Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μιχάλης Παπαμαύρος, ένας πρωτοπόρος παιδαγωγός — Ιδεολογικές προσεγγίσεις στο έργο του

Γρά­φει ο Θανά­σης Ν. Καρα­γιάν­νης //

Αφιε­ρώ­νε­ται στη μνή­μη του παι­δα­γω­γού Χάρη Σακελ­λα­ρί­ου (1923–2007), ο οποί­ος πρώ­τος «ξέθα­ψε» από τη λήθη και ανέ­δει­ξε στην εκπαι­δευ­τι­κή και ακα­δη­μαϊ­κή κοι­νό­τη­τα, με μονο­γρα­φία του, τη ζωή και το έργο του Μιχ. Παπαμαύρου

Εισα­γω­γι­κά

papamavrosΟ παι­δα­γω­γός Μιχά­λης Παπα­μαύ­ρος έπαι­ξε ένα σημα­ντι­κό και πρω­το­πο­ρια­κό ρόλο στην Ιστο­ρία της Ελλη­νι­κής Εκπαί­δευ­σης και Παι­δα­γω­γι­κής, μέσα από την επι­στη­μο­νι­κή, κοι­νω­νι­κή και εκπαι­δευ­τι­κή δρά­ση του, αλλά και μέσα από το συγ­γρα­φι­κό έργο του.

Ως μέλος του «Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου» (1910–1927), ως δημο­τι­κι­στής, ως καθη­γη­τής της Παι­δα­γω­γι­κής στο Διδα­σκα­λείο Αρρέ­νων Θεσ­σα­λο­νί­κης και ως Διευ­θυ­ντής στο Αρσά­κειο της Λάρι­σας (1920), ως Ανώ­τε­ρος Επό­πτης της Δημο­τι­κής Εκπαί­δευ­σης Ανα­το­λι­κής και Δυτι­κής Θρά­κης (1922–1923), ως υπο­διευ­θυ­ντής του Μαρα­σλεί­ου Διδα­σκα­λεί­ου (με Δ/ντή τον Αλέξ. Δελ­μού­ζο, μετά από πρό­τα­ση του Δημ. Γλη­νού) (1923–1926), ως Καθη­γη­τής Θεω­ρη­τι­κής Παι­δα­γω­γι­κής, Διδα­κτι­κής και Ιστο­ρί­ας της Παι­δα­γω­γι­κής, στην Παι­δα­γω­γι­κή Ακα­δη­μία (Δ/ντής: Δημ. Γλη­νός), ως Διευ­θυ­ντής του Διδα­σκα­λεί­ου Λαμί­ας (1928–1933), ως Συν-διευ­θυ­ντής του «Παι­δα­γω­γι­κού Φρο­ντι­στη­ρί­ου Καρ­πε­νη­σί­ου Ευρυ­τα­νί­ας» στην Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα (1944) και γενι­κά ως προ­ο­δευ­τι­κός δημο­κρά­της άνθρω­πος και παι­δα­γω­γός, απο­τυ­πώ­νει το ιδε­ο­λο­γι­κό του στίγ­μα στην επι­στη­μο­νι­κή κοι­νό­τη­τα, στην κοι­νω­νι­κή και εκπαι­δευ­τι­κή δρά­ση του, στη συγ­γρα­φι­κή του εργα­σία, αφή­νο­ντας σε πολ­λα­πλά επί­πε­δα πλού­σια παρα­κα­τα­θή­κη στον εκπαι­δευ­τι­κό κόσμο.

Απ’ όπου περ­νά και δρα­στη­ριο­ποιεί­ται αφή­νει την ιδε­ο­λο­γι­κή του σφρα­γί­δα, ποτέ με φανα­τι­σμό, αλλά πάντο­τε με επι­στη­μο­σύ­νη και δημο­κρα­τι­κό­τη­τα. Εμφα­νείς είναι η ιδε­ο­λο­γι­κή εξέ­λι­ξή του και οι όποιες μετα­βο­λές του ιδε­ο­λο­γι­κού οπλο­στα­σί­ου του, οι οποί­ες απο­τυ­πώ­νο­νται με απο­φα­σι­στι­κό, ξεκά­θα­ρο και γεν­ναίο τρό­πο και με τη στά­ση του στον κοι­νω­νι­κό και εκπαι­δευ­τι­κό του περί­γυ­ρο, αλλά και μέσα στα παι­δα­γω­γι­κά και άλλα επι­στη­μο­νι­κά δημο­σιευ­μέ­να κεί­με­νά του και βιβλία του.

Η αγω­νι­στι­κή στά­ση του στη ζωή, σε όλα τα επί­πε­δα, φανε­ρώ­νουν τον άνθρω­πο, που δεν παλεύ­ει μόνο σε οικο­γε­νεια­κό και κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο για βιο­πο­ρι­σμό και ατο­μι­κή ανέ­λι­ξη, αλλά κυρί­ως σε επι­στη­μο­νι­κό, εκπαι­δευ­τι­κό και κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο για εξέ­λι­ξη και επι­τεύ­ξεις όλων των λαϊ­κών κοι­νω­νι­κών στρωμάτων.

Τελι­κά απο­λαμ­βά­νει από το αστι­κό κρά­τος, στην ταραγ­μέ­νη πολι­τι­κά και μισαλ­λό­δο­ξη μετα­πο­λε­μι­κή, εμφυ­λια­κή και μετεμ­φυ­λια­κή Ελλά­δα (1947–1961): διώ­ξεις, απο­λύ­σεις, κατα­σχέ­σεις βιβλί­ων του, εικο­νι­κές εκτε­λέ­σεις, φυλα­κί­σεις και κοι­νω­νι­κή δια­πό­μπευ­ση, αν και δεν υπήρ­ξε κομμουνιστής.

Ιδε­ο­λο­γι­κές προ­σεγ­γί­σεις στο έργο του

Θα μπο­ρού­σα­με να χωρί­σου­με το πλού­σιο συγ­γρα­φι­κό έργο του (δοκι­μια­κό-επι­στη­μο­νι­κό, αλλά και το υπό­λοι­πο: κεί­με­να για παι­διά, σχο­λι­κά βιβλία και άλλα σχο­λι­κά βοη­θή­μα­τα) σε τρεις περιό­δους: α) Μεσο­πό­λε­μος (1928–1939), β) Κατο­χή και στα βου­νά της «Ελεύ­θε­ρης Ελλά­δας» – Εμφύ­λιος (1940–1949) και γ) Μετα­πο­λε­μι­κή περί­ο­δος (1950–1963)

Κατά την α΄ περί­ο­δο (στον Μεσο­πό­λε­μο) η ιδε­ο­λο­γία του θα μπο­ρού­σε να χαρα­κτη­ρι­στεί ιδε­α­λι­στι­κή, αλλά συνά­μα και βαθιά δημο­κρα­τι­κή και προ­ο­δευ­τι­κή. Όλες οι ανα­φο­ρές, οι επι­στη­μο­νι­κές εργα­σί­ες του στην Παι­δα­γω­γι­κή και Διδα­κτι­κή κινού­νταν στα πλαί­σια της αστι­κής επι­στη­μο­νι­κής θεώ­ρη­σης, χωρίς βέβαια ακραί­ες αντι-επι­στη­μο­νι­κές θέσεις, οι οποί­ες παρα­πέ­μπουν άμε­σα ή έμμε­σα σε αντι-δια­λε­κτι­κές ή μετα­φυ­σι­κές από­ψεις. Η συνερ­γα­σία του με την Έλλη Αλε­ξί­ου (1920), τον Δημ. Γλη­νό και άλλους παι­δα­γω­γούς του κοι­νω­νι­κού δημο­τι­κι­σμού, πριν και μετά τη διά­σπα­ση του «Εκπαι­δευ­τι­κού Ομί­λου» (1927), υπήρ­ξε κατα­λυ­τι­κή για την πολι­τι­κή του εξέ­λι­ξη και στά­θη­κε ως παρα­κα­τα­θή­κη στην ιδε­ο­λο­γι­κή,  κοι­νω­νι­κή και επι­στη­μο­νι­κή του «σκευή».

Κατά τη β΄ περί­ο­δο (Κατο­χή – Εμφύ­λιος), η συνερ­γα­σία του με τους μαρξιστές/κομμουνιστές παι­δα­γω­γούς Ρόζα και Γιάν­νη Ιμβριώ­τη και Κώστα Σωτη­ρί­ου κ.ά., τον οδη­γεί στην πεποί­θη­ση ότι πρέ­πει να μελε­τή­σει τη μαρ­ξι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία (τον δια­λε­κτι­κό και ιστο­ρι­κό υλι­σμό) και την εφαρ­μο­γή της στις πρώ­ην  σοσια­λι­στι­κές χώρες της Ανατ. Ευρώ­πης και ιδιαί­τε­ρα στη Σοβιε­τι­κή Ένωση.

Κατά τη γ΄(και τελευ­ταία) περί­ο­δο (Μεταπολεμική/Μετεμφυλιακή περί­ο­δο), η μελέ­τη αυτή συνε­χί­στη­κε πιο συστη­μα­τι­κά και εντα­τι­κά, με απο­τέ­λε­σμα να έχου­με ένα συγ­γρα­φι­κό επι­στη­μο­νι­κό εκδο­τι­κό «καρ­πό» της, που δεν είχε ευδο­κι­μή­σει βιβλιο­γρα­φι­κά μέχρι το 1961, στη χώρα μας, του­λά­χι­στο στο χώρο της Παι­δα­γω­γι­κής, με τόσο εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη και διε­ξο­δι­κή ανα­φο­ρά και ανάλυση.

Πρό­κει­ται για την ιδιω­τι­κή έκδο­ση της συγκρι­τι­κής παι­δα­γω­γι­κής μελέ­της του:  Σύστη­μα Νέας Παι­δα­γω­γι­κής. Ένα βιβλίο που ενό­χλη­σε το αστι­κό κρά­τος, το οποίο έδρα­σε αμέ­σως μετά την κυκλο­φο­ρία του βιβλί­ου, δια της Ασφά­λειας Αγρι­νί­ου, με απο­τέ­λε­σμα την κατά­σχε­ση του βιβλί­ου και τη φυλά­κι­ση του συγ­γρα­φέα του για εξί­μι­ση μήνες.

Πριν ν’ ανα­φερ­θού­με στο συγκε­κρι­μέ­νο βιβλίο του, βασι­κά το «κύκνειο άσμα» του, θα δια­πι­στώ­σου­με ότι κατά το διά­στη­μα των σπου­δών του στη Γερ­μα­νία επη­ρε­ά­στη­κε και ιδε­ο­λο­γι­κά, όσον αφο­ρά τις εκεί εξε­λί­ξεις στην Παι­δα­γω­γι­κή και στη Διδα­κτι­κή, αλλά και τις νέες προ­ο­δευ­τι­κές αστι­κές επι­τεύ­ξεις σε ολό­κλη­ρη την Ευρώ­πη. Ιδί­ως, τον επη­ρέ­α­σαν οι ομα­δο­κε­ντρι­κές και συνερ­γα­τι­κές αντι­λή­ψεις και μέθο­δοι, αλλά και η νέα αρχι­τε­κτο­νι­κή και λει­τουρ­γι­κό­τη­τα των σχο­λι­κών κτη­ρί­ων κ.ά., που εφαρ­μό­ζο­νταν στο «Σχο­λείο του Otto», στα «Εξο­χι­κά Παι­δα­γω­γεία», στις «Σχο­λι­κές Κοι­νό­τη­τες» και στο «Σχο­λείο Εργα­σί­ας», δημο­σιεύ­ο­ντας στη συνέ­χεια σχε­τι­κά κεί­με­να και εκδί­δο­ντας σχε­τι­κά βιβλία1 (1919–1934), περιοδικά2, σχο­λι­κά αναγνωστικά3 και μεταφράσεις4.

Στη Γερ­μα­νία από­κτη­σε τρία διδα­κτο­ρι­κά διπλώ­μα­τα: της Παι­δα­γω­γι­κής στο πανε­πι­στή­μιο της Ιένας, της Φιλο­σο­φί­ας στη Λει­ψία και της Αρχαί­ας Φιλο­λο­γί­ας στο Βερολίνο.

Επη­ρε­α­σμέ­νος από το κίνη­μα της Μεταρ­ρυθ­μι­στι­κής Παιδαγωγικής5, το οποίο «σάρω­νε» τη Γερ­μα­νία, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. (Κίνη­μα Νεο­λαί­ας, Κίνη­μα Αισθη­τι­κής Αγω­γής, Σχο­λείο Εργα­σί­ας, Εξο­χι­κά Παι­δα­γω­γεία, Παι­δο­κε­ντρι­κή Παι­δα­γω­γι­κή), επέ­στρε­ψε στα 1919 στην Ελλά­δα, προ­σπά­θη­σε να τα εφαρ­μό­σει, άλλο­τε επι­τυ­χώς και άλλο­τε βρί­σκο­ντας εμπρός του «τον τοί­χο»  της αντί­δρα­σης και του σκο­τα­δι­σμού, στη δημό­σια εκπαί­δευ­ση και στον ιδιω­τι­κό τομέα.

papamavros2Με το βιβλίο του Σύστη­μα Νέας Παι­δα­γω­γι­κής, στα 1961, ο Μιχ. Παπα­μαύ­ρος δημιουρ­γεί καθο­ρι­στι­κή τομή στην ιδε­ο­λο­γι­κή επι­στη­μο­νι­κή του υπό­στα­ση. Κάνει απο­φα­σι­στι­κή και καθο­ρι­στι­κή στρο­φή προς τη σοσια­λι­στι­κή παι­δα­γω­γι­κή, με  μαρ­ξι­στι­κή επι­στη­μο­νι­κή θεώ­ρη­ση, η οποία όπως φαί­νε­ται τον απα­σχο­λεί και τη μελε­τά τα τελευ­ταία μετα­πο­λε­μι­κά χρόνια.

Η σκέ­ψη του εξε­λίσ­σε­ται στα­δια­κά, με απο­τέ­λε­σμα –σε λιγό­τε­ρο από μια εικο­σα­ε­τία– να εισέλ­θει στην περιο­χή της μαρ­ξι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας, της υλι­στι­κής δια­λε­κτι­κής φιλο­σο­φί­ας και του επι­στη­μο­νι­κού σοσια­λι­σμού. Η επι­στη­μο­νι­κή του συνεί­δη­ση απαρ­νιέ­ται την αστι­κή παι­δα­γω­γι­κή και την αστι­κή ιδε­ο­λο­γία. Αλλά­ζει ιδε­ο­λο­γι­κό στρα­τό­πε­δο, υιο­θε­τώ­ντας αντί­στοι­χη επι­στη­μο­νι­κή μεθο­δο­λο­γία. Τον κερ­δί­ζει η σοσιαλιστική/κομμουνιστική ιδε­ο­λο­γία και η αντί­στοι­χη Παι­δα­γω­γι­κή Αγω­γή, χωρίς να είναι κομμουνιστής/μέλος του ΚΚΕ.

Ως επίρ­ρω­ση αυτού του ισχυ­ρι­σμού μου παρα­θέ­τω από­σπα­σμα από τον επι­κή­δειο λόγο του συνο­δοι­πό­ρου και συνα­γω­νι­στή του, εξί­σου σημα­ντι­κού παι­δα­γω­γού, Κώστα Δ. Σωτη­ρί­ου: «Προ­ο­δευ­τι­κός φιλε­λεύ­θε­ρος και δημο­κρά­της από τα πρώ­τα του βήμα­τα, πρω­τερ­γά­της μαζί με τόσους άλλους δια­λε­χτούς στον Εκπαι­δευ­τι­κό Όμι­λο, βάδι­σε, γνή­σιο παι­δί του λαού, σιγά-σιγά μα στα­θε­ρά, και ολο­έ­να αρι­στε­ρά, τον ανη­φο­ρι­κό και γεμά­το εμπό­δια δρό­μο και έφτα­σε με πίστη και αυτο­θυ­σία στον επι­στη­μο­νι­κό σοσια­λι­σμό. Μέσα στη λυτρω­τι­κή αυτή κοσμο­θε­ω­ρία ωρί­μα­σε τα τελευ­ταία χρό­νια της ζωής του η παι­δα­γω­γι­κή του θεω­ρία και πρά­ξη και θεμε­λιώ­θη­κε ο σοσια­λι­στι­κός ανθρω­πι­σμός του.» 6

Μόλις στην αρχή του Προ­λό­γου του, στο ενλό­γω βιβλίο, κάνει σαφές στον ανα­γνώ­στη του ότι: «Η Παι­δα­γω­γι­κή, που ανα­πτύσ­σε­ται μέσα στο βιβλίο τού­το, παρου­σιά­ζε­ται για πρώ­τη φορά στην Ελλάδα.

Είναι μια υλι­στι­κή Παι­δα­γω­γι­κή, στη­ριγ­μέ­νη απά­νω στη μαρ­ξι­στι­κή-λενι­νι­στι­κή Θεω­ρία του Δια­λε­κτι­κού Υλι­σμού. Μια Παι­δα­γω­γι­κή, που αντί­θε­τα προς τη μετα­φυ­σι­κή μέθο­δο των ιδε­α­λι­στι­κών παι­δα­γω­γι­κών συστη­μά­των της αστι­κής κοι­νω­νί­ας, εξε­τά­ζει το παι­δα­γω­γι­κό πρό­βλη­μα με καθα­ρά υλι­στι­κή μέθο­δο, δηλα­δή επι­στη­μο­νι­κά.» Θα πρό­σθε­τα και … ταξικά.

Στα 22 κεφά­λαια του βιβλί­ου, τα οποία καλύ­πτουν 670 σελί­δες, ο Παπα­μαύ­ρος αδρά­ζει την ευκαι­ρία ν’ ανα­πτύ­ξει τις παι­δα­γω­γι­κές του από­ψεις και προ­τά­σεις για ποι­κί­λα θέμα­τα, που αφο­ρούν το ελλη­νι­κό αστι­κό εκπαι­δευ­τι­κό σύστη­μα, την οικο­γέ­νεια και την κοι­νω­νία. Πολ­λές από αυτές τις από­ψεις τις είχε δια­τυ­πώ­σει παλιό­τε­ρα στην εργο­γρα­φία του και μάλι­στα είχαν προ­ξε­νή­σει μεγά­λη εντύ­πω­ση στον εκπαι­δευ­τι­κό κόσμο της χώρας μας.

Σ’ αυτό το βιβλίο του, όμως, και­νο­το­μεί, ανα­πτύσ­σο­ντας μια μονα­δι­κή συγκρι­τι­κή παι­δα­γω­γι­κή μελέ­τη μετα­ξύ δύο αντί­θε­των εκπαι­δευ­τι­κών, παι­δα­γω­γι­κών συστη­μά­των, που εφαρ­μό­ζο­νται αντί­στοι­χα σε δύο αντί­πα­λα  κοι­νω­νι­κο-οικο­νο­μι­κά συστή­μα­τα: τον Καπι­τα­λι­σμού και το Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό.

Βασι­κά, το περιε­χό­με­νο του πολυ­σέ­λι­δου βιβλί­ου του είναι παι­δα­γω­γι­κό, όμως με βάση τις αρχές του δια­λε­κτι­κού και ιστο­ρι­κού υλι­σμού, στη­ρί­ζε­ται βιβλιο­γρα­φι­κά σε πλή­θος από άλλες επι­στή­μες και απο­δει­κνύ­ει την ποιο­τι­κή, ανθρω­πι­στι­κή, φιλει­ρη­νι­κή, φιλο­λαϊ­κή, ταξι­κή υπε­ρο­χή του σοσιαλισμού/κομμουνισμού και στο χώρο της Παι­δα­γω­γι­κής και της Εκπαί­δευ­σης. Ανα­δει­κνύ­ει τις σοσια­λι­στι­κές αξί­ες της συλ­λο­γι­κό­τη­τας, της συντρο­φι­κό­τη­τας, της συνερ­γα­τι­κό­τη­τας, της ταξι­κής συνεί­δη­σης του ατό­μου, το οποίο από παιδί/μαθητής ανα­πτύσ­σει την προ­σω­πι­κό­τη­τά του στην ομά­δα, νοιά­ζε­ται για το σύνο­λο, ενερ­γεί με γνώ­μο­να το συμ­φέ­ρον όλου του λαού, και όχι στε­νά για το ατο­μι­κό συμ­φέ­ρον του, αφού καθο­δη­γεί­ται, μ’ επί­ση­μο, συντο­νι­σμέ­νο και καθο­λι­κό τρό­πο –παι­δα­γω­γι­κά, εκπαι­δευ­τι­κά και πολι­τι­κά– από τη δική του λαϊ­κή, εργα­τι­κή, σοσια­λι­στι­κή εξουσία.

Νομί­ζω ότι χρειά­ζε­ται ειδι­κή μελέ­τη του συγκε­κρι­μέ­νου βιβλί­ου, ώστε ο σύγ­χρο­νος εκπαι­δευ­τι­κός ν’ αξιο­λο­γή­σει μ’ επι­στη­μο­νι­κά και ταξι­κά κρι­τή­ρια την τερά­στια δια­φο­ρά που έχει η αστι­κή από την σοσια­λι­στι­κή παιδαγωγική.

Θ’ ανα­φέ­ρω, ενδει­κτι­κά, δυο απο­σπά­σμα­τα από το κεφά­λαιο «Ο σκο­πός της Αγω­γής», προς επίρ­ρω­ση των παραπάνω:

«[…] Η αγω­γή μέσα στην αστι­κή Κοι­νω­νία σήμε­ρα είναι ταξι­κή. […] Η αγω­γή αυτή είναι και αφη­ρη­μέ­νη. […] Ακό­μα είναι και ατο­μι­στι­κή. Θερα­πεύ­ει δηλα­δή τον άνθρω­πο-άτο­μο και τον μορ­φώ­νει για τον εαυ­τό του έξω από την Κοι­νω­νία. […] Το γεγο­νός είναι ότι την αστι­κή αγω­γή τη χαρα­κτη­ρί­ζει ο ατο­μι­κι­στι­κός χαρα­κτή­ρας της, η τάση δηλα­δή να απο­σπά­σει τον άνθρω­πο από την Κοινωνία. […]

Το σοσια­λι­στι­κό Κρά­τος ρωτά: Ποιος είναι ο σκο­πός μου; Να δημιουρ­γή­σω τη σοσια­λι­στι­κή Κοι­νω­νία. Να εισα­γά­γω στην Κοι­νω­νία τους σοσια­λι­στι­κούς όρους της ζωής της. Λοι­πόν, στις επι­διώ­ξεις μου αυτές θα με βοη­θή­σει η Παι­δα­γω­γι­κή. Με την κατάλ­λη­λη αγω­γή, θα μου προ­ε­τοι­μά­σει τους σοσια­λι­στι­κά μορ­φω­μέ­νους εκεί­νους ανθρώ­πους, που θα δημιουρ­γή­σουν τη σοσια­λι­στι­κή Κοι­νω­νία. Οι σοσια­λι­στι­κοί αυτοί άνθρω­ποι βέβαια δε θα είναι σαν τους ανθρώ­πους, που προ­ε­τοι­μά­ζει η αστι­κή Παι­δα­γω­γι­κή.. Θα είναι άνθρω­ποι νέου τύπου. […] ο σοσια­λι­στής αυτός άνθρω­πος νέου τύπου, είναι σοσια­λι­στι­κά, δηλα­δή ομα­δι­κά κολ­λε­κτι­βι­στι­κά μορ­φω­μέ­νος. Μέσα του κυριαρ­χεί το ομα­δι­κό πνεύ­μα και οι σκο­ποί της ζωής του και της δρά­σης του δεν απο­βλέ­πουν (μόνο) στο ατο­μι­κό του καλό, παρά (κυρί­ως) απο­βλέ­πουν στο καλό της Κοι­νω­νί­ας. Για­τί δεν είναι ατο­μι­στι­κά μορ­φω­μέ­νος, όπως τον μορ­φώ­νει η αστι­κή Παι­δα­γω­γι­κή, μα είναι κοι­νω­νι­κά μορ­φω­μέ­νος, σαν μέλος δηλα­δή της Κοι­νω­νί­ας, που είναι μια αρχή της σοσια­λι­στι­κής Παι­δα­γω­γι­κής. […]»7

«[…] Η σοσια­λι­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα είναι ο άνθρω­πος εκεί­νος, που μορ­φώ­θη­κε και εξε­λί­χτη­κε μέσα στην Κοι­νω­νία. Που το πνεύ­μα, η νοο­τρο­πία της Κοι­νω­νί­ας είναι και δική του νοο­τρο­πία. Που οι σκο­ποί της Κοι­νω­νί­ας και τα ιδα­νι­κά της έγι­ναν και δικοί του σκο­ποί και ιδα­νι­κά. Δεν είναι (απλά) το μορ­φω­μέ­νο άτο­μο, που ζει μέσα στην Κοι­νω­νία. Τέλος, σοσια­λι­στι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα είναι ο άνθρω­πος εκεί­νος, που στον αγώ­να και στην πάλη, ζυμώ­θη­κε με τα ιδα­νι­κά του λαού του, έκα­με τους πόθους του λαού του δικούς του πόθους και μέσα στον αγώ­να του λαού, υψώ­θη­κε τόσο πολύ, που μπή­κε επι­κε­φα­λής του λαού, αδερ­φός του και ηγέ­της του, και ρίχτη­κε στην πραγ­μά­τω­ση των πόθων του λαού. […]»8

Και ένα τρί­το σύντο­μο από­σπα­σμα από το κεφά­λαιο «Τα συστα­τι­κά της Αγω­γής» και πιο συγκε­κρι­μέ­να από το υπο­κε­φά­λαιο «[…] Η δια­νοη­τι­κή αγω­γή»: «Ένας μορ­φω­μέ­νος σοσια­λι­στής δια­κρί­νε­ται από ένα μορ­φω­μέ­νο αστό, όχι μόνο από το πλή­θος, μα και από το ποιόν των γνώ­σε­ών του. Ο σοσια­λι­στής πρέ­πει να κατέ­χει γνώ­σεις πρώτ’ απ’ όλα επι­στη­μο­νι­κές. Πρέ­πει η επι­στή­μη να χυθεί μέσα στο λαό μας. Πρέ­πει το μυα­λό του λαού μας να ξεκα­θα­ρι­στεί από την ιδε­α­λι­στι­κή, αντε­πι­στη­μο­νι­κή σαβού­ρα, που μ’ αυτή τον φορ­τώ­νει το αστι­κό σχο­λείο. Ο λαός μας πρέ­πει ν’ ανοί­ξει τα μάτια του και να δει ξεκά­θα­ρα, λογι­κά κι επι­στη­μο­νι­κά, τον φυσι­κό και τον κοι­νω­νι­κό κόσμο μπρο­στά του. Πρέ­πει να μάθει να εξη­γεί επι­στη­μο­νι­κά το φυσι­κό και κοι­νω­νι­κό του  περι­βάλ­λον. Να δια­κρί­νει τα τρω­τά του και τα άδι­κά του. Πρέ­πει να συλ­λά­βει το μέγε­θος της κοι­νω­νι­κής αδι­κί­ας, που του γίνε­ται σήμε­ρα μέσα στην καπι­τα­λι­στι­κή Κοι­νω­νία. Πρέ­πει να ξεφορ­τω­θεί από κάθε αντε­πι­στη­μο­νι­κή, θρη­σκευ­τι­κή εξή­γη­ση του κόσμου. […]»9

Αυτή η σύντο­μη παρά­θε­ση απο­σπα­σμά­των του ενλό­γω βιβλί­ου, που επι­χεί­ρη­σα, νομί­ζω ότι αδι­κεί τη συγκε­κρι­μέ­νη συγκρι­τι­κή παι­δα­γω­γι­κή μελέ­τη και υπό­σχο­μαι δημό­σια ότι θα δώσω συνέχεια.

Ιδε­ο­λο­γι­κή συνέ­πεια και στη ζωή του

Η ιδε­ο­λο­γι­κή και επι­στη­μο­νι­κή παι­δα­γω­γι­κή μόρ­φω­σή του, αλλά και η αξιο­πρέ­πειά του, καθώς και η ταξι­κή του συνεί­δη­ση, δεν του επέ­τρε­ψαν να ολι­γω­ρή­σει, να λυγί­σει, να οπι­σθο­δρο­μή­σει ούτε για μια στιγ­μή, ώστε έτσι (με δηλώ­σεις μετα­νοί­ας ή με κου­το­πό­νη­ρες και­ρο­σκο­πι­κές και ιδιο­τε­λείς ενέρ­γειες) να κερ­δί­σει ακα­δη­μαϊ­κούς θώκους στο μετα­πο­λε­μι­κό αστι­κό κρά­τος. Τα τελευ­ταία είκο­σι χρό­νια της ζωής του, μάλι­στα, που συνει­δη­το­ποί­η­σε το ταξι­κό παι­δα­γω­γι­κό και κοι­νω­νι­κό καθή­κον του και την οφει­λό­με­νη ως επι­στή­μο­νας κοι­νω­νι­κή και εκπαι­δευ­τι­κή  φιλο­λαϊ­κή δρα­στη­ριό­τη­τά του.

Όταν, βέβαια, αντι­λή­φθη­καν οι αστοί παι­δα­γω­γοί και πολι­τι­κοί της επο­χής του τον «κίν­δυ­νο» και τρό­μα­ξαν από το μέγε­θος και το μεγα­λείο αυτής της προ­σω­πι­κό­τη­τας, φοβή­θη­καν μήπως χάσουν τα οφί­τσια και τους θώκους τους στα πανε­πι­στή­μια, κυρί­ως. Γι’ αυτό και τον «εξα­φά­νι­σαν» από το επι­στη­μο­νι­κό προ­σκή­νιο (και νόμι­σαν ότι έτσι θα ξεχα­στεί). Όμως, δια­ψεύ­στη­καν, αφού κατά και­ρούς εκδό­θη­καν σημα­ντι­κές μελέ­τες για τη ζωή και το έργο του, όπως των:  Χάρη Σακελ­λα­ρί­ου, Κώστα Γ. Καλαν­τζή, Γιώρ­γου Σταυ­ρό­που­λου, Περι­κλή Φύκα και τελευ­ταία της Σωτη­ρί­ας Μαρ­τί­νου-Κανά­κη (διδα­κτο­ρι­κή δια­τρι­βή) και ασφα­λώς όπως απο­δει­κνύ­ε­ται από το παρόν συνέ­δριο (μισό αιώ­να μετά) –και είναι προς τιμή των διορ­γα­νω­τών του–, ν’ ανα­κοι­νώ­νο­νται 9 ειση­γή­σεις για το διδα­κτι­κό και παι­δα­γω­γι­κό έργο του σημα­ντι­κού αυτού ανθρώ­που και παιδαγωγού.

Αβί­α­στα, λοι­πόν, βγαί­νει το συμπέ­ρα­σμα ότι όχι μόνο δεν ξεχά­στη­κε, αλλά υπάρ­χει ανά­γκη σήμε­ρα να μελε­τη­θεί ακό­μη περισ­σό­τε­ρο το έργο του, και να προ­βλη­μα­τι­στού­με, ιδε­ο­λο­γι­κά, προς την κατεύ­θυν­ση που προ­τεί­νει στο τελευ­ταίο βιβλίο του «Σύστη­μα νέας Παι­δα­γω­γι­κής».

 

1. Η Σχο­λι­κή Κοι­νό­τη­τα (1927), I.H. Pestalozzi. Η ζωή και το έργο του. Τόμος Α΄ (), Διδα­κτι­κές αρχές του Σχο­λεί­ου Εργα­σί­ας. Είκο­σι γράμ­μα­τα στον Έλλη­να δάσκα­λο (1930), Οι γονείς και τα παι­διά τους (1959).
2. «Εργα­σία», 1923–1926 και «Εργα­σία και Ζωή», 1932–1933.
3. Όσον αφο­ρά την απαρ­χή της ιδε­ο­λο­γι­κής του πορεί­ας και σχε­τι­κής εξέ­λι­ξής του προς τη Σοσια­λι­στι­κή Παι­δα­γω­γι­κή, συνέ­βα­λε καθο­ρι­στι­κά στην έκδο­ση των Ανα­γνω­στι­κών: «Ελεύ­θε­ρη Ελλά­δα» (1944) και «Μεγά­λα Χρό­νια» (1947).
4. Όπως τα βιβλία: του Gustav Wyneken, Σχο­λείο και Νεο­λαία, 1927, Siefried – Kaverau, Κοι­νω­νιο­λο­γι­κή Παι­δα­γω­γι­κή και αργό­τε­ρα του A.S. Makarenko, Ο δρό­μος προς τη ζωή ( το γνω­στό: Ένα παι­δα­γω­γι­κό ποί­η­μα), 1953 κ.ά.
5. Μαρ­τί­νου-Κανά­κη Σωτη­ρία, Το κίνη­μα της Μεταρ­ρυθ­μι­στι­κής Παι­δα­γω­γι­κής και η επί­δρα­σή του στο παι­δα­γω­γι­κό έργο του Μιχά­λη Παπα­μαύ­ρου, Gutenberg, Αθή­να 2009, σσ. 314
6. Σακελ­λα­ρί­ου Χάρης, Μιχ. Παπα­μαύ­ρος, Μιχ. Παπα­μαύ­ρος. Η ζωή-Οι διώ­ξεις-Το έργο του, Gutenberg, Αθή­να 1985, σ. 202–203.
7. Παπα­μαύ­ρος Μιχ., Σύστη­μα νέας Παι­δα­γω­γι­κής, Αθή­να 1961, σ. 141–142
8. Παπα­μαύ­ρος Μιχ., Σύστη­μα νέας Παι­δα­γω­γι­κής, ό.π., σ. 143
9. Ό.π., σ. 182

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο