Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νίκος Παπαδόπουλος: «Το δαιμόνιο»

Παρουσιάζει ο Ειρηναίος Μαράκης //

 Ο Νίκος Παπαδόπουλος είναι ο δημιουργός που παρουσιάζουμε σήμερα στο Ατέχνως. Είκοσι περίπου ετών, αναγνώρισε τον εαυτό του στην περιγραφή της στήλης των Νέων Δημιουργών (Είμαστε γραφιάδες(…), που έχουν (το) στίγμα, αλλά δεν είναι αναιμικοί κι άχρωμοι. Και δεν τους λείπουν τα ερυθρά αιμοσφαίρια) και με αυτή την αφορμή μας έστειλε ένα διήγημα του.

Όπως παρα­τη­ρεί σε σχε­τι­κό σημεί­ω­μα προς το περιο­δι­κό μας, δυσκο­λεύ­ε­ται στο να παρου­σιά­σει ένα βιο­γρα­φι­κό καθώς δεν γνω­ρί­ζει τι να γρά­ψει και τι ν’ αφή­σει απ’ έξω. «Κάποια πράγ­μα­τα, συνε­χί­ζει, δεν ενδια­φέ­ρουν, κάποια άλλα προ­κύ­πτουν στη συζή­τη­ση, ενώ τα πιο σοβα­ρά τα κρα­τά­με για τον εαυ­τό μας. Είμαι φοι­τη­τής νομι­κής πάντως, μένω στην Κομο­τη­νή, και γρά­φω μάλ­λον επει­δή δεν μπο­ρώ να κάνω αλλιώς- κι ύστε­ρα μοι­ρά­ζω τις ιστο­ρί­ες χέρι-χέρι, μέιλ-μέιλ, σε συγκε­κρι­μέ­νους ανθρώ­πους. Αλλά νομί­ζω δεν θα τους πει­ρά­ξει αν δουν και ένα κεί­με­νο στο Ατέ­χνως, για­τί κι αυτό είναι του ίδιου μήκους κλί­μα­τος μ’ εμάς».

Από την πλευ­ρά μας καλω­σο­ρί­ζου­με τον Νίκο Παπα­δό­που­λο, ευχα­ρι­στώ­ντας τον για την απο­στο­λή του διη­γή­μα­τος και να σημειώ­σου­με ότι το διή­γη­μα του (όπως και κάθε έργο που βασί­ζε­ται σε ειλι­κρι­νά αισθή­μα­τα για τον άνθρω­πο και την κοι­νω­νία) μπο­ρεί να πει πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από το οποιο­δή­πο­τε βιο­γρα­φι­κό. Και όπως θα δια­πι­στώ­σει ο καλο­προ­αί­ρε­τος ανα­γνώ­στης, στο σημε­ρι­νό διή­γη­μα αυτή η αγά­πη, η λαχτά­ρα για μια δια­φο­ρε­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι κάτι παρα­πά­νω από φανερή.

marakis9b

Το δαι­μό­νιο

Ένας άνθρω­πος δρα­πέ­τευ­σε. Αυτός είναι ο τίτλος. Ένας άνθρω­πος δρα­πέ­τευ­σε όταν κατά­λα­βε ότι οι τρύ­πες στον τοί­χο είναι από σφαί­ρες. Δεν χρειά­ζε­ται κανέ­νας υπό­τι­τλος. Αν δεν με πιστεύ­εις, βάλε τα δάχτυ­λά σου πάνω στις πλη­γές. Θα κατα­λά­βεις κι εσύ. Άπλω­σε το χέρι σου σ’ αυτόν τον άνθρω­πο, σφίξ­του την παλά­μη γερά, ώσπου να τρα­ντά­ξει η γη, για­τί αυτός ο άνθρω­πος δρα­πέ­τευ­σε, κάποιο βρά­δυ, κάποιες γενιές αφ’ ότου ο τοί­χος σημα­δεύ­τη­κε, και συνε­χί­ζει να δρα­πε­τεύ­ει κάθε φορά. Αυτός θα είναι ο τίτλος, και ό,τι λεί­πει, λείπει.

Λίγο πριν την κρί­σι­μη στιγ­μή, θα περ­νού­σε ξανά από το στο­μά­χι του εκεί­νο το ζεστό συναί­σθη­μα, όταν το δαι­μό­νιο στρι­φο­γύ­ρι­σε για πρώ­τη φορά μέσα του. Δεν είχε ιδέα αν μέχρι τότε κοι­μό­ταν και κάτι το ξύπνη­σε, ή αν εκεί­νη τη στιγ­μή χώθη­κε μέσα του από κάποιο αυτί. Παί­ζο­ντας κρυ­φτό με τα παι­διά της γει­το­νιάς, ξαφ­νι­κά πάγω­σε στη θέση του- κι ύστε­ρα, τον κατέ­κλυ­σε μία απί­θα­νη ζέστη, σαν να τον τρά­βη­ξαν στην επι­φά­νεια από ένα βαθύ ωκε­α­νό, και πάσχι­ζε να προ­σαρ­μο­στεί στον ήλιο και στο οξυ­γό­νο. Ανοι­γό­κλει­νε τα μάτια με περιέρ­γεια, και αντί­κρι­ζε τον κόσμο γύρω του με πρω­τό­γνω­ρο ενδια­φέ­ρον. Σαν υπνω­τι­σμέ­νος, βάδι­σε αργά προς το σπί­τι. Το δαι­μό­νιο στρι­φο­γύ­ρι­ζε και απαι­τού­σε να φάει. Κάθι­σε στο τρα­πέ­ζι, πήρε το μολύ­βι στα χέρια του και βάλ­θη­κε να γρά­φει. Και το δαι­μό­νιο δεν ησύ­χα­σε, παρά μόνο όταν γέμι­σε τέσ­σε­ρις σελί­δες με λέξεις, φρά­σεις, προ­τά­σεις- ήταν η πρώ­τη του ιστορία.

Φυσι­κά, το δαι­μό­νιο δεν στα­μά­τη­σε εκεί. Ζητού­σε συνέ­χεια τρο­φή, απαι­τού­σε νέες ιστο­ρί­ες κι εκεί­νος δεν μπο­ρού­σε να του αρνη­θεί. Δεν τολ­μού­σε να πει όχι, διό­τι το δαι­μό­νιο έβγα­ζε νύχια και ξέσκι­ζε τα σωθι­κά του. Αλλά δεν το έκα­νε με βαριά καρ­διά. Απο­λάμ­βα­νε τις λέξεις που ξεδί­πλω­ναν τις ιστο­ρί­ες στο χαρ­τί, περί­με­νε το καθη­με­ρι­νό σχε­δόν ραντε­βού. Και μόλις ένιω­θε τη ζεστή αίσθη­ση στην κοι­λιά, το γουρ­γού­ρι­σμα του δαι­μο­νί­ου, πρό­θυ­μα έπαιρ­νε το μολύ­βι και έστη­νε αλλό­κο­τες ιστο­ρί­ες, με παρά­ξε­νους πρω­τα­γω­νι­στές σε μυστή­ριους τόπους. Μόλις άφη­νε το μολύ­βι στο πλάι, ένιω­θε μια αίσθη­ση ολο­κλή­ρω­σης, την ίδια που κάποια χρό­νια αργό­τε­ρα θα του χάρι­ζε ένα κορί­τσι με μακριά μαύ­ρα μαλ­λιά και σκού­ρα μάτια.

Θα περ­νού­σε και­ρός από την πρώ­τη εκεί­νη ιστο­ρία, όταν συνει­δη­το­ποί­η­σε τη δύνα­μη που κου­βα­λά­νε οι λέξεις που χαρά­ζει στο χαρ­τί. Ήταν τότε που πρω­το­σχη­μά­τι­σε μια εικό­να για το τι πάει να πει δίκιο και αδι­κία, και απο­φά­σι­σε να πάρει θέση, πάντα με το μολύ­βι του. Έτσι, στις ιστο­ρί­ες του θριάμ­βευαν πάντο­τε οι απρό­σμε­νοι ήρω­ες, οι κατα­τρεγ­μέ­νοι, οι απρό­σω­ποι δού­λοι, οι φτω­χο­διά­βο­λοι και οι καλ­φά­δες, οι άνθρω­ποι που ξυπνά­νε το χάρα­μα να πάνε στη δου­λειά με το πρώ­το τρέ­νο, εκεί­νοι που σιω­πη­λοί χτί­ζου­νε τον κόσμο και στη ζωή είναι χαμέ­νοι. Με αίσθη­ση καθή­κο­ντος, παρά­ται­ρη ίσως για την ηλι­κία του, και με το δαι­μό­νιο να τον καθο­δη­γεί αθό­ρυ­βα, με την ωρι­μό­τη­τα που δια­κρί­νει κάθε συνε­πή γρα­φιά, τους μοί­ρα­ζε όπλα, σπα­θιά και ασπί­δες, τους μοί­ρα­ζε θάρ­ρος και κου­ρά­γιο, στρα­το­λο­γού­σε μαζι­κά και τους έστελ­νε να πολε­μή­σουν την αδικία.

Και το δαι­μό­νιο φού­σκω­νε, με κάθε μάχη και με κάθε νίκη, φού­σκω­νε από περη­φά­νεια και πάθος. Δεν χόρ­ται­νε πια με τις ιστο­ρί­ες, δεν του αρκού­σε η δύνα­μη του μολυ­βιού στο χαρ­τί, δεν ήθε­λε άλλη μια μικρή νίκη στα χαρ­τιά, κι έτσι, ένα βρά­δυ που εκεί­νος έτρε­με από το φόβο τον ορμή­νευ­σε. Και μπο­ρεί ο φόβος να μη νικιέ­ται, αλλά κατά­λα­βε τι του ζητού­σε το δαι­μό­νιο και για άλλη μια φορά, δεν τόλ­μη­σε να αντι­στα­θεί. Όταν απο­φά­σι­σε πως θα γινό­ταν ένας από τους ήρω­ες των ιστο­ριών του, δεν είχε πατή­σει ακό­μη τα είκο­σι. Δεν ήξε­ρε πώς γινό­ταν. Πέρα από τις μάχες με το χαρ­τί και το μολύ­βι, δεν είχε παλέ­ψει ποτέ.

Ξεκί­νη­σε φυσι­κά με το μόνο τρό­πο με τον οποίο γνώ­ρι­ζε. Μοί­ρα­ζε τις ιστο­ρί­ες του, χέρι με χέρι, πόρ­τα με πόρ­τα. Δεν είχε κατα­λά­βει πως η σπί­θα δε γεν­νιέ­ται σε όλους με τον ίδιο τρό­πο και πως, όσο κινη­μα­το­γρα­φι­κό και να είναι, μια ιστο­ρία δεν μπο­ρεί να αλλά­ξει τον κόσμο. Δεν μπο­ρεί, ούτε καν μια συνεί­δη­ση. Και το δαι­μό­νιο ούρ­λια­ζε, τον ξυπνού­σε τα βρά­δια και δάκρυ­ζε για την άνοι­ξη που δεν ερχό­ταν. Εκεί­νος άκου­γε το δαι­μό­νιο να τον συμ­βου­λεύ­ει, να ενώ­σει τα χέρια με εκεί­νους με τα σμπα­ρα­λια­σμέ­να σώμα­τα, εκεί­νους με τα σκα­σμέ­να από τις φωνές χεί­λη, εκεί­νους που στε­ρού­νται την ομορ­φιά, να βαδί­σει προς όλα τα αδιέ­ξο­δα, προς όλα τα ακο­νι­σμέ­να όνει­ρα, προς όλους τους μικρούς συμ­βι­βα­σμούς, με το κεφά­λι ψηλά και τα χέρια βρώ­μι­κα, όχι από τις βρω­μιές αλλά από το βρώ­μι­κο κόσμο που μας έχουν ρίξει.

Μερι­κές φορές δεν πεί­θε­σαι από λέξεις και ιδέ­ες. Μερι­κές φορές δεν πεί­θε­σαι από το δίκιο ή από κάθε άλλη έννοια. Μερι­κές φορές, μάλ­λον τις περισ­σό­τε­ρες, δεν πεί­θε­σαι από την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δεν πεί­θε­σαι από αυτά που βλέ­πεις με τα μάτια σου ή με αυτά που ακού­νε τα αυτιά σου. Εκεί­νος πεί­στη­κε όταν ψηλά­φη­σε με τα δάχτυ­λά του τις τρύ­πες στον τοί­χο, σαν να ακού­μπη­σε τις πλη­γές ολό­κλη­ρων γενιών που είχαν περά­σει και μέσα του ξύπνη­σε η συλ­λο­γι­κή μνή­μη. Και στη συλ­λο­γι­κή μνή­μη, εκεί που είναι γραμ­μέ­να όσα δεν γρά­φουν τα βιβλία της ιστο­ρί­ας, βρή­κε τα πει­στή­ρια που έψα­χνε. Στα αίτια που οδή­γη­σαν κάποιους σε άλλες επο­χές να αρνη­θούν στα θηρία να τρα­φούν από τις σάρ­κες τους, να απλώ­σουν τα χέρια και να ξεκολ­λή­σουν τις βδέλ­λες, επει­δή δεν ήθε­λαν να ζήσουν με λιγό­τε­ρο ήλιο, σε αυτά τα αίτια βρή­κε τις δικαιο­λο­γί­ες που έψα­χνε. Τότε απο­φά­σι­σε να βάλει τα αρχι­κά του δίπλα στα δικά τους, να ενώ­σει τη γρο­θιά του με τις γρο­θιές τους και τη σκιά του με τις δικές τους. Να κου­βα­λή­σει σε μία τσέ­πη διπλω­μέ­νες και τσα­λα­κω­μέ­νες τις ιστο­ρί­ες, να τις σπεί­ρει για να θερι­στούν όταν έρθει η ώρα, στα πέρα­τα του γνω­στού σ’ εμάς κόσμου.

Έτσι, σκυ­φτός στα γρα­φτά του, κάποιον Οχτώ­βρη, είχε πάψει να μιλά­ει για ασα­φείς έννοιες δικαί­ου και αδί­κου, και μιλού­σε με ονό­μα­τα γι’ αυτούς που παλεύ­ουν εκεί έξω, γι’ αυτούς που τους γνώ­ρι­σε σε βρο­χε­ρές και ματω­μέ­νες απερ­γί­ες, σε γεμά­τους δρό­μους, σε ορυ­χεία και δάση και χαλυ­βουρ­γί­ες και λιμά­νια και εργο­στά­σια και ναυ­πη­γεία. Προ­σπα­θού­σε να κατα­λά­βει πώς τόσες γενιές από αυτή την παρά­ξε­νη φυλή των άλμπα­τρος μεγά­λω­νε με σπα­σμέ­να φτε­ρά και δεν απαρ­νή­θη­κε ούτε μέρα ούτε νύχτα το ταξί­δι. Αυτό που έγι­νε και αυτό που θα γίνει. Και με κάθε σελί­δα που γέμι­ζε εικό­νες, δυνα­τές και σκλη­ρές, το δαι­μό­νιο γουρ­γού­ρι­ζε, απο­κα­μω­μέ­νο και ευτυχισμένο.

Έγρα­φε καθι­στός σ’ ένα μικρό ξύλι­νο τρα­πέ­ζι, και γύρω παντού χαρ­τιά γεμά­τα κεί­με­να και υπο­γραμ­μί­σεις και διορ­θώ­σεις και δια­γρα­φές. Λίγο πιο πέρα, μια καφε­τιέ­ρα μισο­ά­δεια και μια κού­πα αδεια­νή. Τα μαλ­λιά του ανα­κα­τε­μέ­να και τα μάτια κόκ­κι­να από την αγρυ­πνία, την έντα­ση και την σκό­νη. Αλλά έγρα­φε μανιω­δώς, όπως εκεί­νο το δει­λι­νό, που γύρι­σε στο σπί­τι θολω­μέ­νος από την πλα­τεία της γει­το­νιάς και γέμι­σε τέσ­σε­ρις σελί­δες. Από εκεί­νο το δει­λι­νό, είχαν περά­σει πια πάνω από τριά­ντα χρό­νια, που τα ένιω­θε σαν μια νύχτα. Και τώρα ξημέ­ρω­νε. Πάνω από τριά­ντα χρό­νια με το μολύ­βι πάντα στο χέρι, χει­μώ­να και καλο­καί­ρι, και το δαι­μό­νιο να πάλ­λε­ται, να πάλ­λε­ται, να φου­σκώ­νει και να τρα­ντά­ζε­ται. Τώρα πια τον είχε αφήσει.

Δεν ήταν σίγου­ρος πότε τον είχε αφή­σει. Το κατά­λα­βε μία Τετάρ­τη ξημέ­ρω­μα. Είχε σηκω­θεί να ξυρι­στεί, ήταν ημέ­ρα γενι­κής απερ­γί­ας και έξω μύρι­ζε ήδη μπα­ρού­τι. Είχε αφή­σει το κορί­τσι να κοι­μά­ται, και δεν την είχε ακού­σει να σηκώ­νε­ται και να περ­πα­τά αθό­ρυ­βα ως την πόρ­τα της τουα­λέ­τας. Μόλις κοί­τα­ξε το πρό­σω­πό του στον καθρέ­φτη, ευθεία στα μάτια, ήξε­ρε πλέ­ον πως το δαι­μό­νιο δεν ήταν εκεί. Αν οι άνθρω­ποι είχαν κατα­φέ­ρει να καλ­λιερ­γή­σουν την έβδο­μη αίσθη­σή τους, τότε θα είχε κατα­λά­βει τι έφται­γε: το σώμα του ανέ­δι­δε τη μυρω­διά της ελιάς, τη μυρω­διά του ετοι­μο­θά­να­του. Παρά την ανυ­παρ­ξία της έβδο­μης αίσθη­σης, το κορί­τσι το κατά­λα­βε, τον πλη­σί­α­σε και τον αγκά­λια­σε από πίσω, τον έσφι­ξε με όλη της τη δύνα­μη, θέλο­ντας να τον κρα­τή­σει στη γη, γνω­ρί­ζο­ντας με κάποιο ανε­ξή­γη­το τρό­πο πως στα­δια­κά ξεθώριαζε.

Ήταν η τελευ­ταία της αγκα­λιά. Στη γενι­κή απερ­γία συνε­λή­φθη. Όταν εκεί­νος γύρι­σε σπί­τι, χωρίς κορί­τσι και χωρίς δαι­μό­νιο, ένιω­σε άδειος. Κι ύστε­ρα κάτι μαγι­κό συνέ­βη. Από το άδειο του στο­μά­χι άρχι­σε να ανα­δί­δει καπνός, μαύ­ρος σκο­τει­νός καπνός, κι επει­δή δεν υπάρ­χει καπνός χωρίς φωτιά, μια σπί­θα έσκα­σε, και ήταν αρκε­τή για να πιά­σει ο ίδιος ολό­κλη­ρος φωτιά. Κι έτσι φλε­γό­με­νος και σιω­πη­λός και μόνος, έπια­σε το μολύβι(θα ‘ταν σίγου­ρα εκεί­νο το πρώ­το μολύ­βι) και άπλω­σε μπρο­στά του άδειες σελί­δες. Βάλ­θη­κε να γρά­φει, να σκορ­πά­ει τις φλό­γες μετα­μορ­φω­μέ­νες σε φρά­σεις, που δεν μιλού­σαν πλέ­ον για ανθρώ­πους, αλλά περιέ­γρα­φαν τον νέο κόσμο, που γεν­νιέ­ται για να κατα­πιεί τον παλιό, περιέ­γρα­φε πως οι χτί­στες αυτού του κόσμου θα πάρουν τα σφυ­ριά και τα καλέ­μια και θα σφυ­ρο­κο­πή­σουν μόνοι τους το αύριο, περή­φα­νοι και θριαμ­βευ­τές. Από μεση­μέ­ρι έφτα­σε βρά­δυ και ύστε­ρα ξημέ­ρω­σε και ξανα­ξη­μέ­ρω­σε και αυτό επα­να­λή­φθη­κε ξανά και ξανά και αυτός συνέ­χι­σε ακά­θε­κτος, και όσο μετέ­φε­ρε τις λέξεις στο χαρ­τί, τόσο ξεθώ­ρια­ζε αυτός και τόσο φού­ντω­ναν οι φλό­γες, και όσο φού­ντω­ναν οι φλό­γες, θυμή­θη­κε ξανά εκεί­νο το παρά­ξε­νο συναί­σθη­μα, την απί­θα­νη ζέστη στην κοιλιά.

Όταν έσπα­σαν την πόρ­τα και εισέ­βα­λαν στο δια­μέ­ρι­σμα οι ένο­πλοι φύλα­κες της ησυ­χί­ας, ήταν άδειο. Όλο το πάτω­μα γεμά­το χαρ­τιά, που τα ανα­πο­δο­γύ­ρι­ζε ο αέρας από το ορθά­νοι­χτο παρά­θυ­ρο. Δύο ένο­πλοι φύλα­κες κοί­τα­ξαν έξω από το παρά­θυ­ρο, δεν τον είδαν που­θε­νά και πίστε­ψαν πραγ­μα­τι­κά ότι είχε ξεφύ­γει. Και πράγ­μα­τι, από εκεί­νη την ημέ­ρα, συνε­χί­ζο­νται οι έρευ­νες για να τον συλ­λά­βουν και απ’ όσο γνω­ρί­ζω δεν έχουν σημειώ­σει καμία ουσια­στι­κή πρό­ο­δο, παρ’ ότι κατά και­ρούς μάθαι­ναν για την επα­να­στα­τι­κή του δρα­στη­ριό­τη­τα εδώ κι εκεί, σε κάθε μέρος όπου άνθρω­ποι κατα­πιέ­ζο­νταν, όπου άνθρω­ποι αδι­κού­νταν, εκεί που δεν υπάρ­χουν δου­λειές ούτε σπί­τια ούτε ειρή­νη ούτε ασφά­λεια. Δεν τον βρή­καν πουθενά.

Μόνο που, απ’ όπου και να λέγα­νε ότι είχε περά­σει, υπήρ­χε μια αμυ­δρή μυρω­διά καμ­μέ­νης σάρ­κας και ελιάς. Όσο και να ρωτού­σαν τους κατοί­κους τι είχε συμ­βεί, εκεί­νοι σιω­πού­σαν. Ακό­μη και τα παι­διά. Και όταν οι ένο­πλοι φύλα­κες της ησυ­χί­ας έφευ­γαν, εκεί­νοι παρέ­με­ναν σιω­πη­λοί. Έμπαι­ναν στα φτω­χι­κά τους σπί­τια και κοι­τά­ζο­νταν με μάτια που γυά­λι­ζαν και χεί­λη σφιγ­μέ­να αποφασιστικά.

Τις επό­με­νες μέρες, τα σφυ­ριά χτυ­πού­σαν το αμό­νι με αλύ­γι­στη δύνα­μη, τα δρε­πά­νια θέρι­ζαν τα σπαρ­τά. Και ο ήλιος ανέ­τει­λε όπως δεν είχε ανα­τεί­λει ποτέ ξανά σ’ αυτή τη γωνιά της γης.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο