Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ντέμης Κωνσταντινίδης: «Περίπολος για τους εναπομείναντες»

Παρου­σιά­ζει ο Ειρη­ναί­ος Μαρά­κης //

Δια­βά­ζο­ντας την τελευ­ταία ποι­η­τι­κή εργα­σία του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη «Περί­πο­λος για τους ενα­πο­μεί­να­ντες» (ψηφια­κές εκδό­σεις 24 γράμ­μα­τα) απέ­κτη­σα την αίσθη­ση, αν όχι την βεβαιό­τη­τα, ότι το συμπέ­ρα­σμα που είχα κατα­θέ­σει σε προη­γού­με­νη παρέμ­βα­ση ότι και μέσα στην άκρα­τη εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση που επι­κρα­τεί και στον χώρο της ποί­η­σης «μπο­ρεί ο ποι­η­τής να ξεχω­ρί­σει, να δώσει το δημιουρ­γι­κό στίγ­μα του, να ανα­δεί­ξει την ανθρώ­πι­νη, αισθη­τι­κή, υπαρ­ξια­κή, ερω­τι­κή ή πολι­τι­κή δυνα­τό­τη­τα του έργου του» (1) είναι πέρα για πέρα αλη­θής. Θα έλε­γα μάλι­στα πως αυτή η εκτί­μη­ση είναι επι­πό­λαια και πολύ βια­στι­κή αλλά όπως θα δού­με (και θα απο­δεί­ξω, τολ­μώ να πω) σε επό­με­νες ποι­η­τι­κές παρου­σιά­σεις στο Ατέ­χνως, οι νέοι ποι­η­τές και ποι­ή­τριες – που πολύ σωστά έχουν χαρα­κτη­ρι­στεί ως «ποι­η­τές της αγα­νά­κτη­σης», παρεμ­βαί­νουν πολύ δυνα­μι­κά και ουσια­στι­κά στον χώρο της σύγ­χρο­νης λογο­τε­χνί­ας. Και όχι μόνο.

Ειρωνεία

Για τον Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη δεν χρειά­ζο­νται πολ­λά και φλύ­α­ρα λόγια αλλά παρό­λαυ­τα κάποιες γενι­κές παρα­τη­ρή­σεις νομί­ζω πως είναι κάτι περισ­σό­τε­ρο από απα­ραί­τη­τες. Η ειρω­νεία και ο σαρ­κα­σμός που απο­τε­λούν βασι­κό στοι­χείο της ποι­η­τι­κής του δημιουρ­γού, στην «Περί­πο­λο για τους ενα­πο­μεί­να­ντες» ανα­βαθ­μί­ζο­νται ποιο­τι­κά: είναι από τη μία η απο­τύ­πω­ση της κοι­νω­νι­κής μελαγ­χο­λί­ας, όπως επι­ση­μαί­νει κι ο ποι­η­τής Δήμος Χλω­πτσιού­δης σε σχε­τι­κή παρέμ­βα­ση (2) αλλά είναι και η έκφρα­ση της ήττας ή μάλ­λον της παραί­τη­σης συγκε­κρι­μέ­νων ατό­μων ή ομά­δων ανθρώ­πων που «κάθε βρά­δυ κάνουν πρό­βα στον θάνα­το» (όσοι κοι­μού­νται, σελ. 8) , είναι η σχε­δόν εικα­στι­κή απει­κό­νι­ση ενός κόσμου που έδω­σε τους αγώ­νες του και που τώρα συντη­ρεί με κου­ρα­σμέ­νες αλλά όχι φοβι­σμέ­νες περι­πό­λους. Γρά­φει χαρα­κτη­ρι­στι­κά στο ομώ­νυ­μο με το βιβλίο του ποί­η­μα (σελ. 9):

Θάνα­τοι παρά­με­τροι, περίμετροι

Κλει­στές γραμμές

Στα χαλά­σμα­τα

“Κανείς! Που­θε­νά…”

Μπό­τες, γοε­ρές κραυ­γές, σκυλιά·

Περί­πο­λος για τους εναπομείναντες.

ενώ από την άλλη είναι η πλή­ρης και ολο­κλη­ρω­τι­κή, σκλη­ρή και ανε­λέ­η­τη απο­δό­μη­ση των κοι­νω­νι­κών συμ­βά­σε­ων και της καθη­με­ρι­νής υπο­τα­γής αλλά και της Ιστο­ρί­ας, ως κοι­νω­νι­κής δια­δι­κα­σί­ας, ως επι­στή­μης αλλά και ως έκφρα­σης της καθη­με­ρι­νό­τη­τας – με τέτοια αρτιό­τη­τα και με ψυχι­κή ενσυ­ναί­σθη­ση που μόνο ένας ποι­η­τής χωρίς απω­θη­μέ­να και με ιστο­ρι­κές γνώ­σεις πέρα από τα συνη­θι­σμέ­να (εδώ μπο­ρεί εύκο­λα να εντο­πί­σει ο ανα­γνώ­στης τον από­η­χο των σπου­δών του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη στην Ιστο­ρία-Αρχαιο­λο­γία του ΑΠΘ και τις μετα­πτυ­χια­κές του σπου­δές πάνω στην Μου­σειο­λο­γία). Το ποί­η­μα «Των προ­γό­νων» (σελ. 12) εκφρά­ζει μετα­ξύ άλλων την εφαρ­μο­γή της παρα­πά­νω αντίληψης:

Ήθε­λες να με πεί­σεις πως δεν υπάρ­χουν άγιοι

Όμως εγώ τους βλέπω

Όταν αργά, πριν κοι­μη­θώ, σβή­νω το φως

Στην άκρη της φλό­γας που απο­μέ­νει να τρεμουλιάζει

Μπρος στο παλιό, προ­σφυ­γι­κό εικονοστάσι.

Έχουν μια κατα­πλη­κτι­κή ωραιότητα

Αυτοί οι ξερι­ζω­μέ­νοι άγιοι με τις αυστη­ρές μορφές

Και τη σιω­πη­λή τους παρουσία.

Κι έτσι, με αυτό τον τρό­πο, η ειρω­νεία ανα­δει­κνύ­ε­ται αφε­νός ως αυτό που είναι, το νόθο παι­δί ενός παρά­λο­γου και άνι­σου κόσμου, αλλά και ο… ιστο­ρι­κός νεκρο­θά­φτης του…

Ώριμη γνώση

Στη συνέ­χεια δια­βά­ζου­με στο ποί­η­μα με τον τίτλο «Βιο-γρα­φι­κό» (σελ. 17):

Γεν­νη­θή­κα­με.

Περί­που αφελώς…

ενη­λι­κιω­θή­κα­με.

Πέρα­σαν κι άλλα χρόνια-

προ­σγειω­θή­κα­με.

Ατάι­στα σκυλιά

έμει­ναν πίσω μας

οι ουτο­πί­ες.

Ναι, ασφα­λώς!

Έχει μια κάποια γνώση

η από­γνω­ση.

Εδώ έχου­με ένα ποί­η­μα που δεν είναι ειρω­νι­κό αλλά που μας εισά­γει σε άλλη μία κεντρι­κή ιδέα της «Περι­πό­λου»: της ώρι­μης γνώ­σης πως οι ουτο­πί­ες, οι ελπί­δες για ένα άλλο, δια­φο­ρε­τι­κό μέλ­λον θα συνε­χί­σουν να διεκ­δι­κούν τα δικαιώ­μα­τά τους μέχρι να γίνουν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλλά μέχρι τότε δεν θα πάψουν να μας προ­βλη­μα­τί­ζουν (το πλή­θος, τον λαό, την εργα­τι­κή τάξη, εμέ­να, εσάς και φυσι­κά τον ποι­η­τή) οι απο­τυ­χί­ες στην εφαρ­μο­γή τους που μας οδη­γούν σε μία βίαια ωρί­μαν­ση τόσο κοι­νω­νι­κά, όσο και ψυχο­λο­γι­κά. Κι εδώ είναι που όσοι δια­βά­σουν την «Περί­πο­λο» θα αντι­λη­φθούν ότι η περί­πο­λος είναι αυτοί ακρι­βώς οι ίδιοι, οι ανα­γνώ­στες και οι ποι­η­τές, που ως οπι­σθο­φυ­λα­κή μιας εκστρα­τευ­τι­κής δύνα­μης δια­τη­ρούν τα κεκτη­μέ­να  μέχρι την επό­με­νη έφο­δο. Τα ποι­ή­μα­τα «Πολυ­τε­χνείο» (σελ. 15):

Οθό­νη πάλι ασπρόμαυρη―

χάλα­σαν τη μικρο­φω­νι­κή στη Φαραντούρη.

Το από­γευ­μα οι νεκροί κάτι μουρμούρισαν

μα τα τραγούδια―μέρα επετείου

σκέ­πα­σαν τη φωνή τους

και τα λου­λού­δια ανελέητα

τους έπνι­ξαν.

και το εισα­γω­γι­κό ποί­η­μα (σελ. 7) δίνουν μια σχε­τι­κή εικό­να της ώρι­μης γνώσης:

Σήμα­νε έφοδος!

Τα υψώ­μα­τα

Να ξανα­πά­ρου­με

Την απά­τη­τη κορ­φή του ήλιου.

Θα έχουν αφή­σει εκεί

Σκα­λί­σμα­τα στα δέντρα

Οι παπ­πού­δες μας.

Θα έχουν αφή­σει εκεί κουβέντες…

Σκο­πούς για το αύριο

Που δεν πρόφτασαν.

Θέση επίθεσης

Η έκφρα­ση του ποι­η­τή μπο­ρεί να μοιά­ζει σα να παίρ­νει μια θέση άμυ­νας απέ­να­ντι σε όλα αυτά τα προ­βλή­μα­τα, τα διλήμ­μα­τα και τα μπερ­δέ­μα­τα . Κατά βάθος όμως είναι ποι­η­τι­κή, δηλα­δή δημιουρ­γι­κή έκφρα­ση – προ­ε­τοι­μά­ζει τους ενα­πο­μεί­να­ντες, που όμως δεν είναι καθό­λου ελά­χι­στοι, για τη νέα έφο­δο. Όμως ο ποι­η­τής δεν είναι αγκι­τά­το­ρας, δεν κου­νά το δάχτυ­λο ως ένας πάν­σο­φος, άσπι­λος και αμό­λυ­ντος δάσκα­λος. Ως μέρος της κοι­νω­νί­ας, απο­δο­μεί τις αιτί­ες που οδη­γούν στην κοι­νω­νι­κή από­γνω­ση και προ­ε­τοι­μά­ζει το έδα­φος για μια νέα συνει­δη­το­ποί­η­ση. Κι αυτή είναι μία δου­λειά όχι απα­ραί­τη­τα προ­σχε­δια­σμέ­νη αλλά μια εργα­σία που σιγά-σιγά μέσα από δύσβα­τους χαλι­κό­δρο­μους (Νυχτε­ρί­δες, γρύ­λο ι/ Σκο­νι­σμέ­να λιό­δε­ντρα // Στο τυφλό σκο­τά­δι / Δια­βά­της σκαντζόχοιρος/ Σαλεύ­ει τα χόρ­τα. // Κάθε βρά­δυ / Τα μικρά σου χρό­νια / Τρα­βούν προς τη θάλασ­σα.) προ­χω­ρά­ει προς το φως. Η καταγ­γε­λία της φθο­ράς (σελ. 21):

Υπνω­τι­στι­κά

Επέρ­χε­ται η φθορά

Ανε­παι­σθή­τως!

Ξυπνάς μια μέρα

Χωρίς να αισθάνεσαι

Αυτός που ήσουν.

 

Αλλά και η κρι­τι­κή σε μικρές καθη­με­ρι­νές, ενο­χλη­τι­κές συνή­θειες , στο πλή­θος που ξεπου­λιέ­ται σκύ­βο­ντας το κεφά­λι, στις «Πλα­στι­κές φήμες / Made in Hong Kong» (Παρα­μο­νή, σελ. 26) και σε άλλα τόσα περί­ερ­γα και μελαγ­χο­λι­κά εκφρά­ζουν τον συν­δυα­σμό της δημιουρ­γι­κής ειρω­νεί­ας και της ώρι­μης γνώ­σης που οδη­γούν σε αυτό ακρι­βώς το πεδίο, που όμως έχει τους κιν­δύ­νους του να μελαγ­χο­λή­σει τόσο που η θέση επί­θε­σης που εκφρά­ζει, σχε­δόν ασυ­ναί­σθη­τα, να μετα­τρα­πεί σε γνή­σια από­γνω­ση. Τότε υπάρ­χει κι ο κίν­δυ­νος ο ποι­η­τής να μην συνε­χί­σει το έργο του, το οποίο ενώ είναι η έκφρα­ση μιας ιδιαί­τε­ρης αντί­λη­ψης μέσα στην κοι­νω­νία, δεν είναι η έκφρα­ση εκεί­νων των τάσε­ων που ήδη έχουν επι­τε­θεί, με τις χίλιες αντι­φά­σεις τους, και δεν ανα­λώ­νο­νται σε χρή­σι­μες αλλά ελά­χι­στες για την περί­ο­δο περιπόλους.

Συμπε­ρα­σμα­τι­κά, θέλω να σημειώ­σω πως η «Περί­πο­λος για τους ενα­πο­μεί­να­ντες» του Ντέ­μη Κων­στα­ντι­νί­δη απο­τε­λεί το περισ­σό­τε­ρο μελαγ­χο­λι­κό έργο του στη σει­ρά των ποι­η­τι­κών του κατα­θέ­σε­ων αλλά και αυτό που φέρει την μεγα­λύ­τε­ρη ελπί­δα απ’ όλα: όχι, η «Περί­πο­λος» δεν είναι μια απλή κατα­γρα­φή της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας αλλά μια εικό­να του μέλ­λο­ντος, σκλη­ρά ρεα­λι­στι­κή που δεν παρα­βλέ­πει τα δύσκο­λα έως ανέ­φι­κτα βήμα­τα που χρειά­ζε­ται η τέχνη και η κοι­νω­νία για την υλι­κή και πνευ­μα­τι­κή της ανά­τα­ση. Από αυτή την άπο­ψη, η «Περί­πο­λος» είναι ένα έργο που έχει πολ­λά να προ­σφέ­ρει στην σύγ­χρο­νη ποι­η­τι­κή και κοι­νω­νι­κή εμπειρία.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο