Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Τραγούδι για τη μητέρα μου»

  1. Τη μορ­φή της δεν τη θυμά­μαι πια πώς ήταν πριν οι πόνοι της

αρχί­σουν. Απο­κα­μω­μέ­νη, ανα­σή­κω­νε τα μαύ­ρα τα μαλ­λιά της

απ’ το ξεσαρ­κω­μέ­νο μέτω­πό της – το βλέ­πω ακό­μα κεί­νο το

χέρι να σαλεύει.

 

  1. Χει­μώ­νες είκο­σι τη φοβε­ρί­σαν, τα βάσα­νά της δεν είχαν σω-

σμό, κι ο θάνα­τος ντρε­πό­ταν σαν τη ζύγω­σε. Και τότε πέθα­νε, και

το κορ­μί της ήτα­νε σαν παι­διού κορμί.

 

  1. Στο δάσος είχε μεγαλώσει.

 

  1. Πέθα­νε ανά­με­σα σε πρό­σω­πα που ‘χαν τρα­χύ­νει βλέποντάς

την τόσο και­ρό να ξεψυ­χά­ει. Τη συγ­χω­ρέ­σα­με που έτσι βα-

σανί­στη­κε, μα κεί­νη είχε χαθεί ανά­με­σα στα πρό­σω­πά μας, προτού

να σβή­σει ολότελα.

 

  1. Τόσοι και τόσοι μας αφή­νου­νε, χωρίς να τους κρατήσουμε.

Έχου­με πει το καθε­τί, τίπο­τα πια δεν έχει απο­μεί­νει ανά­με­σα σε

μας κι εκεί­νους, σκλη­ραί­νου­νε τα πρό­σω­πά μας σαν χωρίζουμε.

Κι όμως, το πιο σπου­δαίο δεν το είπα­με, τόσο ανα­μα­σού­σα­με τ’

ασή­μα­ντα.

 

  1. Ω, για­τί τα πιο σπου­δαία να μην τα πού­με, ήτα­νε τόσο εύκολο,

και τώρα θα κολα­στού­με για τη σιω­πή μας. Εύκο­λες ήταν λέξεις,

σφίγ­γο­νταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς γελού­σα­με έπεσαν,

και τώρα το λαι­μό μας πνίγουν.

 

  1. Το δεί­λι, χτες, πρω­το­μα­γιά, πέθα­νε η μητέ­ρα μου! Και δε

μπο­ρώ, από τη γη να τήνε ξερι­ζώ­σω με τα νύχια μου!

1920

Μτφ Μάριου Πλωρίτη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο