Επιμέλεια: ofisofi //
Το « Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου» κυκλοφόρησε το 1949 από τις εκδόσεις «Τα Πειραϊκά Χρονικά». Ξανατυπώθηκε ύστερα από τριάντα τέσσερα ολόκληρα χρόνια . Πρόκειται για κείμενα σε μορφή επιστολών, τα οποία χαρακτηρίζει ο λυρισμός και ο φιλοσοφικός στοχασμός. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος αιτιολογεί τον προσωπικό του επαναστατισμό και προβάλλει τις θέσεις του σε μια προσπάθεια αντίδρασης στη βιαιότητα της εποχής του και στην επικίνδυνη τροπή που έπαιρναν τα πράγματα στη διεθνή σκηνή μετά την χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι τον Αύγουστο του 1945. Επτά γράμματα περιέχονται σε αυτό το βιβλιαράκι .
Παραθέτουμε το πρώτο γράμμα από αυτά τιμώντας τη μνήμη του ποιητή και συγγραφέα που έφυγε από τη ζωή στις 4 Αυγούστου του 1991.
***
Μου γράφεις: « Έχω μπροστά μου τα γράμματα που μου’ χεις στείλει πριν απ’ το Δεύτερο Πόλεμο. Τα διάβασα για μια ακόμα φορά και σκέφτομαι αν μπορούν πια σήμερα ν’ αντιπροσωπεύουν τις απόψεις σου. Εμένα όμως εξακολουθούν να με συγκινούν. Ίσως σαν προθέσεις. Ίσως σαν αναμνήσεις. Ίσως και σαν ουσία ακόμα. Θα επιθυμούσα να επανασυνδέσουμε τις δύο αυτές εποχές, που χωρίζονται μεταξύ τους σαν από ένα μεγάλο βάραθρο. Ένα βάραθρο που έπεσαν μέσα του και καταποντίστηκαν εκατομμύρια άνθρωποι, εκατομμύρια αδελφικές φωνές, εκατομμύρια χέρια, που θα μπορούσαν αυτή τη στιγμή, αν ζούσαν, σηκώνοντας μόνο και μόνο από δυό πέτρες το καθένα τους, να χτίσουν έναν ολόκληρο κόσμο. Ζω μέσα σ’ έναν τόσο ταραγμένον καιρό και θα επιθυμούσα να σε ξαναφέρω κοντά στην ανθρώπινη αυτή τραγωδία, για ν’ ακούσω, για μια ακόμα φορά, τι ενδιαφέροντα πράγματα θα είχες να μου ειπείς…Δεν ελπίζω πως θα μου απαντήσεις στο γράμμα μου. Εγώ όμως σου γράφω και θα σου ξαναγράψω ίσως, πάντοτε με την ελπίδα ότι θα θελήσεις κάποτε ν’ απαντήσεις σ’ ένα από τα πολλά γράμματά μου. Κι αυτό πρέπει να σου εξηγήσω ότι δεν το λέω τυχαία. Έχω ακούσει πως κάτι έχει αλλάξει σε σένα. Πώς; Από πότε; Γιατί; Αναρωτήθηκα μόνος μου. Κι αποφάσισα να σου γράψω πρώτος εγώ». Σου απαντώ λοιπόν αμέσως με την ίδια προθυμία και με την ίδια ψυχή που το έκανα πάντοτε. Θα μπορούσα να μη σου γράψω είτε από κούραση, είτε από απελπισία, είτε από αδιαφορία. Όμως, τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει μέσα μου. Κι αν περιφρονούσα τη γιομάτη από ειλικρίνεια συγκίνηση ενός ανθρώπου, αυτό θα σήμαινε πως έκλεισα την πνευματική μου σελίδα, τη σελίδα που άνοιξα και την οποία θα κλείσω βέβαια κάποτε βάζοντας από κάτω, χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, όπως λένε όταν ορκίζονται, την υπογραφή μου. Σ’ αυτά τα χρόνια που ο πολιτισμός έχει αναλάβει τη διακωμώδηση της αλήθειας και τον εξευτελισμό του ανθρώπου, σ’ αυτά τα χρόνια που το σίδερο και η φωτιά έχουν τον πρώτο λόγο στο γράψιμο της ιστορίας, η επάνοδος της συντροφιάς σου, η επανάληψη της φιλίας σου, που δεν νομίζω πως είχε και ποτέ διακοπεί, παρόλο, που, όπως καταλαβαίνω, οι ιδέες σου είναι διαφορετικές από τις δικές μου, αποτελεί μια χαρά, αποτελεί ένα ανθρώπινο σήμα, γιατί εκείνο που θαρρώ πως πρέπει να επιδιώξουμε εμείς που σκεφτόμαστε, είναι να κατορθώσουμε να υπάρχουν, όσο γίνεται, λιγότεροι άνθρωποι που να είναι μεταξύ τους εχθροί. Οι άνθρωποι μπορεί να ξεκινάνε από διαφορετικές θέσεις. Αρκεί να συγκλίνουν στο ίδιο αντικείμενο. Σ’ αυτό που κουραστήκαμε να το ονομάζουμε άνθρωπο. Αρκεί, ουσιαστικά, να σκεφτόμαστε τη σωτηρία του κι αρκεί να’ χουμε τούτο σαν κανόνα. Η Γης δεν είναι ένα σταυροδρόμι φτιαγμένο για να διασταυρώνουνε την καταστροφική παρουσία τους οι μηχανές του πολέμου. Αυτό που βαραίνει τη συνείδηση της ιστορίας πρέπει το συντομότερο δυνατό να απαλλάξει τον κόσμο από το σκοτεινό βάρος του. Οι άνθρωποι που το πιστεύουν αυτό, μπορούν να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, να ζεστάνουν τα χέρια τους στην ίδια φωτιά, να κοιτάζουν τον ήλιο από το ίδιο παράθυρο. Γιατί στο βάθος είναι όλοι τους φίλοι του ίδιου πολιτισμού και ο πολιτισμός είναι ένας για όλους. Αρκεί να μας ενδιαφέρει όλους η υλική και η ηθική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα σ’ έναν κόσμο ειρήνης. Ποτέ δε μπόρεσα να ειπώ αυτή τη λέξη « Ειρήνη» χωρίς να νιώσω μεγάλη τρυφερότητα και μεγάλη ταραχή μέσα μου. Ίσως το ίδιο συμβαίνει και σε σένα. Ή καλύτερα, είμαι βέβαιος ότι το ίδιο και σε σένα. Το ίδιο γιατί, εδώ, στην πατρίδα μας, που δεν είναι παρά ένα άθροισμα από ματωμένες πέτρες, η ουσία των λέξεων κάνει έναν παράξενο θόρυβο στις ψυχές μας. Ο θόρυβος αυτός ξυπνά ό,τι βαθύτερο έχουμε. Μας έκανε άξιους να διδάξουμε την αγάπη σ’ όλο τον άλλο κόσμο. Ξέρουμε πια τι σημαίνει αγάπη. Μου γράφεις ακόμα στο γράμμα σου, πως « η πρόοδος της επιστήμης, θα μπορούσε να πετύχει μια συσσώρευση αγαθών τέτοια, που αναγκαστικά να επέλθει, σιγά – σιγά, η υλική αποκατάσταση του κόσμου, χωρίς να’ χουμε ανάγκη από ιδέες που να συγκρούονται μεταξύ τους, από βίαιες ανατροπές, από αίμα από υποδουλώσεις κι από ταπεινώσεις κάθε λογής…» Κι αυτό βέβαια δεν μπορείς να μου το γράφεις έτσι στην τύχη. Καταλαβαίνω! Αλλά θα πρέπει να σου γράψω αμέσως ότι είμαι κ’ εγώ ένας από κείνους που μισούν τους δογματισμούς. Η πίστη όπως και η αμφιβολία είναι έννοιες σχετικές όταν το αντικείμενο από το οποίο εξαρτώνται μεταβάλλεται. Δεν ευθύνονται οι ιδέες αν η ιδιοποίηση και η στατικότητα τις καταργούν. Όλες οι ανθρωπιστικές ιδέες σε όλους τους καιρούς υπήρξαν καλές. Δεν ξεκινώ παρά μόνον από τη συνείδηση μου και στέκω πάντοτε με πολλή προσοχή μπροστά στη σοβαρότητα κάθε άποψης. Είναι λίγο αλαζονικό, αλλά μπορώ να το ειπώ, αφού έτσι το αισθάνομαι: προσπαθώ να βρω ένα σύμβολο ανεξαρτησίας και δε μπορώ να βρω τίποτα τέτοιο που να μπορώ να το συγκρίνω με τη συνείδησή μου. Εκείνο που πρέπει να ενδιαφέρει μια τελειοποιημένη συνείδηση δεν είναι η άποψη που θα φέρει την ανθρώπινη σωτηρία, αλλά η ίδια η σωτηρία. Αυτή ακριβώς η σωτηρία, είναι κείνο που συντηρεί την ανησυχία μου, το ενδιαφέρον μου και τη λύπη μου. Παρακολουθώ την έφεση των ανθρώπων για το καλύτερο, όπου την ανακαλύπτω. Την παρακολουθώ μ’ ένα ενδιαφέρον που φτάνει σχεδόν ως το πάθος. Σου θυμίζω την έφεση αυτή που την είδαμε να κορυφώνεται στα χρόνια της κατοχής και που μας έκανε να νιώθουμε εκμηδενισμένοι μπροστά στην αυτοθυσία. Πολλές φορές μάλιστα πήγα να πιστέψω πως αυτό δεν είχε ξαναγίνει στον κόσμο. Ένας λόγος ακόμα που αυτό γίνοταν στην Ελλάδα, σε μια γης ιερή, που άλλοτε παίρνει στη φαντασία μου το σχήμα ενός αρχαίου ναού κι άλλοτε το σχήμα μιας εκκλησίας, θεμελιωμένης βαθιά, πάνω στους βράχους των οροθετικών της γραμμών. Πώς φαντάστηκες λοιπόν πως θα με ξένιζε η άποψή σου; Ποιος είναι που δε θα δεχόταν την πιο απλή λύση, την πιο καλή, την πιο ανώδυνη για τους εξουθενωμένους πια από τον πόνο ανθρώπους; Αρκεί να είναι μια λύση. Ποιος δεν είναι βέβαιος ότι η επιστήμη, αργά ή γρήγορα, θ’ αρχίσει να γράφει το δεύτερο μέρος της ιστορίας του ανθρώπινου όντος; Χαίρομαι κάθε γεγονός που μας φέρνει πιο κοντά σε τούτο το όνειρο. Το μάτι μου είναι ελεύθερο να ξεχωρίζει το καλό και το κακό πάνω στον κόσμο. Το ίδιο θα με συγκινούσαν η Δουκέρνη και η Τουλώνα κι όταν ακόμα δεν θα βρίσκονταν στη Γαλλία αλλά στις Ινδίες. Το ίδιο θα με συγκινούσε το Στάλινγκραντ κι όταν δε θα βρισκόταν στη Ρωσία αλλά στην Αμερική. Όλοι μας περιμένουμε αυτόν που θα σηκώσει το σκοτάδι του φόβου από τον κόσμο. Όποιος κι αν είναι αυτός. Θα είχαμε κάνει ένα μεγάλο λάθος αν είχαμε σκεφτεί διαφορετικά. Έτσι, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, ξεκίνησα όταν μπόρεσα να συλλάβω το δράμα του κόσμου. Έτσι μένω ακόμα. Με βρίσκεις εκεί που με άφησες. Στο ίδιο ακριβώς σημείο. Στο σημείο που έχει κανείς ολόκληρη τη θέα της τραγωδίας μπροστά του. Και, να, ότι αυτό που μας ενδιαφέρει , στο βάθος είναι το ίδιο. Είναι αυτό το τραυματισμένο, το καταπροδομένο πλάσμα, ο άνθρωπος. Είμαστε κ’ οι δυό μας σκυμμένοι απάνω του και, σκέψου, δεν είχαμε τόσο καιρό ειδωθεί. Γι’ αυτό είναι που σου’ γραψα και πιο πάνω ότι μπορούμε να κοιτάζουμε τον ήλιο από το ίδιο παράθυρο. Δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς μας ότι πριν τέσσερα χρόνια έπεσε η πρώτη ατομική βόμβα στη Χιροσίμα.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου, Τρία φύλλα, Αθήνα 1983, 2η έκδοση