Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μουσά Τζαλίλ Τατάρ, ποιητής — Ο «κόκκινος» Τάταρος, εθνικός ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης.

 Γρά­φει η Τασ­σώ Γαΐ­λα //
Αρθρογράφος-Ερευνήτρια

Ο σκο­πός της ζωής είναι αυτός: 
Να ζεις έτσι ώστε ακό­μη και μετά το θάνατο
να μην πεθαίνεις…
Λόγια του Μου­σά Τζα­λίλ Τατάρ Τάτα­ρου-Σοβιε­τι­κού ποι­η­τή και ήρωα του Μεγά­λου πατριω­τι­κού πολέ­μου, αγνώ­στου στη χώρα μας αλλά δημο­φι­λέ­στα­του στη Ρωσία και στην πατρί­δα του το Ταταρστάν .

Πατρί­δα μου σε απει­λούν οι εχθροί
Αλλά σηκώ­στε το λάβα­ρο της αλή­θειας πιο ψηλά,
Πλύ­νε­τε τη γη της με αιμα­τη­ρά δάκρυα
Και αφή­στε τις ακτί­νες του να τρυπήσουν
…..
Αφή­στε τους να κατα­στρέ­ψουν αλύπητα
αυτοί οι βάρ­βα­ροι, αυτοί οι άγριοι
που το αίμα των παι­διών κατα­πί­νουν άπληστα
το αίμα των μητέ­ρων μας.

Ο Μου­σά Τζα­λίλ Τατάρ γεν­νή­θη­κε στις 2 Φεβρουα­ρί­ου 1906 (π.ημερ) στο χωριό Μου­στα­φί­νο, στην περιο­χή του Όρεν­μπουργκ, σε οικο­γέ­νεια Τατάρων.

Η μητέ­ρα του ήταν κόρη μου­λά και αγράμ­μα­τη αλλά γνώ­ρι­ζε πολ­λά δημο­τι­κά τρα­γού­δια και τις μέρες που στο σπί­τι δεν υπήρ­χε ούτε φέτα ψωμί, μάζευε γύρω της τα παι­διά και τους τρα­γου­δού­σε για να ξεχά­σουν την πεί­να τους. Ο μικρός φοί­τη­σε στο δημο­τι­κό σχο­λείο του χωριού του, λάτρευε το διά­βα­σμα και σαν ιδιαί­τε­ρα χαρι­σμα­τι­κό παι­δί άρχι­σε να γρά­φει ποί­η­ση στα 8 του χρό­νια. Μετα­κό­μι­ση της οικο­γέ­νειας στο Όρεν­μπουργκ όπου ο πατέ­ρας άνοι­ξε μαγα­ζί αλλά η φτώ­χεια μεγά­λη για­τί μετά από λίγο διά­στη­μα χρε­ω­κό­πη­σε. Το παι­δί που αγα­πού­σε πολύ τα γράμ­μα­τα θα το γρά­ψει η μητέ­ρα του στο Μου­σουλ­μα­νι­κό Εκπαι­δευ­τι­κό ίδρυ­μα Κου­σα­ΐ­νι­για που όμως είχε και κοσμι­κό χαρα­κτή­ρα και δίδα­σκαν στους μαθη­τές λογο­τε­χνία και μου­σι­κή. Ο Μου­σά έμα­θε μαντο­λί­νο, όργα­νο που αγα­πού­σε πολύ.

Το 1919 και μόλις 13 ετών το ανή­συ­χο αγό­ρι θα γίνει μέλος της Komsomol. Εδώ θα προ­σφέ­ρει τις υπη­ρε­σί­ες του με επι­τυ­χία, θα γρά­φει ποι­ή­μα­τα και παρα­μύ­θια για παι­διά που τον έκα­ναν πολύ δημο­φι­λή και θα οργα­νώ­νει τμή­μα­τα νέων μελών της Κομσομόλ.

Το 1913 και η πρώ­τη δημο­σί­ευ­ση παι­δι­κού ποι­ή­μα­τος του. Η πρώ­τη του συλ­λο­γή κυκλο­φό­ρη­σε το 1925 με τον τίτλο «Πάμε» ενώ δέκα χρό­νια αργό­τε­ρα κυκλο­φό­ρη­σαν οι συλ­λο­γές του «Ποι­ή­μα­τα και ποι­ή­μα­τα» και «Τα εντο­λι­κά εκατομμύρια».

Το 1927 εξε­λέ­γη μέλος του Προ­ε­δρεί­ου της Κομ­σο­μόλ κι εστά­λη στη Μόσχα. Θα εισέλ­θει στην Φιλο­λο­γι­κή Σχο­λή του Κρα­τι­κού Πανε­πι­στη­μί­ου Μόσχας όπου σπού­δα­σε από το 1927–1931 ενώ συνέ­χι­σε τη δρά­ση του με την Κομ­σο­μόλ και εργα­ζό­ταν ως δημο­σιο­γρά­φος. Στο Πανε­πι­στή­μιο θα γνω­ρί­σει τον διά­ση­μο κατό­πιν Σοβιε­τι­κό συγ­γρα­φέα Varlam Shalamov, ένας από αυτούς που θα βοη­θή­σουν αργό­τε­ρα στην απο­κα­τά­στα­ση του ονό­μα­τος του.

Στη Μόσχα εργά­ζε­ται σαν συντά­κτης παι­δι­κών περιο­δι­κών κι είναι υπεύ­θυ­νος για το τμή­μα Λογο­τε­χνί­ας και Τέχνης της Τατά­ρι­κης εφη­με­ρί­δας Kommunist.

To 1935 επι­στρέ­φει στην πατρί­δα του και στο Καζάν όπου θα τεθεί επι­κε­φα­λής του λογο­τε­χνι­κού τμή­μα­τος του Θεά­τρου Όπε­ρας και Μπα­λέ­του Τατάρ. Είναι ήδη γνω­στός ποι­η­τής και συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κών παρα­μυ­θιών ενώ γρά­φει πλέ­ον ποί­η­ση και για ενήλικες.

Κλή­ση για τον πόλε­μο έλα­βε στις 13 Ιου­λί­ου 1941 για να εργα­στεί στα δάση και τους βάλ­τους του Λένιν­γκραντ ως αντα­πο­κρι­τής της Ρώσι­κης εφη­με­ρί­δας Otvaga ως ανώ­τε­ρος πολι­τι­κός αξιω­μα­τι­κός αλλά ταυ­τό­χρο­να πολέ­μη­σε ηρω­ι­κά. Τον Ιού­νιο του 1942 έγρα­φε σε επι­στο­λή του στον φίλο του από το Καζάν, κρι­τι­κό λογο­τε­χνί­ας Gazi Kashshaf (αυτός ο διά­ση­μος Τατά­ρος άνθρω­πος των γραμ­μά­των υπήρ­ξε ο πλέ­ον ένθερ­μος υπο­στη­ρι­κτής της αθω­ό­τη­τας του Μου­σά και συνέ­βα­λε στην απο­κα­τά­στα­ση του).

«Τώρα έχου­με σκλη­ρές μάχες γύρω μας. Παλεύ­ου­με σκλη­ρά, όχι για τη ζωή, αλλά για το θάνατο…»

Ήταν η επο­χή που ο Σοβιε­τι­κός Στρα­τός στο Λένιν­γκραντ ήταν περι­κυ­κλω­μέ­νος και απο­κομ­μέ­νος από τις κύριες δυνάμεις.

Σε μάχη στο Λου­μπάν ο ποι­η­τής Μου­σά Τζα­λίλ τραυ­μα­τί­στη­κε σοβα­ρά και προ­σπά­θη­σε να αυτο­κτο­νή­σει για να μην παρα­δο­θεί ζωντα­νός στους Γερ­μα­νούς. Δεν τα κατά­φε­ρε, οι Γερ­μα­νοί γύρω τους πολ­λοί, συνελήφθη.

Η τελευ­ταία στιγ­μή και δεν υπάρ­χει πυροβολισμός.
/ Άδειο το πιστό­λι μου (από το ποί­η­μα: Συγ­χώ­ρε­σέ με πατρίδα).

Οι αιχ­μά­λω­τοι θα κατα­λή­ξουν στο δια­βό­η­το στρα­τό­πε­δο Demblin στην Πολω­νία όπου οι συν­θή­κες δια­βί­ω­σης των αιχ­μα­λώ­των ήταν φρι­κτές, ούτε καν κου­κέ­τες ύπνου δεν υπήρ­χαν. Ο ποι­η­τής παρά την άσχη­μη κατά­στα­ση της υγεί­ας του και τις άθλιες συν­θή­κες του στρα­το­πέ­δου γρά­φει συνε­χώς ποί­η­ση και σε αυτό το στρα­τό­πε­δο της Πολω­νί­ας θα γνω­ρί­σει τον Gaynan Kyrmash ο οποί­ος είχε ιδρύ­σει την μυστι­κή Υπό­γεια Οργά­νω­ση για την απε­λευ­θέ­ρω­ση των Σοβιε­τι­κών αιχ­μα­λώ­των. Ο Μου­σά Τζα­λίλ Τατάρ θα προ­σχω­ρή­σει στην οργά­νω­ση και θα γίνει αρχη­γός της. Στο σύνο­λο την ομά­δα απο­τε­λού­σαν 15 Σοβιε­τι­κοί Δια­νο­ού­με­νοι αιχ­μά­λω­τοι των Ναζί. Η από­δρα­ση σαφώς φάντα­ζε σαν κάτι εξω­πραγ­μα­τι­κό εφό­σον το κάστρο του στρα­το­πέ­δου από τρείς πλευ­ρές βρέ­χε­ται από τον ποτα­μό Βιστού­λα και στην τέταρ­τη πλευ­ρά οι Ναζί είχαν σκά­ψει βαθιά τάφρο και υπήρ­χαν συρματοπλέγματα.

Η Υπό­γεια Οργά­νω­ση συνε­δρί­α­σε για τελευ­ταία φορά στις 9 Αυγού­στου. Σ’ αυτήν ο ήρω­ας μας, ο Τάτα­ρος ποι­η­τής Μου­σά Τζα­λίλ είπε ότι έχει δημιουρ­γη­θεί επα­φή με τους Παρ­τι­ζά­νους και τον Κόκ­κι­νο Στρα­τό. Η εξέ­γερ­ση όμως των Σοβιε­τι­κών αιχ­μα­λώ­των δεν πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε για­τί προη­γή­θη­κε στις 11 του Αυγού­στου προ­δο­σία. Φρι­κτά βασα­νι­στή­ρια για τον Μου­σά Τζα­λίλ και την ομά­δα του και κατό­πιν μετα­φο­ρά στο Μοα­μπίτ. Ο ποι­η­τής είναι σχε­δόν μισο­πε­θα­μέ­νος αλλά παρ’ όλα αυτά βρί­σκε­ται σε πρω­το­φα­νή δημιουρ­γι­κή έξαρ­ση και γρά­φει ακα­τά­παυ­στα ποίηση.

Ας είναι ο άνε­μος του θανά­του πιο κρύ­ος από τον πάγο,
δεν θα ταρά­ξει τα πέτα­λα της ψυχής.
Το βλέμ­μα λάμπει ξανά με ένα περή­φα­νο χαμόγελο
και ξεχνώ­ντας τη ματαιό­τη­τα του κόσμου,
θέλω ξανά χωρίς να ξέρω τα εμπόδια,
Γρά­φε, γρά­φε, γρά­φε χωρίς να κουράζεσαι.

Στους Σοβιε­τι­κούς αιχ­μα­λώ­τους δεν επι­τρε­πό­ταν να γρά­φουν γράμ­μα­τα στους δικούς τους (μόνο να δια­βά­ζουν βιβλία) ενώ λοι­ποί Ευρω­παί­οι κατό­πιν πρω­το­βου­λιών των πρε­σβειών τους είχαν αυτό το δικαί­ω­μα. Ο Μου­σά Τζα­λίλ για να γρά­φει τα ποι­ή­μα­τα του έκο­βε τα κενά από τις εφη­με­ρί­δες κομ­μου­νι­στή Βέλ­γου κρατούμενου.

Όταν η ζωή μου περ­νά­ει σαν τραγούδι,
Όταν σωπαί­νω, αφή­νο­ντας αγα­πη­μέ­να πρόσωπα,
Μην νομί­ζε­τε ότι πέθα­να, φίλοι.
……
Δεν μπο­ρείς, να θάψεις μια πηγή στο έδαφος,
θα γίνει σωμα­τί­διο, θαλασ­σι­νά στοιχεία.
Θα σας χαμο­γε­λάω φίλοι
και θα σας τρα­γου­δάω, αγα­πη­τοί σύντροφοι..
(από το ποί­η­μα Άνοι­ξη, 1937).

Η από­φα­ση της κατα­δί­κης της ομά­δας των Σοβιε­τι­κών, 11 στο σύνο­λο, πάρ­θη­κε τον Φεβρουά­ριο του 1944 κι η εκτέ­λε­ση πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε τον Αύγου­στο του ’44. Τα ποι­ή­μα­τα του Μου­σά Τζα­λίλ Τατάρ που δια­σώ­θη­καν ήταν μόλις 93 σε δύο τετρά­δια . Το ένα από τα δύο για να το δια­σώ­σει, το έστει­λε ο Βέλ­γος παρ­τι­ζά­νος μαζί με δικά του υπάρ­χο­ντα στη μητέ­ρα του στο Βέλ­γιο. Αυτό το σημειω­μα­τά­ριο του ποι­η­τή μέσω της Σοβιε­τι­κής Πρε­σβεί­ας μετα­φέρ­θη­κε στο Ταταρ­στάν την δεκα­ε­τία του ‘50 και σήμε­ρα εκτί­θε­ται στο Εθνι­κό Μουσείο.

Θάνατος του Εθνικού ποιητή των Τατάρων.

25 Αυγού­στου οι 11 Σοβιε­τι­κοί αιχ­μά­λω­τοι με επι­κε­φα­λής τον ποι­η­τή οδη­γού­νται για εκτέ­λε­ση στην φυλα­κή Ploetzensei στο Βερο­λί­νο. Εκτέ­λε­ση με γκιλοτίνα…

Η κάρ­τα κατα­δί­κης του έγρα­φε: Υπο­νό­μευ­ση της εξου­σί­ας του Ράϊχ, βοή­θεια στον εχθρό.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τι γη στο βάθος!
Ευρύ­χω­ρο, αγά­πη μου.
Μόνο η φυλα­κή μου
Σκο­τει­νή και βρωμερή.
…..
Ένα που­λί πετά στον ουρανό
Πετά­ει στα σύνεφα!
Και είμαι ξαπλω­μέ­νος στο πάτωμα:
Τα χέρια μου είναι αλυσοδεμένα.
…..
Ένα λου­λού­δι μεγα­λώ­νει ελεύθερο
Είναι γεμά­το άρωμα
Και μαραί­νω στη φυλακή:
Μου κόβε­ται η ανάσα.
……
Ξέρω πόσο γλυ­κό είναι να ζεις
Ω νικη­φό­ρα δύνα­μη ζωής!
Αλλά πεθαί­νω στη φυλακή.
Αυτό είναι το τελευ­ταίο μου τραγούδι.
Μου­σά Τζα­λίλ –Τατάρ, Αύγου­στος 1943.

Όταν οι Σοβιε­τι­κοί εισέ­βα­λαν τον Απρί­λιο του 1945 στις βομ­βαρ­δι­σμέ­νες φυλα­κές στην βιβλιο­θή­κη τους μετά την έκρη­ξη είχαν απο­μεί­νει λίγα βιβλία και κάπου εκεί βρή­καν κι αυτό το σημεί­ω­μα: «Εγώ ο διά­ση­μος Musa Jalil , ήμουν φυλα­κι­σμέ­νος στις φυλα­κές Μοα­μπάτ ως κρα­τού­με­νος που κατη­γο­ρή­θη­κε για πολι­τι­κές κατη­γο­ρί­ες και, πιθα­νό­τα­τα, θα με πυρο­βο­λή­σουν σύντομα…».

Μετά τον πόλε­μο ο Μου­σά Τζα­λίλ θεω­ρή­θη­κε προ­δό­της βυθί­ζο­ντας σε θλί­ψη τους Τάτα­ρους αλλά και τους Ρώσους, αλλά μετά από ενδε­λε­χή έρευ­να απο­δεί­χθη­κε η αθω­ό­τη­τα του, ότι δηλα­δή ήταν ένας από τους ηγέ­τες της Υπό­γειας Οργάνωσης.

Βρα­βείο Λένιν Λογο­τε­χνί­ας ‑1953 για τα βιβλία το Τετρά­διο της Μοα­μπάτ που είναι ο κύκλος ποι­η­μά­των που είχε γρά­ψει το δίμη­νο της φυλά­κι­σης του στις απάν­θρω­πες φυλα­κές των Ναζί, τις φυλα­κές Μοα­μπάτ, οι χει­ρό­τε­ρες από κάθε άπο­ψη φυλα­κές των Ναζί.

Εδώ, στις φυλα­κές Μοα­μπάτ θα γνω­ρί­σει τον νεα­ρό κομ­μου­νι­στή Τάτα­ρο ποι­η­τή Αμπ­ντου­λά Αλίς (1908–1944) αγω­νι­στή της εθνι­κής αντί­στα­σης- και δεύ­τε­ρο σήμε­ρα σε δημο­φι­λία Τάτα­ρο ποι­η­τή- που το 1941 κατε­τά­γη στον Κόκ­κι­νο Στρα­τό, σε μάχη συνε­λή­φθη από την Βέρ­μαχτ και κατέ­λη­ξε στις φυλα­κές Μοα­μπάτ όπου συνερ­γά­στη­κε με τον Μου­σά Τζα­λίλ για την Υπό­γεια Οργά­νω­ση και ήταν ένας από τους 10 Σοβιε­τι­κούς ήρω­ες που απο­κε­φα­λί­στη­καν μαζί με τον Μου­σά Τζα­λίλ στις 25 Αυγού­στου 1944. Τα οστά των 11 ηρώ­ων δεν βρέ­θη­καν ποτέ…

Το χωριό του Μου­σά Τζα­λίλ Τατάρ σήμε­ρα φέρει το όνο­μα του, δεκά­δες προ­το­μές και ανδριά­ντες του υπάρ­χουν στο Ταταρ­στάν και στη Ρωσία. Αμέ­τρη­τοι δρό­μοι στην Ρωσία, το Ταταρ­στάν κι άλλες πρώ­ην Σοβιέτ χώρες φέρουν το όνο­μα του. Ο ποι­η­τής είναι εθνι­κό σύμ­βο­λο της πατρί­δας του, ο κορυ­φαί­ος Τάτα­ρος ποι­η­τής όλων των επο­χών και Ήρω­ας της Σοβιε­τι­κής Ένω­σης (μετα­θα­νά­τιος).

Υλι­κό: Σοβιε­τι­κή Εγκυκλοπαίδεια/ ομά­δα Σοτσια­λι­στί­τσε­σκι Λένινγκραντ/σελίδα uofa.ru.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο