Σαν κεραυνός που τράνταξε τη φύση πέρα ως πέρα,
σαν τη βροντή που ρίγησε ολούθε τον αγέρα,
και σαν το φως τη αστραπής που άστραψε με κρότο
όλοι παντού σταθήκανε να νιώσουνε τον τόπο.
Παντού φωνή πουλιών δειλή, τραγούδια σου ωδούνε,
με θρήνο, πόνο, σπαραγμό για σένανε μιλούνε.
Η όψη τους απρόσιτη, το βλέμμα τους χαμένο,
δεν το πιστεύουνε κι αυτά, πώς χάσαν λατρεμένο.
Αχ, πώς εσέ θυμόμαστε ψηλό, στητό, λεβέντη
σηκώνοντας τα χέρια σου δημιουργώντας γλέντι.
Με της ματιάς τη πυρκαγιά, με της ορμής τη φούρια,
που σκόρπαγες στους γύρω σου ζωή τρανή καινούργια.
Από μικρός μέχρι παππούς δεν γνώριζες ησυχία
επαναστάτης μουσικός – αγέρωχη αρμονία.
Με παρτιτούρες στα κελιά, με τ’ όπλα μες στους δρόμους
παντού αγώνα δίδαξες, τινάζοντας τους νόμους.
Η πυρκαγιά ήταν το φως που σ’ έτρεφε και ζούσες
απ’ το λαό εμπνεύστηκες και όλο τραγουδούσες
ποτάμι το αίμα των παιδιών που χύθηκε με πόνο
το μάζεψες, το φρόντισες, σιγά-σιγά στο χρόνο.
Και μελωδίες έγραψες, γλυκές, απλές, με χάρη
τη μνήμη τους κατέθεσες στων βλασταριών το σμάρι·
μα και μεγάλες μουσικές, συμφωνικές, τιτάνων
αλύγιστων αγωνιστών του μέλλοντος οργάνων.
Μες τις καρδιές ερίζωσες, εβλάστησες του κόσμου,
παρηγοριά και βάλσαμο, σ’ ένα ματσάκι δυόσμου.
Παντού στη γη σ’ αγάπησαν, σε λάτρεψαν απλέρια,
γιατί βαθιά τραγούδησες το μέλλον ως τ’ αστέρια.
Μιαν εποχή φαντάστηκες που φάνηκε για λίγο
που οι άνθρωποι πατούσανε μαζί γλυκά τον τρύγο.
Σταφύλι κόκκινο εσύ, δοκίμασες γελώντας
και από ψηλά ροβόλησες στις λεμονιές πηδώντας.
Μικρά παιδιά σε τραγουδούν, μες στο σχολείο είσαι,
μέσα στα σπίτια, στις γιορτές τον τόπο διηγείσαι.
Τι λυρικός, τι επικός, τι μουσική που λάμπει
σαν να ‘σαι σπίνος, αετός που ορμά εντός μας νά ‘μπει.
Τώρα εμείς καλούμαστε να πάρουμε το δρόμο
στις στράτες τις κατσάβραχες με τ’ όνειρο στον ώμο.
Μα έχουμε θάρρος και ορμή, και φόβος δεν υπάρχει
όταν στα χείλη μας πλατιά η μουσική σου άρχει.
Σαν κεραυνός που τράνταξε τη πλάση πέρα ως πέρα,
σαν το βοριά που ρίγησε ολούθε τον αγέρα,
και σαν τη λάμψη αστραπής που άστραψε με κρότο
όλοι παντού ζαλίστηκαν και νιώσανε τον τόπο.
Τα αγέρωχα ψηλά βουνά, οι δοξασμένες ράχες
ο ήλιος και η θάλασσα θυμήθηκαν τις μάχες.
Φαράγγια, πέτρες, κόκαλα, λαμπρός αποσπερίτης
εσένα γιε φωνάζουνε της δοξασμένης Κρήτης.
Νίκος Γεωργαντώνης
ℹ️ Εκπαιδευτικός — Συγγραφέας.
Γεννήθηκε το 1984 στο Βύρωνα. Σπούδασε Μηχανικός Υπολογιστών στο Πολυτεχνείο Κρήτης.
Οι εκδόσεις Γκοβόστη εξέδωσαν την πρώτη του λογοτεχνική συλλογή με τίτλο “Η Βασανισμένη Ψυχή του Κόσμου” (2014).
Έργα του έχουν δημοσιευθεί στον τύπο, στο διαδίκτυο και σε εφημερίδες σωματείων.
Είναι μέλος του Ομίλου Επαναστατικής Θεωρίας.