Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Κούρκουλος: Γόης του ελληνικού σινεμά, παθιασμένος θεατράνθρωπος

Μπο­ρεί η ται­νία που είχε τον πρώ­το σημα­ντι­κό του πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο να είχε τίτλο “Ο Κατή­φο­ρος”, αλλά για τον Νίκο Κούρ­κου­λο απο­τέ­λε­σε το ελα­τή­ριο που εκτό­ξευ­σε τη δημο­φι­λία του, τον έκα­νε σταρ, απ’ αυτούς που είχε έλλει­ψη ο ελλη­νι­κός κινη­μα­το­γρά­φος της επο­χής. Έτσι γεν­νή­θη­κε ένας ζεν πρε­μιέ δια­φο­ρε­τι­κός απ’ ό,τι είχα­με συνη­θί­σει στο παλιό εμπο­ρι­κό σινε­μά. Παίρ­νο­ντας την ευκαι­ρία που του έδω­σε ο Γιάν­νης Δαλια­νί­δης, στην πρώ­τη του ται­νία στη “Φίνος Φιλμ”, ανα­τρέ­πει την εικό­να που υπήρ­χε μέχρι εκεί­νη τη στιγ­μή για τους ζεν πρε­μιέ ‑γλυ­κά, ευγε­νι­κά, όμορ­φα παλι­κά­ρια, με καθα­ρό βλέμ­μα, που είναι έτοι­μα να θυσια­στούν για την αγά­πη της κοπέ­λας τους ή να παί­ξουν το παι­χνί­δι του έρω­τα με αγνά αισθή­μα­τα. Ο Κούρ­κου­λος, μέσα από το ρόλο του “κακού”, ενός νεα­ρού που ζει στα άκρα, στα όρια της παρα­νο­μί­ας και του αρέ­σει να δια­φθεί­ρει κορι­τσό­που­λα, θα σπά­σει το καλού­πι του καθιε­ρω­μέ­νου ζεν πρε­μιέ και θα το ανα­πλά­σει, δίνο­ντας στοι­χεία πολύ πιο σύν­θε­τα. Είναι σκο­τει­νός, το λαμπε­ρό του πρό­σω­πο κρύ­βει τα σκο­τά­δια της ψυχής, είναι άγριος, πλα­σμέ­νος για το χει­ρό­τε­ρο, απο­τέ­λε­σμα μιας προ­βλη­μα­τι­κής ανα­τρο­φής, ενός κατα­στρο­φι­κού κοι­νω­νι­κού περίγυρου.

Έτσι, η επι­μο­νή του Δαλια­νί­δη να πρω­τα­γω­νι­στή­σει, δίπλα στην πρω­τό­βγαλ­τη Ζωή Λάσκα­ρη, ο Νίκος Κούρ­κου­λος, θα εκτο­ξεύ­σει τη φήμη του ηθο­ποιού, θα τον κάνει σημείο ανα­φο­ράς στην ανδρι­κή γοη­τεία, θα φτιά­ξει έναν μύθο, που θα συνε­χί­σει να καί­ει γυναι­κεί­ες καρ­διές ακό­μη και όταν εγκα­τέ­λει­ψε τον κινη­μα­το­γρά­φο. Ωστό­σο, υπήρ­ξε και ο Κούρ­κου­λος του θεά­τρου. Δια­φο­ρε­τι­κός από την τυπο­ποί­η­ση του σινε­μά και του παλι­κα­ριού που είναι έτοι­μο να τα βάλει με όλους και όλα για το δίκιο, καθώς στο σανί­δι διεύ­ρυ­νε την υπο­κρι­τι­κή του γκά­μα, υπη­ρέ­τη­σε με πάθος το καλό θέα­τρο και το κλα­σι­κό ρεπερ­τό­ριο, σύν­θε­τους ρόλους, δίπλα σε μεγά­λα ονό­μα­τα της υπο­κρι­τι­κής και με απαι­τη­τι­κούς σκηνοθέτες.

Πέρα­σαν κιό­λας 15 χρό­νια από τον θάνα­το του Νίκου Κούρ­κου­λου (30 Ιανουα­ρί­ου 2007) όταν ο καρ­κί­νος, μετά από εξα­ε­τή μάχη, θα τον λυγί­σει κι ενώ έχει αφο­σιω­θεί στην ανα­γέν­νη­ση του Εθνι­κού Θεά­τρου, ως πρό­ε­δρος και θεα­τράν­θρω­πος, που γνώ­ρι­ζε τη σπου­δαιό­τη­τα του κορυ­φαί­ου θεα­τρι­κού θεσμού της χώρας. Πάντως, παρά τις σχε­τι­κά λίγες πρω­τα­γω­νι­στι­κές και καλές εμφα­νί­σεις του στο σινε­μά, ακό­μη και σήμε­ρα, μέσα από τις ται­νί­ες του, παρα­μέ­νει σήμα κατα­τε­θέν της αντρι­κής γοη­τεί­ας, του αδά­μα­στου παλι­κα­ριού, που ακό­μη και στην κινη­μα­το­γρα­φι­κή του αγριά­δα μπο­ρού­σε να ανθί­σει το ερω­τι­κό πάθος.

Ζωγράφου — Λεωφόρος — Εθνικό

Ο Νίκος Κούρ­κου­λος γεν­νή­θη­κε στην Αθή­να στις 5 Δεκεμ­βρί­ου του 1934, στου Ζωγρά­φου, όπου ο πατέ­ρας του Αλκί­νο­ος είχε κου­ρείο. Ήταν το δεύ­τε­ρο από τα τέσ­σε­ρα παι­διά της οικο­γέ­νειας, που είχε κατα­γω­γή από την Κέρ­κυ­ρα. Χρειά­στη­κε να εργα­στεί από παι­δί, σε δου­λειές του ποδα­ριού και παράλ­λη­λα να πηγαί­νει σε νυχτε­ρι­νό σχο­λείο. Στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’50 το ταλέ­ντο του στο ποδό­σφαι­ρο θα τον φέρει στην αγα­πη­μέ­νη του ομά­δα, τον Πανα­θη­ναϊ­κό, οι ιθύ­νο­ντες του οποί­ου θα δια­κρί­νουν τις αρε­τές του στην μπά­λα και θα τον προ­ω­θή­σουν με στό­χο κάποια στιγ­μή να μπει στην πρώ­τη ομά­δα, στην οποία μεσου­ρα­νού­σαν οι Λινο­ξυ­λά­κης, Πανά­κης, Θεο­φά­νης και αρκε­τοί άλλοι άσοι της επο­χής. Ωστό­σο, το πάθος του για την ηθο­ποι­ία θα δια­κό­ψει την πορεία του προς το ποδό­σφαι­ρο και την αγά­πη του για μπά­λα. Θα μπει στη Δρα­μα­τι­κή Σχο­λή του Εθνι­κού Θεά­τρου, όπου θα απο­φοι­τή­σει το 1958.

Κορυφαίο Χασάπικο

Αμέ­σως θα εντα­χθεί στο θεα­τρι­κό σχή­μα Λαμπέ­της- Χορν και θα παί­ξει στο έργο “Η Κυρία με τις καμέ­λιες”, όπου θα πάρει και το βάπτι­σμά του στο σανί­δι. Το 1960 ο Δαλια­νί­δης θα τον επι­βά­λει στον “Κατή­φο­ρο” παρά την αρχι­κή άρνη­ση του Φίνου, ενώ τον επό­με­νο χρό­νο θα παί­ξει στο αισθη­μα­τι­κό δρά­μα “Η Οργή” σε σκη­νο­θε­σία του Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη. Το 1964 θα ευτυ­χί­σει να πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε μία από τις καλύ­τε­ρες ελλη­νι­κές δρα­μα­τι­κές ται­νί­ες του παλιού σινε­μά, την περί­φη­μη “Λόλα” δίπλα στην έξο­χη Τζέ­νη Καρέ­ζη και σε σκη­νο­θε­σία του Ντί­νου Δημό­που­λου. Ένα δρά­μα, που έβα­ζε τον θεα­τή του εμπο­ρι­κού σινε­μά, για πρώ­τη φορά στο σύμπαν του υπο­κό­σμου και της Τρού­μπας, μαζί με το φιλμ “Τα Κόκ­κι­να Φανά­ρια”. Δυνα­τή ερμη­νεία από τον Κούρ­κου­λο, στον ρόλο ενός απο­φυ­λα­κι­σθέ­ντα, που για λόγους αρχής θα πρέ­πει να ανα­με­τρη­θεί με το παρελ­θόν του κι έναν άνθρω­πο της νύχτας, αλλά και για τον έρω­τα της θελ­κτι­κής Λόλας. Λεπτο­μέ­ρεια αλλά όχι ασή­μα­ντη, το αρχο­ντι­κό χασά­πι­κο, που χορεύ­ει με την Καρέ­ζη και τον Φέρ­μα, στη εκπλη­κτι­κή μου­σι­κή που είχε γρά­ψει ο Ξαρ­χά­κος. Λίγο πριν είχε γυρί­σει και κάποιες λιγο­στές κομε­ντί και κωμω­δί­ες, με πιο γνω­στές “Αθή­να Καλη­μέ­ρα” και “Η Κύρια Δήμαρ­χος”, χωρίς να δεί­ξει κάτι ιδιαί­τε­ρο εκτός από την ομορ­φιά του.

Το πρώτο βραβείο

Το 1965 θα κερ­δί­σει και το πρώ­το του βρα­βείο Α’ Ανδρι­κού Ρόλου στο Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης, για την ερμη­νεία του στο σκλη­ρό κοι­νω­νι­κό δρά­μα του Ντί­νου Κατσου­ρί­δη “Αδί­στα­κτοι”. Ο Κούρ­κου­λος κρα­τά τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρόλο ενός κακο­ποιού, που εκμε­ταλ­λεύ­ε­ται την αφέ­λεια φτω­χών ανθρώ­πων που θέλουν να μετα­να­στεύ­σουν κι ενώ ανα­ζη­τά τη χαμέ­νη του μητέ­ρα. Ενδια­φέ­ρου­σα ται­νία που, παρά τις γνώ­ρι­μες υπερ­βο­λές του Φώσκο­λου στο σενά­ριο, ανα­δει­κνύ­ει την αγω­νία της φτω­χο­λο­γιάς στην Ελλά­δα για ένα καλύ­τε­ρο μέλ­λον στην ξενι­τιά και την εκμε­τάλ­λευ­ση από διά­φο­ρα κυκλώματα.

“Γουέστερν” και κοινωνική καταγγελία

Το 1966 θα πρω­τα­γω­νι­στή­σει σε τρεις εμπο­ρι­κές επι­τυ­χί­ες που έγρα­ψε ο Νίκος Φώσκο­λος. Στο “Χώμα Βάφτη­κε Κόκ­κι­νο”, σε σκη­νο­θε­σία Βασί­λη Γεωρ­γιά­δη, ένα από τα πρώ­τα ελλη­νι­κά γου­έ­στερν, με φόντο τον θεσ­σα­λι­κό κάμπο και τους αγώ­νες των αγρο­τών ενά­ντια στους τσι­φλι­κά­δες. Επί­σης, θα παί­ξει στο βαρύ­γδου­πο κοι­νω­νι­κό δρά­μα “Κοι­νω­νία Ώρα Μηδέν”, σε σκη­νο­θε­σία Ντί­νου Δημό­που­λου, καθώς και στο δικα­στι­κό δρά­μα “Κατη­γο­ρώ τους Ανθρώ­πους”, στον ρόλο ενός ακέ­ραιου εισαγγελέα.

Αστραπόγιαννος

Η δεκα­ε­τία του ’70 θα μπει με τον “Αστρα­πό­γιαν­νο”, ακό­μη ένα ελλη­νι­κό γου­έ­στερν, σε σκη­νο­θε­σία Νίκου Τζή­μα, με το οποίο ο Κούρ­κου­λος κέρ­δι­σε και πάλι το βρα­βείο Α’ Ανδρι­κού Ρόλου στο Φεστι­βάλ Θεσ­σα­λο­νί­κης, ενώ η ται­νία προ­βλή­θη­κε και στο εξω­τε­ρι­κό. Τα επό­με­να δέκα χρό­νια θα παί­ξει στα φιλμ “Κατά­χρη­σις εξου­σί­ας”, “Με Φόβο και Πάθος”, “Ο Εχθρός του Λαού”, “Η Δίκη των Δικα­στών”, “Ένα Γελα­στό Από­γευ­μα”, “Έξο­δος Κιν­δύ­νου” και “Το Φράγ­μα”, στο οποίο έκα­νε και την τελευ­ταία του εμφά­νι­ση στο σινεμά.

Αφιερωμένος στο θέατρο

Αυτά τα 20 χρό­νια δεν εγκα­τέ­λει­ψε ποτέ το θέα­τρο, στο οποίο αφο­σιώ­θη­κε πλή­ρως τη δεκα­ε­τία του ’80 παί­ζο­ντας σημα­ντι­κούς ρόλους, ιδρύ­ο­ντας μαζί με την πρώ­τη του σύζυ­γο Μελί­τα Κου­τσο­γιάν­νη τη δική του θεα­τρι­κή στέ­γη (Θέα­τρο Κ) και κλεί­νο­ντας την καριέ­ρα του το 1993 παί­ζο­ντας “Φιλο­κτή­τη” στην Επί­δαυ­ρο. Τον επό­με­νο χρό­νο θα ανα­λά­βει τα ηνία του Εθνι­κού Θεά­τρου, στο οποίο θα αφιε­ρω­θεί και θα ανα­λά­βει πρω­το­βου­λί­ες, ιδρύ­ο­ντας την Πει­ρα­μα­τι­κή Σκη­νή, το Εργα­στή­ρι Ηθο­ποιών και την Παι­δι­κή Σκηνή.

Επιστροφή στου Ζωγράφου…

Το 1986 θα γνω­ρί­σει στην Επί­δαυ­ρο την Μαριάν­να Λάτση, με την οποία θα ερω­τευ­τούν κεραυ­νο­βό­λα και θα παντρευ­τούν τελι­κά το 2003. Ο Κούρ­κου­λος θα απο­κτή­σει τέσ­σε­ρα παι­διά, δύο με την πρώ­τη του σύζυ­γο (1966) Μελί­τα και δυο με την Μαριά­να Λάτση.

Θα πεθά­νει 73 ετών, ενώ η κηδεία του θα γίνει στο νεκρο­τα­φείο του Ζωγρά­φου, εκεί που από παι­δί άρχι­σε να γνω­ρί­ζει τη σκλη­ρά­δα της ζωής, να κλω­τσά την μπά­λα, να αγα­πά την ομά­δα του και τα κορί­τσια. Εκεί που του μπή­κε το πάθος της ηθο­ποι­ί­ας και έφε­ρε στην Ελλά­δα το φαι­νό­με­νο “Κούρ­κου­λος”.

Πηγή: ΑΠΕ / Χάρης Αναγνωστάκης

Ν. Μπε­λο­γιάν­νης Ν. Πλου­μπί­δης – Στο σπί­τι των ηρώων

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο