Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Μπελογιάννης, ένας άγνωστος ανδριάντας του στο Βερολίνο

Γρά­φει ο Ηρα­κλής Κακα­βά­νης //

Στις προ­τά­σεις της φίλης — «ξενα­γού» στο Βερο­λί­νο για τα μέρη που έπρε­πε να επι­σκε­φτώ, ήταν και το άγαλ­μα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στις κτι­ρια­κές εγκα­τα­στά­σεις μιας ανώ­τε­ρης τεχνι­κής και οικο­νο­μι­κής σχο­λής σήμε­ρα, που την περί­ο­δο της ΓΛΔ στε­γά­ζα­νε την Ανω­τέ­ρα Σχο­λή Οικο­νο­μι­κών της ΛΔ Γερ­μα­νί­ας. Το πανε­πι­στή­μιο βρί­σκε­ται στο ανα­το­λι­κό δια­μέ­ρι­σμα Karlshorst του Βερο­λί­νου. Εκεί στο προ­αύ­λιο της σχο­λής, μπρο­στά από το κτί­ριο της διοί­κη­σης, στέ­κε­ται επι­βλη­τι­κά ο μπρού­τζι­νος ανδριά­ντας. Μαζί με τη βάση του τέσ­σε­ρα μέτρα ύψος. Στη βάση του με μπρού­τζι­να κεφα­λαία γράμ­μα­τα είναι γραμ­μέ­να τα εξής: Νίκος Μπε­λο­γιάν­νης / Γεν­νη­μέ­νος το 1915 / στην Αμα­λιά­δα της Πελο­πον­νή­σου / εκτε­λέ­στη­κε στις 30.3.1952 / στο Γου­δί της Αθή­νας. Και από κάτω: «Αγω­νι­ζό­μα­στε για να έρθουν στη χώρα μας καλύ­τε­ρες μέρες, χωρίς πεί­να και πόλε­μο. Για αυτό το σκο­πό αγω­νι­ζό­μα­στε και αν χρεια­στεί, θα θυσιά­σου­με ακό­μη και τη ζωή μας».

Τα κοντά 60 χρό­νια έχουν αφή­σει έντο­να τα σημά­δια του στη επι­φά­νεια του γλυ­πτού, χωρίς όμως να αφαι­ρεί το παρα­μι­κρό από τη μεγα­λο­πρέ­πειά του. Κάποιες εργα­σί­ες συντή­ρη­σης του μνη­μεί­ου είναι πλέ­ον απα­ραί­τη­τες. Στη βάση του τα υπο­λείμ­μα­τα από λίγα γαρί­φα­λα που άφη­σαν κάποιοι προη­γού­με­νοι επι­σκέ­πτες του. Στην επέ­τειο της εκτέ­λε­σης κάποια παλιοί πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες αλλά και νεό­τε­ροι μετα­νά­στες το επισκέπτονται.

Η επί­σκε­ψη αυτή ήταν η αφορ­μή για την ανα­ζή­τη­ση πλη­ρο­φο­ριών για τον καλ­λι­τέ­χνη και το ιστο­ρι­κό δημιουρ­γί­ας του ανδριά­ντα. Δύο οι ανα­φο­ρές στο μνη­μείο. Ένα αφιέ­ρω­μα της «Ντόι­τσε Βέλε» και ένα αφιέ­ρω­μα του περιο­δι­κού «Εξά­ντας» του Βερο­λί­νου (τεύ­χος 12, Μάιος 2010) που υπο­γρά­φει ο Γιώρ­γος Μ. Βρα­ζι­τού­λης.

Η εκτέ­λε­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στις 30 Μάρ­τη 1952 προ­κά­λε­σε διε­θνείς αντι­δρά­σεις. Έκφρα­ση αυτών των αντι­δρά­σε­ων ήταν και το άγαλ­μα στο ανα­το­λι­κό Βερο­λί­νο που δυστυ­χώς το αγνο­ού­με. Η διε­θνής αντί­δρα­ση για τη ματαί­ω­ση της εκτέ­λε­σης με δια­μαρ­τυ­ρί­ες και τηλε­γρα­φή­μα­τα προς την κυβέρ­νη­ση και τον βασι­λιά, έλα­βε τερά­στιες δια­στά­σεις. Στο πρω­θυ­πουρ­γι­κό γρα­φείο και στα Ανά­κτο­ρα έφτα­ναν καθη­με­ρι­νά εκα­το­ντά­δες γράμ­μα­τα και τηλε­γρα­φή­μα­τα απ’ όλες τις γωνιές της γης. Εκα­το­ντά­δες οι άνθρω­ποι των γραμ­μά­των και των τεχνών, με τα δικά τους «όπλα», έδω­σαν χρώ­μα σε αυτό το κίνη­μα. Απο­κο­ρύ­φω­μα, το έργο του Πικά­σο «Ο άνθρω­πος με το γαρίφαλο».

Αίσθη­ση και συγκί­νη­ση προ­κά­λε­σε η στά­ση του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη στους Ανα­το­λι­κο­γερ­μα­νούς και ειδι­κά στους δια­νο­ού­με­νους και καλ­λι­τέ­χνες. Η νεα­ρή τότε ΓΛΔ (δημιουρ­γή­θη­κε το 1950) όπου ζού­σαν πλέ­ον ως πολι­τι­κοί πρό­σφυ­γες αρκε­τοί μαχη­τές και μαχή­τριες του ΔΣΕ, πρω­το­στα­τεί στις εκδη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας και συμπα­ρά­στα­σης. Πολυά­ριθ­μες ήταν οι εκδη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας σε όλη τη χώρα και μεγά­λος ο αριθ­μός των τηλε­γρα­φη­μά­των προς την ελλη­νι­κή κυβέρ­νη­ση για απο­τρο­πή του μοι­ραί­ου. Συνε­χείς οι ανα­φο­ρές στον Τύπο. Η εκτέ­λε­ση προ­κα­λεί νέο κύκλο αντι­δρά­σε­ων. Η δια­μαρ­τυ­ρία μετα­τρέ­πε­ται σε οργή, αγα­νά­κτη­ση και απο­τρο­πια­σμό. Η «Neues Deutschland» την 1 Απρι­λί­ου, στην πρώ­τη της σελί­δα, δίπλα από μια φωτο­γρα­φία του Μπε­λο­γιάν­νη, φέρει τον τίτλο: “Ο φόνος του Μπε­λο­γιάν­νη εξε­γεί­ρει την υφή­λιο”. Τα δημο­σιεύ­μα­τα και οι αντι­δρά­σεις συνε­χί­ζο­νται για αρκε­τό και­ρό. Σχο­λεία εργο­στά­σια φορείς νεο­λαι­ί­στι­κες οργα­νώ­σεις συν­δι­κά­τα εκδί­δουν ανα­κοι­νώ­σεις κατα­δί­κης και δια­μαρ­τυ­ρί­ας. Πολ­λές οι μορ­φές από­δο­σης τιμής στον Έλλη­να κομ­μου­νι­στή μάρ­τυ­ρα. Πλα­τεί­ες, δρό­μοι, σχο­λεία, ανώ­τε­ρες σχο­λές, εργο­στά­σια, μπρι­γά­δες εργα­τών ακό­μη και μηχα­νή­μα­τα απο­κτούν τιμη­τι­κά το όνο­μα του Νίκου Μπελογιάννη.

Στις 21 Νοεμ­βρί­ου 1952, το Οικο­νο­μι­κό Πανε­πι­στή­μιο του Βερο­λί­νου υπέ­γρα­ψε συμ­βό­λαιο με τον γλύ­πτη René Graetz για το άγαλ­μα του Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη το οποίο θα στη­νό­ταν στον προ­αύ­λιο χώρο του πανε­πι­στη­μί­ου. Στη σχο­λή αυτή εκπαι­δεύ­ο­νταν τα μελ­λο­ντι­κά στε­λέ­χη των δια­φό­ρων κρα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων της χώρας ενώ φιλο­ξε­νού­νταν και πολ­λοί σπου­δα­στές αδελ­φών σοσια­λι­στι­κών χωρών από όλη την υφή­λιο. Το σκε­πτι­κό της επι­λο­γής ήταν, ότι σε ένα τέτοιο χώρο, το μνη­μείο θα συνεί­σφε­ρε επι­πλέ­ον στη σφυ­ρη­λά­τη­ση ενός πνεύ­μα­τος διε­θνι­σμού στις νεό­τε­ρες γενιές.

Όπως παρα­δέ­χε­ται και η Barbara Barsch, ιστο­ρι­κός τέχνης που έχει γρά­ψει δια­τρι­βή για τον René Graetz: «Ήταν κάτι το πρω­τό­γνω­ρο για την επο­χή. Για πρώ­τη φορά καλ­λι­τέ­χνης της Ανα­το­λι­κής Γερ­μα­νί­ας ασχο­λού­νταν με ένα διε­θνι­στι­κό θέμα και κυρί­ως: έφτια­χνε άγαλ­μα για κάποιον που δεν ήταν Γερμανός».

Ο René Graetz, γνώ­ρι­ζε ήδη την υπό­θε­ση Μπε­λο­γιάν­νη και δέχθη­κε με ενθου­σια­σμό, για­τί όπως λέει η ιστο­ρι­κός τέχνης Barbara Barsch «ήταν στρα­τευ­μέ­νος. Και το γεγο­νός ότι εκτε­λέ­στη­κε ένας αγω­νι­στής, επει­δή δεν ήθε­λε να αρνη­θεί την ιδιό­τη­τα του κομ­μου­νι­στή τον είχε συγκλο­νί­σει». Είχε όμως να αντι­με­τω­πί­σει κάποια προ­βλή­μα­τα. Έπρε­πε η ανα­πα­ρά­στα­ση του ήρωα να είναι, όσο γινό­ταν περισ­σό­τε­ρο ρεα­λι­στι­κή, πράγ­μα όχι εύκο­λο, αφού το μόνο στοι­χείο που είχε στη διά­θε­ση του ήταν κάποιες ασπρό­μαυ­ρες φωτο­γρα­φί­ες από τον τύπο της επο­χής. Επι­πλέ­ον, το έργο θα έπρε­πε στη τελι­κή του μορ­φή να αρέ­σει όχι μόνον στους γερ­μα­νούς υπεύ­θυ­νους αλλά και στους εκπρο­σώ­πους των Ελλή­νων προ­σφύ­γων, μερι­κοί από τους οποί­ους μάλι­στα είχαν γνω­ρί­σει προ­σω­πι­κά τον ήρωα. Γι’ αυτό από το ξεκί­νη­μα της δου­λειάς του ο Graetz ανα­ζή­τη­σε τη συμ­βου­λή και τη γνώ­μη του παλαί­μα­χου σήμε­ρα δημο­σιο­γρά­φου του Ριζο­σπά­στη Θανά­ση Γεωρ­γί­ου, ο οποί­ος «θυμά­ται ότι ο καλ­λι­τέ­χνης του ζήτη­σε τη γνώ­μη για μια πιθα­νή ανα­πα­ρά­στα­ση του Μπε­λο­γιάν­νη, κατά τη στιγ­μή της εκτέ­λε­σης, με τα χέρια του δεμέ­να πισθά­γκω­να. Η στά­ση αυτή δεν άρε­σε στον ερω­τώ­με­νο, αφού τη θεώ­ρη­σε κατά κάποιο τρό­πο ηττο­πα­θή και μειω­τι­κή για τον ήρωα. Έτσι προ­τι­μή­θη­κε η τωρι­νή, σαν μια πιο θαρ­ρα­λέα στά­ση του σώμα­τος, με τα χέρια σχε­δόν απε­λευ­θε­ρω­μέ­να από τα δεσμά, γεμά­τα απο­φα­σι­στι­κό­τη­τα και δύναμη».

Το γύψι­νο πρω­τό­τυ­πο του αγάλ­μα­τος εκτί­θε­ται τo καλο­καί­ρι του 1954, σε μια έκθε­ση βερο­λι­νέ­ζων καλ­λι­τε­χνών, στο Μου­σείο της Περ­γά­μου. Λίγους μήνες μετά, στα τέλη του Οκτω­βρί­ου του ίδιου έτους, το πρω­τό­τυ­πο γύψι­νο μοντέ­λο του ανδριά­ντα έβρι­σκε το δρό­μο του προς το χυτή­ριο. Οι εργα­σί­ες κρά­τη­σαν οκτώ περί­που βδο­μά­δες και στις 29 Δεκεμ­βρί­ου 1954 ο μπρού­τζι­νος ανδριά­ντας του Μπε­λο­γιάν­νη έφτα­νε πλέ­ον με τρέ­νο στο σταθ­μό Ostbahnhof του Βερο­λί­νου και από εκεί με φορ­τη­γό στη Σχο­λή. Ο δημιουρ­γός του έκα­νε τις τελευ­ταί­ες διορ­θώ­σεις και βελ­τιώ­σεις και δια­μορ­φώ­θη­κε το βάθρο. Προ­στέ­θη­καν και τα στοι­χεία της επι­γρα­φής σε συνερ­γα­σία με τους Έλλη­νες εκπρο­σώ­πους των πολι­τι­κών προ­σφύ­γων. Τα επί­ση­μα απο­κα­λυ­πτή­ρια του μνη­μεί­ου έγι­ναν την παρα­μο­νή της Πρω­το­μα­γιάς του 1956. Στο πρω­το­μα­γιά­τι­κο φύλ­λο της εφη­με­ρί­δας Neues Deutschland» υπάρ­χει η είδη­ση με τίτλο «Απο­κα­λυ­πτή­ρια του Μνη­μεί­ου — Μπε­λο­γιάν­νη στο Βερο­λί­νο» όπου ανα­φέ­ρε­ται ότι έγι­ναν τα απο­κα­λυ­πτή­ρια του μνη­μεί­ου «του Έλλη­να πατριώ­τη και προ­λε­τα­ρια­κού αγω­νι­στή Νίκου Μπε­λο­γιάν­νη» παρου­σία αντι­προ­σω­πεί­ας του ΚΚΕ. Στην εκδή­λω­ση τοπο­θέ­τη­σης του ανδριά­ντα η διευ­θύ­ντρια της Σχο­λής Eva Altmann έκα­νε την ομι­λία, ενώ «στο όνο­μα της ελλη­νι­κής εργα­τι­κής τάξης» ο Καθη­γη­τής Πέτρος Κόκ­κα­λης ευχα­ρί­στη­σε τη Σχο­λή για την εκτί­μη­ση της προ­σφο­ράς του Μπε­λο­γιάν­νη για την απε­λευ­θέ­ρω­ση του Ελλη­νι­κού λαού».

Κάποιες μέρες μετά, στην εφη­με­ρί­δα Sonntag της 27ης Μαΐ­ου 1956, αρθρο­γρά­φος με αρχι­κά Κ.Η. θα σχο­λιά­σει για το μνημείο:

«Το μνη­μείο για τον Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη, τον Έλλη­να αγω­νι­στή της Ελευ­θε­ρί­ας, ένα μπρού­τζι­νο γλυ­πτό του René Graetz, απο­τε­λεί μια καλή και αισθη­σια­κή παρου­σία μέσα στο προ­αύ­λιο της Ανω­τέ­ρας Σχο­λής Οικο­νο­μι­κών στο Karlshorst . Εκα­το­ντά­δες φοι­τη­τές περ­νούν καθη­με­ρι­νά μπρο­στά από τον μπρού­τζι­νο ανδριά­ντα του αλύ­γι­στου, υπε­ρή­φα­νου ανθρώ­που, που θυσί­α­σε τη ζωή του για την ελευ­θε­ρία του λαού του.

Τα χέρια του είναι δεμέ­να, όμως η σφιγ­μέ­νη γρο­θιά του αρι­στε­ρού του χεριού συγκρα­τεί την τερά­στια ενέρ­γεια αυτού του αγω­νι­στή, που ξέρει ότι δεν είναι μόνος, ενώ η ανοι­χτή δεξιά παλά­μη του ετοι­μά­ζε­ται με βία και σιγου­ριά να εκδη­λώ­σει την αντί­στα­σή του ενά­ντια στους εχθρούς της ελευ­θε­ρί­ας, τους εχθρούς της ειρή­νης, τους εχθρούς της κοι­νω­νι­κής προ­ό­δου. Ο άνδρας στέ­κε­ται λίγο πριν την εκτέ­λε­σή του, με το δεξί του πόδι προ­τε­τα­μέ­νο, έχο­ντας συνεί­δη­ση των ορί­ων της δρά­σης του τη στιγ­μή αυτή, δεν προ­χω­ρεί πλέ­ον, παρα­μέ­νει αλυ­σο­δε­μέ­νος ακί­νη­τος, στέ­κε­ται με αισιο­δο­ξία πάνω στο έδα­φος που το μοι­ρά­ζε­ται με όλους τους ομοϊ­δε­ά­τες του στον κόσμο, οι οποί­οι θα συνε­χί­σουν τον αγώ­να του.

Ο René Graetz, σε ένα ώρι­μο και δυνα­τό έργο τέχνης, μορ­φο­ποί­η­σε αυτόν το μονα­χι­κό ήρωα του ελλη­νι­κού λαού, όπως αυτός τιμά­ται εδώ, σε ένα σύμ­βο­λο του αγώ­να για την ελευ­θε­ρία όλων των ανθρώ­πων και λαών που αγα­πούν την ειρή­νη, σε μια ζωντα­νή, πει­στι­κή και διαρ­κώς γόνι­μη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα».

Ο γλύπτης René Graetz

Ο René Graetz έχει μια περι­πε­τειώ­δη βιο­γρα­φία και ένα ιδιαί­τε­ρο στίγ­μα στην Τέχνη. Γεν­νή­θη­κε στις 2 Αυγού­στου 1908 στο Βερο­λί­νο τυχαία. Στο ταξί­δι εξο­ρί­ας του Ρώσου πατέ­ρα, τυπο­γρά­φος στο επάγ­γελ­μα και της Ιτα­λί­δας μητέ­ρας του. Τα νεα­νι­κά του χρό­νια τα πέρα­σε στη Γενεύη, όπου εκπαι­δεύ­τη­κε και αυτός ως τυπο­γρά­φος με ειδί­κευ­ση στη βαθυ­τυ­πία. Στην Ελβε­τία παρέ­μει­νε ως το 1929, χρο­νιά που κέρ­δι­σε το πρώ­το βρα­βείο της αγγλι­κής εφη­με­ρί­δας «Times», ως καλύ­τε­ρος τυπο­γρά­φος και στη συνέ­χεια μετοί­κη­σε στο Cape Town της Νότιας Αφρι­κής. Εκεί δού­λε­ψε ως μηχα­νι­κός σε μεγά­λη εκτυ­πω­τι­κή εται­ρεία στην ίδρυ­ση της οποί­ας συνέ­βα­λε. Εκεί έζη­σε και εργά­στη­κε στο επάγ­γελ­μά του έως το 1938. Στο διά­στη­μα αυτό άρχι­σε να δρα­στη­ριο­ποιεί­ται πολι­τι­κά, ως μέλος του εκεί συν­δι­κά­του τυπο­γρά­φων, ενώ το 1932 ξεκί­νη­σε τις σπου­δές του στη γλυ­πτι­κή, στη νεοϊ­δρυ­θεί­σα Σχο­λή Καλών Τεχνών. Το 1935 δημιουρ­γή­θη­καν τα πρώ­τα γλυ­πτά έργα του, ενώ είχε ήδη εγκα­τα­λεί­ψει, το μέχρι τότε επάγ­γελ­μά του. Το 1938, μετά από διώ­ξεις για την πολι­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα, θέλη­σε να επι­στρέ­ψει στην Ευρώ­πη. Αν και δεν τον συν­δέ­ει τίπο­τα με τη φασι­στι­κή Γερ­μα­νία, πήρε γερ­μα­νι­κό δια­βα­τή­ριο επει­δή γεν­νή­θη­κε στο Βερο­λί­νο. Επέ­στρε­ψε και εγκα­τα­στά­θη­κε αρχι­κά στο Παρί­σι, στη Ζυρί­χη για να κατα­λή­ξει το 1939 στο Λονδίνο.

Με το ξέσπα­σμα του Πολέ­μου εγκλεί­στη­κε, λόγω του γερ­μα­νι­κού δια­βα­τη­ρί­ου του, μαζί με εκα­το­ντά­δες άλλους γερ­μα­νούς που ζού­σαν στη Μ. Βρε­τα­νία, σε ένα ειδι­κό στρα­τό­πε­δο περιο­ρι­σμού στον Κανα­δά. Μέχρι τότε δεν είχε καμία σχέ­ση με τη Γερ­μα­νία ή τους Γερ­μα­νούς. Γλώσ­σες του ήταν η γαλ­λι­κή και τα αγγλι­κά. Εκεί ήρθε για πρώ­τη φορά σε επα­φή με Γερ­μα­νούς κομ­μου­νι­στές και αντι­φα­σί­στες, με άλλους καλ­λι­τέ­χνες, όπως οι Theo Balden, Heinz Worner, κ.ά. και εισχώ­ρη­σε στην παρά­νο­μη ομά­δα του Γερ­μα­νι­κού ΚΚ. Η περί­ο­δος αυτή τον δια­μόρ­φω­σε σε έναν στρα­τευ­μέ­νο καλ­λι­τέ­χνη με καθα­ρούς πολι­τι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς. Το 1941, μετά την από­λυ­ση όλων των αντι­φα­σι­στών κρα­τού­με­νων από το στρα­τό­πε­δο, επέ­στρε­ψε στο Λον­δί­νο όπου συμ­με­τεί­χε στον εκεί ενερ­γό σύν­δε­σμο Γερ­μα­νών καλ­λι­τε­χνών και δια­νο­ου­μέ­νων Freier Deutscher Kulturbund. Την επο­χή εκεί­νη γνώ­ρι­σε και τον Henry Moore, τον οποίο επι­σκε­πτό­ταν τακτι­κά στο ατε­λιέ του. Από το 1944 ήταν παντρε­μέ­νος με την Ιρλαν­δέ­ζα Elizabeth Shaw, γρα­φί­στρια και αργό­τε­ρα διά­ση­μη συγ­γρα­φέα παι­δι­κών βιβλί­ων στη ΛΔΓ. Μετά τον πόλε­μο, το 1946, εγκα­τα­στά­θη­κε μαζί με άλλους εξό­ρι­στους στο ανα­το­λι­κό τμή­μα της Γερ­μα­νί­ας, με σκο­πό τη σοσια­λι­στι­κή ανοι­κο­δό­μη­ση της χώρας.

Στο ευρύ­τε­ρο κοι­νό έγι­νε γνω­στός με τη συμ­με­το­χή του, στη δημιουρ­γία των μνη­μεί­ων του Buchenwald, το 1958, με τρία ανά­γλυ­φα στη­λών, και του Sachsenhausen, το 1959, με τη μεγα­λό­σω­μη ομά­δα γλυ­πτών με τίτλο “Απε­λευ­θέ­ρω­ση”. Ανά­με­σα στα έργα του είναι και ένα αγαλ­μα­τί­διο αφιε­ρω­μέ­νο στη Ρόζα Λού­ξε­μπουργκ (1973). Εκτός των διά­φο­ρων γλυ­πτών δημιούρ­γη­σε επί­σης πολ­λά έργα ζωγρα­φι­κής (ακουα­ρέ­λες) και κερα­μι­κής. Το 1973 τιμή­θη­κε με το Βρα­βείο Käthe-Kollwitz της Ακα­δη­μί­ας των Τεχνών και με το Αργυ­ρούν Πατριω­τι­κό Μετάλ­λιο Προ­σφο­ράς της ΛΔΓ, ενώ είχε επί­σης βρα­βευ­τεί, το 1959, για τη συμ­με­το­χή του στο Μνη­μείο του Buchenwald, με το Εθνι­κό Βρα­βείο της χώρας. Ο René Graetz πέθα­νε απροσ­δό­κη­τα στις 17 Σεπτεμ­βρί­ου 1974, στη μικρή κωμό­πο­λη του Graal-Müritz της Ostsee, κατά τη διάρ­κεια απο­θε­ρα­πευ­τι­κών διακοπών.

(Το κεί­με­νο πρω­το­δη­μο­σιεύ­τη­κε στο egnatiapost.gr. Έχει πλέ­ον δια­κό­ψει τη λει­τουρ­γία του)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο