Επιμέλεια: Οικοδόμος //
Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δέκα χρόνια από τον απροσδόκητο χαμό του Πάνου Γεραμάνη. Χτες συμπληρώθηκαν 23 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Ζαμπέτα. Δυο μορφές που, από διαφορετικό μετερίζι, υπηρέτησαν πιστά το λαϊκό τραγούδι. Οι δυο άντρες συναντήθηκαν αρκετές φορές συνήθως από τις θέσεις του δημοσιογράφου, ο Π. Γεραμάνης, και του συνεντευξιαζόμενου, ο μεγάλος συνθέτης και βιρτουόζος του μπουζουκιού και ανέπτυξαν φιλικούς δεσμούς που «λύθηκαν» μόνο όταν ο Ζαμπέτας έφυγε –πρώτος- από τη ζωή.
Η πρώτη γνωριμία τους χάνεται στα βάθη του χρόνου και ο τρόπος που αυτή συντελέστηκε θα μπορούσε ίσως κάποτε να απασχολήσει έναν σκηνοθέτη του κινηματογράφου. Άλλωστε οι πολυκύμαντες ζωές και των δυο σημαντικών αυτών ανδρών θα μπορούσαν να γίνουν συναρπαστικές κινηματογραφικές ταινίες.
Ο Ζαμπέτας μαζί με μερικούς ακόμα σημαντικούς εκπροσώπους του λαϊκού τραγουδιού, βρίσκεται προσκεκλημένος με την ορχήστρα του για να παίξει στο μεγάλο πανηγύρι της γενέτειρας του Γεραμάνη. Είναι η εποχή που οι μεγάλοι «σταρ» δεν έχουν γίνει ακόμα απόμακροι και «ξένοι».
Ο Πάνος Γεραμάνης με το θράσος και την αμεσότητα των 14 χρόνων του, πλησιάζει τον διεθνούς φήμης πια (λίγους μήνες πριν έχει μεταβεί στις Κάνες και παίξει στο περίφημο πάρτι που ακολούθησε την προβολή της ταινίας «Τα παιδιά του Πειραιά», στο πλαίσιο του 13ου Φεστιβάλ των Κανών) μεγάλο και τρανό Ζαμπέτα και του ζητά να συνομιλήσουν! Ο Ζαμπέτας αποδέχεται την πρόταση-πρόκληση και το ραντεβού κλείνεται για την επόμενη μέρα.
Τη συνέχεια την αφηγείται πολλά χρόνια αργότερα ο Πάνος Γεραμάνης και καταγράφεται στο βιβλίο του Βασίλη Καρδάση «ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ, σε δρόμους λαϊκούς» (εκδ. Άγκυρα, 2010), από όπου και το απόσπασμα που ακολουθεί.
«Το 1960 η κοινωνία του Βασιλικού ήταν έτοιμη να γιορτάσει, όπως κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο, το πανηγύρι της Παναγίας. Μόνο που εκείνη ήταν μια ξεχωριστή γιορτή. Οι διοργανωτές καινοτόμησαν — άφησαν κατά μέρος τους τοπικούς παραδοσιακούς οργανοπαίκτες και προσκάλεσαν σπουδαία ονόματα του λαϊκού τραγουδιού: Γιώργος Ζαμπετας, Καίτη Γκρέυ, Πέτρος Αναγνωστάκης, Ρία Κούρτη, Μιχάλης Μενιδιάτης, Ανθούλα Αλιφραγκή, Καίτη Θύμη, Χρήστος Κολοκοτρώνης, Ηλίας Ποτοσίδης και Σταύρος Χατζηδάκης έφτιαξαν ένα τετραήμερο γλέντι, που όμοιό του δεν είχε ξαναγίνει στην ευρύτερη περιοχή της Εύβοιας. Χιλιάδες άνθρωποι απ’ όλα τα γειτονικά μέρη διασκέδασαν με την ψυχή τους. Δεν έλειπε, φυσικά, ο Πάνος. Από τη μάντρα, όπως έκαναν όλοι οι συνομήλικοί του, απόλαυσε τον κόσμο που είχε χτίσει η φαντασία του από τα ακούσματα στα ερτζιανά. Οι αισθήσεις του πλημμύρισαν από τους ήχους του μπουζουκιού και του ακορντεόν, οι μελωδίες χαράχτηκαν μέσα του, η ζωντανή εκτέλεση των τραγουδιών τον συγκλόνισε, ταυτίστηκε με τα αγαπημένα πρόσωπα των λαϊκών δημιουργών, μια για πάντα. Η ζωή του ήταν πλέον συνεχισμένη με το λαϊκό τραγούδι και τους μύθους του. Εκείνο το τετραήμερο θα του μείνει αξέχαστο. Το μαρτυρεί η αφήγηση του, αρκετά χρόνια αργότερα:
«Ο Γ. Ζαμπέτας, που ήταν φυσικά ο αρχηγός της κομπανίας, έπαιξε στα “διαλείμματα” του προγράμματος μερικά κομμάτια σόλο και ξεσήκωνε τον κόσμο. Ο ενθουσιασμός ήταν τόσο μεγάλος ώστε στη μιάμιση μετά τη μεσάνυχτα, τέσσερις νέοι που καθόντουσαν στα μπροστινά τραπεζάκια ανέβηκαν στη σκηνή και τον σήκωσαν στα χέρια! Εκείνος δεν συγκρατήθηκε. Δάκρυα χαράς κυλούσαν από τα γαλανά του μάτια. Συνέχισε να παίζει ως τα χαράματα. Η χαρτούρα από τους γλεντζέδες του Βασιλικού, της Χαλκίδας και των περιχώρων είχε φτάσει εκείνη τη νύχτα στο… αστρονομικό ποσό των 20.000 δραχμών — τη στιγμή που το συγκρότημα θα έπαιρνε για τρία βράδια συνολική αμοιβή ύψους 18.000 δραχμών.
Ήμουν τότε δεκατεσσάρων ετών. Παρέα με τον συμμαθητή μου Μανόλη Κορόζη πλησιάσαμε τον Γ. Ζαμπέτα και του ζητήσαμε να μιλήσουμε μαζί του. Δέχτηκε μετά χαράς και μας είπε να συναντηθούμε το επόμενο πρωί εκεί που έμενε στο Λευκαντί, στις “Τζιτζιφιές” του Ανδρέα Βαβουλιώτη — η κόρη του οποίου, η Κούλα, ήταν συμμαθήτριά μας στο Γυμνάσιο Βασιλικού). Ο φίλος μου ο Μανόλης βρήκε κάποια δικαιολογία και δεν ήρθε στο ραντεβού μας με τον Ζαμπέτα, αλλά εγώ περπάτησα με τα πόδια δύο χιλιόμετρα και έφτασα στην ώρα μου.
Καθόταν σε μια καρέκλα με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και χάιδευε με το δεξί του χέρι τις χορδές του μπουζουκιού. Αγουροξυπνημένος, είχε ανάψει τσιγάρο και το απολάμβανε με τον διπλό τούρκικο καφέ που έφτιαξε η κυρα-Παρασκευή (σύζυγος του ιδιοκτήτη του κέντρου), ενώ συγχρόνως συζητούσε μαζί της. Ήταν αυτοπροσώπως ο “Γιώργος Ζαμπέτας από το Αιγάλεω Σίτι και επίτιμος δημότης Καννών”, όπως συστηνόταν στους φίλους του. Φορούσε μαύρο παντελόνι, λουστρίνι παπούτσια και μια κόκκινη της φωτιάς μπλούζα με ροζ γιακά, που την είχε αγοράσει στις Κάνες. “Είχα μεγάλη περιέργεια”, μου είπε, “να δω τι με θέλουν δυο παιδιά του σχολείου”, και ρώτησε γιατί δεν ήρθε ο φίλος μου. “Είχε δουλειά στο μαγαζί του πατέρα του”, είπα. “Λοιπόν, για λέγε μου μικρέ. Μήπως θέλεις να γίνεις τραγουδιστής;” με ρώτησε ευθύς αμέσως. Του απάντησα αρνητικά, αλλά τον έκανα να καταλάβει ότι ήξερα τα περισσότερα τραγούδια του, παρακολουθούσα την πορεία του και ένιωθα θαυμασμό) γι’ αυτόν — ιδιαίτερα όταν έπαιζε μπουζούκι.
“Μπράβο, Γιώργο, έχεις και θαυμαστές στην επαρχία”, είπε φωναχτά στον εαυτό του, άφησε το τσιγάρο και τον καφέ κι έπιασε το μπουζούκι, χωρίς πένα. “Σ’ αρέσει το μπουζούκι, ε;” μου είπε και συνέχισε: “Το μπουζούκι, φιλαράκο, στην αρχή θέλει χάδια. Σαν τη γυναίκα. Το μπουζούκι είναι άνθρωπος, θέλει να το κουβεντιάζεις. Το έχω μαζί μου και του λέω όσα μου συμβαίνουν. Κι εκείνο πάλι μου λέει τα δικά του. Έτσι είναι. Με σακουλεύτηκες;”
“Ναι”, του απάντησα κι εκείνος πήρε την πένα και άρχισε να μου παίζει τις επιθυμίες μου — τη “Ζαλούμπα”, τη “Μεξικάνα”, τη “Γυναίκα”, το “Της νύχτας κουρέλι”. Τα τραγουδούσαν όλα ο Π. Αναγνωστάκης με τη Ρ. Κούρτη. Κι όσο έβλεπε τον ενθουσιασμό μου, δώσ’ του κι έπαιζε. Κάποια στιγμή σταματάει απότομα και μου λέει: “Θα σου τραγουδήσω τώρα εγώ ο ίδιος ένα τραγούδι που δεν το ξέρεις, για να μου πεις αν τραγουδάω καλά”. “Εντάξει, κύριε Γιώργο”, απάντησα. Άρχισε πάλι να παίζει ένα καταπληκτικό ταξίμι κι ύστερα έπιασε να τραγουδάει πότε χαμηλόφωνα και πότε δυνατά:
Κλάψτε μάγκες μου απόψε
βγήκε μία διαταγή,
να μας κλείσουν το κουτούκι
να μας σπάσουν το μπουζούκι
τι τη θέμε τη ζωή.
Μας πήγανε πλημμέλημα
επί διαταράξει
και όμως τα μητρώα μας
τα βρήκανε εντάξει.
Όταν τελείωσε με ρώτησε: “Σ’ αρέσει, ρε μαγκάκι. η φωνή μου;” Του αποκρίθηκα ένα ξερό “ναι”, που μάλλον δεν τον ικανοποίησε και έτσι με ξαναρώτησε: “Το λες αλήθεια, το πιστεύεις;” “Μου άρεσε πάρα πολύ η φωνή σας”, απάντησα. “Το λέω ειλικρινά. Τραγουδάτε θαυμάσια και μπορείτε να τα πείτε και σε δίσκο έτσι όπως τα λέτε εδώ τώρα. Γιατί μόνο ο Μητσάκης και ο Τσιτσάνης και ο Τατασόπουλος να τραγουδούν δικά τους τραγούδια; Κάντε το κι εσείς”.
Εν τω μεταξύ, σε διπλανά τραπέζια είχαν μαζευτεί κι άλλοι νέοι από το Βασιλικό και παρακολουθούσαν την κουβέντα με τον Γ. Ζαμπέτα. Ένας φίλος και συμμαθητής μου, ο Λάκης Πέτσας, γύρισε αυθόρμητα και του είπε για μένα: “Δεν διαβάζει τα μαθήματά του, γιατί έχει ψώνιο με το λαϊκό τραγούδι και με τα δικά σας τραγούδια. Ακούει εκπομπές μα λαϊκά στο ραδιόφωνο, διαβάζει τα κουτσομπολιά στο σχολείο. Γι’ αυτό είναι και ο τελευταίος μαθητής στην τάξη!”»
Οι πιτσιρικάδες του Βασιλικού απόλαυσαν την παρέα των λαϊκών τραγουδιστών σε όλο το μεγαλείο της. Πλησίασαν και ο Αναγνωστάκης και η Κούρτη και η Γκρέυ. Άρχισαν τα τραγούδια και τα κεράσματα, μεζέδες, κρασί, ούζο, μπίρες. Αυτό ήταν! Ο Ζαμπέτας είχε ένα εξαιρετικό ταλέντο να εντυπωσιάζει τον ακροατή του. Η χαρακτηριστική αργκό, τα ευφάνταστα λεκτικά σχήματα, η ανεπιτήδευτη έκφραση, ο προκλητικός λόγος ήταν τα χαρακτηριστικά που τον έκαναν μοναδικό συνομιλητή. Ο Πάνος έβγαλε όλο τον θαυμασμό του στον σπουδαίο οργανοπαίκτη, συγκράτησε για πάντα στη μνήμη του εκείνη την πρώτη συνάντηση, γιατί θα ακολουθούσαν και άλλες πολλές στο μέλλον.»
(Οι φωτογραφίες από το βιβλίο)