Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Μολύβι ο καιρός κι ο άνεμος πικρός, βάλτε όλοι σκοπό να αλλάξει ο καιρός…»

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Ολο­κλη­ρώ­θη­κε χτες το επι­στη­μο­νι­κό Συνέ­δριο που διορ­γά­νω­σε το ΚΚΕ προς τιμήν του Ναζίμ Χικ­μέτ. Ένα σημα­ντι­κό πολι­τι­στι­κό γεγο­νός για ένα μεγά­λο ποιητή.

Ένας μεγά­λος ποι­η­τής για τη χώρα του, την ανθρω­πό­τη­τα. Η καρ­διά του χτυ­πά για όλους του Μπε­ναρ­τζή­δες του κόσμου. «Από την Κίνα ως την Ισπα­νία, απ’ την Αλά­σκα ως το Ακρω­τή­ρι της Καλής Ελπί­δας», όπως γρά­φει σ’ ένα ποί­η­μά του, έχει φίλους και εχθρούς, για­τί «στην πιο μεγά­λη, την πιο σπου­δαία πάλη είχε δια­λέ­ξει στρα­τό­πε­δο, ανοι­χτά και δίχως φόβο». Αυτό όμως που τον κάνει πάνω απ’ όλα επι­κίν­δυ­νο για τους εχθρούς του είναι η αξε­πέ­ρα­στη ικα­νό­τη­τά του να εκφρά­ζει λιτά, απλά, διά­φα­να και περιε­κτι­κά τη δια­λε­κτι­κή της Ιστο­ρί­ας, που ανα­πό­φευ­κτα οδη­γεί στη σοσια­λι­στι­κή επα­νά­στα­ση, όπως είπε η Ελέ­νη Μηλια­ρο­νι­κο­λά­κη στην εναρ­κτή­ρια ομι­λία της. Στην περί­πτω­ση της καθυ­στε­ρη­μέ­νης Ανα­το­λής είδε την ταξι­κή διάρ­θρω­ση της κοι­νω­νί­ας και την ανά­γκη κατάρ­γη­σής της. Θέλει να μετα­τρέ­ψει την οργή για τον αλυ­σο­δε­μέ­νο Μπερ­ναν­τζή σε εξέ­γερ­ση, σε επανάσταση.

Οι Έλλη­νες κομ­μου­νι­στές μάχο­νται κάτω από την ίδια σημαία και έχουν κάθε λόγο να τον τιμή­σουν και να ανα­δεί­ξουν το έργο του. Μα ο Χικ­μέτ, η ποί­η­σή του, τα μηνύ­μα­τά της, η στά­ση του δεν αφο­ρούν μονά­χα αυτούς. η ποί­η­σή του αγγί­ζει όλους όσους δε βολεύ­ο­νται με τον κόσμο που περι­γρά­φει ο Χικμέτ:

Είναι εδώ πέρα ένας κόσμος τόσο παράξενος
που μες την αφθο­νία κανείς πεθαίνει.
Στις συνοικίες
σαν άρρω­στοι λυσ­σα­σμέ­νοι λύκοι
τρι­γυρ­νού­νε οι άνθρωποι
κι οι απο­θή­κες είναι κλειδωμένες
γιο­μά­τες στά­ρι. ..Είναι εδώ
ένας κόσμος τόσο παράξενος
που ενώ τα ψάρια πίνου­νε καφέ
τα μωρά δε βρί­σκου­νε γάλα.

Διε­θνι­στής και πατριώ­της. Στις δύσκο­λες στιγ­μές του τόπου η καρ­διά του του­φε­κί­ζο­νταν (και) στην Ελλά­δα. Δέθη­κε και συν­δέ­θη­κε με την Ελλά­δα και τον ελλη­νι­κό λαό, όχι μόνο για­τί γεν­νή­θη­κε στην Ελλά­δα αλλά και για­τί στά­θη­κε στο πλευ­ρό του λαού σε δύσκο­λα χρό­νια. Εδω­σε το «παρών» σε κάθε εκδή­λω­ση διε­θνούς αλλη­λεγ­γύ­ης για την απο­κα­τά­στα­ση της δημο­κρα­τί­ας,  για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των πολι­τι­κών κρα­του­μέ­νων και γενι­κή αμνη­στία, για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Μανό­λη Γλέ­ζου και σε κάθε πρω­το­βου­λία πνευ­μα­τι­κή και κοι­νω­νι­κή για την Ελλάδα.

Αγά­πη­σε την Ελλά­δα και αφο­μοί­ω­σε τον πολι­τι­σμό της και τόσο ται­ρια­στά πάντρε­ψε τους δυο πολι­τι­σμούς στην ποί­η­σή του:

Την πίπα μας γεμί­σα­με από σπίθες,
της φωτιάς του Προμηθέα
και ίσιοι στο μπόι με του Γαλα­τά τον Πύργο
καπνί­ζου­με ατε­νί­ζο­ντας στο άπειρο
κάποιων ματιώ­νε φλο­γε­ρών τη θέα…

Ετσι ται­ρια­στά ήθε­λε τους δυο λαούς να ζουν δίπλα δίπλα, «για να μπο­ρούν να γεύ­ο­νται πλάι πλάι στο αδελ­φι­κό τρα­πέ­ζι της φιλί­ας το ψωμί και τις ελιές του τόπου τους».

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο