Γράφει η Τασσώ Γαΐλα //
Περιμένω… πέντε παρά τέταρτο… Περιμένω ξαπλωμένη και νηστικιά… δεν είχα τίποτα να φτιάξω… περιμένω να έρθει η κοπέλα επίσκεψη, όπως και πέρσι, θυμάσαι Γιούρι; Είπε θα περάσει σήμερα γιατί δεν μπορεί αύριο Μ. Πέμπτη, έχει να ανέβει στην Αθήνα για δουλειές… Ψέματα το είπε. Ξέρει καλά την φτώχεια μου και να δεις κάτι θα φέρει για να έχω να φάω…
Και πέρσι είχε έρθει Γιούρι μου και μας είχε φέρει τόσα πράματα γιατί το Πάσχα είπε δε θα πήγαινε πουθενά και θα ερχόταν σε μας για το τραπέζι… Ήρθε μετά και του Αη Γιώργη στη γιορτή σου και φτιάχνατε και διαβάζατε τα χαρτιά σου από το μπαουλάκι να τα βάλει λέει σε σειρά γιατί αυτά είναι ιστορία, ντοκουμέντα… Τρείς μέρες μετά πέθανες…
Τι άνθρωποι πού υπάρχουν! Να είναι καλά ο σύντροφος σου ο Σπύρος που μας την έστειλε πριν πέντε χρόνια να σου πάρει συνέντευξη που έκανε έρευνα για τους αντάρτες και το αντάρτικο στην Κατοχή εδώ στην Καλλιθέα μας… Κι έτσι τη γνωρίσαμε, μας αγάπησε κι’ είχαμε έναν άνθρωπο κοντά μας τόσα χρόνια…
Και τώρα που θα έρθει τι να την κεράσω; Τίποτα δεν έχω. Θα το καταλάβει. Όπως τα Χριστούγεννα που κατάλαβε ότι δεν είχα τίποτα μαγειρεμένο χρονιάρα μέρα. Και πως; Από 415 μου τη ρίξανε τη σύνταξη στα 380 ευρώ… κι ‘ έχω και το νοίκι. Μα, δεν παραπονιέμαι, μόνο, να, πικράθηκα που ήταν τα πρώτα Χριστούγεννα χωρίς εσένα και δεν ήρθα στο νεκροταφείο να σου κάνω παρέα. Είχε πολύ κρύο, πονούσαν και τα πόδια μου κι εδώ στο σπίτι δεν είχα σόμπα… πού λεφτά για φιάλη… και που για ταξί… Μόνο που ήρθε η κοπέλα. Ο μόνος άνθρωπος που μπήκε εδώ μέσα… Όπως θα’ έρθει και τώρα…
Ακόμα θυμάμαι πόσο τη συμπάθησες, χαρά που έκανες όταν ερχόταν, και για να γράψει τα άρθρα της εσύ της μιλούσες με τις ώρες για τα παλιά, τους συντρόφους σου, τις μάχες του ΕΑΜ, το στρατηγείο σου στις Τζιτζιφιές…
Μας στάθηκε τόσο… μια ξένη γυναίκα… να’ ναι καλά ο Σπύρος-πέθανε το Γενάρη- θα το ξέρεις… Από τους τελευταίους πια δικούς σας…
Απορημένα χάσκουν/τα σπίτια των νεκρών./Μα, όταν σηκώνουν τα μάτια τους/στους δίκαιους ουρανούς/βλέπουν ψηλά τους ένοικους/να τους χαμογελούν.(Μέτοικοι- Κώστα Μαρδά: Γυμνή Θεολογία).
Και ήρθε και το περσινό Πάσχα κι ήρθε και στη γιορτή σου κι έφερε και τρόφιμα από το σούπερ μάρκετ γιατί λέει τούρτα θα έφερνε; Έχετε και οι δυο σας ζάχαρο… Και της είπες την ιστορία του συντρόφου σου που τον σκότωσαν οι Γερμανοί το Πάσχα του ’41 εδώ στη Χαροκόπου στην ενέδρα που του στήσανε μετά από προδοσία… Και να σκεφτείς 2 μέρες πριν το φονικό, εδώ που τότε ήτανε αυλή προσφυγικού και τώρα ακάλυπτος πολυκατοικίας, εδώ είχατε ψήσει να φάτε το κοτόπουλο που είχε φέρει σύντροφος σας από το Κορωπί…
Απόψε νάρθεις κι’ εσύ. Ετοιμάζω μυστικό δείπνο/.Έστρωσα το τραπέζι της γης κι άνοιξα τα παράθυρα/να δούνε το φως να πλησιάσουνε όλα,/ν’ αχτιδίζουν τα’ αστέρια στα πρόσωπα και τα χέρια/των καλεσμένων μου, να πηδούν στα ποτήρια./Έβαλα την ψυχή μου σε σταμνιά πήλινα, σε κανάτια./Μυρίζει κέδρο το κρασί κ’ είναι σαν πασχαλιά/το χρώμα του. Στην υγειά μας αδέλφια!/ ‘Έχω καλέσει τα παιδιά των Η.Π.Α και της Ε.Σ.Σ.Δ./Έστειλα στον Παντίτ Νεχρού μιάν αμαξοστοιχία λουλούδια/να μου τα στείλει στολισμένα. Κ’ έστειλα μήνυμα/στο Μάο Τσε Τουνγκ, να τους δώσει/να φέρουν μαζί τους σα νιφάδες χιονιού/δυο χιλιάδες Κινέζικα τραγουδάκια./Στον Πικασσό να μετρήσει: πόσες χιλιάδες/ περιστέρια περίπου έχει αζωγράφιστα μες στην ψυχή του./ Να μου τα στείλει όπως είναι να στολίσω τους ώμους/και τα χέρια των καλεσμένων μου./Βγήκε, τρέχοντας, φεύγει ο Χριστός, πάει να φέρει/μι’ αγκαλιά λεμονάνθια να βάλει στα βάζα μου./Η μητέρα μου ζύμωσε στη μεγάλη μας σκάφη/ μαύρο ψωμί με γλυκάνισο και σουσάμι./ Τα παιδιά ξεκινήσανε. Σχηματίσανε κιόλας/πάνω στη γη/τον ποταμό/γαλαξία(.Μυστικός Δείπνος-Νικηφόρος Βρεττάκος 1912–1991)
Το περσινό το Πάσχα… κι’ είχα μαγειρέψει εκείνα τα πράματα που είχε φέρει η κοπέλα κι ήταν τόσο όμορφα! Βγάλατε και τα παλιά σου χαρτιά με τις θύμησες σου από τις εξορίες και τα διαβάζατε…
Φτώχεια, μα τι ευτυχία… Ησυχία, στην αυλή το γιασεμί, η λεμονιά, κι εμείς να τα λέμε μέρα του Πάσχα με τη νέα μας φίλη που είναι περήφανη –όλη την ώρα το λέει‑, για σένα γιατί δεν ζήτησες ποτέ κανένα αντάλλαγμα για τους αγώνες σου στο ΕΑΜ… για τις εξορίες που πέρασες…
Πάσχα δεν ήταν και τότε; Πως περνάν τα χρόνια…
Τα παιδικά τα χρόνια/σταματημένο ποδήλατο/επιστρέφοντας στη Χίο των μαστιχόδεντρων./Και τα εναπομείναντα έτη/να προσπερνούν τα αυτοκίνητα/γυρνώντας στην Αθήνα./Ή σε κόγχη των ματιών του Ωρίονα;
Τότε καλέ που είχα έρθει από τη Χίο να πιάσω δουλειά καθαρίστρια στο νοσοκομείο και σε γνώρισα εκεί βαριά λαβωμένο από τα βάσανα της εξορίας. Από την Ικαρία σε είχανε φέρει;
Και παντρευτήκαμε, και πείνα και κυνηγητά και εξορίες κι’ όλο μόνη να σε περιμένω… Ε, Πάσχα ήτανε που με λυπήθηκε ο θειος ο Παντελής και μου έστειλε από το νησί λεφτά να έρθω να σε βρώ στη Λέρο… Τι χάλια είχες… αγνώριστος… Ακόμα χειρότερα όταν μετά από λίγο καιρό σας άφησαν ελεύθερους και κατέβηκα στο λιμάνι με δανεικά να σε πάρω να σε φέρω σπίτι… Περίμενα, περίμενα… άδειασε το καράβι, όλοι οι πρώην εξόριστοι φεύγανε κι’ εγώ να ψάχνω με τα μάτια να σε δω…. Και ξαφνικά άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα ένας καμπουριασμένος σχεδόν ασπρομάλλης… ήσουν εσύ… ο τελευταίος που κατέβηκε από το καράβι… Εγώ είμαι… καλά είμαι, μην κλαίς… τα λόγια που με κόπο είπες… τι χάλια… εφιάλτης… όπως και τα μετά χρόνια… δούλεψες σκληρά για να ζούμε με αξιοπρέπεια, μια συνταξούλα και άρνηση να πάρεις τη σύνταξη του εμφύλιου και τη σύνταξη αναπηρίας κι ας σε είχαν σακατέψει…
Έφυγε Γιούρι η κοπέλα. Έφερε πράματα να μαγειρέψω γιατί λέει το Πάσχα θα έρθει να φάμε μαζί που λείπει η αδελφή της και είναι μόνη. Όπως και πέρσι που ήσουν ακόμα εδώ… Έβρασε ρύζι με ψάρι να το φάω γιατί λέει δεν με βλέπει καλά…
Εκείνη θα έρθει το Πάσχα, θα περάσει μου είπε και του Αη Γιωργή στη γιορτή σου κι ας μην είσαι πια εδώ, έτσι κι εγώ θα έρθω σε σένα στο νεκροταφείο Μ. Σάββατο. Χαράματα θα σηκωθώ, θα πάρω τα κόκκινα αυγά που μου έφερε εκείνη, τα κουλουράκια και το ψωμί της και θα έρθω σιγά-σιγά μέχρι τον τάφο σου δίπλα να κάτσω να φάμε μαζί στα μυστικά όσα θα φέρω… Μου έφερε δώρο κι ένα μπαστουνάκι, αυτό θα κρατώ για να τα καταφέρω…
Ανέκφραστο παραμένει το Σύμπαν
Εξακολουθώντας να διαστέλλεται επ’ άπειρον,
παρά τις οιμωγές των αδικημένων.(ΑΔΙΑΦΟΡΙΕΣ- Κώστα Μαρδά :Γυμνή Θεολογία).
Άκου ερώτηση η γειτόνισσα αν θα πάω πουθενά το Πάσχα… Και εγώ μέχρι πριν έρθει η κοπέλα δεν είχα ούτε ψωμί… Η αλήθεια είναι ότι μάζεψα τη Μ. Δευτέρα ότι ψιλά είχα σπίτι και πήγα στο σούπερ μάρκετ με μεγάλη προσπάθεια και πόνο στην καρδιά για τη φτώχεια μου και την ανημποριά μου και τη μοναξιά μου… Στο ταμείο με σπρώξανε και πέσανε κάτω τα ψιλά, ντράπηκα, άφησα τα λίγα πραματάκια που είχα πάρει κι’ έφυγα…
«Τι είναι η αλήθεια; Ο Άνθρωπος να η αλήθεια. Τι είναι ο άνθρωπος… δεν είσαι ούτε εσύ, ούτε εγώ, ούτε αυτοί… όχι… Είσαι εσύ, εγώ, αυτοί… Το παν είναι μέσα στον άνθρωπο και το πάν για τον άνθρωπο!
Μονάχα ο άνθρωπος υπάρχει, όλα τα’ άλλα είναι έργα των χεριών του και του μυαλού του… Άνθρωπος. Η μεγαλοπρέπεια π’ απηχεί σ’ αυτή τη λέξη… Πρέπει να εκτιμούν τον άνθρωπο. Να μην τον λυπούνται… να μην τον ταπεινώνουν με τον οίκτο… να τον σέβονται».(Μαξίμ Γκόργκι: <Στο Βυθό>).
Μην ξεχάσω να φέρω τα κόκκινα αυγά. Κάθε χρόνο πήγαινες στην αγορά κα μου έφερνες 10 αυγά να τα βάψω κόκκινα… αλήθεια, γιατί ενώ δεν τα έτρωγες;
(Το εικαστικό είναι του Γιώργου Σικελιώτη)