Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μπ. Μπρεχτ: Η παρέλαση του παλιού καινούριου

Στε­κό­μουν πάνω σ’ ένα λόφο κι είδα το Παλιό να πλη­σιά­ζει, μα ερχό­ταν σα Νέο.
Σέρ­νο­νταν πάνω σε και­νούρ­για δεκα­νί­κια που κανέ­νας δεν είχε ξανα­δεί  και βρω­μού­σε  νέες μυρου­διές σαπί­λας που κανείς δεν είχε ξαναμυρίσει.
Η πέτρα που πέρα­σε κατρα­κυ­λώ­ντας ήταν η νεό­τε­ρη εφεύρεση
Και τα ουρ­λια­χτά από τους γορί­λες που βαρά­γα­νε τα στή­θια τους συν­θέ­τα­νε την πιο μοντέρ­να μουσική.
Παντού μπο­ρού­σες να δεις τάφους ανοι­χτούς που χάσκα­νε άδειοι καθώς το Νέο πλη­σί­α­ζε την πρωτεύουσα.
Ολό­γυ­ρα στέ­κα­νε όσοι εμπνέ­ο­νταν από τον τρό­μο, κραυ­γά­ζο­ντας: Φτά­νει Το Νέο, το Ολο­καί­νουρ­γιο, χαι­ρε­τή­στε το Νέο, γίνε­ται και εσείς νέοι σαν και εμάς! Κι αυτοί που ακού­γα­νε, τίπο­τα άλλο δεν ακού­γα­νε από τις κραυ­γές τους,
Μα αυτοί που βλέ­πα­νε, βλέ­πα­νε αυτά που δεν φωνάζονταν.
Έτσι το Παλιό έκα­νε την εμφά­νι­σή του σε Νέο μασκαρεμένο,
Και έφε­ρε αλυ­σο­δε­μέ­νο μαζί του το Νέο να το παρου­σιά­σει σαν Παλιό. Το νέο βάδι­ζε αλυ­σο­δε­μέ­νο και ντυ­μέ­νο με κουρέλια.
Απο­κα­λύ­πτο­νταν τα θεσπέ­σια μέλη του.
Κι η πομπή συνέ­χι­ζε να προ­χω­ρά­ει μες τη νύχτα, μα αυτό που πήρα­νε για χάρα­μα ήταν το φως απ’ τις φωτιές στον ουρα­νό. Και η κραυ­γή: Φτά­νει Το Νέο, το Ολο­καί­νουρ­γιο, χαι­ρε­τή­στε το Νέο, γίνε­ται και εσείς νέοι σαν και εμάς!
Πιο εύκο­λα θα ακου­γό­τα­νε, αν όλα δεν είχα­νε πνι­γεί μες τις ομο­βρο­ντί­ες των όπλων.

Μπέρ­τολτ Μπρεχτ, 1938

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο