Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Να ‘χα, να ‘χα, να ‘χα τη γειτόνισσα τη βλάχα»

Γρά­φει ο Χρή­στος Α. Τού­μπου­ρος //

Ανα­κοι­νώ­θη­κε επί­ση­μα και έτσι είναι. «Ένα από τα θύμα­τα του κορω­νοϊ­ού θα είναι φέτος το καλο­καί­ρι, οι συναυ­λί­ες και τα πανη­γύ­ρια… Ειδι­κά τα πανη­γύ­ρια θα απο­τε­λέ­σουν ανά­μνη­ση και θα μετα­φερ­θούν για το επό­με­νο καλο­καί­ρι». Πανη­γύ­ρια γιοκ. Τέλος για φέτος. Ας περι­μέ­νου­με «του χρό­νου να είμα­στε καλά». Ανά­γκη όμως είναι να ξέρου­με ή μάλ­λον να συνει­δη­το­ποι­ή­σου­με πως τα γιορ­τά­σια και τα πανη­γύ­ρια μας, τα έθι­μά μας, το Ηπει­ρώ­τι­κο ήθος και η ιστο­ρία μας, οι θρύ­λοι και οι παρα­δό­σεις, απο­τε­λούν την αλη­θι­νή άμυ­να του πολι­τι­σμού μας. Αυτά όλα συν­θέ­τουν ένα ύψι­στο ηθι­κό χρέ­ος να δια­φυ­λάτ­του­με και να κρα­τού­με ανό­θευ­το τον τοπι­κό μας πολι­τι­σμό. Αυτός προσ­δί­δει στην προ­σω­πι­κή μας ταυ­τό­τη­τα, τα ιδιαί­τε­ρα χαρα­κτη­ρι­στι­κά που μας ξεχω­ρί­ζουν ως άτο­μα, ως Ηπει­ρώ­τες και ως Έλλη­νες. Για να μην πέσου­με στη λούμπρ’ της μαζο­ποι­η­μέ­νης παγκο­σμιο­ποί­η­σης. Για­τί τότε, αν δεν βυθι­στού­με, δεν μας ξεπλέ­νει ούτε ο Άρα­χθος κατεβασμένος…

Στα Τζου­μέρ­κα λοι­πόν κάθε καλο­καί­ρι «ακμά­ζουν» τα πανη­γύ­ρια. Και είναι αλή­θεια πως άλλα γίνο­νται «μνη­μο­νι­κά ξωκλή­σια», αφού σ’ αυτά ‑με χορό και με τρα­γού­δι- απο­τυ­πώ­νο­νται ο καη­μός, η ψυχή, τα βάσα­να, η φτώ­χεια, ο αγώ­νας, η προ­κο­πή, οι σχέ­σεις, οι χαρές και οι λύπες… Κι όλα αυτά συνυ­πάρ­χουν μαζί με την ηπει­ρώ­τι­κη ψυχή και συμ­φύ­ρο­νται σε μια μαγι­κή σκη­νή με πρω­τα­γω­νι­στές όλους και μάγους τους μου­σι­κούς μας, που απλό­χε­ρα, όλο το βρά­δυ μας κερ­νούν τη μου­σι­κή τους, φωτί­ζο­ντας κάθε κρυ­φή κι αθέ­α­τη γωνιά της παρα­δο­σια­κής ηπει­ρώ­τι­κης παν­δαι­σί­ας. Χίλιων λογιών μου­σι­κές, χίλιων εικό­νων πινελιές.

Ποια πανη­γύ­ρια; Αυτά είναι σουρ­γού­νια. Το έργο γνω­στό και επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο στα περισ­σό­τε­ρα μέρη της Ελλά­δας. Ξεκι­νά­με από τη σύν­θε­ση της ορχή­στρας. Το πολύ­πα­θο κλα­ρί­νο, η ηλε­κτρι­κή κιθά­ρα, το αρμό­νιο και το ντραμς. «Ήχος παρα­λια­κού μπου­ζου­κο­μά­γα­ζου ή τρι­το­κλα­σά­του σκυ­λά­δι­κου». Το βιο­λί το έχουν ξωπε­τά­ξει ‑χρό­νια τώρα- ο ήχος του αντι­κα­τα­στά­θη­κε από το νια­ού­ρι­σμα του αρμό­νιου, το λαού­το «πάει καλιά του» και το ντέ­φι μετα­νά­στευ­σε. Το δημο­τι­κό τρα­γού­δι εκτε­λέ­στη­κε στην κυριο­λε­ξία στα έξι μέτρα από τους “αοι­δούς” ‑τρο­μά­ρα τους- με τα λαμέ που­κά­μι­σα και τα μυτε­ρά παπού­τσια. Το κλα­ρί­νο σκού­ζο­ντας από τα μαρ­τύ­ρια που περ­νά­ει στα χέρια του κλα­ρι­νί­στα, «προ­γκού­σε ακό­μη και τους ασβούς».

Σαλα­μέ­ντρες, κου­ρού­νες και κορά­κια, γκου­στέ­ρες και αγριο­γού­ρου­να «παρα­σό­λι­σαν» κυριο­λε­κτι­κά. Κάπο­τε βαρού­σα­με τα τενε­κέ­δια για να φύγουν οι ασβοί. Τώρα δεν χρειά­ζε­ται. Μερί­μνη­σε η ορχή­στρα. Τι ο κόκο­ρας από τη Σαμ­ψού­ντα, τι το ντι­πι­τά­ει, που ακού­γε­ται καμιά χιλιά­δα τη βρα­διά, τι το μωρό, όλα αυτά συν­θέ­τουν μια «μου­σι­κή παν­δαι­σία» που παρο­μοιά­ζο­ντάς την δεν ταυ­τί­ζε­ται ούτε με μια γαυ­γι­στί συναυ­λία. «Να ‘χα, να ‘χα, να ‘χα τη γει­τό­νισ­σα τη βλά­χα». Το έχω πει και το έχω γρά­ψει και δεν θα βαρε­θώ να το επα­να­λαμ­βά­νω: «Το ηπει­ρώ­τι­κο πανη­γύ­ρι. Η ηπει­ρώ­τι­κη παρά­δο­ση. Αλη­θι­νά κακο­ποι­η­μέ­νες λέξεις…

Αυτά όλα είναι εκτε­λε­στι­κά όργα­να της παρά­δο­σης. Ούτε νέα πολι­τι­σμι­κά στοι­χεία είναι ούτε του­λά­χι­στον υπο­φερ­τά. Το σκού­ξι­μο και το γρα­τσού­νι­σμα, το άσμα του τύπου «μ’ αγα­πάς ή τζά­μπα πίνω», που ακού­γε­ται κατά κόρον όλη τη βρα­διά απο­διώ­χνουν την παρά­δο­ση και εξευ­τε­λί­ζουν κάθε πολι­τι­στι­κή έννοια. Πλή­ρης η παρακ­μή. Αλη­θι­νή η δολοφονία.

Αμήν, αμήν, μάλ­λον αμάν. Μακά­ρι ο κορω­νο­ϊ­ός να μας βάλει μυα­λό και κατα­νο­ή­σου­με τι εστί παρά­δο­ση, πανη­γύ­ρι και λαϊ­κός πολι­τι­σμός. Έχου­με μέχρι του χρό­νου και­ρό να σκε­φτού­με, να απο­δε­χτού­με και να προ­ε­τοι­μα­στού­με. Καλά πανη­γύ­ρια, λοι­πόν, όπο­τε κι αν γίνουν.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο