Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Να ’σουν εσύ το εφτάζυμο κι εγώ η πυρά του φούρνου

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

«Εδώ οι ποι­η­τές μιλούν με τον και­ρό  και μ‘ ένα πικρα­μύ­γδα­λο στη χού­φτα ξορ­κί­ζουν τον θάνα­το.  Οι ποι­η­τές, το ξέρεις, δεν φεύ­γουν ποτέ, ανε­βαί­νουν ψηλά, συλ­λα­βί­ζουν πάντα  στη μέσα ραφή της ψυχής την αγά­πη, δια­βά­ζουν τη βρο­χή στο φως και ανά­βουν τα και­νού­ρια άστρα με την αφή, να φέγ­γει αύριο, το μέλ­λον τριαντάφυλλα.
Τρια­ντά­φυλ­λα Ζωή μου, τρια­ντά­φυλ­λα, οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα…» , ανα­γνω­ρί­ζεις τη φωνή κι απλώ­νεις το χέρι, με μια ραγι­σμέ­νη ανα­τρι­χί­λα ζητάς να σε κρα­τή­σει, πριν η ανώ­νυ­μη οδύ­νη του έρω­τα γυρέ­ψει πρό­σω­πο, πριν απο­κτή­σει ο πόθος σάρ­κα και οστά.

Τελι­κά είσαι ασυγ­χώ­ρη­τη και αδιόρ­θω­τη. Η ησυ­χία προ­στα­τεύ­ει τις σκέ­ψεις σου, μα όχι για πολύ. Αφή­νεις την πολύ­χρω­μη, ψηφι­δω­τή μνή­μη στο κατα­φύ­γιο στο Στρο­βί­λι και κατε­βαί­νεις να συνα­ντη­θείς με την σημε­ρι­νή ζωή. Τα χωριά, όλα και τα δεκα­ο­κτώ, τού­τη την ώρα νωχε­λι­κά πνιγ­μέ­να στο χρυ­σο­κόκ­κι­νο φως της δύσης έχουν άλλη ομορφιά.

Οροπέδιο Λασιθίου ©Claude Dervenn

Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου ©Claude Dervenn

Μια μενε­ξε­δέ­νια ανταύ­γεια του ήλιου φεύ­γει προς του Κλώ­ρου. Τίπο­τα δεν είναι όπως παλιά, μα και τίπο­τα δεν έχει αλλά­ξει. Οι ασβε­στω­μέ­νες αυλές μυρί­ζουν βασι­λι­κό και άγριες βιό­λες. Οι παλιές γει­το­νιές, γωνιές ενός παρα­δεί­σου και όχι της μνή­μης είναι ακό­μη εδώ. Με τη φαντα­σία αγιο­γρα­φείς έναν άγγε­λο ή έναν έρω­τα, δεν μπο­ρείς να ξεχωρίσεις.

Ξεχω­ρί­ζεις όμως τους ήχους της λύρας. Έχουν χαρές στην Κου­δου­μα­λιά, στη γει­το­νιά με τις αντρι­κο­κιές. Την αντρι­κο­κιά με τα πολ­λά αγκά­θια και τους μικρο­σκο­πι­κούς κόκ­κι­νους καρ­πούς που είναι βότα­νο για την καρ­διά, λένε οι ντό­πιοι κου­δού­μα­λο. Από αυτό πήρε το όνο­μά του το χωριό, επει­δή είχε πολ­λές στην περιο­χή που είναι χτισμένο.

Μια μέλισ­σα γυρο­φέρ­νει το δεντρου­λά­κι στην αυλή του γαμπρού, έτοι­μη να τρυ­γή­σει τον ανθό. Καλό σημά­δι, γού­ρι και τύχη. Μπο­ρεί να είναι σε μια βδο­μά­δα ο γάμος, μα το γλέ­ντι έχει ήδη αρχί­σει, από προ­χτές χορεύ­ουν. Στο Λασί­θι, τού­τες οι χαρές κρα­τούν μέρες. Στα­μα­τάς να χαι­ρε­τή­σεις, να ευχη­θείς από καρ­διάς. Δυο που­λιά, δυο περι­στέ­ρια σου δεί­χνουν το δικό σου προ­ο­ρι­σμό, το δρό­μο για το πατρι­κό της νύφης.

Η μυρω­διά από το ανα­πια­σμέ­νο εφτά­ζυ­μο, στο φεστό­νι πάνω στο κεντη­τό τρα­πε­ζο­μά­ντη­λο που σκε­πά­ζει την ξύλι­νη σκά­φη, σου υπεν­θυ­μί­ζει πως δεν είναι στέρ­φα η μνή­μη σου. Σηκώ­νεις τα μανί­κια ψηλά, ως τον αγκώ­να. Ετοι­μά­ζε­σαι, θέλεις να συμ­με­τέ­χεις σε τού­τη τη μυστα­γω­γία. Μασάς πρώ­τα το δαφ­νό­φυλ­λο και ύστε­ρα τη μαστί­χα. Προ­σκυ­νάς το μαυ­ρο­μά­νι­κο. Σαπου­νί­ζεις τα χέρια στην πελε­κη­τή γούρ­να, στην εμπα­σιά του φουρ­νό­σπι­του. Παίρ­νεις μια σβη­στή καρ­βου­νί­δα σημα­δεύ­εις την άκρη του ζερ­βού φρυ­διού, για το φταρμό.

Η λέξη εφτά­ζυ­μο παρα­πέ­μπει σε εφτά φορές ζυμω­μέ­νο ψωμί, είναι όμως παρα­φθο­ρά. Ψωμί που καλύ­πτε­ται από μυστή­ρια και δοξα­σί­ες, αυτό­ζυ­μο, διό­τι η ζύμω­ση του προ­κύ­πτει μέσα από τα ίδια υλι­κά που το απο­τε­λούν. Θα το ζυμώ­σουν όμως εφτά φορές τού­το το ψωμί για ν’ αφρα­τέ­ψει, σ’ εφτά χωριά θα μοσκο­μυ­ρί­σει και θα φτά­σει η φήμη του. Στο πρώ­το ζύμω­μα θα πάει ο κου­νε­νός ομοιό­μορ­φα σε όλο το αλεύ­ρι για να γίνει όλο ένα ανε­βα­σμέ­νο ζυμά­ρι. Θ’ ακο­λου­θή­σει το πρώ­το και το δεύ­τε­ρο γρό­θυ­σμα πριν φέρουν τέταρ­τη και πέμ­πτη φορά τα πάνω κάτω στη σκά­φη πότε από τ’ αρι­στε­ρά προς τα δεξιά και πότε αντί­στρο­φα. Στην έκτη φορά θα κανα­κέ­ψουν και θα παι­νέ­ψουν τη ζύμη και τη νύφη, θα την αφή­σουν να ξεκου­ρα­στεί και στον έβδο­μο γύρο θ’ αρχί­σει το γλυ­κο­ζύ­μω­μα μα τα χέρια βου­τηγ­μέ­να σε αραιό νερόμελο.

Να ’σουν εσύ το εφτάζυμο κι εγώ η πυρά του φούρνου

Ξέρεις από τη για­γιά και τη μάν­να σου, πως ματιά­ζε­ται εύκο­λα, «σαν τσι αμά­λα­γες κορα­σο­πού­λες όντε τως (ε)παντήχνει πρώ­τη φορά σμι­χτο­φρύ­δης ντε­λι­κα­νής στο τρί­στρα­το».

Το εφτά­ζυ­μο φου­σκώ­νει με την καλή κου­βέ­ντα και τη μαντι­νά­δα, είναι η ζύμη που όσο πιο πολύ ζυμώ­νε­ται, τόσο πιο πολ­λά μυστι­κά μολο­γά, το ψωμί που του αρέ­σουν τα κρυ­φά και τα κρυμ­μέ­να κι έχει χούι να θέλει το άγγιγ­μα μόνο από τα χέρια των γυναι­κών, γι’ αυτό οι ζυμώ­τρες συνη­θί­ζουν να διώ­χνουν τους άντρες από αυτή την καθα­ρά γυναι­κεία υπόθεση.

«Να ’σουν εσύ το εφτά­ζυ­μο κι εγώ η πυρά του φούρ­νου…» , αρχί­ζει τη μαντι­νά­δα πει­ρα­χτι­κά, ο γέρο Καρό­φυλ­λος από το απέ­να­ντι μπαλ­κό­νι με τις γαρυ­φαλ­λιές κι ύστε­ρα δηλώ­νει πως κατέ­χει «πια καλά παρά τσι νοι­κο­κε­ρά­δες όλα τα μυστι­κά του εφτά­ζυ­μου, από την ώρα που αλέ­θουν τα ροβύ­θια και τα κάνου­νε σκό­νη για να πιά­σου­νε αντίς προ­ζύ­μι τον κου­νε­νό μέσα στο πήλι­νο κου­ρού­πι με ζεστό νερό και χοντρό αλά­τσι, ίσα­με τη στιγ­μή που ρίχνου­νε το άσπρο στα­ρέ­νιο αλεύ­ρι ανε­κα­τε­ρό με το μιγά­δι στην ξύλι­νη σκά­φη με το δαφ­νό­νε­ρο και ύστε­ρα στο ζύμω­μα να συμπλη­ρώ­νουν τα μυρω­δι­κά, κου­κι­στή την κανέ­λα, το κύμι­νο, το πιπέ­ρι και το σακί­ζι, πρά­μα άλλο.»Χαρούλα Βερίγου - Haroula Verigou Να ’σουν εσύ το εφτάζυμο κι εγώ η πυρά του φούρνου

Θαρ­ρείς τα υπεν­θυ­μί­ζει από φόβο μην ξεχά­σουν κάτι οι γυναίκες.

«Κοπε­λιά, εγώ ’μια δικο­λο­γιά τση νύφης, αφρου­κάσ­σου ένα μυστι­κό απού κατέ­χω απού τη λαλά μου, παλιά μαστό­ρισ­σα του φτά­ζυ­μου» , σου απευ­θύ­νει τον λόγο, «να μην αφή­νε­τε τη σκά­φη να μαρ­γώ­νει κι όντε δα πλά­θε­τε να βάνεις τα χέρια σου πρώ­τα στο ζαχα­ρό­νε­ρο κι απί­τις στη ζύμη κι ανέ κολ­λά να ρίχνεις μια­ο­λιά λάδι, το λάδι φοβά­ται ο Διά­ο­λος κι ετσά δα σας αφή­σει ήσυ­χες να ξετε­λέ­ψε­τε τη δου­λειά σας. Και το σησά­μι, πολύ το άσπρο και τζί­γκου τζί­γκου το μαύ­ρο, μαζί πάνε για­τί κια­μιά ζωή ζάβα­λε ως κι ανέ τήνε ξετρέ­ξεις δεν έχει μόνο χαρές…»

Θα μεί­νεις και μετά το πλά­σι­μο έως ότου φου­σκώ­σουν τα ψωμιά και στη συνέ­χεια παρα­δο­θούν με εμπι­στο­σύ­νη στον πυρω­μέ­νο φούρ­νο που μυρί­ζει θρύ­μπα και αλαδανιά.

Μια παρά­ξε­νη συγκί­νη­ση σε κυριεύ­ει. Η ψυχή οσμί­ζε­ται κι άλλα. Ζεις τις στιγ­μές. Βυθί­ζεις το βλέμ­μα στο μισο­φω­τι­σμέ­νο σοκά­κι. Ένα βλε­φά­ρι­σμα μόνο και το σπα­σμέ­νο σου φτε­ρό πετα­ρί­ζει. Το μετα­ξω­τό φου­στά­νι στέ­νε­ψε πολύ, σε σφίγ­γει στο στή­θος. Πνί­γε­σαι, ανοί­γεις τα φιλ­ντι­σέ­νια κου­μπιά, όλα. Ρίχνεις μια χού­φτα νερό στο πρό­σω­πο. Τρέ­χει στο λαι­μό σου, μα δεν σβή­νει τη δίψα. Μυρί­ζει ο τόπος για­σε­μί. Γυμνά­ζεις το πνεύ­μα, νομί­ζεις… Το σώμα είναι σώμα, κατά­λυ­σέ το, να μην βρει ο Χάρος να πάρει. Λαχτα­ράς, ακόμη…

«Ότι δεν έχω πεθυ­μώ κι ότι έχω δε μού φτά­νει, εκειά που θέλω δε μπο­ρώ κι όπου μπο­ρώ δεν κάνει.»


Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα Μάης του 2020


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου

H Χαρού­λα Βερί­γου [Ζωή Δικταί­ου] γεν­νή­θη­κε στην Κρή­τη. Οι ρίζες της είναι στο Ορο­πέ­διο Λασι­θί­ου. Στο Τζερ­μιά­δο μεγά­λω­σε, εκεί έμα­θε και τα πρώ­τα γράμ­μα­τα. Δεν έγι­νε δασκά­λα όπως ονει­ρευό­ταν όταν ήταν παι­δί. Την κέρ­δι­σε η Του­ρι­στι­κή Εκπαί­δευ­ση. Ζει και εργά­ζε­ται στην Κέρκυρα.
Μένει στα­θε­ρά αφο­σιω­μέ­νη στην οικο­γέ­νεια. Είναι παντρε­μέ­νη και τιμούν τη ζωή της δύο παι­διά. Κατα­θέ­τει την ευγνω­μο­σύ­νη της στο φως και στο ταξί­δι του, αυτό που δικαιώ­νει την αιω­νιό­τη­τα, για να δικαιω­θεί ταπει­νά στη σιω­πή και αθό­ρυ­βα στο καθα­ρό βλέμ­μα θυμί­ζο­ντας την αλμύ­ρα, την πιο αρχαία γεύ­ση ζωής στο δάκρυ.
Πιστεύ­ει στην αγά­πη. Συνη­θί­ζει να κλεί­νει τα μάτια και να ταξιδεύει.
Την γοη­τεύ­ουν φεγ­γά­ρια, για­σε­μιά, κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, όσο και τα ξεφτι­σμέ­να απο­κόμ­μα­τα από τις δαντέ­λες του παλιού και­ρού. Η Αγά­πη αντέ­χει το ρίσκο στ’ ανοι­κτά και τινά­ζει το χνού­δι της λήθης στη βρο­χή. Της αρέ­σει η βρο­χή. Προ­τι­μά τη μωβ ομπρέ­λα, μα έχει πάντα και μια κόκ­κι­νη, για να μπο­ρεί να πλη­γώ­νει τις άφεγ­γες νύχτες το σκοτάδι.
Την πολε­μούν οι λέξεις. Γίνο­νται όχη­μα μαγεί­ας, γι’ αυτό και δεν ανα­ρω­τιέ­ται πια «για­τί γρά­φω;» Όπως ανα­πνέ­ει, μιλά­ει, ονει­ρεύ­ε­ται, συμ­φι­λιώ­νε­ται με τη ζωή και τον θάνα­το μαγι­κά, έτσι και η ανά­γκη της να γρά­φει. Ακου­μπά στο παρελ­θόν, όμως η λέξη που την καθο­ρί­ζει είναι το «Αύριο»…
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο