Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μολιέρος, ο δημιουργός της «υψηλής κωμωδίας»

Ο Μολιέ­ρος (ψευ­δώ­νυ­μο του Ιωάν­νη Βαπτι­στή Ποκλέν). Γάλ­λος θεα­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, ηθο­ποιός και παρά­γο­ντας του θεάτρου.

Με τη βοή­θεια μιας μαμής που είχε διδα­χτεί την τέχνη της στο μαιευ­τή­ριο του Οτέλ-Ντιε στο Παρί­σι, όταν ήταν διευ­θύ­ντρια η περί­φη­μη Λουίζ Μπουρ­ζουά, η συμπα­θέ­στα­τη κυρία Ποκλέν, το γένος Κρε­σέ, γέν­νη­σε το πρώ­το της τέκνο, ένα πρό­ω­ρο γένους αρσε­νι­κού, στις 15 Ιανουα­ρί­ου του 1622.

Η «προ­νο­μιού­χα» θέση του πατέ­ρα του, εργα­ζό­ταν σαν ταπε­τσιέ­ρης στην υπη­ρε­σία του βασι­λιά, του έδω­σε την ευκαι­ρία να μορ­φω­θεί! Ο Ζαν Μπα­πτίστ σε πολύ νεα­ρή ηλι­κία ερω­τεύ­τη­κε το θέα­τρο. Ομως, οι πρώ­τες του θεα­τρι­κές και συγ­γρα­φι­κές από­πει­ρες ήταν μια πατα­γώ­δης απο­τυ­χία. Η οποία τον οδή­γη­σε στην πτώ­χευ­ση. Δυο φορές τον έκλει­σαν φυλα­κή για χρέη. Τη μια τον έβγα­λε ο πατέ­ρας του, την άλλη ένας άγνω­στος θαυ­μα­στής του. Σε ηλι­κία 22 περί­που ετών, εξα­φα­νί­ζε­ται για κάμπο­σα χρό­νια. Η εξα­φά­νι­ση αυτή παρα­μέ­νει ακό­μα και σήμε­ρα μυστή­ριο. Με την επα­νεμ­φά­νι­σή του ξανα­μπαί­νει στο θέα­τρο. Υστε­ρα από σκλη­ρούς και επί­μο­νους αγώ­νες, γίνε­ται ο Μολιέ­ρος που ξέρει η ιστορία.

Υπήρ­ξε ο δημιουρ­γός της «υψη­λής κωμω­δί­ας», που έθε­σε τα θεμέ­λια της ρεα­λι­στι­κής δρα­μα­τουρ­γί­ας. Συν­δυά­ζο­ντας τις καλύ­τε­ρες παρα­δό­σεις του γαλ­λι­κού λαϊ­κού θεά­τρου με προ­ο­δευ­τι­κές ουμα­νι­στι­κές ιδέ­ες, κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες από την Ανα­γέν­νη­ση, και εφαρ­μό­ζο­ντας τις αρχές του κλα­σι­κι­σμού, δημιούρ­γη­σε ένα νέος είδος κωμω­δί­ας, που απευ­θυ­νό­ταν στην επο­χή του και απο­κά­λυ­πτε τις κοι­νω­νι­κές αδι­κί­ες των ευγε­νών της αστι­κής κοινωνίας.

Στα θεα­τρι­κά έργα του, που αντι­κα­τό­πτρι­ζαν «ολό­κλη­ρη την κοι­νω­νία σαν σε καθρέ­φτη», καθιέ­ρω­σε νέες καλ­λι­τε­χνι­κές αρχές, όπως η πιστή απει­κό­νι­ση των γεγο­νό­των της ζωής, η εξα­το­μί­κευ­ση των προ­σώ­πων, καθώς και η έντο­νη τυπο­ποί­η­ση των χαρα­κτή­ρων και δια­τή­ρη­ση μιας σκη­νι­κής μορ­φής που αντα­να­κλού­σε όλη την εύθυ­μη ατμό­σφαι­ρα του θεά­τρου της δημό­σιας πλατείας.

Πέθα­νε ο Φλε­βά­ρη του 1673 επί σκη­νής από αιμό­πτυ­ση, ενώ υπο­δυό­ταν τον γνω­στό υπο­χόν­δριο ήρωα στον «Κατά Φαντα­σί­αν Ασθε­νή» του. Αφη­σε κλη­ρο­νο­μιά στην ανθρω­πό­τη­τα 33 θεα­τρι­κά έργα. Το ένα καλύ­τε­ρο από το άλλο: «Ο Αρχο­ντο­χω­ριά­της», ο «Δον Ζουάν», «Για­τρός με το Στα­νιό», «Γάμος με το Ζόρι», κ.ά.

Ορι­σμέ­να από τα σημα­ντι­κό­τε­ρα έργα του ήταν: Το σχο­λείο των συζύ­γων, Ο Ταρ­τού­φος, Δον Ζουάν, Ο μισάν­θρω­πος, Ο αρχο­ντο­χω­ριά­της, Ο κατά φαντα­σί­αν ασθε­νής, Ο φιλάργυρος.

Το κατα­πλη­κτι­κό με τον Μολιέ­ρο είναι πως έγρα­φε κωμω­δί­ες για να δια­σκε­δά­ζει τους αρι­στο­κρά­τες, τους οποί­ους στα έργα του χτύ­πα­γε αλύ­πη­τα! Και εκεί­νοι γελού­σαν! Ο βασι­λιάς, μάλι­στα, τον τίμη­σε με βρα­βεία και του έδω­σε ένα από τα τρία μεγά­λα θέα­τρα της Γαλ­λί­ας, για να δίνει τις παρα­στά­σεις του. Βέβαια, όταν το τρά­βα­γε περισ­σό­τε­ρο, του απα­γό­ρευαν τα έργα (Ταρ­τού­φος).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο