Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Ξυλούρης: Η λεβέντικη και άδολη καρδιά της Κρήτης

Ο Νίκος Ξυλού­ρης γεν­νή­θη­κε στα Ανώ­γεια του Ρεθύ­μνου (7/7/1936) σε οικο­γέ­νεια με μου­σι­κή παρά­δο­ση και πολ­λούς λυρά­ρη­δες. Μικρός ήταν βοσκός. Παι­δί ακό­μη πάνω στα βου­νά, άρχι­σε να παί­ζει λύρα και να τρα­γου­δά. Την πρώ­τη του μάλι­στα λύρα την έφτια­ξε μόνος, με τα χέρια του.

Η καριέ­ρα του αρχί­ζει από τα 15 του χρό­νια. Μαζί με άλλους γύρι­ζε τα χωριά της Κρή­της, στους γάμους και στα πανη­γύ­ρια, στις ολο­νύ­χτιες γιορτές.

Πολύ γρή­γο­ρα και χάρη στην εντε­λώς ξεχω­ρι­στή ερμη­νεία του, ο Νίκος Ξυλού­ρης αγα­πή­θη­κε πολύ από τους συμπα­τριώ­τες του και ιδιαί­τε­ρα από τη νεο­λαία. Είχε γίνει ο πιο διά­ση­μος λυρά­ρης του νησιού. Σιγά σιγά άρχι­σε να γρά­φει δικά του τρα­γού­δια με στό­χο να κάνει την κρη­τι­κή μου­σι­κή ευρύ­τε­ρα γνω­στή. Έτσι έμει­νε γνω­στός και σαν συν­θέ­της. Από τα πιο γνω­στά τρα­γού­δια του εκεί­νης της επο­χής: «Ανυ­φα­ντού». «Καυ­γά­δες με το για­σε­μί», «Η τζα­να­μπέ­τισ­σα», «μηνάς μου πως θα μ’ αρνη­θείς», «Τον αντρειω­μέ­νο μην τον κλαις».

Ο Ν. Ξυλού­ρης το 1969 έρχε­ται στην Αθή­να. Για δύο χρό­νια έπαι­ζε σε διά­φο­ρα κρη­τι­κά κέντρα και περισ­σό­τε­ρο στο «κρη­τι­κό κονά­κι». Αρχι­σε σιγά σιγά να γίνε­ται γνω­στός στους καλ­λι­τε­χνι­κούς κύκλους. Η καθο­ρι­στι­κό­τε­ρη όμως στιγ­μή της καριέ­ρας του ήταν όταν ο Γ. Μαρ­κό­που­λος του ζήτη­σε να ερμη­νεύ­σει τον πρώ­το κύκλο τρα­γου­διών του, το «Χρο­νι­κό». Ακο­λου­θεί η ερμη­νεία των «Ριζί­τι­κων» που γνώ­ρι­σαν στο κοι­νό όλης της Ελλά­δας τα δυνα­μι­κά παρα­δο­σια­κά τρα­γού­δια της Κρή­της. Ακο­λου­θεί η «Ιθα­γέ­νεια» του Μαρ­κό­που­λου, που καθιε­ρώ­νει τον Ξυλού­ρη σαν έναν από τους καλύ­τε­ρους τρα­γου­δι­στές της επο­χής. Το 1973 ερμη­νεύ­ει το έργο του συν­θέ­τη «Θητεία».

Στη συνέ­χεια συνερ­γά­ζε­ται με τον Σταύ­ρο Ξαρ­χά­κο στο «Διό­νυ­σε, καλο­καί­ρι μας», με τον Χρι­στό­δου­λο Χάλα­ρη «Ακο­λου­θία» και με τον Χρή­στο Λεο­ντή στο «Καπνι­σμέ­νο τσου­κά­λι». Το 1976 συνερ­γά­ζε­ται με τον Ηλία Ανδριό­που­λο στο έργο του «Κύκλος Σεφέ­ρη». Το 1977 κυκλο­φο­ρεί το δικό του έργο με τίτλο τα «Ερω­τι­κά».

Στα τέλη του 1977 ο Ξυλού­ρης συνερ­γά­ζε­ται πάλι με τον Γιάν­νη Μαρ­κό­που­λο και ερμη­νεύ­ει το έργο του «Ελεύ­θε­ροι Πολιορ­κη­μέ­νοι» που βασί­στη­κε πάνω στο ομώ­νυ­μο ποι­η­τι­κό αρι­στούρ­γη­μα του Σολω­μού. Τον Ιού­νιο του 1978 παρου­σιά­ζει σε μου­σι­κή Λίνου Κόκο­του και ποί­η­ση Δημ. Χρι­στο­δού­λου τα «Αντι­πο­λε­μι­κά». Ένα έργο γεμά­το ανθρω­πιά, που κατα­φέρ­νει να ανα­νε­ώ­σει και να θεμε­λιώ­σει και πάλι το λυρι­σμό και την υψη­λή ποιό­τη­τα στο τρα­γού­δι – στόχο.

Στους πρώ­τους μήνες του 1979 δημιουρ­γεί – έχο­ντας ο ίδιος την ευθύ­νη της παρα­γω­γής – έναν εντε­λώς προ­σω­πι­κό δίσκο, τα «Ξυλου­ρέι­κα». Μια συλ­λο­γή εμπνευ­σμέ­νη  από την κρη­τι­κή μου­σι­κή παρά­δο­ση, που κλεί­νει μέσα της όλο το πάθος του για το κρη­τι­κό τραγούδι.

Το 1973 παίρ­νει για πρώ­τη φορά μέρος στο θέα­τρο με τον Κώστα Καζά­κο και την Τζέ­νη Καρέ­ζη στο «Μεγά­λο μας Τσίρ­κο μας» του Ιάκω­βου Καμπα­νέλ­λη. Αργό­τε­ρα βγαί­νει και ο ομώ­νυ­μος δίσκος.

Στις αρχές του 1976 ο Ξυλού­ρης τιμή­θη­κε με το βρα­βείο «Σαρλ Κρος» για την ερμη­νεία του στα «Ριζί­τι­κα». Βρα­βείο που απο­νέ­με­ται κάθε χρό­νο από την Ακα­δη­μία «Σαρλ Κρος» στην αξιο­λο­γό­τε­ρη ερμη­νεία στον τομέα της Διε­θνούς Λαϊ­κής Μουσικής.

Ο περή­φα­νος και ανυ­πό­τα­χτος χαρα­κτή­ρας του τον οδη­γεί να τρα­γου­δή­σει πρώ­τος στη δικτα­το­ρία το 1969, στις 2 τα μεσά­νυ­χτα, στη μπουάτ «Λήδρα» το αντι­στα­σια­κό κρη­τι­κό τρα­γού­δι «Πότε θα κάνει ξαστε­ριά, με απο­τέ­λε­σμα να «κοπεί» από τα μέσα ενη­μέ­ρω­σης. Ο Νοέμ­βρης του 1973 τον βρί­σκει κοντά στους αγω­νι­στές του Πολυ­τε­χνεί­ου, όπου τρα­γου­δά­ει μαζί τους αντι­δι­κτα­το­ρι­κά τραγούδια.

Με τη μετα­πο­λί­τευ­ση, το φθι­νό­πω­ρο του 1974 συμ­με­τέ­χει στη μεγά­λη συναυ­λία στο γήπε­δο του «Πανα­θη­ναϊ­κού» όπου εντυ­πω­σιά­ζει με τη φωνή του.

«Είναι η καλύ­τε­ρη φωνή που δια­θέ­του­με» είχε πει κάπο­τε ο Μαρ­κό­που­λος. Ο Νίκος Ξυλού­ρης διέ­θε­τε ένα σπά­νιο μου­σι­κό ένστι­κτο που του επέ­τρε­πε, χωρίς υπερ­βο­λή να προ­σαρ­μό­ζε­ται σε οποια­δή­πο­τε ερμη­νευ­τι­κή απαί­τη­ση. Είχε ειπω­θεί πως η φωνή του, γνή­σια ελλη­νι­κή, αντα­να­κλού­σε σε μου­σι­κή παρά­δο­ση 500 χρό­νων. Η ερμη­νεία του έκφρα­ζε με απλό­τη­τα όλο το μεγα­λείο, την περη­φά­νια και το ρομα­ντι­σμό της ελλη­νι­κής ψυχής.

Λίγες μέρες πριν προ­σβλη­θεί από την ανί­α­τη ασθέ­νεια ο Νίκος Ξυλού­ρης ηχο­γρά­φη­σε σε μου­σι­κή του νέου συν­θέ­τη Λου­κά Θάνου, σε ποί­η­ση Κ. Βάρ­να­λη και Κ. Καρυω­τά­κη, το έργο του το «Σάλ­πι­σμα».

Ο Νίκος Ξυλού­ρης πέθα­νε στις 8 Φεβρουα­ρί­ου 1980. Μετά το θάνα­τό του, ύστε­ρα από τετρά­χρο­νη καθυ­στέ­ρη­ση, κυκλο­φό­ρη­σε το «Σάλ­πι­σμα» H «Μπα­λά­ντα του κυρ Μένιου» θα ξεχω­ρί­σει με το δυνα­τό και προ­φη­τι­κό της μήνυ­μα. Το τρα­γού­δι που ακού­γε­ται στην απερ­για­κή περι­φρού­ρη­ση, στη δια­δή­λω­ση, στο δρό­μο όπου ο λαός υπε­ρα­σπί­ζε­ται τα δικαιώ­μα­τα και τις κατα­κτή­σεις του. Πάντα με τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο