Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. Καραγάτσης

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Μ. Καρα­γά­τσης, αστός και κοσμο­πο­λί­της, γεν­νή­θη­κε το 1908 στην Αθή­να. Πέθα­νε στις 14 Σεπτέμ­βρη 1960. Ήταν ο νεό­τε­ρος βλα­στός του Γεώρ­γιου Ροδό­που­λου και της Ανθής Μου­λού­λη. Μάλι­στα με μεγά­λη δια­φο­ρά ηλι­κί­ας από τ’ άλλα αδέλ­φια του. Τα παι­δι­κά του χρό­νια τα πέρα­σε σε διά­φο­ρες επαρ­χια­κές πόλεις , όπου ο πατέ­ρας του ήταν διευ­θυ­ντής τρά­πε­ζας. Τέλειω­σε το δημο­τι­κό στη Λάρι­σα και το Γυμνά­σιο στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Το 1924 γρά­φτη­κε στη Νομι­κή Σχο­λή του πανε­πι­στη­μί­ου του Γκρε­νόμπλ και το 1925 επέ­στρε­ψε και φοί­τη­σε στο πανε­πι­στή­μιο Αθη­νών. Από το 1931 έως το 1939 δού­λε­ψε ως νομι­κός σύμ­βου­λος ασφα­λι­στι­κής εταιρίας.

Το Μ(ίτια;) Καρα­γά­τσης είναι ψευ­δώ­νυ­μο (Δημή­τρης Ροδό­που­λους το πραγ­μα­τι­κό), το οποίο ο ίδιος νομι­μο­ποί­η­σε, ως επώ­νυ­μό του, με νομαρ­χια­κή από­φα­ση το 1957. Το ψευ­δώ­νυ­μο Καρα­γά­τσης το πήρε από το δάσος «Αρι­μπου­τζάκ» που γει­τό­νευε με την Αβε­ρώ­φειο Γεωρ­γι­κή Σχο­λή στη Λάρι­σα. Ήταν δίπλα στον Πηνειό και τα περισ­σό­τε­ρα δέντρα του ήταν καρα­γά­τσια (φτε­λιές). Εκεί περ­νού­σε τα καλο­καί­ρια του. Το αρχι­κό Μ. (ο ίδιος υπο­γρά­φει πάντα ως Μ. και ποτέ δε δήλω­σε πού ανα­φέ­ρε­ται) ερμη­νεύ­ε­ται ως Μίτια (ρώσι­κη εκδο­χή του ονό­μα­τος Δημή­τρης). Απο­δί­δε­ται στην αγά­πη του Καρα­γά­τση για τον Ντοστογιέφσκι.

Ο Μ. Καρα­γά­τσης, όντας ένας αστός λογο­τέ­χνης, τον οποίο, όμως, ποτέ δεν κέρ­δι­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά η τάξη του. Ως νέος, επη­ρε­α­σμέ­νος από το περι­βάλ­λον μέσα στο οποίο ζει, δεί­χνει συμπά­θεια στις μαρ­ξι­στι­κές ιδέ­ες και στην Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση. Αυτό εκφρά­ζε­ται στο  «Συνταγ­μα­τάρ­χη Λιάπ­κιν». Μια συμπά­θεια, που μοιά­ζει με αυτή του καθη­γη­τή της Σχο­λής κ. Αλευ­ρά. Αυτόν που ο ίδιος ο Καρα­γά­τσης γρά­φει ότι είναι «ανώ­δυ­να θεω­ρη­τι­κός συμπα­θών προς το ρωσι­κό ‘’πεί­ρα­μα’’, από το οποίο αυτός δεν είχε τίπο­τα να δια­κιν­δυ­νέ­ψη προσωπικά».

Στις επό­με­νες εκδό­σεις άλλα­ξε τον ιδε­ο­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του έργου. Ο Μ. Καρα­γά­τσης και ο Στρά­της Μυρι­βή­λης («Ζωή εν τάφω» ) είναι οι μονα­δι­κοί μάλ­λον στην ελλη­νι­κή λογο­τε­χνία ‚οι οποί­οι σε μετα­γε­νέ­στε­ρες εκδό­σεις του ίδιου έργου της αλλά­ζουν τον ιδε­ο­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό του (Εχω γρά­ψει σχε­τι­κά στο Fractal).

Στην Κατο­χή προ­σεγ­γί­ζει για λίγο το ΕΑΜι­κό κίνη­μα. Γρά­φει μάλι­στα και στο κατο­χι­κό περιο­δι­κό «Πρω­το­πό­ροι» με το ψευ­δώ­νυ­μο ως Χρή­στος Νεζε­ρί­της. Μετά την απε­λευ­θέ­ρω­ση τοπο­θε­τεί­ται στο αντιΕ­Α­Μι­κό – αντι­κο­μου­νι­στι­κό στρα­τό­πε­δο Χωρίς η δρά­ση – στά­ση του να ταυ­τί­ζε­ται με κεί­νη του Μυρι­βή­λη. Στον εμφύ­λιο ο ήταν πολε­μι­κός αντα­πο­κρι­τής της κυβερ­νη­τι­κής εφη­με­ρί­δας «Βρα­δυ­νή».

Στη δεκα­ε­τία του 1950 πολι­τεύ­ε­ται σε δύο εκλο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες (1956 και 1958) με το Κόμ­μα των Προ­ο­δευ­τι­κών (Σπ. Μαρ­κε­ζί­νης). Ο αδελ­φός του είναι συνε­χώς βου­λευ­τής, υπουρ­γός και σχε­δόν «μόνι­μος» πρό­ε­δρος της Βου­λής (πρώ­τα με το Συνα­γερ­μό του Παπά­γου και σε συνέ­χεια με την ΕΡΕ του Κ. Καρα­μαν­λή). Σίγου­ρα αν ήθε­λε θα μπο­ρού­σε να έχει άλλη πολι­τι­κή σταδιοδρομία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο