Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Μ. Συντυχάκης; «Το άτακτο αστεράκι με το κόκκινο σκουφάκι», διδάσκει και διαπαιδαγωγεί, χωρίς να χάνει τον ψυχαγωγικό του χαρακτήρα

Αγα­πη­τή Βαγγελίτσα,

θέλω να με συγ­χω­ρέ­σεις που απου­σιά­ζω από μια τόσο σημα­ντι­κή — για σένα και την «ΥΠΕΡΒΑΣΗ», εκδή­λω­ση — παρου­σί­α­ση του παρα­μυ­θιού σου «Το άτα­κτο αστε­ρά­κι με το κόκ­κι­νο σκου­φά­κι». Δυστυ­χώς, σήμε­ρα το βρά­δυ, ψηφί­ζε­τε στο Κοι­νο­βού­λιο ένα ακό­μη αντι­λαϊ­κό κατα­σκεύ­α­σμα της κυβέρ­νη­σης, ο Κρα­τι­κός Προ­ϋ­πο­λο­γι­σμός για το 2018 και πρέ­πει η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή ομά­δα του ΚΚΕ να βρί­σκε­ται σε πλή­ρη απαρτία.

Το παρα­μύ­θι που παρου­σιά­ζεις από­ψε «Το άτα­κτο αστε­ρά­κι με το κόκ­κι­νο σκου­φά­κι», με τρό­πο αλλη­γο­ρι­κό διδά­σκει και δια­παι­δα­γω­γεί, χωρίς να χάνει τον ψυχα­γω­γι­κό του χαρα­κτή­ρα. Μιλά­ει, για τον κόσμο που μας περι­βάλ­λει, αλλά και για τον κόσμο που έχου­με μέσα μας. Πρό­κει­ται για ένα έργο που στην ολό­τη­τά του είναι ο καθρέ­φτης της ύπαρ­ξής μας, των δυνα­το­τή­των του ανθρώ­που, γεμά­το βιώ­μα­τα και συναισθήματα.

Δια­βά­ζο­ντας το, βλέ­πω πως χει­ρί­ζε­σαι άρι­στα τη γλώσ­σα του απλού, λαϊ­κού ανθρώ­που, για να γίνο­νται κατα­νοη­τά τα νοή­μα­τα του παρα­μυ­θιού από μικρούς και μεγά­λους. Αντλείς τις πηγές σου, από το μύθο, τα προ­σω­πι­κά σου βιώ­μα­τα, ανα­πτύσ­σο­ντας την πλο­κή με αρι­στο­τε­χνι­κό τρό­πο, προ­ε­τοι­μά­ζο­ντας το τέλος, χωρίς να κατα­λή­γει στην τετριμ­μέ­νη φρά­ση «….έζη­σαν αυτοί καλά κι εμείς καλύ­τε­ρα…». Ένα τέλος, όπου ο Αυγε­ρι­νός σημα­το­δο­τεί το δρό­μο προς το μέλ­λον, την ανθρώ­πι­νη λύτρω­ση από τα βάσα­να και το κακό, στο πραγ­μα­τι­κό βασί­λειο της ελευ­θε­ρί­ας, τη νέα κοι­νω­νία. Με ιδιαί­τε­ρα περί­τε­χνο τρό­πο, μας περι­γρά­φεις τη δια­πά­λη που διε­ξά­γε­ται ανά­με­σα στο καλό και το κακό. Ανά­με­σα, στην «κακιά μάγισ­σα» με τις πονη­ριές και τις δολο­πλο­κί­ες της και στο «άτα­κτο αστε­ρά­κι» που συμ­βο­λί­ζει την παι­δι­κή παρορ­μη­τι­κή αθω­ό­τη­τα, η οποία μπο­ρεί πολ­λές φορές να απο­βεί μοι­ραία, ανα­δει­κνύ­ο­ντας παράλ­λη­λα τη δύνα­μη, τη θέλη­ση του παι­διού να ζήσει αρμο­νι­κά, όπου ακό­μη και στα δύσκο­λα η ελπί­δα δεν πεθαί­νει, όπου ένα όνει­ρο μπο­ρεί να γίνει πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Πρό­κει­ται για τη ίδια δια­πά­λη που διε­ξά­γε­ται στην πραγ­μα­τι­κή μας ζωή, στην κοι­νω­νία της καπι­τα­λι­στι­κής βαρ­βα­ρό­τη­τας και των ταξι­κών ανι­σο­τή­των, όπου το παλιό μπο­ρεί να γίνε­ται όλο και πιο επι­κίν­δυ­νο και άδι­κο αλλά το και­νούρ­γιο έχει τα κότσια, εκπέ­μπει τη φρε­σκά­δα του νέου, κου­βα­λά­ει όνει­ρα, ελπί­δες. Αξιο­ποιεί τα τρω­τά σημεία του παλιού και υπερισχύει.

«Το άτα­κτο αστε­ρά­κι με το κόκ­κι­νο σκου­φά­κι» έχει ιδιαί­τε­ρο ενδια­φέ­ρον και αξία, διό­τι, ναι μεν, απο­τε­λεί ένα άρι­στο εργα­λείο ψυχο­θε­ρα­πεί­ας, αλλά όχι μόνο υπό την στε­νή ιατρι­κή έννοια, αλλά και την ευρύ­τε­ρα κοι­νω­νι­κή. Βοη­θά στην κατα­νό­η­ση του κόσμο μας, στην από­κτη­ση της ενσυ­ναί­σθη­σης και της αλλη­λεγ­γύ­ης προς τον συνάν­θρω­πό μας στα δύσκο­λα. Πρό­κει­ται για δια­δι­κα­σία που συμ­βάλ­λει στην ανά­πτυ­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τας, στην κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση — δια­παι­δα­γώ­γη­ση παι­διών και εφή­βων, στο ακό­νι­σμα της δημιουρ­γι­κή τους φαντασία.

Το παρα­μύ­θι της Βαγ­γε­λί­τσας έχει έναν διτ­τό προ­φα­νή στό­χο : Από τη μία, να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει όχι μόνο τα άτο­μα με ψυχι­κές δια­τα­ρα­χές, αλλά κάθε άνθρω­πο για τα τεκται­νό­με­να στο κοι­νω­νι­κό, οικο­γε­νεια­κό, δια­προ­σω­πι­κό και φυσι­κό περι­βάλ­λον. Να ανα­ζη­τή­σει τη διέ­ξο­δο, τους δρό­μους δια­φυ­γής από τις δυσκο­λί­ες και τα προ­βλή­μα­τα που προ­κύ­πτουν στην καθη­με­ρι­νή του ζωή. Να προ­βλη­μα­τί­σει, «ποιος και για­τί» ευθύ­νε­ται για τη φτώ­χεια, τη δυστυ­χία, την ανερ­γία, τις ταξι­κές ανι­σό­τη­τες, τους πολέ­μους, την προ­σφυ­γιά και τη μετα­νά­στευ­ση, την κατα­πά­τη­ση εργα­σια­κών, συν­δι­κα­λι­στών ευρύ­τε­ρα δημο­κρα­τι­κών και κοι­νω­νι­κών δικαιω­μά­των, τους φραγ­μούς στη γνώ­ση των νέων, στην υγεία και την πρό­νοια των φτω­χών ανθρώ­πων. Να κατα­νο­ή­σει, ότι το παλιό, η κακιά μάγισ­σα εν προ­κει­μέ­νω, η οποία στην πραγ­μα­τι­κή ζωή βρί­σκει έκφρα­ση στο πρό­σω­πο του βάρ­βα­ρου καπι­τα­λι­στι­κού συστήματος.

Από την άλλη, έχει στό­χο να κινη­το­ποι­ή­σει αστεί­ρευ­τες, απε­νερ­γο­ποι­η­μέ­νες εσω­τε­ρι­κές δυνά­μεις του εαυ­τού μας, να ανα­δεί­ξει και κατα­δεί­ξει τη δύνα­μη του καλού ένα­ντι του κακού, του άτα­κτου αστε­ριού που στην πραγ­μα­τι­κή ζωή συμ­βο­λί­ζει τη δίψα του ανθρώ­που για ζωή, αγά­πη και ενσυ­ναί­σθη­ση, καθώς και τα ύψι­στα ιδα­νι­κά ενός καλύ­τε­ρου κόσμου, δίχως εκμε­τάλ­λευ­ση ανθρώ­που από άνθρω­πο, της κοι­νω­νι­κής δικαιο­σύ­νης, της αλλη­λεγ­γύ­ης, χωρίς φυλε­τι­κές, θρη­σκευ­τι­κές δια­κρί­σεις και κοι­νω­νι­κούς απο­κλει­σμούς ευά­λω­των κοι­νω­νι­κών ομάδων.

Η αμφί­δρο­μη σχέ­ση των στό­χων αυτών, μέσα από το παρα­μύ­θι, βοη­θά να μετα­τρέ­πε­τε η νοσταλ­γία, η ελπί­δα για το αύριο, σε υλι­κή δύνα­μη για το νέο κόσμο.

Μπρά­βο σου Βαγγελίτσα !

Ως συγ­γρα­φέ­ας παρα­μυ­θιών δεν διη­γεί­σαι απλώς μια ιστο­ρία. Την παί­ζεις, την παρα­σταί­νεις, τη βιώ­νεις με απλό και κατα­νοη­τό τρό­πο. Κι έτσι πρέ­πει να είναι ο παρα­μυ­θάς. Να χαί­ρε­ται και να συμπά­σχει με τον ήρωα του παρα­μυ­θιού, να αγω­νιά για την τύχη του.

Επί­τρε­ψέ μου, ως επί­λο­γο, να διη­γη­θώ ένα σύντο­μο περι­στα­τι­κό ανά­με­σα στον Αϊν­στάιν και μία μητέρα.

“Μια φορά κι έναν και­ρό”, όταν μια μητέ­ρα ρώτη­σε τον Αϊν­στάιν τι πρέ­πει να κάνει για να γίνει το παι­δί της ευφυ­ές, εκεί­νος της απά­ντη­σε “να δια­βά­ζει παρα­μύ­θια”. Η απά­ντη­ση ήχη­σε παρά­ξε­να από το στό­μα ενός επι­στή­μο­να. Τα παρα­μύ­θια κι όχι η επι­στή­μη; (!) Κι όμως είχε δίκιο ! Τα παρα­μύ­θια, προ­ϋ­πάρ­χουν της επι­στή­μης και αυτή η κόκ­κι­νη κλω­στή, που ενώ­νει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα με τη φαντα­σία, είναι τυλιγ­μέ­νη στην ανέ­μη του κόσμου πολύ πριν τη γρα­φή και την ανά­γνω­ση. Η ίδια κόκ­κι­νη κλω­στή συν­δέ­ει πτυ­χές της ανθρώ­πι­νης ψυχο­σύν­θε­σης, που υπάρ­χουν πάνω από την κοι­νω­νι­κή και χρο­νι­κή πραγματικότητα.

Θεω­ρώ, ότι αυτό το μήνυ­μα θέλει να περά­σει η συγ­γρα­φέ­ας του παρα­μυ­θιού. Ότι το παρα­μύ­θι και δη το παι­δι­κό, συμ­βάλ­λει — με τρό­πο απλό και εκλαϊ­κευ­τι­κό — στην κατα­νό­η­ση των προ­σω­πι­κών και κοι­νω­νι­κών δυσκο­λιών του ανθρώ­που, στο ψυχι­κό του ατσά­λω­μα, στον αυτο­έ­λεγ­χο και στην πίστη της δύνα­μής του, στην αυτε­νέρ­γειά του, για να είναι ικα­νός να κάνει την υπέρ­βα­ση, να ανα­κα­λύ­ψει τον πραγ­μα­τι­κό κόσμο, να ανα­πτύ­ξει τις αισθη­σιο­κι­νη­τι­κές και τις ψυχο­σω­μα­τι­κές ικα­νό­τη­τές του, να ανα­γνω­ρί­σει τις συμ­βιω­τι­κές σχέ­σεις και τα πρώ­τα σκιρ­τή­μα­τα κοι­νω­νι­κής συνείδησης.

Με αυτές τις σκέ­ψεις εύχο­μαι κάθε επι­τυ­χία στους στό­χους σου Βαγ­γε­λί­τσα, στη δρά­ση που ανα­πτύσ­σει το σωμα­τείο «ΥΠΕΡΒΑΣΗ», στους καθη­με­ρι­νούς αγώ­νες που δίνου­με, με πίστη στη νέα κοι­νω­νία που προσ­δο­κού­με να κατα­κτή­σου­με, το Σοσια­λι­σμό – κομμουνισμό.

Συντυ­χά­κης Μανώλης
Βου­λευ­τής Ηρα­κλεί­ου του ΚΚΕ

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο