Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μιχάλης: δεν ήμουνα μοναχός μου ήταν και άλλοι από το νησί εκεί πολλοί…

Με λένε Μιχάλη Πρωτοψάλτη
και ζω στα Κύθηρα _
εδώ ήταν το ταξίδι μου

Είμαι ιδιο­κτή­της γερα­νο­φό­ρου \ με αυτό βγά­ζω το ψωμί μου…
έχω κου­βα­λή­σει τόσα υλι­κά σε όλο το νησί σε οικο­δο­μές με άδεια και λαθραίες
τι σημα­σία έχει; να μπει ο κόσμος σε ένα δικό του σπίτι

Παίρ­νω χαρά απ τη δου­λειά μου, τα υλι­κά μου έχουν ψυχή
ο ασβέ­στης η άμμος μέχρι και τα σίδερα

Προ­χτές στις έξι του Οκτώ­βρη γύρι­σα κου­ρα­σμέ­νος όπως πάντα δεν είχα όρεξη…
έβα­λα ένα ποτή­ρι κρα­σί, έβγα­λα τα παπού­τσια μου, όλη την ημέ­ρα στη δου­λειά κου­ρά­ζο­νται τα πόδια

Η θάλασ­σα από­ψε σκύ­λα γεν­νη­μέ­νη \ ο θεός να φυλά­ει όσους είναι από­ψε στο έλε­ος της
είπα
και ξάπλω­σα να δω τις ειδήσεις
σε λίγο ήρθαν φωνές απ τη θάλασ­σα …πολ­λές φωνές
ας μην κατα­λά­βαι­να τι φώναζαν
ένιω­σα ότι ήθε­λαν βοή­θεια _εκεί είναι τα βρά­χια ψηλά και κοφτε­ρά \ αθέρα
τινάχτηκα

Βγή­κα πήρα τον γερα­νό και πήγα στη θάλασ­σα ‑σύρι­ζα
άνα­ψα τα φώτα και είδα ένα τσούρ­μο από ανθρώ­πους πάνω σε ένα βράχο
με τα χέρια ψηλά να ζητούν βοήθεια
τα κύμα­τα ήταν άγρια θανα­τι­κά αμέ­σως κρέ­μα­σα στο γάν­τζο το σάκο από την άμμο
κι άρχι­σα να ανε­βά­ζω δυο δυο τους ναυα­γούς τους ναυαγισμένους
ποτέ δε είχα δουλέψει
τόσο δυνα­τά το γερα­νό έλε­γα μέσα μου

θεέ μου λίγο ακό­μη ‑βγή­καν απ τη κόλα­ση ογδό­ντα ψυχές
οι άλλοι δεν μπό­ρε­σαν τους πήρε το κύμα — γυναί­κες άντρες παιδιά
ακού­μπη­σα κου­ρα­σμέ­νος στο φορτηγό
η μηχα­νή δού­λευε ακό­μη σαν μάνα που προσεύχεται
έκλα­ψα κι έκα­να το σταυ­ρό μου
η θάλασ­σα ούρ­λια­ζε από κάτω πρώ­τη φορά ζορί­στη­κε ο γερανός
τόσο πολύ κι ας λένε ότι οι ψυχές είναι πούπουλο
Είναι πιο βαριές κι από το σίδερο

Γύρι­σα αργά στο σπί­τι, ήπια μονο­ρού­φι το ποτή­ρι με το κρασί
ξάπλω­σα …σκέ­φτη­κα ότι υλι­κά είναι οι ψυχές
που χτί­ζου­νε τον κόσμο με άδεια η λαθραία
τι σημα­σία έχει
έκα­να πάλι το σταυ­ρό μου κι αποκοιμήθηκα

Τότε αισθάν­θη­κα ότι δεν είχα πια βάρος ήμουν σαν ένα πούπουλο
εκεί­νο το βρά­δυ δεν είδα ειδήσεις.
Ο Μιχά­λης Πρω­το­ψάλ­της είμαι από τα Κύθηρα
ιδιο­κτή­της ενός γερανοφόρου

(…)
Και μην ξεχά­σω να πω ότι δεν ήμου­να μονα­χός μου
ήταν και άλλοι από το νησί εκεί πολλοί.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο