Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Γαβριηλίδης: Λιλή η επιδημιολόγος

Τί είναι η ζωή; Ένας έρω­τας που μοσχο­βο­λού­σε ακό­μα μα ξαφ­νι­κά μαρά­θη­κε, ένας άλλος που πέτα­ξε μπου­μπού­κια και ξερά­θη­κε, κι ένας τρί­τος που έβγα­λε ρίζες και βλάστησε.

Αυτά σκε­φτό­ταν η Λιλή, για­τρός επι­δη­μιο­λό­γος, καθώς αντί­κρυ­σε το πρώ­το θύμα του κορο­νοϊ­ού στο νοσο­κο­μείο που εργα­ζό­ταν. Είχε ήπια συμ­πτώ­μα­τα με δέκα­τα, πονο­κέ­φα­λο, κόπω­ση, βήχα, απώ­λεια όσφρη­σης και γεύ­σης. Ήταν μιά κοπέ­λα καμιά εικο­σι­πε­ντα­ριά χρο­νών, μόλις είχε επι­στρέ­ψει από ένα ταξί­δι στο Μιλά­νο. Δεν ήταν πολύ σοβα­ρά, θα μπο­ρού­σε να γίνει καλά.

Με τον άντρα της, η Λιλή, ενώ όλα πήγαι­ναν μιά χαρά τον έπια­σε να δια­κο­ρεύ­ει (ήταν δεν ήταν, η σωστή λέξη;) μιά ανή­λι­κη σε γνω­στό ξενο­δο­χείο της Αθή­νας. Αμέ­σως, δια­ζύ­γιο, τον έστει­λε από κεί πούρ­θε. Είχε και μιά άλλη γνω­ρι­μία με έναν συνά­δελ­φό της. Ξεκί­νη­σε καλά, προ­α­λει­φό­ταν έρω­τας, ίσως και σφο­δρός, για­τί όχι; Μόνο που έπρε­πε και οι δυό τους συνε­χώς να πράτ­τουν, για να πεί­θουν και τους άλλους, τους τρί­τους, και όχι συνε­χώς να μιλά­νε. Όμως, πάντα υπάρ­χει ένα όμως, της έκρυ­ψε ότι ήταν παντρε­μέ­νος και με παι­δί μάλι­στα. Και έτσι παρό­λη την τρυ­φε­ρή του επι­δερ­μί­δα που δεν του χρη­σί­μευ­σε και σε πολ­λά πράγ­μα­τα τελι­κά, πήρε και αυτός την άγου­σα. Καθώς πέτα­γε τα γάντια και έβα­ζε αντι­ση­πτι­κό στα χέρια της σκέ­φτη­κε την τωρι­νή της κατά­στα­ση. Με τον διευ­θυ­ντή της κλι­νι­κής, γκρι­ζο­μά­λης γοη­τευ­τι­κός, γαλα­νά μάτια, γερο­δε­μέ­νο κορ­μί. Τι τού­λει­πε; Τίπο­τα .Και το κυριό­τε­ρο, χήρος.

Η γεμά­τη σεβα­σμό και εκτί­μη­ση φιλία γρή­γο­ρα μετα­βλή­θη­κε σε έρω­τα. Αν κάποιος την ρωτού­σε απο ποιά μέρη απο­τε­λεί­ται η αγά­πη μαζί του θα απα­ντού­σε από τρία: Επεί­γο­ντα περι­στα­τι­κά, αγέ­λα­στος έρω­τας, αιώ­νια αφο­σί­ω­ση. Της περ­νά­ει ξαφ­νι­κά η σκέ­ψη να γδυ­θεί στο δικό της δωμά­τιο παρα­κα­λώ­ντας τον να γεμί­σει τις μπα­τα­ρί­ες της. Όμως όχι τα περι­στα­τι­κά όλο και πυκνώνουν.

Η Λιλή δια­νυ­κτέ­ρευ­σε στο νοσο­κο­μείο. Καθώς βγαί­νει μέσα απο τα πηχτά σκο­τά­δια του ύπνου αισθά­νε­ται να βογκά απο προ­πα­το­ρι­κά τραύ­μα­τα. Ένα κομ­μά­τι εαυ­τού απο­λι­φά­δι κάποιου πρό­γο­νου, για­τρού ίσως, της μπή­γει άγριες φωνές στο αφτί. “Σήκω οι συνάν­θρω­ποί σου έχουν ανά­γκη τη βοή­θειά σου. Από σένα εξαρ­τά­ται αν μερι­κοί θα ζήσουν, ή θα πεθά­νουν”. Σηκώ­νε­ται πηγαί­νει στα έκτα­κτα περι­στα­τι­κά με κορο­νοϊ­ούς. Ξαφ­νι­κά μένει κεραυ­νο­βο­λη­μέ­νη, από αυτό που αντι­κρύ­ζει. Ο πρώ­ην σύζυ­γός της με βαρειά συμ­πτώ­μα­τα κορονοϊού!

Χωρίς να το θέλει ξαφ­νι­κά βλέ­πει όλο το παρελ­θόν της. Τη Λιλή την ίδια, όταν άρχι­ζε την καριέ­ρα της και την ζωή της. Τον ωραίο της τότε άντρα, κου­μα­ντα­δό­ρο της πεί­νας του, και της χαράς του, όταν έπια­νε να την κατα­βρο­χθί­ζει, αρχί­ζο­ντας απο τους αστρα­γά­λους. Με χέρια τρε­μά­με­να ταρα­κου­νιού­νται τα σαρά­ντα της χρό­νια, καθώς του περ­νά­ει τον ανα­πνευ­στή­ρα και αισθά­νε­ται έντρο­μη, ότι την ανα­γνω­ρί­ζει και αυτός “Λιλή, Λιλή” της ψιθυ­ρί­ζει δεν μπο­ρεί να της πει τίπο­τα άλλο.

Εκεί­νη σαν να της βάλα­νε μπρο­στά, όλα τα νεα­νι­κά της χρό­νια μαζί του, χρώ­μα­τα πινέ­λα, να βάφουν το σπί­τι που θα μένα­νε, κάτι λεμό­νια να τους βαρά­νε τα κεφά­λια, καθώς ανοί­γουν το παρά­θυ­ρο από μιά λεμο­νιά που “βου­λά­ει” απο λεμό­νια στον κήπο, τα μάτια και των δυό τους να λάμπουν , τα όνει­ρά τους, τη χαρά τους όταν γεν­νή­θη­κε η κόρη τους. Βουρ­κώ­νει. Βλέ­πει το νεκρο­το­μη­μέ­νο πτώ­μα της κοι­νής νεα­νι­κής τους ζωής, κοι­τά­ει το μόνι­τορ, τον ανα­πνευ­στή­ρα, την πνί­γει το παλιό τους αίσθη­μα. Η αγω­νία για την κατά­στα­σή του. Αλλά και η αίσθη­ση ότι δεν μπο­ρεί να κάνει τίπο­τα, για να τον σώσει! Διά­βο­λε, είναι ο πατέ­ρας της κόρης της! Τον αγα­πού­σε; Με εκεί­νη την παλιά, σαν άρω­μα γαζί­ας, αγάπη;

Γιά μιά στιγ­μή αισθάν­θη­κε να την κατα­κλύ­ζουν κύμα­τα αγά­πης, να χτυ­πά­νε το ένα μετά το άλλο στο μου­ρά­γιο του κορ­μιού της και της καρ­διάς της. Ορα­μα­τί­ζε­ται, ανα­θυ­μά­ται, ένα μερα­κλί­δι­κο κεφά­το πέος, το πέος του, να σμι­λεύ­ει τη μήτρα της, και να μετα­βάλ­λο­νται και οι δυό τους σε δυό αγάλ­μα­τα-νεο­ελ­λη­νι­κά αρι­στουρ­γή­μα­τα! Θυμά­ται την παλιά του αγά­πη να την τυλί­γει ακριβό,λεπτό, πολύ λεπτό μετά­ξι, σφι­χτά, σαν δεύ­τε­ρο δέρ­μα, να την σηκώ­νει απα­λά, λες και είναι αερό­στα­το, να την πηγαί­νει σε άλλους κόσμους, φαντα­στι­κούς, ονει­ρε­μέ­νους. Σε κόσμους που ζούν, μόνο τα όνειρα!

Εκεί­νη ακρι­βώς τη στιγ­μή ορμά­ει στον θάλα­μο της εντα­τι­κής, η κόρη της. “Μαμά σώστον τον μπα­μπά. Σε ικε­τεύω σώστον! Μόνον εσύ μπο­ρείς”. Μα τι είναι Θεός γιά να τον σώσει; Εχει κάνει τη διά­γνω­σή της, η κατά­στα­ση του είναι μη αναστρέψιμος.

Έχουν έρθει τα πυρο­σβε­στι­κά οχή­μα­τα κάτω από το “Σωτη­ρία” ‘Εχουν ανά­ψει τα φώτα τους για να ευχα­ρι­στή­σουν για­τρούς και νοση­λευ­τές για τον τιτά­νιο αγώ­να που κάνουν να σώζουν ανθρώ­πι­νες ζωές από τον κορο­νο­ϊό. Κι όμως αυτή δεν μπο­ρεί να σώσει τον άντρα της, είτε στο μέσα μέρος του ουρα­νού, είτε στο έξω!

Το οικο­γε­νεια­κό τους μυστι­κό, το παρελ­θόν τους εισβάλ­λει σαν χεί­μαρ­ρος να τους πνί­ξει, λες και είναι δυό κάμποι με τους καρ­πούς και όλα τα άνθη τους, που τους απο­θέ­τουν στα πόδια τους, μάνας και κόρης. Ο πατέ­ρα της κόρης της. Την κόρη τους την πήραν από κοντά τους. Ποιός ξέρει πόσες φορές το έχουν πει. Δεν επι­τρέ­πο­νται συγ­γε­νείς στην εντα­τι­κή. Μέσω αυτής, θα απο­χαι­ρε­τού­σε ο άντρας της και την κόρη τους. Κάτι ακό­μα πιό οδυ­νη­ρό για την Λιλή. Ο θάνα­τος θα τους χώρι­ζε ορι­στι­κά, όχι η νύκτα, ο θάνα­τος. Ακού­ει τώρα τη φωνή του, μόλις βγαί­νει απο το στό­μα του. “Συγ­χώ­ρε­σέ με. Θα μου υπο­σχε­θείς ότι θα με φιλί­σεις στο μέτω­πο, όταν θα πεθά­νω; ΄Εστω και νεκρός θα το νιώ­σω το φιλί σου”. Ήταν τα τελευ­ταία του, τα στερ­νά του λόγια.

Να λοι­πόν πως και από που ανα­βιώ­νουν οι παλιοί έρω­τες. Μπρο­στά στον θάνα­το. Θάνα­τος που επα­να­φέ­ρει τη ζωή, που επα­να­κι­νεί τον έρω­τα. Τώρα κλαί­ει η Λιλή, φοβά­ται, δεν θέλει να την δουν κλαμ­μέ­νη οι συνά­δελ­φοί της. Αυτή η αγω­νί­στρια, η σημαιο­φό­ρος της ζωής, να λυγί­ζει! Τι είναι ο άνθρω­πος. Καμώ­νε­ται τον ισχυ­ρό, τον δυνα­τό, μόνο που όλοι είμα­στε πομ­φό­λυ­γες και όσα λέμε φληναφήματα.

Την άλλη μέρα η Λιλη ξύπνη­σε σ΄ένα πρω­ι­νό, που της φάνη­κε ξένο, ότι δεν της ανή­κε. Νόμι­ζε ότι θα ξανα­γύ­ρι­ζε στον νόμι­μο κάτο­χό του. Αισθάν­θη­κε συντριμ­μέ­νη κάτω απο τα διά­φο­ρα “για­τί” και τα “ποτέ” της ζωής της. Και τού­της της ώρας που θα γινό­ταν η κηδεία του”πρώην”. Ναι, ήταν πετα­μέ­νη έξω από αυτό το ξένο πρω­ι­νό, ήξε­ρε όμως ότι αυτή, ήταν εκεί­νη που εγκα­τέ­λει­ψε. Ήταν ένας άνθρω­πος χωρίς πρωί, αλλά και χωρίς εαυ­τό, για­τί ο εαυ­τός της είχε μεί­νει σε εκεί­νο το φευ­γά­το πρω­ι­νό και ταξί­δευε μαζί του. Ποιός ξέρει αν θα τον ξανα­συ­να­ντού­σε πάλι αύριο, ή σε πόσες μέρες τον εαυ­τό της. Μπο­ρεί και ποτέ. Μέχρι τότε θάμε­νε χωρίς εαυ­τό, χωρίς αντί­βα­ρο, θα γερ­νε μόνο προς το δικό της, το βάρος. Το πολύ να προ­σπα­θού­σε να παρη­γο­ρή­σει την κόρη της. Τίπο­τα άλλο.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο