Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μιλτιάδης Μαλακάσης «Προτιμούσε να είναι παρά να φαίνεται»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Καὶ τὰ τρα­γού­δια, ἀέρη­δες δρο­σι­ᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
— ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλό­γες ἔφερ­ναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
τὸ ράντι­σμα στὰ φύλ­λα τῆς καρδιᾶς.
(«Ο Μπα­τα­ριάς», Μιλ­τιά­δης Μαλακάσης)

Γεν­νή­θη­κε στο Μεσο­λόγ­γι, κατα­γό­με­νος από γενιά αγω­νι­στών του 1821 από την Πίν­δο, στις 3 Μάρ­τη 1869 Πέθα­νε στο νοσο­κο­μείο «Ευαγ­γε­λι­σμός» της Αθή­νας από καρ­κί­νο, στις 27 Γενά­ρη του 1943, σε ηλι­κία 73 ετών.

Η οικο­γέ­νειά του ήταν εύπο­ρη, κάτι που του έδω­σε τη δυνα­τό­τη­τα να αφο­σιω­θεί στη λογο­τε­χνία για ολό­κλη­ρη τη ζωή του. Γρά­φτη­κε το 1888 στη Νομι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών, από όπου δεν απο­φοί­τη­σε ποτέ. Φοι­τη­τής ακό­μα δημο­σί­ευ­σε ποι­ή­μα­τα αρχι­κά στην Εικο­νο­γρα­φη­μέ­νη Εστία και αργό­τε­ρα σε διά­φο­ρα λογο­τε­χνι­κά περιο­δι­κά και εφη­με­ρί­δες (Διό­νυ­σος, Τέχνη, Πανα­θή­ναια, Άστυ, Ακρό­πο­λις κ.α.), ενώ έζη­σε κοσμι­κή ζωή και ήταν μέλος της Αθη­ναϊ­κής Λέσχης. Το 1899 τύπω­σε την πρώ­τη του ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο Συντρίμ­μα­τα, αφιε­ρω­μέ­νη στον Ιωάν­νη Παπα­δια­μα­ντό­που­λο (Jean Moreas), τον οποίο γνώ­ρι­σε το 1897 κατά τη διάρ­κεια μιας επί­σκε­ψης του τελευ­ταί­ου στην Αθή­να. Αγω­νί­στη­κε για την καθιέ­ρω­ση της δημο­τι­κής στον γρα­πτό λόγο ως μέλος της εται­ρί­ας Εθνι­κή Γλώσ­σα, οργά­νου του δημο­τι­κι­στι­κού κινή­μα­τος. Ολο­κλή­ρω­σε συνο­λι­κά δέκα ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές (από τις οποί­ες η Κυρά του Πύρ­γου σε θεα­τρι­κή μορ­φή). Μετά το θάνα­τό του εκδό­θη­καν από χει­ρό­γρα­φά του τα Μεσο­λογ­γί­τι­κα, επι­λο­γή παλαιό­τε­ρων ποι­η­μά­των του.. Παράλ­λη­λα ασχο­λή­θη­κε με την ποι­η­τι­κή μετά­φρα­ση με κατ’ εξο­χήν δημιουρ­γία του τη μετά­φρα­ση της συλ­λο­γής του Μορε­άς Στρο­φές, και με την πεζο­γρα­φία. Ασκη­σε επί­δρα­ση  στους μετα­γε­νέ­στε­ρούς του ποιητές.

Ο Μαλα­κά­σης είνε ο πιο Ρωμιός απ’  όλους. Και παρά τον αρι­στο­κρα­τι­σμό του, ο πιο μπα­σμέ­νος στα πνεύ­μα του λαού. Ποι­η­τής με όλη τη σημα­σία της λέξης. Κι όχι μονά­χα ποι­η­τής, παρά και άνθρω­πος. Σεβό­τα­νε, και το υψη­λό του λει­τούρ­γη­μα και τον εαυ­τό του. Τρα­γου­δι­στής ελε­γεια­κός — αηδό­νι και νερο­πη­γή. Σοφός στη φόρ­μα κι Ανθρώ­πι­νος στο περιε­χό­με­νο. Ο στί­χος έβγαι­νε από τα χέρια του διάφα­νος σαν κρου­στάλ­λι κι ηχε­ρός σαν ασήμι.
(…)
Και μολο­νό­τι είχε επί­γνω­ση της αξί­ας του, δεν εθο­ρύ­βη­σε ποτέ. Προ­τι­μού­σε να είναι παρά να φαί­νε­ται. «Ου δοκείν δίκαιος, αλλ’ είναι θέλει».
Κώστας Βάρναλης 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο