Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπούτας σημαίνει αγώνας!

Ο Π(αύλος) Ρ(ιζαργιώτης), αντα­πο­κρι­τής μέχρι πρό­σφα­τα του «Ριζο­σπά­στη» στη Λάρι­σα, ήταν παλιός γνώ­ρι­μος με το Βαγ­γέ­λη Μπού­τα. Έκα­ναν μαζί πολ­λά νυχτέ­ρια στα μπλό­κα των αγρο­τών. Συνό­δευ­σε το Β. Μπού­τα σε μια συγκι­νη­τι­κή επί­σκε­ψή του στο μπλό­κο της Νίκαιας το Φλε­βά­ρη του 2019. Και την επο­μέ­νη του θανά­του του Β. Μπού­τα ο Π.Ρ. σκια­γρά­φη­σε στο «Ρ» τη μορ­φή του σεμνού αγωνιστή.

 ***

Εβρε­χε στον θεσ­σα­λι­κό κάμπο σαν μαθεύ­τη­κε το κακό νέο: Ο Μπού­τας «έφυ­γε». Το περι­μέ­να­νε. Η «κακιά αρρώ­στια» που τον βρή­κε, και μαζί εκεί­νο το κατα­ρα­μέ­νο ατύ­χη­μα με το τρα­κτέρ, είχαν προ­δια­γρά­ψει την εξέ­λι­ξη. Οταν το πρω­τό­μα­θε για την αρρώ­στια, μου είχε πει: «Θα το παλέ­ψω. Μπο­ρεί στο τέλος να με νική­σει, αλλά δεν πρό­κει­ται να του παρα­δο­θώ αμα­χη­τί». Το πάλε­ψε σκλη­ρά και έπε­σε μαχόμενος.

Αλλά και στην πολύ­χρο­νη δια­δρο­μή του μέσα στο αγρο­τι­κό και γενι­κό­τε­ρα το λαϊ­κό κίνη­μα, ποτέ δεν πέρα­σε από το μυα­λό του Μπού­τα ότι θα μπο­ρού­σε να παρα­δο­θεί αμα­χη­τί. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι συνά­δελ­φοι και συμ­μα­χη­τές του. Κι όταν στα μπλό­κα έρχο­νταν στιγ­μές που τα πράγ­μα­τα δυσκό­λευαν πολύ, τον κοι­τού­σαν στα μάτια, έπαιρ­ναν κου­ρά­γιο από το βλέμ­μα του και ρίχνο­νταν ακό­μα πιο απο­φα­σι­στι­κά στη μάχη.

Και όταν στις συνα­ντή­σεις στα υπουρ­γεία οι εκπρό­σω­ποι των εκά­στο­τε κυβερ­νή­σε­ων επι­χει­ρού­σαν να τα «μπουρ­δου­κλώ­σουν», για να ξεγε­λά­σουν και να εξα­πα­τή­σουν τον αγρο­τι­κό κόσμο, ήξε­ραν πως όσο ήταν εκεί ο Μπού­τας αυτό δεν θα περνούσε.

Μπού­τας σημαί­νει αγώνας.

Αγώ­νας πάντα και παντού, για το δίκιο του αδι­κη­μέ­νου, για τα δικαιώ­μα­τα του κατα­τρεγ­μέ­νου, για τα όνει­ρα του φτω­χού. Για το λαό.

Αγώ­νας για το σήμε­ρα και το αύριο. Από το να πάρει ο αγρό­της μια δραχ­μή παρα­πά­νω για το στά­ρι που πού­λη­σε στον έμπο­ρο, μέχρι το να συνει­δη­το­ποι­ή­σει ο ξωμά­χος της υπαί­θρου πως η θέση του είναι δίπλα στον εργά­τη, σε κοι­νό αγω­νι­στι­κό μετε­ρί­ζι για την κοι­νω­νι­κή αλλα­γή, τη σοσια­λι­στι­κή — κομ­μου­νι­στι­κή κοινωνία.

Αγώ­νας συνε­χής, επί­μο­νος, υπομονετικός.

Ο ίδιος έδι­νε πρώ­τος το προ­σω­πι­κό παρά­δειγ­μα. Στη διάρ­κεια των προ­ε­τοι­μα­σιών μιας κινη­το­ποί­η­σης, βρι­σκό­ταν κάθε μέρα σε κάποιο χωριό, μιλώ­ντας στα καφε­νεία με τους απλούς ανθρώ­πους, στη δική τους, τη χωριά­τι­κη γλώσ­σα, απλά και κατα­νοη­τά, χωρίς φιο­ρι­τού­ρες και περι­κο­κλά­δες, δίχως προ­κλη­τι­κές ισχυ­ρο­γνω­μο­σύ­νες και αχρεί­α­στους εγω­ι­σμούς. Σαν ξεκι­νού­σε η κινη­το­ποί­η­ση, ήταν πάντα στην πρώ­τη γραμ­μή, ηγεί­το, χωρίς όμως να θέλει να ξεχω­ρί­ζει. Πάντα ένα με τους συνα­γω­νι­στές του.

Κι όταν, πολ­λές φορές, η μικρή συμ­με­το­χή στην αρχή μιας κινη­το­ποί­η­σης, η προ­σω­πι­κή κού­ρα­ση κάποιων, ή η απο­γο­ή­τευ­ση επη­ρέ­α­ζαν ακό­μα και πεπει­ρα­μέ­νους αγω­νι­στές, ήταν η δική του παρέμ­βα­ση που άλλα­ζε το κλίμα.

Τον θυμά­μαι πολ­λές φορές, σε συσκέ­ψεις που οργά­νω­σε η Πανελ­λα­δι­κή Επι­τρο­πή των Μπλό­κων, να λέει: «Μη σκιά­ζε­στε μωρέ, πάντα όταν ξεκι­νά­με είμα­στε λίγοι και μετά γινό­μα­στε πιο πολ­λοί, δυνα­μώ­νου­με». Και όταν η αστυ­νο­μι­κή βία και οι δικα­στι­κές διώ­ξεις αγρί­ευαν, εκεί­νος έλε­γε, με εκεί­νο το αυθε­ντι­κό, βαθιά λαϊ­κό και σοφό χιού­μορ του: «Κανέ­νας δεν θα μας τρο­μο­κρα­τή­σει. Τέσ­σε­ρις με τον παπά να μη μας πάρουν, τους χωρο­φύ­λα­κες δεν τους φοβόμαστε».

Στον Μπού­τα καθρε­φτί­ζο­νταν η πλα­τιά ανα­γνώ­ρι­ση, η εκτί­μη­ση και η εμπι­στο­σύ­νη όλων των αγρο­τών στο πρό­σω­πο του κομ­μου­νι­στή που γίνε­ται ηγέ­της στο χώρο του. Ανε­ξαρ­τή­τως, μάλι­στα, πολι­τι­κών πεποι­θή­σε­ων και κομ­μα­τι­κών προ­τι­μή­σε­ων του καθε­νός. Ολοι ανα­γνώ­ρι­ζαν τις ιδιαί­τε­ρες ηγε­τι­κές του ικα­νό­τη­τες, τις οποί­ες άλλω­στε είχε επι­δεί­ξει και απο­δεί­ξει πάμπολ­λες φορές στη διάρ­κεια των αγώνων.

Οταν, εκεί­νες τις μακρές νύχτες στις σκη­νές των μπλό­κων, αντάλ­λασ­σαν μαζί του σκέ­ψεις, ανη­συ­χί­ες και ελπί­δες, ένιω­θαν ότι έχουν να κάνουν με έναν 100% έμπι­στο άνθρω­πο. Που δεν θα τους έλε­γε ποτέ ψέμα­τα, που δεν θα έκα­νε τίπο­τα για προ­σω­πι­κό του όφε­λος, που δεν επρό­κει­το ποτέ να τους ξεγε­λά­σει, να τους προδώσει.

Δεν θα φύγει ποτέ από το μυα­λό μου η συγκι­νη­τι­κή υπο­δο­χή που του επι­φύ­λα­ξαν οι αγρό­τες, όταν βαριά άρρω­στος και στη­ρι­ζό­με­νος από το γιο του, τον Θωμά, τους επι­σκέ­φτη­κε στις σκη­νές του Μπλό­κου της Νίκαιας.

Γνώ­ρι­ζαν όλοι πολύ καλά ότι ο Μπού­τας ήταν στέ­λε­χος του ΚΚΕ, ένας ακλό­νη­τος, ατα­λά­ντευ­τος κομ­μου­νι­στής. Δεν θα έκα­νε ποτέ και χάριν ουδε­νός εκπτώ­σεις στην κομ­μου­νι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία του. Δεν θα παζά­ρευε ποτέ τα κομ­μου­νι­στι­κά ιδα­νι­κά του. Δεν θα έκα­νε ρού­πι πίσω από την πολι­τι­κή του ΚΚΕ για το αγρο­τι­κό κίνη­μα, το παρόν και το μέλ­λον της αγρο­τιάς. Αυτό ήταν καθα­ρό και αδια­πραγ­μά­τευ­το εξαρχής.

Από τότε, τη δεκα­ε­τία του ’90, που συμ­με­τεί­χε στη θρυ­λι­κή Παν­θεσ­σα­λι­κή Συντο­νι­στι­κή Επι­τρο­πή (ΠΑΣΕ), μαζί με άλλα τέσ­σε­ρα στε­λέ­χη του ΚΚΕ, τους αεί­μνη­στους Γιάν­νη Πατά­κη και Μήτσο Πολύ­ζο, όπως και τους Σπύ­ρο Τσιο­τι­νό και Γιώρ­γο Νταφούλη.

Ηταν αυτή ακρι­βώς η κομ­μου­νι­στι­κή συνέ­πεια που τον έκα­νε ακό­μα πιο αγα­πη­τό, όχι μόνο σε όσους ανα­γνω­ρί­ζουν και εκτι­μούν την πολι­τι­κή του ΚΚΕ και τη μεγά­λη συμ­βο­λή του στους αγώ­νες, αλλά ακό­μα και σε πολ­λούς δια­κη­ρυγ­μέ­νους πολι­τι­κούς αντι­πά­λους του. Αυτή η ιδιό­τη­τά του εκτι­μή­θη­κε ιδιαί­τε­ρα από το λαό της περιο­χής του και όταν ανα­δεί­χθη­κε πρό­ε­δρος Κοι­νό­τη­τας στη γενέ­τει­ρά του, τη Μητρό­πο­λη, και υπο­ψή­φιος νομάρ­χης Καρ­δί­τσας και περι­φε­ρειάρ­χης Θεσ­σα­λί­ας, και όταν εξε­λέ­γη βου­λευ­τής του Κόμ­μα­τος στην Καρδίτσα.

Βαγγέ­λη, ξέρω πως και την πόρ­τα του Αδη θα την περά­σεις γελα­στός, με εκεί­νο το παλιο­τσί­γα­ρο που ποτέ δεν έσβη­νε στα χεί­λη. Τα δέο­ντα σε όσους πέρα­σαν από τού­το τον κόσμο αφή­νο­ντας ένα «καλό αποτύπωμα»…

Π. Ρ.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο