Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ — ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Σηκώ­νο­μαι
εγώ,
γυναί­κα σαντινίστα,
που απαρ­νή­θη­κα την τάξη μου,
γεν­νη­μέ­νη μεσ’ σε που­που­λέ­νια μαξιλάρια
και λαμπε­ρές επαύλεις
έκπλη­κτη στα 20 μου χρόνια
από μια πραγματικότητα
ξένη με τα φορέ­μα­τά μου από τού­λια και πούλια,
στραμ­μέ­νη στην ιδε­ο­λο­γία των δίχως ψωμί και γη,
μελαγ­χρι­νοί στοι­βα­χτές του πλούτου
άντρες και γυναί­κες δίχως άλλο βιός απ’ τη δύνα­μή τους
και τις από­το­μες κινή­σεις τους»

Με τους παρα­πά­νω στί­χους ξεκι­νά­ει το ποί­η­μα Τρα­γου­δώ την και­νούρ­για επο­χή της Νικα­ρα­γουα­νής Γιο­κό­ντα Μπέ­λι εμπνευ­σμέ­νο από την επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας του 1979. Η Μπέ­λι ήταν παι­δί ευκα­τά­στα­της οικο­γέ­νειας που απο­φά­σι­σε να πάει με τον επα­να­στα­τη­μέ­νο λαό και το παρα­πά­νω από­σπα­σμα, όπως και όλο το ποί­η­μα, εκφρά­ζει την από­φα­ση αυτή. Μετά την Επα­νά­στα­ση του 1979 η Μπέ­λι ήταν υπεύ­θυ­νη για το πολι­τι­στι­κό πρό­γραμ­μα της τηλε­ό­ρα­σης καθώς και της διεύ­θυν­σης της εφη­με­ρί­δας «Barricada» (Οδό­φραγ­μα). Η ποι­η­τι­κή της συλ­λο­γή Linea de Fuego (Γραμ­μή Πυρός) κέρ­δι­σε το 1979 το βρα­βείο Casa de las Americas (Κού­βα) καθιε­ρώ­νο­ντάς την στη σύγ­χρο­νη λατι­νο­α­με­ρι­κα­νι­κή ποί­η­ση. Ευρύ­τε­ρα γνω­στή έγι­νε όμως, με το πρώ­το της μυθι­στό­ρη­μα Η γυναί­κα φωλιά (εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Επο­χή»), γραμ­μέ­νο το 1988. Δηλα­δή χρό­νια μετά την Επα­νά­στα­ση, αλλά ανα­φέ­ρε­ται στην επο­χή εκεί­νη ξεκι­νώ­ντας από τα προ­ε­πα­να­στα­τι­κά χρό­νια με το σκλη­ρό παρά­νο­μο αγώ­να. Παρα­κά­τω θα επα­νέρ­θου­με στο μυθι­στό­ρη­μα. Στο μεγά­λο της ποί­η­μα Τρα­γου­δώ την και­νούρ­για επο­χή η ποι­ή­τρια εκφρά­ζει την εσω­τε­ρι­κή της πορεία από το βόλε­μα της τάξης της μέχρι το πέρα­σμά της στον ένο­πλο αγώ­να των Σαντινίστας:

Σηκώ­νο­μαι πάνω απ’ το κάμα­το της δουλειάς,
μαζί με κεί­νους που ποτέ δεν πεθαίνουν,
πορεύ­ο­μαι στην κορ­φή του βουνού
απο­γυ­μνώ­νο­ντας το επί­θε­το και τ’ όνο­μά μου,
εγκα­τα­λεί­πο­ντάς το μεσ’ τους αγριόθαμνους,
για ν’ αντι­κρύ­σω τον απέ­ρα­ντο ορίζοντα
της βρο­ντό­λα­λης αυγής των εργατών,
που ανοί­γουν δρόμους
με τσά­πες, ματσέ­τες και φτυάρια,
που άφη­σαν πίσω τους να συντριβούν,
κι οι γυναί­κες με τις καλα­μπο­κέ­νιες φούστες
‑όλα τα ποτά­μια χυμέ­να στα μπρά­τσα τους –
νανου­ρί­ζο­ντας τα παι­διά που γεν­νή­θη­καν στο ρυθ­μό της ελπίδας
παι­διά π’ άφη­σαν πίσω τους την ορφά­νια των καμέ­νων κτημάτων
και των δολο­φο­νη­μέ­νων πατεράδων».

Οι κατα­κόμ­βες της λευτεριάς

sandino2Ο August Cesar Sandino (1895–1934), από τον οποίο το μέτω­πο των Σαντι­νί­στας πήρε τ’ όνο­μά του, εκφρά­ζει με τα παρα­κά­τω λόγια την από­λυ­τη επι­λο­γή ενός λαού αλυσοδεμένου:

«Εγώ θέλω πατρί­δα ελεύ­θε­ρη ή θάνατο.
Εάν πεθά­νου­με, δεν έχει σημα­σία, η υπό­θε­σή μας θα ζήσει, άλλοι
θα μας ακολουθήσουν».

Το 1963 ιδρύ­θη­κε το Μέτω­πο των Σαντι­νί­στας για την Εθνι­κή Απε­λευ­θέ­ρω­ση της Νικα­ρά­γουας, χώρα που στέ­να­ζε κάτω από την τυραν­νία της οικο­γέ­νειας Σομό­ζα με τη στή­ρι­ξη των ΗΠΑ. Ακο­λού­θη­σε μια πολύ­χρο­νη περί­ο­δος ένο­πλης πάλης που κρά­τη­σε μέχρι το 1979 όταν οι αντάρ­τες Σαντι­νί­στας κατέ­λα­βαν την πρω­τεύ­ου­σα Μανά­γουα εγκα­θι­δρύ­ο­ντας επα­να­στα­τι­κό καθε­στώς. Κατά τη διάρ­κεια του ανταρ­το­πό­λε­μου χιλιά­δες νέοι εντά­χθη­καν στις παρά­νο­μες γραμ­μές του μετώ­που ζώντας μέσα σε συν­θή­κες στε­ρή­σε­ων και κατα­τρεγ­μών, ζώντας στην ύπαι­θρο καθώς και στις λαϊ­κές συνοι­κί­ες των πόλε­ων, οι οποί­ες ονο­μά­ζο­νταν κατα­κόμ­βες λόγω της απί­στευ­της εξα­θλί­ω­σης που επι­κρα­τού­σε σ’ αυτές. Επί­σης η παρα­νο­μία τους ανά­γκα­ζε να κρύ­βο­νται σε υπό­γεια κρη­σφύ­γε­τα (κατα­κόμ­βες) και από κει να εξα­πο­λύ­ουν τις επι­θέ­σεις τους ενά­ντια στο καθε­στώς του Σομό­ζα. Τους ονό­μα­ζαν «άγιους» για­τί ζού­σαν όπως οι άγιοι και οι ασκη­τές. Πολ­λοί απ’ αυτούς άφη­σαν έξο­χα ποι­η­τι­κά δείγ­μα­τα των πνευ­μα­τι­κών τους ανη­συ­χιών εκφρά­ζο­ντας με τον πιο απλό και τρυ­φε­ρό τρό­πο την αγά­πη τους για τη ζωή, την ελευ­θε­ρία, την πατρί­δα και κυρί­ως την αγά­πη τους προς τους άλλους, τους φτω­χούς της υπαί­θρου και των πόλε­ων. Ο Σαντί­νο ήταν ένας των θεμε­λιω­τών της παρά­δο­σης του αγώ­να για την ελευ­θε­ρία. Ηγή­θη­κε το 1927 μια λαϊ­κή εξέ­γερ­ση για αγρο­τι­κές μεταρ­ρυθ­μί­σεις και για την κατάρ­γη­ση των προ­νο­μί­ων της ολι­γαρ­χί­ας. Τότε οι ΗΠΑ επεμ­βαί­νο­ντας στη Νικα­ρά­γουα συνέ­τρι­ψαν την εξέ­γερ­ση. Ο Σαντί­νο δολο­φο­νή­θη­κε σε ενέ­δρα, όταν πήγαι­νε να συζη­τή­σει με το στρα­τη­γό Σομό­ζα, αρχη­γό της Εθνο­φρου­ράς. Τη δια­τα­γή της δολο­φο­νί­ας είχε δώσει ο Αμε­ρι­κα­νός πρε­σβευ­τής. Με τη συντρι­βή της εξέ­γερ­σης ο Σομό­ζα έγι­νε δικτά­το­ρας κυβερ­νώ­ντας με τη δυνα­στεία του τη Νικα­ρά­γουα μέχρι το 1979 όταν ανα­τρά­πη­κε από τους Σαντι­νί­στας. Μετά τη δολο­φο­νία του στη Βολι­βία το 1967, η εικό­να του Τσε Γκε­βά­ρα βρι­σκό­ταν στους τοί­χους των κατα­κομ­βών δίπλα στην εικό­να του Σαντί­νο. Οι εισερ­χό­με­νοι στις γραμ­μές των Σαντι­νί­στας έδι­ναν όρκο στο όνο­μα των Τσε και Σαντί­νο ότι θα πεθά­νουν για την υπό­θε­ση των καταπιεσμένων.

Πολε­μά­με και τραγουδάμε

Μετά την Επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας το 1979 ιδρύ­θη­καν σε όλη τη Νικα­ρά­γουα τα λεγό­με­να «Εργα­στή­ρια Ποί­η­σης» (talleres de poesía) . Ο κομα­ντά­ντε Μπα­γιάρ­δο Άρσε έδω­σε με τα εξής λόγια το στίγ­μα και το στό­χο της κάθε λαϊ­κής επα­νά­στα­σης: «Μια δημο­κρα­τι­κή κουλ­τού­ρα στην οποία θα έχει πρό­σβα­ση όλος ο λαός, όχι μόνο για να την απο­λαμ­βά­νει, αλλά και για να την παρά­γει». Εργα­στή­ρια ποί­η­σης είχαν λει­τουρ­γή­σει και πριν από την Επα­νά­στα­ση, αλλά μετά πήραν μαζι­κό και συστη­μα­τι­κό χαρα­κτή­ρα, όταν ο υπουρ­γός Πολι­τι­σμού, Ερνέ­στο Καρ­ντε­νάλ έδω­σε πια προ­τε­ραιό­τη­τα στη δημιουρ­γία τους σε όλη τη Νικα­ρά­γουα. Βασι­κή θεμα­τι­κή ήταν οι άμε­σες εμπει­ρί­ες των ανθρώ­πων από τον απε­λευ­θε­ρω­τι­κό πόλε­μο, οι μάχες, οι νεκροί σύντρο­φοι, αλλά και η καθη­με­ρι­νή εμπει­ρία με τη νέα επα­να­στα­τι­κή οικο­δό­μη­ση της χώρας χωρίς να λεί­πουν, βέβαια, τα ερω­τι­κά ποι­ή­μα­τα. Γίνο­νταν και μαθή­μα­τα γνω­ρι­μί­ας με την ποί­η­ση, την ντό­πια και την ξένη, μελέ­τη των τεχνι­κών της ποί­η­σης, παρου­σιά­ζο­νταν και ανα­λύ­ο­νταν ποι­ή­μα­τα όσων συμ­με­τεί­χαν στα εργα­στή­ρια, διδα­σκό­ταν και η κρι­τι­κή. Ο στρα­τιώ­της-ποι­η­τής Χοσέ Αγκίρ­ρε έλε­γε: «γνώ­ρι­σα όχι μόνο τον Ρού­μπεν Ντα­ρίο, αλλά και ποι­η­τές όπως ο Ουί­λιαμ Ουί­λιαμς, ο Κων­στα­ντί­νος Καβά­φης, ο Ρόκε Ντάλ­τον, ακό­μα και την Ελλη­νί­δα ποι­ή­τρια Σαπ­φώ και την ποί­η­ση των Παλαι­στι­νί­ων αγωνιστών».

Ο Άγγλος καθη­γη­τής της Οξφόρ­δης, Ρόμπερτ Πρινγκ-Μιλ, ειδι­κός στη λατι­νο­α­με­ρι­κά­νι­κη λογο­τε­χνία, ασχο­λή­θη­κε πολύ με τη Νικα­ρα­γουα­νή ποί­η­ση και τα εργα­στή­ρια της ποί­η­σης και είχε δηλώ­σει εκεί­νη την επο­χή ότι «τα κεί­με­να που επρό­κει­το να συζη­τη­θούν, υπο­βλή­θη­καν σε μια τρι­πλή δια­δι­κα­σία ανα­θε­ώ­ρη­σης (που καθο­δη­γή­θη­κε σαν σωκρα­τι­κό διά­λο­γο όπου οι βελ­τιώ­σεις τελι­κά γίνο­νταν, σε μεγά­λο βαθ­μό, από τους ίδιους τους «μαθη­τευό­με­νους» ποι­η­τές). Κατά το πρώ­το στά­διο έγι­νε προ­σπά­θεια να εξα­λει­φθεί ό, τι ηχού­σε τετριμ­μέ­νο και κοι­νό­τυ­πο, στο δεύ­τε­ρο ανα­ζη­τού­σαν μια έκφρα­ση πιο καί­ρια και ακρι­βό­λο­γη, ενώ στο τρί­το […] η προ­σπά­θεια συγκε­ντρω­νό­ταν στο να δοθεί έμφα­ση στην «κοι­νω­νι­κή συνά­φεια» του ποι­ή­μα­τος» για να προ­σθέ­σει: «Είναι σίγου­ρο πως από τη συλ­λο­γι­κή εμπει­ρία των talleres θα ανα­δει­χτούν μερι­κοί καλοί ποι­η­τές, αν και το απο­τέ­λε­σμα βρα­χυ­πρό­θε­σμα θα είναι μια γενιά νέων που επι­δί­δο­νται σε μια ποί­η­ση «φωτο­γρα­φι­κή», με πολύ άμε­σο μήνυ­μα […] Ωστό­σο, δεν πρέ­πει κανείς να κρί­νει τα εργα­στή­ρια ποί­η­σης μόνο σε σχέ­ση με την ποί­η­ση που παρά­γουν: η μεγα­λύ­τε­ρη πολι­τι­στι­κή ωφέ­λεια που προ­κύ­πτει από ένα κίνη­μα αυτού του τύπου, είναι ότι προ­ω­θεί­ται η λογο­τε­χνι­κή συνεί­δη­ση και η αυτο­πε­ποί­θη­ση σε μια γενιά που η πολι­τι­κο-πολι­τι­στι­κή της συνεί­δη­ση δια­μορ­φώ­θη­κε, ως επί το πλεί­στον, μέσα από τη συμ­με­το­χή της στην καμπά­νια αλφα­βη­τι­σμού, είτε διδά­σκο­ντας είτε μαθαίνοντας».

Σημα­σία είχε, κυρί­ως, το δημιουρ­γι­κό, μορ­φω­τι­κό φτε­ρού­γι­σμα ενός λαού βασα­νι­σμέ­νου, κατα­πιε­σμέ­νου που επί τέλους άρχι­σε να μετρά­ει σαν άνθρω­πος. Η Νικα­ρά­γουα είχε ποι­η­τι­κές παρα­δό­σεις, αλλά από λίγους για λίγους στην έντε­χνη μορ­φή της και ο λαός είχε προ­φο­ρι­κές ποι­η­τι­κές ρίζες στο βαθύ παρελ­θόν του ιθα­γε­νούς πληθυσμού.

Η (προ­σω­ρι­νή) επι­στρο­φή του παρελθόντος

Παρ’ όλη τη βαθιά πεποί­θη­ση των αγω­νι­στών ότι το παρελ­θόν δεν θα επέ­στρε­φε στη Νικα­ρά­γουα, όπως ο ποι­η­τής Χοσέ Κορο­νέλ Ουτρέ­τσο το εξέ­φρα­σε στο ποί­η­μά του Δεν θα επι­στρέ­ψει το παρελ­θόν (Δεκέμ­βρης 1979), το παρελ­θόν επέ­στρε­ψε. Μετά τη νίκη των Σαντι­νί­στας ο Ντά­νιελ Ορτέ­γκα έγι­νε πρό­ε­δρος της χώρας. Οι ΗΠΑ επί Ρήγκαν είχαν δημιουρ­γή­σει και χρη­μα­το­δο­τή­σει το αντι­κομ­μου­νι­στι­κό κίνη­μα των «Κόντρας» για να υπο­νο­μεύ­σουν το και­νούρ­γιο καθε­στώς το οποίο επι­πλέ­ον προ­μή­θευε όπλα στους αντάρ­τες του διπλα­νού επα­να­στα­τη­μέ­νου Ελ Σαλ­βα­δόρ. Η Νικα­ρά­γουα βυθί­ζε­ται σε εμφύ­λιο πόλε­μο. Το 1990 υπήρ­ξε μια ειρη­νι­κή ρύθ­μι­ση υπό την αιγί­δα του ΟΗΕ. Ακο­λου­θούν εκλο­γές που ο Ορτέ­γκα τις χάνει. Το ίδιο το 1996 και το 2001. Το 2006, ωστό­σο, κερ­δί­ζει τις εκλο­γές και από τότε ο Ορτέ­γκα είναι πρό­ε­δρος της χώρας, αλλά με ιδε­ο­λο­γι­κές βάσεις που από μαρ­ξι­στι­κές-λενι­νι­στι­κές που κάπο­τε ήταν, είναι πλέ­ον σοσιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά «αφυ­δα­τω­μέ­νες».

Η επα­νά­στα­ση φωλιάζει

sandinistas«Η γυναί­κα φωλιά», το πρώ­το μυθι­στό­ρη­μα της Ιοκό­ντα Μπέ­λι, όπως είπα­με στην αρχή, είναι έργο με έντο­νη δια­πλο­κή έρω­τα-επα­νά­στα­σης. Ακού­γε­ται ο μακρι­νός από­η­χος των ινδιά­νι­κων μύθων σαν μια όαση μαγεί­ας, αλλά και σύμ­βο­λο της πάλης του ιθα­γε­νούς πλη­θυ­σμού ενά­ντια στον Ισπα­νό κατα­κτη­τή, ανα­στε­ναγ­μός πόνου και νοσταλ­γί­ας για την ιστο­ρι­κή ήττα, που παρεμ­βάλ­λε­ται κάθε τόσο στη ροή της αφή­γη­σης «παί­ζο­ντας» με το παρελ­θόν και το παρόν. Παρόν και παρελ­θόν βρί­σκο­νται αδιάρ­ρη­κτα δεμέ­να μετα­ξύ τους. H τομή στη νικα­ρα­γουα­νή κοι­νω­νία πριν και μετά την επα­νά­στα­ση των Σαντι­νί­στας του 1979 βάζει την ανε­ξί­τη­λη σφρα­γί­δα της σ’ όλη την πλο­κή του βιβλί­ου, στο οποίο απο­τυ­πώ­νε­ται η σπα­ρα­χτι­κή εσω­τε­ρι­κή πορεία μιας καλο­α­να­θραμ­μέ­νης κοπέ­λας, της Λαβί­νιας, από ευκα­τά­στα­τη οικο­γέ­νεια που επι­λέ­γει να στρα­τευ­θεί στον ένο­πλο αγώ­να των αδι­κη­μέ­νων επα­να­στα­τών. Μια πορεία που εξω­τε­ρι­κεύ­ε­ται στη δρά­ση της οδη­γώ­ντας την τελι­κά στο θάνα­το. Θάνα­τος; Όχι, ο θάνα­τος είναι ψέμα, όπως λέει ο μύθος των Ινδιά­νων Μακι­ρι­τά­ρε, με τον οποίο ξεκι­νά­ει το βιβλίο και που εκφρά­ζει τη δια­λε­κτι­κή σχέ­ση ζωής και θανά­του. Η ύλη δεν πεθαί­νει, δεν εξα­φα­νί­ζε­ται, αλλά μετα­τρέ­πε­ται σε μια άλλη μορ­φή ύπαρ­ξης. Τη «νεκρή» Λαβί­νια την περι­μέ­νει για να τη δεχθεί στο γόνι­μο χώμα η «γυναί­κα φωλιά», η πανάρ­χαια, η αρχέ­γο­νη ιθα­γε­νής που σκο­τώ­θη­κε στις μάχες με τους Ισπα­νούς. Σύμ­φω­να με το μύθο θα γεν­νη­θούν ξανά, όπως η αιώ­νια ανα­γέν­νη­ση της ύλης μετου­σιω­μέ­νη εδώ συμ­βο­λι­κά στο μήνυ­μα, ότι η επα­νά­στα­ση συνε­χί­ζε­ται, παρ’ όλο που έχει ηττη­θεί προ­σω­ρι­νά. Τελι­κά, με τα λόγια του ποι­η­τή Ουτρέ­τσο «κι η επα­νά­στα­ση θα προσ­διο­ρί­σει τι είναι νικαραγουανό/όπως ο λαός θα προσ­διο­ρί­σει τι είναι επανάσταση».

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο