Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μικρογραφία», αυτοβιογραφικό ποίημα του Κ. Βάρναλη

Επι­μέ­λεια Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ο Κώστας Βάρ­να­λης γεν­νή­θη­κε στις  14 Φλε­βά­ρη 1884 (ανα­λυ­τι­κά ΕΔΩ) και τη Δευ­τέ­ρα 16 Δεκέμ­βρη 1974, στις 10μ.μ «έφυ­γε» από τη ζωή (ανα­λυ­τι­κά ΕΔΩ), γεμά­τος χρό­νια έργο και δόξα ο Κώστας Βάρ­να­λης . Με αφορ­μή αυτή την επέ­τειο δημο­σιεύ­ου­με το ποί­η­μά του «Μικρο­γρα­φία» (από τη συλ­λο­γή «Ελεύ­θε­ρος κόσμος», 1966) όπου ιστο­ρεί ο ίδιος τα παι­δι­κά του χρόνια.

ΜΙΚΡΟΓΡΑΦΙΑ

I

Καλω­σύ­νη δε γνώ­ρι­σα! Παιδάκι
δεν άπλω­σε κανείς να με χαηδέψει,
να με πάρει αγκα­λιά να με φιλήσει.
Το στερ­νο­παί­δι εγώ και τ’ αποσπόρι,

με διώ­χναν όλοι κι όλοι με χτυπούσαν!
Δε μ’ έλε­γε κανείς με τ’ όνο­μά μου.
«Αφτός» και «μπρε» και «σουτ εσύ! Δεν είσαι
παι­δί μας! Σ’ αγο­ρά­σα­με από μάβρην

κατσι­βέ­λα μισό τσου­βά­λι πίτουρα!»
Το πίστε­βα και ζάρω­να στην κώχη.
Μάζε­μα εγώ και ξένος, δεν κοτούσα
να παί­ζω, να γυρέ­βω — ούτε να κλάψω.

Μα κι όταν φανε­ρώ­θη­κε το ψέμα,
πάλι από­μει­να μάζε­μα και ξένος!
Πότε θα μεγα­λώ­σω, για να φύγω!…
Από πατέ­ρα ορφά­νε­ψα μωρό

κι ο πρώ­τος αδερ­φός και πρώ­το μίσος,
μάβρα γυα­λιά κι αμί­λη­τος, με πείσμα
με κοπα­νού­σε ολη­με­ρίς να στρώσω!
Και νύχτα με ξυπνού­σε να με δείρει.

Μιαν τρίτ’ ή τέταρ­τη άνοι­ξη ξεπόρτισα.
Ω τι μεγά­λος που ναι ο κόσμος έξω!
Χίλιες φορές πιο λαμπε­ρός ο ήλιος!
Τα χελι­δό­νια χαμηλοπετούσαν

άφο­βα ολό­γυ­ρά μου — εγώ φοβόμουν!
Να χα κ’ εγώ φτε­ρά για να πετάξω
τ’ αψή­λου, όσο μακρύ­τερ’ από δώθες!…
Λίγο παρέ­ξω κατα­πρά­σι­νη άπλα.

Πρω­τό­βλε­πα χωρά­φια φυτρωμένα.
Κυνη­γη­μέν’ απ’ τον αγέ­ρα τρέχαν
τα στά­χι’ απα­νω­τά. Τόση ομορφιά
δε βάστα­ξα και κάθη­σα να κλαίω!

‘II

Κυρια­κά­δες, Χρι­στού και Πάσκα η μάνα
στην εκλη­σιά με τρά­βα­γε ν’ αγιάσω,
νηστι­κόν αξη­μέ­ρω­τα, γι’ αντίδερο.
Ώρες στο πόδι, κού­ρα­ση και πείνα

και δε νογού­σα τίποτ’ απ’ τα «γράμ­μα­τα»!
Κι άμα ο παπάς εσκόλ­ναε, προσκυνούσα
στο εικο­νο­στά­σι αρά­δα τις εικόνες…
κι όξω με καρ­τε­ρού­σε ο Πειρασμός,

λαχτα­ρι­στά κου­λού­ρι’ αφρά­τα, λόφοι.
Όλα τα καλο­παί­δια μασουλούσαν
κι ο αγέ­ρας μοσκο­βό­λα­γε σουσάμι.
Κοντο­στε­κό­μουν κλαί­ο­ντας! — «Πάρε μου ένα!»

– «Περ­πά­τα!» και μου τρά­ντα­ξε το χέρι.
Να μην κακο­μα­θαί­νουν οι φτωχοί!…
Μεγά­λω­σα νωρίς και ξενιτέφτηκα.
Με τους δικούς μου εξή­ντα χρό­νια ως τώρα

ούτε γρα­φή ούτε μήνυ­μα! Κι ωστόσο
τους κου­βα­λού­σα μέσα μου όπου πάγαινα:
κου­βα­λού­σα τον άμοι­ρο εαφτό μου…
Που­θε­νά δεν μπο­ρού­σα να ριζώσω.

Ξένος παντού και μάζε­μα. Γυναίκες;
Αλη­θι­νές! Μα ο χωρι­σμός φαρμάκι.
Με τον και­ρό συχω­ρε­θή­καν όλ’ οι
ξενο­δι­κοί. Αργο­πό­ρη­σα, σει­ρά μου!

Μα όσο βαθιά και να με κατεβάσουν
τα σκοι­νιά, θα κατέ­βουν κ’ οι κακίες,
δικές μου κι αλλω­νών… Μα το κουλούρι
θα με βαραί­νει πρώ­το σα μυλόπετρα,

πιό­τε­ρο κι απ’ του τάφου μου την πλάκα
(αν έχω πλά­κα, μα κι αν έχω τάφο
κι αν δε με διώ­ξουν οι νεκροί.) Χωρίς
αγά­πη κανε­νός ανθρώ­που ή σκύλου.

Κι αν έζη­σα ή δεν έζη­σα, καμιά
δια­φο­ρά στον Απά­νου ή Κάτου Κόσμο.
Μα κάλ­λιο να μην είχα γεννηθεί,
για να μην είχα κι απο­θά­νει απόψε!

Και μακά­ρι, όσο να χω αδικηθεί,
εγώ να μην αδί­κησ’ άθε­λά μου!…
Και σαν ζυγιά­ζει ο διά­ο­λος την ψυχή μου
με ψέφτι­κη παλάν­τζα να με κλέψει,

– «Στα­μά­τα, βλά­μη! Κ’ είμαι παραπάνου
παρ’ όσο θες αμαρ­τω­λός και φταίχτης»!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο