Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΙΚΟΣ ΞΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ: «Στις λασπωμένες γειτονιές μάθαινα ό,τι πιο ωραίο έχω μάθει στη ζωή!»

Γρά­φει ο Γιώρ­γος Μου­σγάς //

Ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος (14.3.1934 – 22.1.2023) αυτο­βιο­γρα­φεί­ται, ιστο­ρεί το «χρο­νι­κό της φτω­χο­γει­το­νιάς» του στη Νέα Ιωνία, σκια­γρα­φεί «προ­σω­πο­γρα­φί­ες αλη­θι­νές» και κατα­γρά­φει γεγο­νό­τα που έζη­σε ο ίδιος. 

Πάνε πάνω από σαρά­ντα χρό­νια. Νεα­ρός τότε μαθη­τευό­με­νος δημο­σιο­γρά­φος στον «Οδη­γη­τή» με αντι­κεί­με­νο τα εργα­τι­κά θέματα.

Το εξώ­φυλ­λο του βιβλί­ου του Ν. Ξανθόπουλου

Μια μέρα κοντο­στά­θη­κα στην οδό Ακα­δη­μί­ας για να κοι­τά­ξω το καρό­τσι με την πρα­μά­τεια ενός παλαιο­πώ­λη. Το βλέμ­μα μου έπε­σε στο βιβλίο του Νίκου Ξαν­θό­που­λου: «Φτω­χο­γει­το­νιά αγά­πη μου – Λαϊ­κές ιστο­ρί­ες», που εκδό­θη­κε το 1968 απ’ τις εκδό­σεις «Πεντάς». Δεν το ζήτη­σα αμέ­σως, για­τί την «είχα πατή­σει» παλιό­τε­ρα, όταν ο παλαιο­πώ­λης με είδε να «τσι­μπάω» για κάποιο έντυ­πο. Αγό­ρα­σα δυό-τρία φτη­νά βιβλία και στο τέλος του είπα: «Και αυτό», δεί­χνο­ντας το βιβλίο του Ξανθόπουλου.

Το βρά­δι στο σπί­τι το βιβλίο με αιχ­μα­λώ­τι­σε. Διά­βα­σα «μια κι έξω» τις 89 σελί­δες με τις 23 ιστο­ρί­ες και τα οχτώ σκί­τσα. Ιδιαί­τε­ρα εκφρα­στι­κή ήταν η περι­γρα­φή του σχο­λά­σμα­τος της βρα­δι­νής βάρ­διας απ’ το εργο­στά­σιο, που ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος  άκου­γε τις «κομ­μέ­νες φρά­σεις» των εργα­τών και των εργα­τριών και «μετά γινό­τα­νε σιω­πή». Ήταν εκεί­νες τις μέρες που στον «Οδη­γη­τή» σε ένα ρεπορ­τάζ για την εργα­σία σε μια κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γία ο Βασί­λης Παγώ­νης, που τελι­κά στα­διο­δρό­μη­σε ως φιλό­λο­γος, είχε βάλει τον φοβε­ρό τίτλο: «Έχει άκρη το νήμα, Γεωργία;».

Αυτός ο τίτλος με την αφή­γη­ση του Νίκου Ξαν­θό­που­λου κατα­χώ­ρη­σαν στο υπο­συ­νεί­δη­τό μου το αξί­ω­μα: «Μετά από το νήμα χωρίς άκρη ο εργά­της και η εργά­τρια δεν έχουν τη δύνα­μη ούτε να κου­βε­ντιά­σουν και κόβουν τις φρά­σεις τους». Έκτο­τε, ως επαγ­γελ­μα­τί­ας πια δημο­σιο­γρά­φος, αυτή τη σύζευ­ξη την είχα ως γρά­δο πολ­λών πραγμάτων.

Το Νίκο Ξαν­θό­που­λο τον συνά­ντη­σα στην έκθε­ση του σκι­τσο­γρά­φου –και φίλου μου- Στά­θη Σταυ­ρό­που­λου, το Γενά­ρη του 1999 στο Λυκα­βη­τό. Η επι­κοι­νω­νία του με τον κόσμο θύμι­ζε σκη­νές από ται­νί­ες του. Απλό­χε­ρος και καλόκαρδος.

Το οπι­σθό­φυλ­λο του βιβλί­ου του Ν. Ξανθόπουλου

Όταν χαι­ρε­τη­θή­κα­με του είπα: «Έχω το βιβλίο σας για τη Φτω­χο­γει­το­νιά στη Νέα Ιωνία». «Α! Θα είσαι από τους λίγους που έχεις αυτό το βιβλίο, για­τί τα αντί­τυ­πα ήταν πολύ λίγα. Όμως τώρα γρά­φω ένα μεγα­λύ­τε­ρο βιβλίο», μου είπε. «Θα χαρώ πολύ να το δια­βά­σω όταν κυκλο­φο­ρή­σει» του απά­ντη­σα. «Να αγα­πάς το διά­βα­σμα, για­τί είσαι νέος άνθρω­πος» με συμ­βού­λε­ψε.

Το βιβλίο του Νίκου Ξαν­θό­που­λου «Όσα θυμά­μαι και όσα αγά­πη­σα» κυκλο­φό­ρη­σε το 2005 απ’ τις εκδό­σεις «Άγκυ­ρα». Δεν το διάβασα.

Με το άγγελ­μα, όμως, του θανά­του του ανέ­συ­ρα απ’ τη βιβλιο­θή­κη μου τη Φτω­χο­γει­το­νιά, που την ξανα­διά­βα­σα και πάλι «με τη μία».

«Πάντα ήμουνα ψιλόφλουδος»

Στον πρό­λο­γο αυτού βιβλί­ου ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος αυτο­γρα­φεί­ται με μια μονα­δι­κή εκφρα­στι­κό­τη­τα και λιτό τρόπο.

Έγρα­ψε: «Εκεί­νη την επο­χή λογά­ρια­ζα να μπαρ­κά­ρω. Οι φίλοι το θυμού­νται. Όχι για­τί μ’ αρέ­σα­νε οι κα­ραβίσιες δου­λειές. Ίσα-ίσα. Πάντα ήμου­να ψιλό­φλουδος. Είναι το σκα­ρί μου. Από πιτσι­ρί­κι οι κα­κουχίες της Κατο­χής μ’ είχα­νε κάνει να μην αντέ­χω σέ πολ­λά. Ύστε­ρα ήτα­νε κι ο πατέ­ρας που κυνη­γού­σε την τύχη στις θάλασ­σες, λαμπα­δό­ρος σε γρι-γρι, που δεν έβα­ζε έγνοιες στην καρ­διά του, πώς να τα βγά­λει πέρα η μάνα μονά­χη της.

Απο­φά­σι­σα να μπαρ­κά­ρω. Είναι καη­μός να βλέ­πεις να μαραί­νε­ται ή ζωή σου, να μη βγαί­νει που­θενά. Να ‘χει παλιώ­σει το παντε­λό­νι σου στο θρα­νίο — χρό­νια δεν ξέρω πόσα — και να μην μπο­ρείς να σταυ­ρώ­σης το τάλι­ρο, να ζήσης ανθρώ­πι­να. Απελπισία.

Η ζωή είναι μυστή­ρια και ανε­ξι­χνί­α­στη, να χάνεις το μυα­λό σου. Τη χρο­νιά ακρι­βώς πού λογά­ριαζα να τα παρα­τή­σω και να μπαρ­κά­ρω, άλλα­ξαν τα πράγ­μα­τα, εντε­λώς τυχαία, χωρίς να με ειδο­ποι­ή­σει κανείς, χωρίς να δω σινιά­λο από που­θε­νά. Ήρθε η επι­τυ­χία ξαφ­νι­κά και μου χτύ­πη­σε την πόρ­τα. Και ευτυ­χώς ήμου­να εκεί. Ήμου­να μέσα. Και της άνοιξα.

Αν δεν γίνο­νταν αυτό, τώρα, σίγου­ρα θα βολό­δερνα στους ωκε­α­νούς καρα­βο­τσα­κι­σμέ­νος. Μπο­ρεί και να ‘χα γίνει ένα με το σίδε­ρο του καρα­βιού, μια ασή­μα­ντη σκου­ριά κολ­λη­μέ­νη πάνω του, να την κου­βα­λά­ει από δω κι απο­κεί στα βρώ­μι­κα λιμά­νια, μέχρι που να κατα­λή­ξει κάπο­τε να μαυ­ρί­σει τα δόν­τια κανε­νός σκυλόψαρου.

Έτσι, λοι­πόν, δεν μπάρ­κα­ρα. Ορι­στι­κά.  Άφη­σα τα καρά­βια να ταξι­δεύ­ου­νε μόνα, χωρίς εμέ­να. Στα χρό­νια που περ­νού­σα­νε, όμως, στις καλύ­τε­ρες μέρες που έρχο­νταν, θυμό­μου­να πάντα μ’ αγά­πη τη φτω­χο­γει­το­νιά μου και τους ανθρώ­πους μου. Η καρ­διά μου έμε­νε πάντα εκεί, στους φτω­χό­δρο­μους, στις λασπω­μέ­νες γει­το­νιές που ήταν το πρώ­το μου σκο­λειό, εκεί που μάθαι­να ό,τι  πιο ωραίο έχω μάθει στη ζωή μου, που άνοι­ξα τα μάτια μου στην πεμ­πτουσία της ζωής, την ανθρω­πιά, το φιλό­τι­μο, το μετρη­μέ­νο λόγο, την καθα­ρή σπα­θά­τη ματιά, το σωστό φέρσιμο.

Κατά και­ρούς κρά­τα­γα σημειώ­σεις πίσω από τα πακέ­τα των τσι­γά­ρων. Έγρα­φα τις σκέ­ψεις μου για τα περα­σμέ­να, για τη γει­το­νιά μου, για τους αν­θρώπους που γνώ­ρι­σα, για ένα σωρό πρά­μα­τα. Κι όλα αυτά, βέβαια, όχι για­τί ήθε­λα να περ­νάω για συγ­γρα­φέ­ας. Έχου­νε γρα­φτή τόσο όμορ­φα πράμα­τα, πού είναι να σου κόβε­ται η ανασα.

Αλλά, να, έτσι, για να σερ­για­νάω στα παλιά, στους ίδιους δρό­μους, να μιλάω με τους ανθρώ­πους, να ξεχνιέμαι.

΄Υστε­ρα, έκα­να  και τη σκέ­ψη ότι η ζωή από μό­νη της είναι ο πιο μεγά­λος συγ­γρα­φέ­ας που ‘χει γί­νει και έτσι δεν είχα φόβο να παρα­πα­τή­σω, αν ιστο­ρού­σα απλά αυτά που άκου­σα να μου λέει η ίδια η ζωή. Και σκεφτόμουνα…

Μου ‘δινε χαρά να συλ­λο­γιέ­μαι τους δικούς μου ανθρώ­πους, χαι­ρό­μου­να που δεν μπο­ρού­σε ο και­ρός η καλή δική μου τύχη να με εξευ­τε­λί­σου­νε, να με κάνου­νε να ξεχά­σω τις ρίζες μου, τη στό­φα μου, το δικό μου κόσμο.

Έτσι λοι­πόν, κάθι­σα κι έγρα­ψα τού­το το χρο­νικό της φτω­χο­γει­το­νιάς πού γεν­νή­θη­κα, προσωπο­γραφίες αλη­θι­νές πού τρά­βη­ξα από το βάθος τού χρό­νου, γεγο­νό­τα, αυτό ακρι­βώς πού λέει η λέξη, πού τα ‘ζησα ο ίδιος και πού χαί­ρο­μαι γι’ αυτό.

Και με το βιβλίο μου σας χτυ­πώ την πόρ­τα. Θέλω ν’ αγα­πή­σε­τε και σεις τη γει­το­νιά μου».

Οι 23 ιστορίες

1. Ο Μήτσος ο σάλ­τας, η σωφε­ράν­τζα που ήταν σαλ­τα­δό­ρος στην κατοχή

Η πρώ­τη προ­σω­πο­γρα­φία του βιβλί­ου ανα­φέ­ρε­ται στο «Μήτσο το Σάλ­τα». Μια σωφε­ράν­τζα στη Νέα Ιωνία, που ήταν σαλ­τα­δό­ρος στην Κατο­χή. Γι’ αυτό κι όταν τον έβλε­παν τρα­γου­δού­σαν το πασί­γνω­στο τρα­γού­δι του Μιχά­λη Γενί­τσα­ρη: «Θα σαλ­τά­ρω, θα σαλτάρω/ τη ρεζέρ­βα να σου πάρω». Λεβε­ντό­παι­δο, μπερ­μπά­ντης, «τρελ­λά­κιας, αλλά όχι ρεζί­λης, αλλά όχι κορόι­δο, μάγκας απ’ τους ωραί­ους» ήταν ο Μήτσος, που, τελι­κά, παντρεύ­τη­κε τη Στε­λί­τσα το μοδι­στρά­κι. «Πρώ­τος δου­λευ­τής, πρώ­τος μπερ­μπά­ντης, πρώ­τος στην αγά­πη, πρώ­τος νοι­κο­κύ­ρης» κατα­λή­γει η ιστορία.

Στην «Κου­νι­στή πολυ­θρό­να» ο σκια­γρα­φεί έναν τετρα­πέ­ρα­το μικρό λαχειο­πώ­λη, που τον ώθη­σαν να πάει στο νυχτε­ρι­νό σχολείο.

Ο «Τάσος ο γίγας» ήταν ένας λαϊ­κός αθλη­τής, που λύγι­ζε σίδε­ρα έσκι­ζε τρά­που­λες και τα παρό­μοια, όπως ο Κου­τα­λια­νός. Μάλι­στα ο Ν. Ξαν­θό­που­λος παρου­σιά­ζει τις συγκρί­σεις που έκα­ναν οι συντο­πί­τες του με το Σαμ­ψών –κατά κόσμον Γιάν­νης  Κεσκε­λί­δη ή Κεσκι­λί­δη – πρω­το­πα­λαι­στή και μασί­στα της Νέας Ιωνί­ας, που έφυ­γε απ’ τη ζωή το 2019, σε ηλι­κία 90 χρονών.

Στην «Παλ­του­διά» περι­γρά­φει τη χαρά ενός συνο­μι­λή­κου του που δανεί­στη­κε το παλ­τό ενός ξαδέρ­φου του και το φόρε­σε όταν «το ξερο­βό­ρι σου ράγι­ζε τα δόντια». Στο «Παι­δί και το Χτα­πό­δι» αφη­γεί­ται τις αντι­δρά­σεις ενός μικρού παι­διού όταν η παρέα του έπια­σε ένα χτα­πό­δι και το χτυ­πού­σαν. «Ο Τέλης η Φλέ­βα» ήταν ένας «ευγε­νι­κός αλή­της» που έζη­σε στο Μονα­στη­ρά­κι. «Μια ακό­μα ζωή χαμέ­νη, συντριμμένη…»

«Το άτι­μο το χρή­μα» είναι μια ιστο­ρία αγά­πης. Ένας φτω­χός νεα­ρός ερω­τεύ­τη­κε την κόρη μιας καλο­στε­κού­με­νης οικο­γέ­νειας, αλλά ο πατέ­ρας της τον απο­πή­ρε: «Η κόρη μου είναι αλλοιώ­τι­κα μεγα­λω­μέ­νη, νεα­ρέ μου. Θα πάρη άνθρω­πο που της αξί­ζη!». Στις «Σιδε­ρέ­νιες φου­σκά­λες» περι­γρά­φει τη θυμο­σο­φία ενός καφε­τζή στη Νέα Ιωνία. «Η πατη­μα­σιά στον Άδη» είναι οι εμπει­ρί­ες και η συμπε­ρι­φο­ρά ενός συνο­μί­λη­κου του που που­λού­σαν μαζί παλιά βιβλία στο Μονα­στη­ρά­κι για να πλη­ρώ­σουν τη φασου­λά­δα τους.

Ο μαστρο-Λευ­τέ­ρης, ο Ανα­το­λί­της τσα­γκά­ρης, που είχε μερά­κι με το βιολί

Στα «Μαθή­μα­τα βιο­λιού» ο Ν. Ξαν­θό­που­λος κάνει μια εκ βαθέ­ων εξο­μο­λό­γη­ση. Γρά­φει: «Από μικρό παι­δί, εκεί στα στε­νά σοκά­κια της γει­το­νιάς μάθαι­να πως όλα τα ωραία στη ζωή γίνο­νται με μερά­κι. Άνθρω­πος χωρίς μερά­κι, είναι στε­γνός άνθρω­πος και ανή­μπο­ρος για κάτι καλό». Τέτοιος άνθρω­πος ήταν ο μαστρο-Λευ­τέ­ρης, ένας Ανα­το­λί­της τσα­γκά­ρης, που είχε μερά­κι με το βιο­λί. Στα εξή­ντα του χρό­νια πλή­ρω­νε δάσκα­λο απ’ τ’ Αϊβα­λί να του μάθει «ωραί­ους σκοπούς».

Στον «Κόχυ­λα» περι­γρά­φει συνα­ντή­σεις με παλιούς φίλους στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ο Καρ­δού­λας ήταν μια «φύση περί­ερ­γη και παθιά­ρι­κη». Έπαι­ζε κιθά­ρα και τρα­γου­δού­σε στα κου­τού­κια, αλλά δεν ήταν «κανέ­νας τενό­ρος της Σκά­λας του Μιλά­νου». Όταν τον έπια­νε το παρά­πο­νο του ορφα­νού ανθρώ­που «σκέ­φτε­σαι πως πιο λυπη­τε­ρό τρα­γού­δι από το βλέμ­μα του δεν έχει γρα­φτεί». Ο Θανα­σά­κης, που τον απο­κα­λού­σαν και Φλε­βά­ρη επει­δή ήταν μικρό­σω­μος, ήταν  ένας εξαι­ρε­τι­κός κυνη­γός και περι­γρά­φει τις ιστο­ρί­ες του. «Ο Άνθρω­πος και η θάλασ­σα» είναι η ζωή ενός παλη­κα­ριού, που ξεκλη­ρί­στη­κε και στα τελευ­ταία του βολό­δερ­νε από ταβέρ­να σε ταβέρ­να. «Η Για­σε­μιά» ήταν μια νέα που την έκλε­ψε ένας Κρη­τι­κός για την παντρευτεί.

Στην «Ήττα με 7–4» περι­γρά­φει μια παρ­τί­δα τάβλι με αμί­μη­τους ταβλα­δό­ρους. Στο «Πανό­ρα­μα» παρου­σιά­ζε­ται η δια­σκέ­δα­ση των πιτσι­ρι­κά­δων «με μια δραχ­μού­λα», πριν τον κινη­μα­το­γρά­φο και την τηλε­ό­ρα­ση. Το πανό­ρα­μα ήταν σαν μια παλιά φωτο­γρα­φι­κή μηχα­νή πάνω σε ένα τρί­πο­δο, όπου οι πιτσι­ρι­κά­δες έβλε­παν τα εφτά θαύ­μα­τα του κόσμου.

«Στο τέλος νίκη­σε η αγά­πη» είναι το μεγα­λύ­τε­ρο δρώ­με­νο που περι­γρά­φει ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος. Μια ιστο­ρία όπου ένας νέος, ο Μίλ­τος, ερω­τεύ­τη­κε τη Μαρία, η οποία όμως παντρεύ­τη­κε έναν αερο­πό­ρο. Ο Μίλ­τος μπάρ­κα­ρε στα καρά­βια και ο αερο­πό­ρος, που έμπλε­ξε με μια νεα­ρή, παρά­τη­σε τη Μαρία. Ο αερο­πό­ρος σκο­τώ­θη­κε στην Ιτα­λία και ο Μίλ­τος γύρι­σε και παντρεύ­τη­κε τη Μαρία. Σ’ αυτό το μυθι­στό­ρη­μα υπάρ­χει μια απ’ τις πιό δυνα­τές περι­γρα­φές του Νίκου Ξαν­θό­που­λου, όταν ανα­φέ­ρε­ται «στον καϋ­μό του παλ­λη­κα­ριού». Γρά­φει: «Η μάνα μου μ’ έβα­ζε να κοι­μη­θώ νωρίς, μα εμέ­να το μυα­λό μου τρι­γύ­ρι­ζε στον καη­μό του παλ­λη­κα­ριού και στρι­φο­γύ­ρι­ζα χωρίς να κλεί­νω μάτι. Είχα μάθει πιά, όλους τους θορύ­βους της νύχτας, με τη σει­ρά τους. Πρώ­τα πέρ­να­γε ο για­ουρ­τάς: “Σηλυ­βρια­νό για­ούρ­τι”. Μετά σχό­λα­γε η βρα­δυ­νή βάρ­δια από το εργο­στά­σιο. Δέκα η ώρα. Περ­νά­γα­νε βια­στι­κοί, άκου­γες μισές φρά­σεις απ’ την κου­βέ­ντα τους, μετά γινό­τα­νε ησυ­χία. Καμ­μιά φορά η Σιμέ­λα, μια γει­τό­νισ­σά μας λαζή, ακου­γό­τα­νε να μαγει­ρεύη νυχτιά­τι­κα – “Ά σήν δου­λεί­αν κι ανέ­τε­ρον τηδέν κηέν” (απ’ τη δου­λειά καλύ­τε­ρο τίπο­τε δεν είναι). Ύστε­ρα ήτα­νε η σει­ρά εκεί­νου. Από μακριά ακου­γό­τα­νε το τρα­γού­δι που ολο­έ­να πλη­σί­α­ζε. “Έλα πιά και δόσμου λίγα χάδια/ μη μ’ αφή­νεις μονα­χό τα βρά­δια”… Στη γει­το­νιά μας, ο κόσμος είναι μερο­κα­μα­τιά­ρης, άνθρω­ποι της βιο­πά­λης, νοι­κο­κυ­ραί­οι, δεν είναι τίπο­τα χασο­μέ­ρη­δες, χασο­μέ­ρη­δες και άγιος ο Θεός. Ο άλλος κοι­μά­ται σαν κουρ­σού­μι, ξερός από την κού­ρα­ση. Το πρωί θα τρα­βή­ξει για τη δου­λειά του. Κι αν ο Μίλ­τος ξενυ­χτάη, αυτό είναι άλλη ιστο­ρία. Αυτός είναι καϋ­μός αγιά­τρευ­τος. Τον καϋ­μό του τον λένε Μαρία, όλοι στη γει­το­νιά το ξέρουμε».

Στο «Ο Χρό­νος είναι Χρή­μα» περι­γρά­φει τη δου­λειά και τη ζωή ενός ζωγρά­φου, που «διέ­κρι­νες καμ­μιά φορά και το δικό του πόνο μέσα στα παρα­πο­νε­μέ­να ματά­κια των παι­διών που ζωγρά­φι­ζε». «Η γει­το­νιά έπη­ξε από σπί­τια, διώ­ρο­φα, τριώ­ρο­φα» και τώρα ρωτάς «Που παί­ζουν τα παι­διά;» ‑ανα­ρω­τιέ­ται ο Νίκος Ξαν­θό­που­λος στο αφή­γη­μα για τις χαμέ­νες αλά­νες, απ’ όπου «ξεπη­δή­σα­νε αργό­τε­ρα μεγά­λοι μπα­λα­δώ­ροι, που παί­ξα­νε και στην Εθνι­κή ακόμα».

Το τελευ­ταίο διή­γη­μα έχει τίτλο «Το ζευ­γα­ρά­κι». Είναι η τρυ­φε­ρή ιστο­ρία δύο ηλι­κιω­μέ­νων, που τους έβλε­πε συχνά σε μια μικρή πλα­τειού­λα. «Και να δής, γρά­φη, ότι την επο­χή που ήτα­νε νέοι, παρά λίγο να μη τους αφή­να­νε να παντρευ­τούν, για­τί δεν συμ­φω­νού­σα­νε, λέει. Κι ο λόγος: εκεί­νη ήτα­νε από σπί­τι, που λένε, ενώ αυτός ήταν παρα­κα­τια­νός, αγω­νι­ζό­τα­νε να κερ­δί­ση το ψωμί του, δου­λεύ­ο­ντας. Κόντε­ψε να ναυα­γή­ση η υπό­θε­ση, όταν η μικρή έπε­σε άρρω­στη βαρειά και μπρο­στά στον κίν­δυ­νο, ο πατέ­ρας της τον εφώ­να­ξε με βαρειά καρ­διά, για να του τη δώση. Κι από τότε είναι μαζί. Νύχτα, μέρα, πάντα. Ενα ζευ­γα­ρά­κι, που κατά­φε­ρε να νική­ση τον χρόνο».

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

 

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο