, ως πρό­σφυ­γες , στα μεγά­λα οικι­στι­κά κέντρα, και στα υπό τον έλεγ­χο των αρχών πεδι­νά. Οι εκστρα­τεί­ες των Γερ­μα­νών, ιδιαί­τε­ρα τους χει­με­ρι­νούς μήνες του 1943 ‑1944, απέ­δω­σαν σημα­ντι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα. Η κατα­στρο­φή 1.700 χωριών και οικι­σμών της ορει­νής Ελλά­δας προ­κά­λε­σε έντο­να προ­βλή­μα­τα στο κίνη­μα της ένο­πλης αντί­στα­σης, στον ΕΛΑΣ, καθή­λω­σε αριθ­μη­τι­κά τις δυνά­μεις του και προ­σα­να­τό­λι­σε ανα­γκα­στι­κά την τακτι­κή του προς την επί­λυ­ση του επι­σι­τι­στι­κού, επι­με­λη­τεια­κού του προβλήματος.

Αυτό το τελευ­ταίο υπήρ­ξε ίσως η κυριό­τε­ρη πηγή εμφύ­λιων συρ­ρά­ξε­ων τον τελευ­ταίο χρό­νο της Κατο­χής. Πραγ­μα­τι­κά, το δεύ­τε­ρο σκέ­λος της γερ­μα­νι­κής τακτι­κής απέ­βλε­πε στη θωρά­κι­ση των πεδι­νών με την οργά­νω­ση – σε συνερ­γα­σία με την ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση του Ιωάν­νη Ράλ­λη και με την κοι­νω­νι­κή στή­ρι­ξη όλων των αντι­τι­θέ­με­νων στο ΕΑΜ κοι­νω­νι­κών ομά­δων – ένο­πλων σωμά­των ασφα­λεί­ας, στα οποία θα ενσω­μα­τώ­νο­νταν και πολυά­ριθ­μοι αξιω­μα­τι­κοί του παλαιού ελλη­νι­κού στρα­τού. Τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας, όπως αυτοί οι σχη­μα­τι­σμοί ονο­μά­στη­καν , είχαν απρό­σμε­νη επι­τυ­χία σε πολ­λές περιο­χές της χώρας. Πολι­τι­κοί ή πολι­τι­στι­κοί παρά­γο­ντες έκρι­ναν την επι­τυ­χία ή την απο­τυ­χία τους στις διά­φο­ρες περιο­χές της χώρας, μπο­ρού­με όμως βάσι­μα να υπο­θέ­σου­με ότι ο βασι­κός παρο­νο­μα­στής της επι­τυ­χί­ας τους ήταν η αυξα­νό­με­νη εχθρό­τη­τα με την οποία αντι­με­τώ­πι­ζαν οι πλου­σιό­τε­ρες αγρο­τι­κά παρα­γω­γι­κές ζώνες της χώρας – λόγω των οικο­νο­μι­κών στην ουσία τους πιέ­σε­ων που εξα­σκού­σε πάνω τους – την Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα και τη σε μεγά­λο βαθ­μό κατε­στραμ­μέ­νη ορει­νή κοι­νω­νία της. Μια κοι­νω­νία που, το 1944, είχε εμφα­νές πρό­βλη­μα να θρέ­ψει τον εαυ­τό της και να στη­ρί­ξει ταυ­τό­χρο­να τον στρα­τιω­τι­κό και πολι­τι­κό μηχα­νι­σμό της Ελεύ­θε­ρης Ελλάδας.

Τα Τάγ­μα­τα Ασφα­λεί­ας έφθα­σαν στη μέγι­στη αριθ­μη­τι­κή τους ανά­πτυ­ξη το καλο­καί­ρι του 1944, παρά τις πολι­τι­κές πιέ­σεις που ασκού­νταν ενα­ντί­ον τους καθώς πλη­σί­α­ζε η απε­λευ­θέ­ρω­ση. Οι δυνά­μεις τους έφθα­σαν τους χίλιους αξιω­μα­τι­κούς και τους 25.000 με 30.000 άνδρες, στους οποί­ους θα πρέ­πει να προ­στε­θούν οι μη ενταγ­μέ­νοι σε οργα­νι­κούς σχη­μα­τι­σμούς εξο­πλι­σμέ­νοι χωρι­κοί, ειδι­κά στη Βόρεια Ελλά­δα. Οι προ­α­να­φερ­θέ­ντες αριθ­μοί ήταν συγκρί­σι­μοι με την ενερ­γό δύνα­μη του ΕΛΑΣ εκεί­νη την επο­χή. Η ερμη­νεία αυτής της κινη­το­ποί­η­σης μπο­ρεί, κατά τη γνώ­μη μας, να στη­ρι­χθεί μόνο στις εξε­λί­ξεις αυτού που ιστο­ριο­γρά­φοι της Αντί­στα­σης – και οι τότε πηγές της – περι­γρά­φουν ως «μάχη της σοδειάς», το καλο­καί­ρι του 1944. Στην προ­σπά­θεια δηλα­δή του ΕΛΑΣ και των αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων να εξα­σφα­λί­σουν στις παρα­γω­γι­κές πεδιά­δες τα ανα­γκαία για την επι­βί­ω­ση του ΕΛΑΣ και της Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας αγα­θά, αλλά και να δημιουρ­γή­σουν τα απο­θέ­μα­τα εκεί­να που θα τους έδι­ναν τη δυνα­τό­τη­τα να διεκ­δι­κή­σουν την εξου­σία στην Απελευθέρωση.

ofisofi25d

Η διαί­ρε­ση της Ελλά­δας σε δύο αντι­μα­χό­με­να στρα­τό­πε­δα στην τελευ­ταία φάση της Κατο­χής ενι­σχύ­θη­κε και από ένα άλλο μέτρο των αρχών κατο­χής. Είναι γνω­στό ότι από το φθι­νό­πω­ρο του 1942 η χώρα ή μάλ­λον ορι­σμέ­νες περιο­χές της, Αθή­να και Πει­ραιάς κυρί­ως, βάσι­ζαν τον επι­σι­τι­σμό και τον εφο­δια­σμό τους με είδη πρώ­της ανά­γκης στο προ­ϊ­όν της μετα­ξύ των εμπο­λέ­μων συμ­φω­νί­ας για εφο­δια­σμό της Ελλά­δας από συμ­μα­χι­κές πηγές. Η από το εξω­τε­ρι­κό βοή­θεια με τη μεσο­λά­βη­ση του Ερυ­θρού Σταυ­ρού, τη συν­δρο­μή της Σου­η­δί­ας και την οικο­νο­μι­κή κάλυ­ψη των Ηνω­μέ­νων Πολι­τειών έλυ­σε το επι­σι­τι­στι­κό αδιέ­ξο­δο των αστι­κών κέντρων και μαζί έλυ­σε τα χέρια της κυβέρ­νη­σης της Αθή­νας, απαλ­λάσ­σο­ντάς την από το μεγα­λύ­τε­ρο βάρος της και δίνο­ντάς της  τα μέσα και την άνε­ση να ασκή­σει πολι­τι­κή. Η ανθρω­πι­στι­κή αυτή βοή­θεια προ­ο­δευ­τι­κά διο­γκώ­θη­κε σε μέγε­θος – από 15.000 τόνους το μήνα άγγι­ξε τους 40.000 τόνους στις παρα­μο­νές της απε­λευ­θέ­ρω­σης – και ενί­σχυ­σε βαθ­μιαία τις πολι­τι­κές της λει­τουρ­γί­ες και παρενέργειες.

Μία από τις λίγες παρεμ­βά­σεις που οι Γερ­μα­νοί στρα­τιω­τι­κοί και πολι­τι­κοί αξιω­μα­τού­χοι έκα­ναν, σε συνερ­γα­σία με την κυβέρ­νη­ση της Αθή­νας  αλλά και τη συμ­φω­νία του Ερυ­θρού Σταυ­ρού, στο ζήτη­μα της δια­νο­μής της βοή­θειας, ήταν ότι τα προ­ερ­χό­με­να από αυτή εφό­δια δεν έπρε­πε σε καμία περί­πτω­ση να πέσουν στα χέρια των ανταρ­τών. Κατά συνέ­πεια, η δια­νο­μή αυτών των αγα­θών στα­μα­τού­σε εκεί όπου άρχι­ζε η δρα­στη­ριό­τη­τα του αντάρ­τι­κου  και η κυριαρ­χία ή παρου­σία των αντι­στα­σια­κών οργα­νώ­σε­ων. Δημιουρ­γή­θη­κε έτσι μια ουσια­στι­κή, από την πλευ­ρά των ισορ­ρο­πιών , διαί­ρε­ση της χώρας. Από τη μια πλευ­ρά η Ελλά­δα που επω­φε­λεί­το από τη διε­θνή φρο­ντί­δα και συν­δρο­μή και από την άλλη μια άλλη Ελλά­δα, ελεύ­θε­ρη μεν, που έπρε­πε όμως να ζει με τις δικές της δυνά­μεις και τους περιο­ρι­σμέ­νους πόρους της επι­κρά­τειάς της. Με λίγα λόγια, φτιά­χνο­νταν σύνο­ρα εκεί που λίγο αργό­τε­ρα θα προ­έ­κυ­πταν τα μέτω­πα του εμφυλίου.

Αυτού του είδους η διαί­ρε­ση της χώρας, εκπο­ρευό­με­νη από οικο­νο­μι­κές εξε­λί­ξεις που με τη σει­ρά τους προ­κα­λού­σαν κοι­νω­νι­κές στρα­τεύ­σεις, ήταν κατά τη γνώ­μη μας πολύ πιο ουσια­στι­κή στο ζήτη­μα της δημιουρ­γί­ας προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων εμφυ­λί­ου απ’ ό,τι ήταν οι δια­μά­χες μετα­ξύ των οργα­νώ­σε­ων της Αντί­στα­σης. Η σύγκρου­ση του ΕΛΑΣ με την ΕΚΚΑ ή με τον ΕΔΕΣ δεν είχε από μόνη της την απαι­τού­με­νη εκεί­νη δυνα­μι­κή, το κοι­νω­νι­κό βάθος αν προ­τι­μά­τε, για να προ­κα­λέ­σει βαθιές εμφύ­λιες ρήξεις. Αρκε­τές απο­δεί­ξεις για τη δια­πί­στω­ση αυτή δίνει, νομί­ζου­με, η ευκο­λία με την οποία ο ΕΛΑΣ διευ­θέ­τη­σε το θέμα αυτών των οργα­νώ­σε­ων μόλις του δόθη­κε η ευκαι­ρία. Δεν συνέ­βαι­νε το ίδιο με την άλλη διαί­ρε­ση της Ελλά­δας. Το κρά­τος της Αθή­νας, στη­ριγ­μέ­νο στη βοή­θεια από το εξω­τε­ρι­κό και σε άμε­ση σύν­δε­ση με τις διε­θνείς ισορ­ρο­πί­ες και εξε­λί­ξεις, περι­λάμ­βα­νε γεω­γρα­φι­κά τις πόλεις και τις βασι­κές πλου­το­πα­ρα­γω­γι­κές περιο­χές της χώρας. Στη­ρι­ζό­ταν επί­σης στις κοι­νω­νι­κές ομά­δες που δημιουρ­γή­θη­καν ή ανα­πτύ­χθη­καν μέσα στο πλαί­σιο αυτό, αλλά και στις παρα­δο­σια­κές, για τις οποί­ες η άνο­δος των κομ­μου­νι­στών στην εξου­σία αντι­προ­σώ­πευε τη μέγι­στη απειλή.

Μπρο­στά σε αυτό τον ισχυ­ρό χώρο, η Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα της Αντί­στα­σης ήταν ουσια­στι­κά απο­κομ­μέ­νη από τον διε­θνή παρά­γο­ντα, κυριαρ­χού­σε γεω­γρα­φι­κά στις λιγό­τε­ρο παρα­γω­γι­κές ζώνες της χώρας, ενώ μεγά­λο τμή­μα των κοι­νω­νι­κών στρω­μά­των που ενερ­γά ή δυνά­μει τη στή­ρι­ζαν, μικρο­α­στι­κά και εργα­τι­κά στρώ­μα­τα, βρί­σκο­νταν στις πόλεις, κάτω από την πολι­τι­κή και οικο­νο­μι­κή εξου­σία του αντι­πά­λου. Η ηθι­κή , ιδε­ο­λο­γι­κή, πολι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή της ακτι­νο­βο­λία ήταν δυσα­νά­λο­γα μεγά­λη σε σχέ­ση με το πραγ­μα­τι­κό υλι­κό της υπό­στρω­μα. Για το λόγο αυτόν και ο ενα­ντί­ον της αγώ­νας του στρα­το­πέ­δου των ισχυ­ρών κρά­τη­σε τόσο πολύ και πήρε τη μορ­φή εμφύ­λιου πολέμου.»(σελ.52–62)

of25

Γιώρ­γος Μαρ­γα­ρί­της, Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού Εμφυ­λί­ου Πολέ­μου 1946 – 1949, Τόμος 1Α  Βιβλιό­ρα­μα, Αθή­να 2002

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο