Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ντέμης Κωνσταντινίδης: «Η εναλλαγή των εποχών / πάντα σε βάρος των φτωχών»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Η στή­λη των «Νέων Δημιουρ­γών» και το Ατέ­χνως συνε­χί­ζο­ντας τον μαρα­θώ­νιο παρου­σιά­σε­ων νέων ποι­η­τών και μέσα από ένα πολύ όμορ­φο ταξί­δι γεμά­το εικό­νες, αισθή­μα­τα και φωνές έφτα­σε στην Θεσ­σα­λο­νί­κη και στον ποι­η­τή Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη. Ένα ποι­η­τή λιτό, αιχ­μη­ρό και τολ­μη­ρό στις ποι­η­τι­κές του δημιουρ­γί­ες και ένα φίλο της λογο­τε­χνί­ας με ιδιαί­τε­ρη φωνή και παρουσία.

Βιο­γρα­φι­κό

O Ντέ­μης Κων­στα­ντι­νί­δης γεν­νή­θη­κε το 1976 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη. Έχει σπου­δά­σει Ιστο­ρία και Αρχαιο­λο­γία στο Α.Π.Θ. και στη συνέ­χεια πραγ­μα­το­ποί­η­σε μετα­πτυ­χια­κές σπου­δές στη Μου­σειο­λο­γία. Έχει εκδώ­σει πέντε ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές. Οι τρεις πρώ­τες, κυκλο­φο­ρούν από τον εκδο­τι­κό οίκο University Studio Press: Δια­θέ­σεις, 2009, Ιχθύ­ων λόγος, 2011, Κι όμως, γελούν καλύ­τε­ρα οι τζί­τζι­κες, 2013 ενώ η τέταρ­τη, Ευλύ­γι­στες μελαγ­χο­λί­ες από το Vakxikon.gr 2014.  Φέτος εκδό­θη­κε και η Πέμ­πτη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή Εφη­με­ρό­πτε­ρα από τις εκδό­σεις 24grammata.com στη σει­ρά εν και­νώ, σε μορ­φή e‑book για ελεύ­θε­ρο κατέ­βα­σμα από το δια­δί­κτυο ενώ κυκλο­φό­ρη­σε σε περιο­ρι­σμέ­νο αριθ­μό αντι­τύ­πων. Το 2013 λαμ­βά­νει το Β’ Βρα­βείο στον Πανελ­λή­νιο Δια­γω­νι­σμό Ποί­η­σης για τα 100 χρό­νια Ελεύ­θε­ρης Θεσ­σα­λο­νί­κης 1912 — 2012, που διορ­γά­νω­σε ο Σύλ­λο­γος Φίλων του Βαφο­πού­λειου Πνευ­μα­τι­κού Κέντρου του Δήμου Θεσ­σα­λο­νί­κης, με το ποί­η­μα Εξο­μο­λό­γη­ση. Ποι­ή­μα­τα και κεί­με­νά του δημο­σιεύ­ο­νται τακτι­κά στο προ­σω­πι­κό του ιστο­λό­γιο (σκόρ­πιες σκέ­ψεις), καθώς και σε τεύ­χη των περιο­δι­κών fuctART και Vakxikon.gr, του οποί­ου είναι συνεργάτης.

Έργο

Είναι ένας πιστός ανα­γνώ­στης. Δια­βά­ζει όσο του επι­τρέ­πουν οι ρυθ­μοί της καθη­με­ρι­νό­τη­τας και προ­σπα­θεί να παρα­κο­λου­θεί τη σύγ­χρο­νη βιβλιο­πα­ρα­γω­γή, αν και οι όροι του παι­χνι­διού, εδώ και χρό­νια όπως παραη­τρεί, είναι δυστυ­χώς μονο­πω­λια­κοί και μαρ­κε­τί­στι­κοι σε μεγά­λο βαθ­μό. Συνε­χί­ζο­ντας, υπο­στη­ρί­ζει ότι ποί­η­ση θεω­ρεί­ται πολυ­τέ­λεια ή «ψιλά γράμ­μα­τα» μέσα σε ένα τέτοιο αντι­ποι­η­τι­κό περι­βάλ­λον. Ευτυ­χώς υπάρ­χει πάντα το δια­δί­κτυο, όπου μπο­ρεί κανείς να ανα­κα­λύ­ψει αξιο­λο­γό­τα­τα ιστο­λό­για λογο­τε­χνι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος και να βρει ελεύ­θε­ρα κάποια σημα­ντι­κά έργα. Λατρεύ­ει να δια­βά­ζει το σύμπαν του Έντ­γκας Άλαν Πόε ενώ του αρέ­σει πολύ η αμε­σό­τη­τα της αμε­ρι­κά­νι­κης σχο­λής, το λεπτό χιού­μορ των διη­γη­μά­των του Τσέ­χωφ, ελλη­νι­κά λογο­τε­χνι­κά έργα συγ­χρό­νων, που βρί­σκει ελεύ­θε­ρα στον ιστό ή από χέρι σε χέρι (π.χ. το θεα­τρι­κό «Πλα­τεία Συντάγ­μα­τος» του Νίκου Βαρ­δά­κα, συγ­γρα­φέα που παρου­σιά­σα­με πρό­σφα­τα στο Ατέ­χνως), οι πεζο­γρά­φοι της Θεσ­σα­λο­νί­κης και πολ­λά άλλα. Άμε­σα επη­ρε­α­σμέ­νος από την ποι­η­τι­κή γενιά του Μεσο­πο­λέ­μου, δεν περιο­ρί­ζε­ται στην ποί­η­ση αλλά κατα­γρά­φει σε σει­ρά παρου­σιά­σε­ων του, όψεις και από­ψεις για διά­φο­ρους ποι­η­τές και κατα­στά­σεις εκεί­νης –και όχι μόνο περιόδου.

Στην ποί­η­ση του απο­τυ­πώ­νε­ται με αδρές γραμ­μές η καθη­με­ρι­νή πάλη για την επι­βί­ω­ση, για να ανα­γνω­ρί­σου­με τον πραγ­μα­τι­κό εαυ­τό μας σε συνάρ­τη­ση με τα κοι­νω­νι­κά προ­βλή­μα­τα. Ο ποι­η­τής δια­σχί­ζει την κου­ρα­σμέ­νη πολι­τεία, που μπο­ρεί να είναι η Θεσ­σα­λο­νί­κη αλλά και κάθε άλλη πολι­τεία, παρα­τη­ρώ­ντας τους απλούς ανθρώ­πους, κλέ­βο­ντας σκόρ­πιες φρά­σεις στον αέρα, για να μπει στις ζωές των άλλων, μόνο και μόνο για να μετρή­σει καλύ­τε­ρα τη δική του. Αλλά η ποί­η­ση του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη δεν είναι μία ατο­μι­κή ποί­η­ση, χαμέ­νη μέσα στις αυτα­πά­τες του ιδιω­τι­κού ορά­μα­τος. Είναι ενερ­γή, διεκ­δι­κεί το δια­φο­ρε­τι­κό και κατά συνέ­πεια μπο­ρεί να γίνει πολύ οργι­σμέ­νη ή και σατυ­ρι­κή, θυμί­ζο­ντας μας ανά­λο­γα παρα­δείγ­μα­τα από την μακρό­χρο­νη ποι­η­τι­κή μας παρά­δο­ση. Έτσι, η φρά­ση ότι η γλώσ­σα κόκ­κα­λα δεν έχει αλλά κόκ­κα­λα τσα­κί­ζει στο έργο του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη απο­κτά κυριο­λε­κτι­κή σημα­σία. Παρό­λαυ­τα ο ποι­η­τής δεν διστά­ζει να τα βάλει με εκεί­νο το τμή­μα της κοι­νω­νί­ας που αδια­φο­ρεί και ξεπου­λά­ει μισο­τι­μής την αξιο­πρέ­πεια του. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά: «Ναι, είμα­στε έξυ­πνοι! / Πήρα­με δίπλω­μα ευρε­σι­τε­χνί­ας… / Εφηύ­ρα­με αδιάρ­ρη­κτες μπά­ρες ασφα­λεί­ας… / Φυλα­κι­στή­κα­με οικειο­θε­λώς στα δια­με­ρί­σμα­τά μας. / Μαντρώ­σα­με και τα παι­διά μας!» ενώ σε άλλο σημείο επι­τί­θε­ται στους δια­χει­ρι­στές της πολι­τι­κής ζωής γρά­φο­ντας ότι: «Βγή­καν οι επί­ση­μοι / Με ύφος και πόζα / κι είναι μια πρό­ζα / Πάντα μετρή­σι­μη. / Φρι­χτά λογύ­δρια / Και πάλι φέτος / Στο νέο έτος…»

Τα ποι­ή­μα­τα απο­τε­λούν ένα χαρα­κτη­ρι­στι­κό δείγ­μα του ποι­η­τι­κού κόσμου του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη, ενός αλύ­γι­στου και τολ­μη­ρού ποι­η­τή, που τόσο σε ελεύ­θε­ρο όσο και σε παρα­δο­σια­κό στί­χο κατα­φέ­ρε­νι με μαε­στρία να εκφρά­σει τους πιο κρυ­φούς πόθους μας και τις πιο μεγά­λες ανά­γκες μας.

 

Μα(ρ)κάρισμα

Περι­φο­ρά σεπτών θεωριών
Ανά­με­σα εσύ ακροβάτης
Συσχε­τι­σμών-
Μυστα­γω­γία και μακελειό!
Τόσες γενειά­δες σε
Κρα­νία φιλοσόφων
Βορά ανθρώ­πων…
Θάλα­μοι πάχυνσης
Ώρι­μων προς σφα­γή ιδεών.
 (αδη­μο­σί­ευ­το)

Τρία χάι-κου

Τα βλέ­φα­ρά σου
Βελού­δι­να πέταλα.
Κιό­λας φεγγάρι.

Παι­διά στα νερά
Όπως εγώ κάποτε
Καταβρέχονται.

Περ­νούν βατράχια
Το υγρό πλακόστρωτο·
Κάποιο διστάζει.

(αδη­μο­σί­ευ­το)

Προς τους νέους ποιητές

Γράψ­τε ένα ποίμα
Για όσους δεν έχουν βήμα
Και, προ­πα­ντός, για εκείνους
Που στέ­ρη­σε το κύμα.
Έτσι, ωραίο θα ‘ναι
Και κάποιοι θα ακουμπάνε
Στη λέξη του απάνω
Σαν μάι­μω σε τσιγγάνο
 (Κι όμως γελούν καλύ­τε­ρα οι τζί­τζι­κες, University Studio Press, 2013)

  Φιλο­λαϊ­κό

 Η εναλ­λα­γή των εποχών
Πάντα σε βάρος των φτωχών
Που ‘χουν για κεραμίδι
Του ουρα­νού ένα φρύδι…

Τώρα που το πετρέλαιο
έγι­νε αιθέ­ριο έλαιο…
Καιν ότι βρουν μπρο­στά τους
Ψήνουν και τα σκυ­λιά τους…

Περή­φα­νη φυλή
Καπό­τα και τιμή
Και αίμαι στο σεντόνι
Που η μάνα σιδερώνει

Βαριά βιο­μη­χα­νία
Και μέλ­λου­σα κυρία
Η χού­ντα άλλα­ξε ταμπόν
Το ’73!

 Δώστ’ ένα κατσαβίδι
Στον Μάκη τον Βορίδη
Να σφί­ξει κι άλλο το ρελέ
Να γίνουμ’ όλοι φιλελέ…

 Στο μάρ­κε­τινγκ ταγμένοι
Να πάμε ευτυχισμένοι!

 (Ευλύ­γι­στες μελαγχολίες)

~

 Σέρ­νουν οι ελέ­φα­ντες το τελευ­ταίο βήμα.
Χωρίς τους πάγους πνι­γή­καν οι αρκούδες.
Μεγά­λη πολι­τεία με τους χαμέ­νους μύθους!
Αταύ­τι­στη, αγρα­να­παυ­μέ­νη, ‑ρίζα παραδομένη
Σε τρα­κτέρ, σε εσκα­φές, στην ασθένεια.
 (Εφη­με­ρό­πτερa, Eκδό­σεις 24grammata.com)

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο