Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Ύμνος στο Θεό

1.

Βαθιά στις σκο­τει­νές κοι­λά­δες πεθαί­νου­νε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δεί­χνεις το ψωμί, και τους αφή­νεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρο­νια­στεί αιώ­νιος κι αόρατος
κι αστρά­φτεις ανε­λέ­η­τος πάνω απ’ το αιώ­νιο Σχέ­διό σου.

2.

Άφη­σες να πεθά­νου­νε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλουν να πεθά­νουν, δεν τους άφησες…
Πολ­λοί από κεί­νους που τώρα έχουν σαπίσει
πιστεύ­α­νε σε σένα, και πεθά­ναν γεμά­τοι εμπιστοσύνη.

3.

Άφη­σες τους φτω­χούς φτω­χοί να μεί­νου­νε χρό­νια και χρόνια
για­τί ήτα­νε οι πόθοι τους πιο όμορ­φοι απ’ τον Παρά­δει­σό σου.
Πεθά­να­νε, αλί­μο­νο, πριν δουν το φως σου
πεθά­να­νε μακά­ριοι, όμως ‑και σαπί­σαν παρευθύς.

4.

Λένε πολ­λοί πως δεν υπάρ­χεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπο­ρεί να μην υπάρ­χει αυτό που μπο­ρεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζού­νε από σένα και δεν μπορούν
χωρίς εσέ­να να πεθάνουν -
πες μου, τι σημα­σία έχει- τ’ ότι δεν υπάρχεις;

Από τη συλ­λο­γή «Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, Ποι­ή­μα­τα”, σε μετά­φρα­ση του Μάριου Πλωρίτη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο