Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπροστά στην ξυλόσομπα…

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Χει­μώ­νας 83–84. Βελι­γρά­δι ενιαί­ας Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Στο οδό­στρω­μα της 29ης Νοεμ­βρί­ου και το χιό­νι στο πεζο­δρό­μιο ξεπερ­νά το μπόι μου. Ο πιο κρύ­ος, ο πιο δύσκο­λος χει­μώ­νας λένε. Πολύ το χιό­νι, οι δρό­μοι ανοι­χτοί, τα μέσα μαζι­κής μετα­φο­ράς, λεω­φο­ρεία και τραμ­βάι, κυκλοφορούν.

Εγώ πεζός, πάω κάπου κοντά. Δίπλα στα γρα­φεία της «Πολί­τι­κα», στη Nusiceva. Το σπί­τι του Νού­λωφ, του Ντά­φα­κα και του Χρη­στά­ρα. Όλο και κάποιος θα ήταν εκεί. Στέ­κι και κατα­φύ­γιο όταν δεν είχα­με παρέα. Είχε και ζέστα, όπως όλα τα σπί­τια. Πρώ­τη φορά στη ζωή μου ζού­σα σε σπί­τι ζεστό, επι­σκε­πτό­μουν σπί­τια ζεστά… Είδα «πώς ζει ο κόσμος»… Δε με πεί­ρα­ζε καθό­λου το κρύο όταν χρεια­ζό­ταν να κυκλο­φο­ρή­σω. Ποτέ κανείς, «Γιού­γκος» ή ξένος, δεν ανη­σύ­χη­σε για τη θέρμανση.

Χει­μώ­νας 82–83. Στο χωριό, στον παρο­λύ­μπιο κάμπο της Ελασ­σό­νας. Αν δε ζήσεις το λίβα το καλο­καί­ρι και την παγω­νιά το χει­μώ­να, δεν έχεις δει τίπο­τα. Κρύο… Περου­νιά­ζει τα κόκα­λα… Στους δρό­μους, χωμα­τό­δρο­μοι ακό­μη, έπρε­πε να πάει μεση­μέ­ρι να λιώ­σει ο πάγος στις μικρές λακού­βες και να σηκω­θεί η πάχνη. Παί­ζα­με το πρωί προ­σπα­θώ­ντας να σπά­σου­με τον πάγο με τη φτέρ­να, και να μην σπά­ει με τίποτα…

Στο σπί­τι καί­ει αστα­μά­τη­τα η σόμπα πετρε­λαί­ου. Δεν πάει πολύ που αντι­κα­τέ­στη­σε την ξυλό­σο­μπα, η οποία χρη­σι­μο­ποιού­νταν και για μαγεί­ρε­μα, βλέ­πε­τε είχαν έρθει τα πετρο­γκάζ… Χώρια που έλυ­νε το ζήτη­μα του ανε­φο­δια­σμού και απάλ­λασ­σε από τη βρω­μιά του ξύλου και του κάρ­βου­νου. Για­τί για να ζεστα­θείς το χει­μώ­να έπρε­πε να κάψεις ένα δάσος και δεν το είχες. Το κάρ­βου­νο ήταν μια κάποια λύσις. Εκεί­να τα μικρά μαύ­ρα του­βλά­κια διαρ­κού­σαν πολύ περισ­σό­τε­ρο από το ξύλο. Μα τι να το κάνεις. Το κρύο, κρύο… Πόσο να ζεστά­νει η σόμπα; Τον ένα χώρο, εκεί που μαζεύ­ο­νταν η οικο­γέ­νεια και δια­βά­ζα­με.… Ενί­ο­τε, σε άλλο χώρο έκαι­γε μαγκά­λι, όταν ήταν να κάνου­με μπάνιο…

Σηκω­νό­ταν η μάνα το πρωί, την άνα­βε, να ζεστά­νει ο χώρος λίγο, να ντυ­θού­με για το σχο­λείο. Πώς να βγεις όμως κάτω από τη βελέν­τζα και να πας στο άλλο δωμά­τιο; Έφερ­νε η μάνα τα ρού­χα και ντυ­νό­μα­σταν κάτω από τη βελέν­τζα… και καρ­φί για το καφε­νείο… μέχρι να έρθει το λεω­φο­ρείο για την Ελασσόνα

Στις 7.30 το πρωί το καφε­νείο ήταν γεμά­το. Οι μεγά­λοι είχαν πιει ήδη τον καφέ και κανα­δυό «εικο­σπε­ντά­ρια». Καρέ­κλα δεν έβρι­σκες, ούτε χώρο να στα­θείς όρθιος δίπλα στη ξυλό­σο­μπα, την τρί­πο­δη σαν βαρέ­λι με το καπά­κι από πάνω. Να ζεστά­νου­με τα χέρια… Μπρο­στά και­γό­μα­σταν, παίρ­να­με στρο­φή να ζεστα­θού­με κι από πίσω… Το τεταρ­τά­κι στο καφε­νείο ήταν το πιο ζεστό της ημέ­ρας… Δίπλα ακρι­βώς στη σόμπα…

Το λεω­φο­ρείο χωρίς θέρ­μαν­ση. Στο σχο­λείο με τη σόμπα πετρε­λαί­ου που όσο κι αν ήθε­λε (τέρ­μα τα γκά­ζια, στο 6 ο δεί­κτης) πάλι δεν κατά­φερ­νε να ζεστά­νει την αίθουσα.

Κρύα χρό­νια, δύσκο­λα χρόνια…

Πέρα­σαν χρό­νια αρκε­τά, οι καυ­στή­ρες, τα καλο­ρι­φέρ, οι ηλε­κτρι­κοί θερ­μο­συσ­σω­ρευ­τές, τα κλι­μα­τι­στι­κά, έγι­ναν προ­σι­τά. Δυστυ­χώς πολύ γρή­γο­ρα κατέ­στη­σαν ανενεργά…

Πάνω από 6 χρό­νια έχει να ανά­ψει η θέρ­μαν­ση στην πολυ­κα­τοι­κία. «Καί­ει» τον άνερ­γο και χαμη­λό­μι­σθο η τιμή του πετρε­λαί­ου. Το ρεύ­μα, ακρι­βό, πανά­κρι­βο. Ολες οι ελπί­δες πάνω σε κάτι σόμπες αλο­γό­νου… Και κάποιοι που έτυ­χε να έχουν τζά­κι για τη θαλ­πω­ρή και την ατμό­σφαι­ρα κάποιες στιγ­μές χαλά­ρω­σης, δίνουν μάχη χαρα­κω­μά­των όταν τους λένε ότι είναι ανθυγιεινό…

Θέρ­μαν­ση θέλω και το τζά­κι κάποιες ώρες, ατο­μι­κής περι­συλ­λο­γής, οικο­γε­νεια­κής θαλ­πω­ρής και κοι­νω­νι­κών συνευ­ρέ­σε­ων. Και για να έχω θέρ­μαν­ση προ­ϋ­πο­θέ­τει δου­λειά με αξιο­πρε­πή μισθό και φτη­νό πετρέ­λαιο, φυσι­κό αέριο και ρεύ­μα. Για­τί να τα έχουν μόνο οι εφο­πλι­στές και οι βιο­μή­χα­νοι τζάμπα;

Κρύο. Από παντού. Κάνει πολύ κρύο…

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο