Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Νικόλαος Κοπέρνικος

Ο Νικό­λα­ος Κοπέρ­νι­κος γεν­νή­θη­κε στις 19 Φεβρουα­ρί­ου 1473. Πολω­νός αστρο­νό­μος που δια­τύ­πω­σε τις αρχές του ηλιο­κε­ντρι­κού συστή­μα­τος. Όμως ήταν ταυ­τό­χρο­να αστρο­νό­μος, μαθη­μα­τι­κός, για­τρός, νομο­μα­θής, οικονομολόγος.

Κατα­γό­ταν από πλού­σια οικο­γέ­νεια. Πήρε δρα­στή­ρια μέρος στη δημό­σια ζωή και αγω­νί­στη­κε κατά των Τευ­τώ­νων Ιππο­τών που κατα­πί­ε­ζαν ένα μέρος της Πολω­νι­κής Πρωσίας.

Σπού­δα­σε στην Πολω­νία και την Ιτα­λία ιατρι­κή, μαθη­μα­τι­κά και αστρο­νο­μία. Κατά τη διάρ­κεια των σπου­δών του στην Μπο­λό­νια μελέ­τη­σε τις θεω­ρί­ες του ηλιο­κε­ντρι­κού συστή­μα­τος, όπως τις είχαν δια­τυ­πώ­σει οι Ελλη­νες και ειδι­κό­τε­ρα ο Αρί­σταρ­χος ο Σάμιος. Συνό­ψι­σε τα απο­τε­λέ­σμα­τα της δου­λειάς του στο βιβλίο «Περί της περι­στρο­φής των ουρα­νί­ων σφαι­ρών». Η θεω­ρία του κατέρ­ρι­πτε τις μέχρι τότε από­ψεις περί γεω­κε­ντρι­κού συστή­μα­τος και είχε τερά­στιες συνέ­πειες στην εξέ­λι­ξη της επι­στή­μης και της φιλο­σο­φί­ας. Κατα­τάσ­σε­ται στους κορυ­φαί­ους επι­στή­μο­νες όλων των εποχών.

Με το να θεω­ρεί τον ήλιο σαν κέντρο του πλα­νη­τι­κού συστή­μα­τος, ερχό­ταν σε αντί­θε­ση με ολό­κλη­ρη την «επι­στή­μη« που κλη­ρο­νο­μή­θη­κε από την αρχαιό­τη­τα καθώς και με την Αγία Γρα­φή. Ήταν μια αίρε­ση η δήλω­σή του: «η γη δεν είναι το κέντρο του σύμπα­ντος». Αυτό ήταν η αρχή για να μπουν στη θέση τους μέσα στο σύμπαν ο άνθρω­πος και η Γη.

Ακο­λου­θώ­ντας τη μεγά­λη κίνη­ση της ελευ­θε­ρί­ας ο Κοπέρ­νι­κος έδω­σε ένα μεγά­λο χτύ­πη­μα στο σκο­τα­δι­σμό. Δημιουρ­γή­θη­κε ένα σωτή­ριο ρεύ­μα και μια ολό­κλη­ρη σει­ρά από μαθη­τές του Κοπέρ­νι­κου (Γαλι­λαί­ος, Κέπλερ και αργό­τε­ρα ο ναύ­των και ο Λαπλάς) που επέ­δρα­σαν βαθιά στη φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη του 18ου και του 19ου αιώνα.

 

Όσο ζού­σε ούτε δοξά­στη­κε ούτε εκτι­μή­θη­κε απ’ όλους. Παρ’ όλ’ αυτά οι τολ­μη­ρές ιδέ­ες του είχαν απή­χη­ση και μπό­ρε­σε να συνεν­νοη­θεί με άλλους σοφούς που στο μετα­ξύ παρα­δέ­χτη­καν τη θεω­ρία του και τον ενθάρρυναν.

Ο Κοπέρ­νι­κος βέβαια μπρο­στά στις αντι­δρά­σεις που προ­έ­βλε­πε από την εκκλη­σία, δίστα­ζε να δώσει δημο­σιό­τη­τα στις θεω­ρί­ες του.

το κυριό­τε­ρο έργο του Κοπέρ­νι­κου δημο­σιεύ­τη­κε από φίλους, οι οποί­οι από το φόβο για τις κυρώ­σεις από την Εκκλη­σία, τρο­πο­ποί­η­σαν τον πρό­λο­γό του.

Ο Κοπέρ­νι­κος που ήταν τότε άρρω­στος, κατόρ­θω­σε να δει το έργο του τυπω­μέ­νο λίγο πριν πεθά­νει, το Μάη του 1543.

Η επα­να­στα­τι­κή σημα­σία των θεω­ριών του Κοπέρ­νι­κου έγι­νε αντι­λη­πτή από την Καθο­λι­κή Εκκλη­σία, μόνο αφού ο Γαλι­λαί­ος και άλλοι ανέ­πτυ­ξαν τις φιλο­σο­φι­κές επι­πτώ­σεις της διδα­σκα­λί­ας του. Το 1616, εβδο­μή­ντα τρία χρό­νια μετά το θάνα­τό του, η Ιερά Εξέ­τα­ση απο­φά­σι­σε να θέσει το βιβλίο του Κοπέρ­νι­κου υπό απα­γό­ρευ­ση, η οποία ίσχυ­σε ως το 1828. Παρ΄ όλες όμως τις απα­γο­ρεύ­σεις είχε τερά­στια απή­χη­ση στη φιλο­σο­φι­κή σκέ­ψη της εποχής.

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο