Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μνήμη Μήτσου Αλεξανδρόπουλου

Επι­μέ­λεια: ofisofi //

Ο Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος , συγ­γρα­φέ­ας πολυα­γα­πη­μέ­νος, έφυ­γε από τη ζωή στις 19 Μαΐ­ου του 2008. Το έργο του πολύ μεγά­λο και πλού­σιο σε περιε­χό­με­νο και αφη­γη­μα­τι­κές τεχνι­κές. Η προ­σφο­ρά του ανε­κτί­μη­τη. Άνθρω­πος σεμνός , χαμη­λών τόνων, μαχη­τής μέχρι το τέλος.

Επτά χρό­νια μετά το θάνα­τό του δύσκο­λα μπο­ρεί να βρει κάποιος τα βιβλία του. Οι εκδό­σεις είναι εξα­ντλη­μέ­νες και με επί­μο­νη ανα­ζή­τη­ση μπο­ρεί να βρε­θεί κάποιο βιβλίο στα παλαιο­βι­βλιο­πω­λεία ή ξεχα­σμέ­νο στο ράφι κάποιου μικρού βιβλιο­πω­λεί­ου. Το γεγο­νός αυτό προ­κα­λεί ερω­τη­μα­τι­κά και προ­βλη­μα­τι­σμούς σχε­τι­κά με την πολι­τι­κή των εκδο­τι­κών οίκων και την έλλει­ψη ενδια­φέ­ρο­ντος για την επα­νέκ­δο­ση του έργου ενός τόσο σημα­ντι­κού πνευ­μα­τι­κού ανθρώπου.

unnamed3

Η Σόνια Ιλίν­σκα­για, σύντρο­φός του στη ζωή, το Νοέμ­βρη του 2009 είχε την επι­μέ­λεια σχε­τι­κού αφιε­ρώ­μα­τος στο περιο­δι­κό Δια­βά­ζω με τίτλο « Μήτσος Αλε­ξαν­δρό­που­λος . Τα αρμα­τω­μέ­να χρό­νια και τα χρό­νια της περί­σκε­ψης». Ανά­με­σα στα πολύ ενδια­φέ­ρο­ντα άρθρα ξεχω­ρί­ζω εκεί­νο της ίδιας, το οποίο με αφορ­μή τα δύο τελευ­ταία, πριν το θάνα­τό του, βιβλία κατα­γρά­φει στιγ­μές από τη δου­λειά του Αλε­ξαν­δρό­που­λου λίγο και­ρό πριν πεθά­νει. Ο καθέ­νας μπο­ρεί να κατα­λά­βει την ψυχι­κή αντο­χή αυτού του ανθρώ­που, την εργα­τι­κό­τη­τα και το πεί­σμα να ολο­κλη­ρώ­σει το έργο του αν και ένιω­θε ότι οι σωμα­τι­κές του δυνά­μεις εξα­ντλού­νταν και το τέλος πλησίαζε.

unnamed2

Γρά­φει η Σόνια Ιλίνσκαγια:

Το βιβλίο Όσιπ Μαντελ­στάμ. Στην Πετρού­πο­λη θα σμί­ξου­με πάλι…ήταν το τελευ­ταίο που έφυ­γε για έκδο­ση από τα χέρια του Μήτσου Αλε­ξαν­δρό­που­λου. Κατα­πιά­στη­κε μ’ αυτό μόλις τελεί­ω­σε η εξα­ντλη­τι­κή συγ­γρα­φή του Τολ­στόι (2007). Η «τελευ­ταία γρα­φή» της εισα­γω­γής έχει τη χρο­νο­λο­γία Μάιος – Ιού­νιος 2007. Αρχι­κά σχε­διά­στη­κε ένα σύντο­μο σημεί­ω­μα με κάποιες εξη­γή­σεις για τη δου­λειά του πάνω στους στί­χους του Μαντελ­στάμ, αλλά, όπως γρά­φει, του βγή­κε ένα «πλα­κό­στρω­το» των 69 σελί­δων, ένα δοκί­μιο για τον ίδιο τον ποι­η­τή, τη «δια­σπο­ρά του στα χρό­νια που έζησε».

«Τον ποι­η­τή Όσιπ Μαντελ­στάμ πολ­λοί από τους σύγ­χρο­νους του τον είχαν για ανά­πο­δο άνθρω­πο, τον συνό­δευε αυτή η φήμη. Με τον τρό­πο του την συν­δαύ­λι­ζε κι ο ίδιος. Πολύ λίγοι από τους γνω­στούς του ξέρα­νε τα καλά και τα πρό­σχα­ρα τα δικά του. Το ίδιο συμ­βαί­νει και με τους στί­χους του‘ η επι­κοι­νω­νία είναι δύσκο­λη. Πρέ­πει να τον προ­σέ­ξεις, να σκε­φτείς τις λέξεις του‘ λακω­νι­κό­τη­τα σ’ αυτόν τον ποι­η­τή, τελεί­ως σπαρ­τιά­τι­κη. Από την πρώ­τη επα­φή τον αισθά­νε­σαι να σου ενα­ντιώ­νε­ται, σου βγά­ζει μπρο­στά εμπό­δια. Με αυτά και σε τρα­βά­ει. Σαν να έχα­σες κάτι δικό σου και ψάχνεις να το βρεις».

Απ’ αυτήν κυρί­ως την οπτι­κή γωνία εξε­τά­ζε­ται στο δοκί­μιο του Αλε­ξαν­δρό­που­λου η « δια­σπο­ρά» του Μαντελ­στάμ «στα χρό­νια που έζη­σε»: από τις κορυ­φαί­ες επι­τυ­χί­ες του στα μυθι­κά πλέ­ον χρό­νια του Αργυ­ρού Αιώ­να της ρωσι­κής ποί­η­σης μέχρι την τρα­γι­κή κατά­λη­ξη στο στρα­τό­πε­δο του Βλα­ντι­βο­στόκ. Η έμφα­ση δίνε­ται στην ποί­η­ση , αλλά και η εικό­να της επο­χής με τις δρα­μα­τι­κές αντι­φά­σεις της δια­γρά­φε­ται ανά­γλυ­φα. Όπως και της προ­σω­πι­κό­τη­τας του Μαντελ­στάμ: « Ήταν από τους ανθρώ­πους που ενώ από­ξω μπο­ρούν να φαί­νο­νται χίλια κομ­μά­τια, μέσα δια­τη­ρούν προ­σα­να­το­λι­σμό ζωής και προ­σω­πι­κό χαρα­κτή­ρα που δεν αλλά­ζουν με τίπο­τα. Μεγά­λη αρε­τή, όταν δια­θέ­τεις και ισχυ­ρή και ηθι­κή βάση. Αν κανείς δια­βά­σει προ­σε­κτι­κά κι επι­κοι­νω­νή­σει με τα ποι­ή­μα­τά του, θα δια­γνώ­σει, παρ’ όλα τα θρυ­λού­με­να γύρω από τη ζωή του και τα φερ­σί­μα­τά του, έναν από τους πιο ακέ­ραιους χαρα­κτή­ρες σε μια επο­χή των πιο μεγά­λων χαλα­σμών μέσα στον άνθρω­πο και γύρω του».

Η τελι­κή συγκρό­τη­ση του τόμου συνέ­πε­σε με τους φοβε­ρούς καύ­σω­νες και τις φρι­κτές πυρ­κα­γιές στην αγα­πη­μέ­νη του Μήτσου Ηλεία. Δεν αισθα­νό­ταν καλά, αλλά από αρρώ­στιες και πόνο είχε μεγά­λες εμπει­ρί­ες, έδει­χνε πως δεν έδι­νε ιδιαί­τε­ρη σημα­σία. Το Σεπτέμ­βρη παρα­δώ­σα­με τον Μαντελ­στάμ στα «Ελλη­νι­κά Γράμ­μα­τα», πήγα­με σ’ ένα παρα­θα­λάσ­σιο ξενο­δο­χείο να πάρου­με μια ανά­σα, δεν είχε όμως όρε­ξη και δυνά­μεις ούτε για τους περι­πά­τους που λάτρευε. Γυρί­σα­με στην Αθή­να: εξε­τά­σεις, εισα­γω­γή στο νοσο­κο­μείο, δύο απα­νω­τές εγχει­ρή­σεις. Όταν βγή­κε στις αρχές του Δεκέμ­βρη, η κατά­στα­σή του δεν άφη­νε ελπί­δες. Είχε στη διά­θε­ση του λίγους μήνες. Το Φεβρουά­ριο διόρ­θω­σε τα δοκί­μια, το Μάρ­τιο πρό­λα­βε να κρα­τή­σει στα χέρια του το βιβλίο. Την τελευ­ταία μέρα του Μαρ­τί­ου το μετάλ­λιο Πού­σκιν που του απο­νε­μή­θη­κε το παρέ­λα­βα εγώ και παρέ­δω­σα στον Πρε­σβευ­τή της Ρωσί­ας το φρε­σκο­τυ­πω­μέ­νο Μαντελ­στάμ. Ξανα­μπή­κε στο νοσο­κο­μείο στις 9 Απρι­λί­ου, έφυ­γε στις 19 Μαΐ­ου 2008. Ο τελευ­ταί­ος του χρό­νος ήταν δοσμέ­νος σχε­δόν απο­κλει­στι­κά στον Μαντελστάμ.

Γρά­φει στην εισα­γω­γή πως « τα περισ­σό­τε­ρα ποι­ή­μα­τα που περιέ­χο­νται στην έκδο­ση» είχε μετα­φρά­σει « κατά περιό­δους, σε αρκε­τά μεγά­λη χρο­νι­κή διάρ­κεια». Η πρώ­τη μετά­φρα­ση έγι­νε στα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1950, όταν ήταν ακό­μα φοι­τη­τής του Λογο­τε­χνι­κού Ινστι­τού­του της Μόσχας και μένα­με στη φοι­τη­τι­κή λέσχη. Μας έφε­ραν μερι­κά φύλ­λα του Σαμιζ­δάτ με ποι­ή­μα­τα του απα­γο­ρευ­μέ­νου τότε Μαντελ­στάμ. Τον συγκλό­νι­σε εκεί­νο με την αφιέ­ρω­ση στην Αχμά­το­βα (1931)!

Φύλα­γε παντο­τι­νά το λόγο μου
για την καπνί­λα του και την
κακή του τύχη,
για το ρετσί­νι της συντροφικής
υπο­μο­νής, την ταπεινοφροσύνη
στην πίσ­σα του κατέργου…

Σχο­λιά­ζο­ντας αυτή τη μετά­φρα­ση στην υπο­ση­μεί­ω­ση της εισα­γω­γής, ο Αλε­ξαν­δρό­που­λος έγρα­φε: «… είναι το πρώ­το ποί­η­μά του που μετέ­φρα­σα προς τα τέλη της δεκα­ε­τί­ας του 1950‘ άρχι­ζε για μένα, χρό­νια απο­κομ­μέ­νον από τη ζωντα­νή ροή της ελλη­νι­κής, μια πολυ­ε­πί­πε­δη προ­σπά­θεια να κρα­τή­σω ζωντα­νό τον εργα­τι­κό δεσμό μου με τη γλώσ­σα‘ οι στί­χοι του Μαντελ­στάμ, όπως και του Μαγια­κόφ­σκι, ήταν – με τις δυσκο­λί­ες τους – από τις ισχυ­ρό­τε­ρες προκλήσεις».

Μερι­κά ποι­ή­μα­τα μετα­φρά­στη­καν εκεί­νο το τελευ­ταίο καλο­καί­ρι. Τελι­κά συμπο­ρεύ­τη­κε με τον Μαντελ­στάμ για μισό περί­που αιώνα.

Από το Γενά­ρη η υγεία του επι­δει­νώ­θη­κε ραγδαία και, όσο του επέ­τρε­παν οι δυνά­μεις, προ­σπά­θη­σε επί­μο­να να τακτο­ποι­ή­σει όσα ήθε­λε να παρα­δώ­σει για έκδο­ση. Πρω­τί­στως τον απα­σχο­λού­σε η έκδο­ση των διη­γη­μά­των του Τσέ­χοφ που μετέ­φρα­ζε από και­ρό. Του Τσέ­χοφ τού είχε μία τελεί­ως ιδιαί­τε­ρη αδυ­να­μία. Είχε γρά­ψει εκτε­νώς για την ξεχω­ρι­στή θέση του στα ρωσι­κά γράμ­μα­τα στο μεταίχ­μιο της παλιάς και της νέας επο­χής, για τη γρα­φή του, τόσο ανε­πι­τή­δευ­τη και τόσο μοντέρ­να που επη­ρέ­α­σε απο­φα­σι­στι­κά την πεζο­γρα­φία του 20ου αιώ­να, για τους οικου­με­νι­κά ανα­γνω­ρί­σι­μους ήρω­ές του. Μα πιο πολύ είχε μιλή­σει για τον άνθρω­πο Τσέ­χοφ, τη μορ­φή του:

« Έχου­με στη γλώσ­σα μας μια έκφρα­ση: ‘ το πρό­σω­πο του ανθρώ­που είναι σπα­θί’, με την έννοια ότι το πρό­σω­πο κάθε ανθρώ­που καθρε­φτί­ζει την αλή­θεια γι’ αυτόν τον άνθρω­πο, την αξία του. Και το πρό­σω­πο του Τσέ­χοφ, ένα και μονα­δι­κό στον κόσμο, είναι από τους πιο καθα­ρούς καθρέ­φτες ψυχής, από όσους του­λά­χι­στον έχουν υπο­πέ­σει στη δική μου πεί­ρα ζωής.»

Αυτή τη σκέ­ψη που είχε κατα­θέ­σει το 1989, την ανα­πτύσ­σει πιο ανα­λυ­τι­κά και διεισ­δυ­τι­κά, αλλά το ίδιο συγκι­νη­μέ­να, προ­λο­γί­ζο­ντας την έκδο­ση των διη­γη­μά­των του Τσέ­χοφ που μόλις κυκλο­φό­ρη­σε: « Σε όλα του ο Τσέ­χοφ είναι όπως τον βλέ­που­με στις φωτο­γρα­φί­ες πίσω από τα γυα­λά­κια του, σύμ­πτω­ση ανε­πα­νά­λη­πτη ανθρώ­πι­νης κατα­νό­η­σης, έτοι­μης να σε πλη­σιά­σει, αφού όμως στα­θεί λίγο πιο εκεί να σε δει καλύ­τε­ρα, έκφρα­ση αναμ­φι­σβή­τη­τα φιλι­κή, όσο και συγκρα­τη­μέ­νη, εξε­τα­στι­κή, μα δίχως άλλο καλο­προ­αί­ρε­τη, συμπο­νε­τι­κή – πολ­λά μπο­ρεί να δεί­χνει αυτό το βλέμ­μα, πολ­λά να βλέ­πει, δεσπό­ζει όμως η δοκι­μα­σμέ­νη γνώ­ση πως όλα, καλά και μη, είναι ανα­με­νό­με­να, όλα δικά μας.»

unnamed4

Το 1989 είχε σχο­λιά­σει και τον τίτλο της βιο­γρα­φι­κής μυθι­στο­ρί­ας του Περισ­σό­τε­ρη ελευ­θε­ρία. Ο Τσέ­χοφ (1981), τονί­ζο­ντας πως στο συν­δυα­σμό «περισ­σό­τε­ρη ελευ­θε­ρία» και οι δύο λέξεις είναι «εξί­σου απα­ραί­τη­τες». Μετα­ξύ άλλων έγρα­φε: «…είναι και η ελευ­θε­ρία μια σχέ­ση σε διαρ­κή ανά­πτυ­ξη, ανθρώ­πι­νη δίψα και ανά­γκη , ένα αίτη­μα, χωρίς το οποίο και αυτή η ζωή δεν έχει νόη­μα, το χάνει μες στην υπο­τα­γή και στις χίλιων λογιών σκλα­βιές». Ας θυμη­θού­με και τον τίτλο του βιβλί­ου του για τον Πού­σκιν: Άλλη, καλύ­τε­ρη, ζητώ ελευ­θε­ρία (2004).

Τον πρό­λο­γο για τα διη­γή­μα­τα του Τσέ­χοφ τον έγρα­ψε το Γενά­ρη και ακο­λού­θως επι­θε­ώ­ρη­σε τις μετα­φρά­σεις του. Υπήρ­χαν στον υπο­λο­γι­στή του, τις εκτυ­πώ­σα­με, είχε δώσει ήδη την τελι­κή τους διά­τα­ξη, έκα­νε όσες τελευ­ταί­ες διορ­θώ­σεις πρό­λα­βε. Ωστό­σο, πριν παρα­δο­θούν μετά στον εκδο­τι­κό, ήθε­λαν μία ιδιαί­τε­ρη φρο­ντί­δα, την οποία ανέ­λα­βε η κόρη μας, Όλγα Αλε­ξαν­δρο­πού­λου. Όσα προ­βλή­μα­τα προ­έ­κυ­πταν , τα συζη­τού­σα­με και τα λύνα­με. Εκφρά­ζου­με τις θερ­μές ευχα­ρι­στί­ες μας στην Ελέ­νη Κεχα­γιό­γλου, που ανέ­λα­βε την εκδο­τι­κή επι­μέ­λεια των κει­μέ­νων αυτών και την ολο­κλή­ρω­σε με ευαι­σθη­σία στην τσε­χο­φι­κή γρα­φή, όπως την απέ­δω­σε ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος.

Περιο­δι­κό Δια­βά­ζω, τεύ­χος 501 / Νοέμ­βριος 2009.

unnamed5

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο