Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Γκάτσος: Του στίχου του το … χρυσάφι

«Τι ζητάς Αθα­να­σία στο μπαλ­κό­νι μου μπροστά/ δε μου δίνεις σημα­σία κι η καρ­διά μου πώς βαστά/ Σ’ αγα­πή­σα­νε στον κόσμο βασι­λιά­δες, ποιητές/ κι ένα κλω­να­ρά­κι δυό­σμο δεν τούς χάρι­σες ποτές/ Είσαι σκλη­ρή σαν του θανά­του τη γροθιά/ μα ήρθαν και­ροί που σε πιστέ­ψα­νε βαθιά/ Κάθε γενιά δική της θέλει να γενείς/ Ομορ­φο­νιά, που δεν σε κέρ­δι­σε κανείς…»
(από­σπα­σμα από την «Αθα­να­σία» — στί­χοι: Νίκος Γκά­τσος , μου­σι­κή: Μάνος Χατζιδάκις).

Με τους στί­χους του μπο­ρεί να τρα­γού­δη­σε το ανέ­φι­κτο, το άπια­στο της αθα­να­σί­ας, όμως εκεί­νη του χάρι­σε κάτι περισ­σό­τε­ρο από ένα …κλω­να­ρά­κι δυό­σμο. Ο Νίκος Γκά­τσος , που φέτος συμπλη­ρώ­νο­νται 100 χρό­νια από τη γέν­νη­σή του και σε λίγες μέρες δεκα­εν­νιά χρό­νια από το θάνα­τό του — «έφυ­γε» από τη ζωή στις 12 Μάη 1992 — υπήρ­ξε ένας αλη­θι­νός, λαϊ­κός (με την ουσια­στι­κή έννοια του όρου) ποι­η­τής — στι­χουρ­γός, του οποί­ου τα έργα σφρά­γι­σαν τον ελλη­νι­κό μου­σι­κό — και όχι μόνο — πολι­τι­σμό και κατέ­χουν εδώ και δεκα­ε­τί­ες μόνι­μη θέση στην καρ­διά του λαού μας.

Ο Νίκος Γκά­τσος γεν­νή­θη­κε το 1911 στα Χάνια Φρα­γκό­βρυ­σης (κάτω Ασέα) της Αρκα­δί­ας, όπου τελεί­ω­σε το Δημο­τι­κό Σχο­λείο, ενώ στην Τρί­πο­λη όπου πήγε γυμνά­σιο γνώ­ρι­σε τα λογο­τε­χνι­κά βιβλία, αλλά και τις μεθό­δους αυτο­δι­δα­σκα­λί­ας ξένων γλωσ­σών. Στη συνέ­χεια, φοί­τη­σε στη Φιλο­σο­φι­κή Σχο­λή του Πανε­πι­στη­μί­ου Αθη­νών. Ηδη, είχε μάθει καλά αγγλι­κά και γαλ­λι­κά και είχε μελε­τή­σει τον Παλα­μά, τον Σολω­μό, το δημο­τι­κό τρα­γού­δι, όπως και τις νεω­τε­ρι­στι­κές τάσεις στην ευρω­παϊ­κή ποί­η­ση. Στην Αθή­να, άρχι­σε να έρχε­ται σε επα­φή με τους λογο­τε­χνι­κούς κύκλους της επο­χής, πρω­το­δη­μο­σί­ευ­σε ποι­ή­μα­τά του, μικρά σε έκτα­ση και με κλα­σι­κό ύφος, στα περιο­δι­κά «Νέα Εστία» (1931) και «Ρυθ­μός» (1933), αλλά και κρι­τι­κά του σημειώματα.

Από την «Αμοργό» στον Λόρκα και το θέατρο

Το 1943 ο Ν. Γκά­τσος εξέ­δω­σε το βιβλίο του «Αμορ­γός» με το ομώ­νυ­μο ποί­η­μα, που έμελ­λε να σημα­δέ­ψει τη σύγ­χρο­νη ελλη­νι­κή ποί­η­ση. Αυτό ήταν και το μονα­δι­κό βιβλίο του. Το έργο, που απο­τε­λεί­ται από 20 μόνο σελί­δες, εκφρά­ζει τις δια­θέ­σεις της νεό­τε­ρης ποί­η­σης και θεω­ρεί­ται κορυ­φαίο ποι­η­τι­κό έργο του ελλη­νι­κού υπερ­ρε­α­λι­σμού. Από τότε ο ποι­η­τής δημο­σί­ευ­σε μόνον τρία ακό­μη ποι­ή­μα­τα: το «Ελε­γείο» (1946), «Ο Ιππό­της και ο Θάνα­τος» (1947) και το «Τρα­γού­δι του παλιού και­ρού» (1963, αφιε­ρω­μέ­νο στον Γ. Σεφέ­ρη). Εγρα­ψε επί­σης πολ­λές μελέ­τες και σχό­λια για την ποίηση.

Δια­θέ­το­ντας μεγά­λη εκφρα­στι­κή δει­νό­τη­τα, ο Νίκος Γκά­τσος ασχο­λή­θη­κε πολύ με τη μετά­φρα­ση έργων, κυρί­ως για λογα­ρια­σμό του Εθνι­κού Θεά­τρου, του Θεά­τρου Τέχνης και του Λαϊ­κού Θεά­τρου. Πολ­λές μετα­φρά­σεις του θα παρα­μεί­νουν έκτο­τε κλα­σι­κές με πρώ­τη αυτή του «Ματω­μέ­νου Γάμου». Μετέ­φρα­σε πολ­λούς συγ­γρα­φείς και συγκε­κρι­μέ­να, από τα ισπα­νι­κά τους Λόρ­κα, Λόπε ντε Βέγα, κ.ά., από τα γαλ­λι­κά τον Ζενέ, από τα αγγλι­κά τους Τ. Ουί­λιαμς, Ο’ Νιλ, Στρίντ­μπεργκ κ.ά. Οχτώ χρό­νια μετά τη δολο­φο­νία του Φ. Γκ. Λόρ­κα από τους φασί­στες το 1936, ο Νίκος Γκά­τσος το 1944 μετα­φρά­ζει το ποί­η­μα «Νυχτε­ρι­νό Τρα­γού­δι» του μεγά­λου Ισπα­νού ποι­η­τή, κάνο­ντας το ελλη­νι­κό κοι­νό να δει την Ισπα­νία με τα μάτια του Λόρ­κα. Οπως και μέσα από άλλες μετα­φρά­σεις έργων του: «Το σπί­τι της Μπερ­νά­ντα Αλμπα» (1945), «Ματω­μέ­νος Γάμος» (1948) κ.ά.

Κορυφαίος στιχουργός

Ανε­κτί­μη­τη υπήρ­ξε η προ­σφο­ρά του Νίκου Γκά­τσου στο ελλη­νι­κό τρα­γού­δι, στο οποίο αφιε­ρώ­θη­κε σαν στι­χουρ­γός σε μεγά­λο βαθ­μό μετά την «Αμορ­γό». Οι στί­χοι του — ζώσα ποί­η­ση γραμ­μέ­νη για τη ζωή με τους αγώ­νες και τις προσ­δο­κί­ες της, για τον άνθρω­πο και τα όνει­ρά του, για την ομορ­φιά και για τον έρω­τα, ενέ­πνευ­σαν τους σημα­ντι­κό­τε­ρους συν­θέ­τες μας, όπως οι Μ. Χατζι­δά­κις, Μ. Θεο­δω­ρά­κης, Στ. Ξαρ­χά­κος, Δ. Μού­τσης, Λ. Κηλαη­δό­νης, Χ. Χάλα­ρης κ.ά., δημιουρ­γώ­ντας κορυ­φαία έργα («Αθα­να­σία», «Της γης το χρυ­σά­φι», «Ρεμπέ­τι­κο», «Αρχι­πέ­λα­γος», «Πήρες το μεγά­λο δρό­μο», «Πορ­νο­γρα­φία», «Λαϊ­κή Αγο­ρά», «Στο Σεί­ριο υπάρ­χου­νε παι­διά», «Η μικρή Ραλ­λού», «Μια γλώσ­σα μια πατρί­δα», «Αν θυμη­θείς τ’ όνει­ρό μου», «Η νύχτα», «Αντι­κα­το­πτρι­σμοί» κ.ά.). Στους 350 υπο­λο­γί­ζο­νται οι στί­χοι του Ν. Γκά­τσου που γρά­φτη­καν ή βρή­καν το δρό­μο για τη δισκο­γρα­φία — αφε­τη­ρία το «Χάρ­τι­νο το φεγ­γα­ρά­κι», που πρω­το­δι­σκο­γρα­φή­θη­κε το 1958 με την Νάνα Μού­σχου­ρη — όπως «Στο Λαύ­ριο γίνε­ται χορός», «Ασπρο περι­στέ­ρι», «Μίλη­σέ μου», «Ο Γιάν­νης ο φονιάς», «Σε πότι­σα ροδό­στα­μο», «Σπί­τι μου», «Θα ‘ρθει άσπρη μέρα και για μας», «Με τι καρ­διά», «Ο Μαύ­ρος ήλιος», «Το δίχτυ», «Μάνα μου η Ελλάς» κ.λπ.

«Συνομιλητές» για μισόν αιώνα

Ιδιαί­τε­ρη σχέ­ση και συνερ­γα­σία ανέ­πτυ­ξε ο ποι­η­τής με τον Μάνο Χατζι­δά­κι, ο οποί­ος υπήρ­ξε ο στε­νό­τε­ρος φίλος, μαθη­τής και «συνο­μι­λη­τής» του για πενή­ντα σχε­δόν χρό­νια. Οταν πρω­το­γνω­ρί­στη­καν, ο Χατζι­δά­κις ήταν δεκα­ε­φτά χρό­νων και ο Γκά­τσος είκο­σι οκτώ και αυτή η γνω­ρι­μία τους έμελ­λε να απο­τε­λέ­σει σταθ­μό στην ιστο­ρία του σύγ­χρο­νου ελλη­νι­κού τρα­γου­διού. Οι δυο τους δού­λε­ψαν μαζί πάρα πολ­λές φορές, ολο­κλη­ρώ­νο­ντας από κοι­νού κύκλους τρα­γου­διών μονα­δι­κής αξί­ας και αισθη­τι­κής. Με πρώ­το το «Ματω­μέ­νο Γάμο» (1948), από το ομώ­νυ­μο θεα­τρι­κό του Λόρ­κα που ο Γκά­τσος μετέ­φρα­σε, όπου περι­λαμ­βά­νε­ται και το εμβλη­μα­τι­κό «Χάρ­τι­νο το φεγ­γα­ρά­κι» που τρα­γού­δη­σε η Μελί­να Μερ­κού­ρη στο «Λεω­φο­ρεί­ον ο πόθος» στην ομώ­νυ­μη παρά­στα­ση του Θεά­τρου Τέχνης το ’49. Καρ­ποί της συνερ­γα­σί­ας των δύο δημιουρ­γών, μετα­ξύ άλλων, είναι οι κύκλοι τρα­γου­διών «Ελλάς η χώρα των ονεί­ρων» (1960), «Αμέ­ρι­κα — Αμέ­ρι­κα» (1963) από την ομώ­νυ­μη ται­νία του Ελία Καζάν, «Μυθο­λο­γία» (1965), η περί­φη­μη «Αθα­να­σία» (1976), «Τα Παρά­λο­γα» (1976), έργο στο οποίο το δίδυ­μο συνερ­γά­στη­κε με τους Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, Μελί­να Μερ­κού­ρη, Μαρία Φαρα­ντού­ρη και Διο­νύ­ση Σαβ­βό­που­λο, «Σκο­τει­νή Μητέ­ρα» (1986) που ο συν­θέ­της έγρα­ψε ειδι­κά για τη φωνή της Μαρί­ας Φαρα­ντού­ρη, «Αντι­κα­το­πτρι­σμοί» (1993), τα γνω­στά «Reflections» του 1970 που οι ελλη­νι­κοί τους στί­χοι γρά­φτη­καν το διά­στη­μα 1989–1990 κ.ά. Αξί­ζει να σημειω­θεί ότι η μελο­ποί­η­ση της «Αμορ­γού», που ο Χατζι­δά­κις ξεκί­νη­σε να δου­λεύ­ει μόλις το 1972 ενό­σω βρι­σκό­ταν στη Ν. Υόρ­κη, έμει­νε ανο­λο­κλή­ρω­τη. «Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποί­η­ση χωρίς την “Αμορ­γό”» έλε­γε ο Μάνος Χατζι­δά­κις για το έργο, το οποίο το θεω­ρού­σε ως «το πιο ολο­κλη­ρω­μέ­νο ποι­η­τι­κό κεί­με­νο στην επο­χή που βγή­κε». Για τον ίδιο, η «Αμορ­γός» υπήρ­ξε η μου­σι­κή του «Ιθά­κη», καθώς, παρά τη μακρό­χρο­νη σχέ­ση του με το ποί­η­μα και τις επα­νει­λημ­μέ­νες εξαγ­γε­λί­ες ολο­κλή­ρω­σής του, ο Χατζι­δά­κις στην πρά­ξη αφιε­ρώ­θη­κε απο­κλει­στι­κά στη σύν­θε­σή του μόνο δύο χρο­νι­κές περιό­δους, το 1972 και το 1986. Μετά το θάνα­τό του, η βασι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο ποί­η­μα — καντά­τα του Μάνου Χατζι­δά­κι κυκλο­φό­ρη­σε σε CD από το «Σεί­ριο», σε ενορ­χή­στρω­ση — ανα­προ­σαρ­μο­γή του Νίκου Κυπουργού.

Αλλες συνεργασίες

Από τη συνερ­γα­σία του Ν. Γκά­τσου με τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη γεν­νή­θη­καν κύκλοι τρα­γου­διών, όπως τα «Εξι φεγ­γά­ρια της θάλασ­σας» (1965) που ο συν­θέ­της έκα­νε δώρο στην «ιέρειά» του, Μαρία Φαρα­ντού­ρη, και «Αρχι­πέ­λα­γος» (1962), «Πολι­τεία Β’» (1964) κ.ά. και τρα­γού­δια όπως «Αν θυμη­θείς τ’ όνει­ρό μου», «Μυρ­τιά», «Σε πότι­σα ροδό­στα­μο», «Είχα φυτέ­ψει μια καρ­διά», «Στρά­τα τη στρά­τα», «Κοι­μή­σου παλι­κά­ρι», «Φέρ­τε μου τη θάλασ­σα», «Στης νύχτας το μπαλ­κό­νι», «Φεγ­γά­ρι μου θαλασ­σι­νό» κ.ά. Καρ­ποί της δημιουρ­γι­κής συνά­ντη­σης του Σταύ­ρου Ξαρ­χά­κου με τον Ν. Γκά­τσο είναι κύκλοι, όπως το «Ενα μεσημέρι»(1966) — περι­λαμ­βά­νο­νται τα τρα­γού­δια «Ασπρη μέρα», «Η νύχτα», «Μάτια βουρ­κω­μέ­να», «Στου Οθω­να τα χρό­νια» — η «Συλ­λο­γή» με μονα­δι­κό ερμη­νευ­τή τον Νίκο Ξυλού­ρη (μετα­ξύ άλλων τα τρα­γού­δια «Παλι­κά­ρι στα Σφα­κιά», «Η κόρη του πασά», «Γεια και χαρά σου Βενε­τιά»), τα «Κατά Μάρ­κον», το «Ρεμπέ­τι­κο» (1983), όπου περι­λαμ­βά­νο­νται τα τρα­γού­δια που ο Νίκος Γκά­τσος έγρα­ψε για την ομώ­νυ­μη ται­νία του Κώστα Φέρ­ρη και τα οποία απο­τέ­λε­σαν ορό­ση­μο στην έντε­χνη ελλη­νι­κή μου­σι­κή, καθώς πέτυ­χαν τη σύζευ­ξη του λαϊ­κού τρα­γου­διού με τις ρεμπέ­τι­κες κατα­βο­λές του. Το 1975 κυκλο­φο­ρούν οι «Δρο­σου­λί­τες», καρ­πός της συνερ­γα­σί­ας του Ν. Γκά­τσου με τον Χρι­στό­δου­λο Χάλα­ρη. Ο Ν. Γκά­τσος , οδη­γού­με­νος από τη δημο­τι­κο­φα­νή, γεμά­τη έντα­ση και συναί­σθη­μα μου­σι­κή του συν­θέ­τη, έγρα­ψε σε μια γλώσ­σα ξεχα­σμέ­νη στους αιώ­νες: Εχο­ντας δανει­στεί γλωσ­σι­κά, θεμα­το­λο­γι­κά και υφο­λο­γι­κά στοι­χεία από το έπος του Διγε­νή και τα ακρι­τι­κά τρα­γού­δια, από μοι­ρο­λό­για που ανά­γο­νται στους βυζα­ντι­νούς χρό­νους, το δημο­τι­κό τρα­γού­δι και τη λαϊ­κή μας παράδοση.

Χρυ­σές σελί­δες στα μου­σι­κά πράγ­μα­τα της χώρας μας έγρα­ψε η συνερ­γα­σία Ν. Γκά­τσου — Δήμου Μού­τση στη δεκα­ε­τία του ’60 με τρα­γού­δια όπως «Βρέ­χει ο Θεός», «Πού να βρω ταχυ­δρό­μο», «Απο­νη καρ­διά», «Αύριο πάλι», ο κύκλος «Ενα χαμό­γε­λο» (1969), «Ελευ­σί­να» κ.ά. Το 1979 οι δύο δημιουρ­γοί κατα­θέ­τουν το δίσκο «Δρο­μο­λό­γιο» με ερμη­νευ­τή τον Μητσιά και με τρα­γού­δια, όπως το «Σαν τον Τσε Γκε­βά­ρα», «Αγιον Ορος», «Μακρι­νή της αγά­πης ώρα», «1922» («Ανα­το­λή — Ανα­το­λή»), «Ποιος έχει δάκρυα να μου δώσει», «Ελλά­δα — Ελλά­δα» — μια κατα­γρα­φή της σύγ­χρο­νης Ελλά­δας μέσα από τα μάτια του Γκά­τσου — αλλά και τους «Ρήτο­ρες»: «Πότε θα βγει να σκού­ξει κάποιος; Αυτός ο κόσμος είναι σάπιος»…
Ρου­μπί­νη ΣΟΥΛΗ / Ριζοσπάστης

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο