Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ντενεκέδες και μπιντόνια: Θέμα στερεομετρίας

Ο γνω­στός (ν)τενεκές (προ­έ­λευ­ση τουρ­κι­κή tenekè) ‑δοχείο από τσί­γκο (καθα­ρευου­σιά­νι­κα λευ­κο­σί­δη­ρο), μας είναι γνω­στός 1. σαν μετα­φο­ρέ­ας λαδιού –παλαιό­τε­ρα άχρη­στος αν ήταν αγά­νω­τος (ή ξεγά­νω­τος) για­τί ως γνω­στόν σκού­ρια­ζε, 2. ως  οικο­δο­μι­κό εργα­λείο λάσπης και μπε­τού, σε συν­δυα­σμό με το πηλο­φό­ρι (φρα­γκό­φτια­ρο) και το μυστρί και φυσι­κά –μετα­ξύ άλλων 3. από τη θρυ­λι­κή “ντε­νε­κε­δού­πο­λη” της Ευγε­νία Φακί­νου (αντι­κει­με­νο­θέ­α­τρο της οδού Κεφαλ­λη­νί­ας στην Κυψέ­λη… Κύτ­τα­ρον μετά κλπ. “Λαδέ­νιος”, “Κουρ­δι­στάν”, “καμι­νά­δες”, “ο κύριος Ουλ­τρα­μέρ”, “το μεγά­λο ταξί­δι του Μελένιου”…

Τη 10ετία του 1930, κι ενώ στην Ευρώ­πη κόχλα­ζε μπρο­στά στον επερ­χό­με­νο πόλε­μο, οι ναζι­στές Γερ­μα­νοί απο­φά­σι­σαν ότι δεν θα ανα­λώ­νο­νταν σε μάχες χαρα­κω­μά­των όπως στον οδυ­νη­ρό α’ παγκό­σμιο αλλά θα έκα­ναν Blitzkrieg, που αρχι­κά πέτυ­χε αλλά όταν τον δοκί­μα­σαν στην ΕΣΣΔ ήταν γι αυτούς η αρχή του τέλους. Όντας τα άρμα­τα μάχης νέο υπε­ρό­πλο, η μετα­φο­ρά καυ­σί­μων ήταν καθο­ρι­στι­κή και αρχι­κά γινό­ταν με αυτόν τον  ντε­λι­κά­το (ν)τενε­κέ.

Ο –εν δυνά­μει «κεραυ­νο­βό­λος πόλε­μος» απαι­τού­σε ένα κάνι­στρο ανθε­κτι­κό, όσο το δυνα­τόν πιο ελα­φρύ,  εύκο­λο στο χει­ρι­σμό και στην απο­θή­κευ­ση, αυτό που ονό­μα­σαν “wehrmacht-einheitskanister” προ­κη­ρύσ­σο­ντας δια­γω­νι­σμούς μετα­ξύ των μονο­πω­λί­ων της πολε­μι­κής βιο­μη­χα­νί­ας και δοκι­μά­ζο­ντας προ­τά­σεις που κρί­θη­καν “ενδια­φέ­ρου­σες”, ακό­μα και στο πεδίο (πχ. από τη Λεγε­ώ­να Κόν­δορ που πολέ­μη­σε στο πλευ­ρό των φασι­στών του Φράν­κο στον ισπα­νι­κό εμφύ­λιο ‑1937).

Αυτό που επι­λέ­χτη­κε (μεταλ­λι­κό δοχείο 20lt), το σχε­δί­α­σε κάποιος Vinzenz Grunvogel, επι­κε­φα­λής μηχα­νι­κός της Muller \ Schwelm: Είχε σκε­φτεί μέχρι και την τελευ­ταία λεπτο­μέ­ρεια σχε­διά­ζο­ντας το κάνι­στρό του και ήταν τόσο επι­τυ­χη­μέ­νο, που αργό­τε­ρα το υιο­θέ­τη­σαν και οι αμε­ρι­κα­νοί και που χρη­σι­μο­ποιεί­ται ακό­μη και μέχρι σήμε­ρα χωρίς μετα­τρο­πές (απλά με πιο σύγ­χρο­να υλικά).

Πρω­το­πο­ρια­κό το σχή­μα του: χάρη σ’ αυτό μπο­ρού­σαν να τοπο­θε­τη­θούν όσο το δυνα­τόν περισ­σό­τε­ρα κάνι­στρα το ένα δίπλα στο άλλο ή πάνω από το άλλο, ορι­ζό­ντια ή κάθε­τα, με ‑τότε οξυγονο_κόλληση δύο κομ­μα­τιών, αλλά με τη γραμ­μή (γαζί) μακριά από τα μεγά­λα πλευ­ρι­κά τοι­χώ­μα­τά του κι αυτό το έκα­νε 100% ανθε­κτι­κό σε περί­πτω­ση χτυ­πη­μά­των, ενώ παράλ­λη­λα, προ­σέ­φε­ρε το πλε­ο­νέ­κτη­μα τη ελεύ­θε­ρης δια­στο­λής \ συστο­λής του υγρού στο εσω­τε­ρι­κό, ανα­λό­γως των εξω­τε­ρι­κών συν­θη­κών θερ­μο­κρα­σί­ας χωρίς να «σκά­ει».

Τα χερού­λια του, επί­σης, πολύ έξυ­πνα στη σύλ­λη­ψή τους –με τρεις κυλίν­δρους (σωλη­νά­κια) στο άνω μέρους, έτσι ώστε, ένας στρα­τιώ­της μπο­ρού­σε να μετα­φέ­ρει είτε δύο γεμά­τα (ένα σε κάθε χέρι) είτε τέσ­σε­ρα άδεια (δύο σε κάθε χέρι) και επι­πλέ­ον, δύο μαζί να πιά­σουν και να μετα­φέ­ρουν ένα –με ελεύ­θε­ρο το άλλο χέρι για κάθε χρή­ση και τέλος ήταν απλό, να δίνο­νται «πάσα» τα κάνι­στρα (από χέρι σε χέρι).

Εξί­σου σημα­ντι­κή με την ευκο­λία χρή­σης ήταν για τις στρα­τιω­τι­κές ανά­γκες και η ταχύ­τη­τα με την οποία μπο­ρού­σε να γεμί­ζει και να αδειά­ζει το wehrmacht-einheitskanister την πετύ­χαι­νε χάρη στο ευρύ του άνοιγ­μα και έναν μικρό σωλη­νά­κι «ανα­πνο­ής» που εξα­σφά­λι­ζε την παρο­χή του αέρα και συνε­πώς την ομα­λή ροή του καυ­σί­μου, ενώ το στό­μιο ήταν έτσι σχε­δια­σμέ­νο που επέ­τρε­πε το άδεια­σμα χωρίς χρή­ση χωνιού. Τέλος ο έξυ­πνος μηχα­νι­σμός της τάπας του επέ­τρε­πε να ανοί­γει και να κλεί­νει με το ένα χέρι και χωρίς εργα­λεία, σφρά­γι­ζε από­λυ­τα και κρα­τού­σε προ­σκολ­λη­μέ­νο στο μηχα­νι­σμό το καπά­κι, ενώ το εσω­τε­ρι­κό του είχε λαστι­χέ­νια επέν­δυ­ση, για τη μετα­φο­ρά πόσι­μου νερού χωρίς τον φόβο μόλυν­σής του με σκουριά.

Πριν την εισβο­λή στην Πολω­νία, το Τρί­το Ράιχ είχε ήδη κατα­σκευά­σει 10άδες χιλιά­δες τέτοια κάνι­στρα, που τα διέ­θε­σε στις μηχα­νο­κί­νη­τες διμοι­ρί­ες της, μαζί με λαστι­χέ­νιους σωλή­νες, ώστε να μπο­ρούν οι στρα­τιώ­τες να αντλούν καύ­σι­μο (π.χ. από στά­σι­μα αυτο­κί­νη­τα και άλλες δια­θέ­σι­μες πηγές, προ­κει­μέ­νου τα άρμα­τα να συνε­χί­ζουν τάχι­στα την πορεία τους).

Στην αντί­πε­ρα όχθη, οι Βρε­τα­νοί χρη­σι­μο­ποιού­σαν κάνι­στρα 2 γαλο­νιών (~9,1lt) για τη μετα­φο­ρά καυ­σί­μων- μικρό­τε­ρα και πιο εύκο­λα στη μετα­φο­ρά, αλλά δύσχρη­στα, πολύ ακρι­βά στην κατα­σκευή τους και εύθραυ­στα- τόσο, που απέ­κτη­σαν το χαρα­κτη­ρι­σμό «Flimsy»…

Επί­σης, δεν μπο­ρού­σαν να τοπο­θε­τη­θούν το ένα πάνω στο άλλο κατά τη μετα­φο­ρά μέσα σε κοντέι­ντερς, για­τί τα από κάτω δεν άντε­χαν με την απο­στο­λή καυ­σί­μων στη Βόρεια Αφρι­κή (για την αντι­με­τώ­πι­ση του Ρόμελ) να είναι προ­βλη­μα­τι­κή. Μάλι­στα, σε ‑του­λά­χι­στον- ένα από τα πλοία μετα­φο­ράς προ­κά­λε­σε την ανα­τί­να­ξή του στη μέση της Μεσο­γεί­ου, ενώ δεν άντε­χαν τη μετα­φο­ρά στις σκλη­ρές συν­θή­κες των αφρι­κα­νι­κών δρό­μων, η δια­στο­λή του υγρού στον ακραίο καύ­σω­να προ­κα­λού­σε ζημιά και διαρ­ρο­ές, το χερού­λι τους ήταν ιδιαί­τε­ρα δύσχρη­στο κλπ.

Αλλά τελι­κά ο Ρόμελ ηττή­θη­κε και η λαφυ­ρα­γώ­γη­ση έδω­σε τη λύση: τα υιο­θέ­τη­σαν, ως «Jerrycan» (Jerryδες έλε­γαν τους Γερ­μα­νούς) και μετά την Operation Kreuzritter (Operation Crusader «Επι­χεί­ρη­ση Σταυ­ρο­φό­ρος») στα τέλη του ’41 στη Βόρεια Αφρι­κή, οι Βρε­τα­νοί πήραν ως λάφυ­ρα χιλιά­δες Jerrycans, που άρχι­σαν αμέ­σως να χρη­σι­μο­ποιούν και την επό­με­νη χρο­νιά, ξεκί­νη­σαν να παρά­γουν τα δικά τους, αντί­στοι­χα κάνι­στρα — εντο­πί­ζο­ντας, μάλι­στα, τις ακρι­βείς τους τεχνι­κές προ­δια­γρα­φές κατά τύχη, από το 1939 που ο Αμε­ρι­κα­νός μηχα­νι­κός Paul Pleiss είχε κάνει ένα οδι­κό ταξί­δι από τη Γερ­μα­νία στην Ινδία με έναν Γερ­μα­νό συνά­δελ­φό του — ο οποί­ος του είχε υπο­δεί­ξει να αγο­ρά­σουν τα συγκε­κρι­μέ­να κάνι­στρα για­τί ήταν τα μόνα που ήταν ικα­νά για μετα­φο­ρά πόσι­μου νερού.

Επι­στρέ­φο­ντας στις ΗΠΑ, ο Pleiss έδει­ξε τα τεχνι­κά στοι­χεία του κάνι­στρου (το φυλ­λά­διο της αγο­ράς του) στον αμε­ρι­κα­νι­κό στρα­τό, και εξή­γη­σε τα πλε­ο­νέ­κτή­μα­τά του, αλλά οι αξιω­μα­τού­χοι απο­φά­σι­σαν να κρα­τή­σουν το δικό τους παλιό κάνι­στρο των 38 λίτρων που είχαν από τον 1ο παγκόσμιο.

Κώστας Καρυω­τά­κης ΑΠΑΝΤΑ μια άλλη ανάγνωση

Έτσι, πλέ­ον, το κάνι­στρο wehrmacht-einheitskanister είχε πια μετα­μορ­φω­θεί σε «jerrycan» και μετά τον 2ο  παγκό­σμιο είχε πια καθιε­ρω­θεί ευρέ­ως σε όλες τις δυνά­μεις του ΝΑΤΟ και σήμε­ρα χρη­σι­μο­ποιεί­ται ακό­μα ως “in”αξεσουάρ σε επι­βα­τι­κά off-road 4κίνητα.

Στο μετα­ξύ ο «κύκλος με την κιμω­λία» ‑Μπρεχτ –μου­σι­κή Μάνου, σε στί­χους Οδυσ­σέα Ελύ­τη –αν και πέρα­σαν κιό­λας 65 χρό­νια, καλά κρα­τεί …“4 στρα­τη­γοί κινάν και παν για πόλε­μο στο μακρι­νό το Ιράν \ ο πρώ­τος από πόλε­μο δεν κάτε­χε, ο δεύ­τε­ρος στις κακου­χιές δεν άντε­χε \ ο τρί­τος ήταν υπο­κεί­με­νο γελοίο \ κι ο τέταρ­τος φοβό­τα­νε το κρύο… 4 στρα­τη­γοί κινάν και παν αλλά δε φτά­νου­νε ποτέ στο Ιράν”… (και μαζί οι εκα­τόμ­βες θυμά­των και ξερι­ζω­μέ­νων  του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πολέ­μου στην Ουκρα­νία που συνε­χί­ζε­ται –χωρίς προ­ο­πτι­κή  270+ μέρες)

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο