Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΝΤΙΜΙΤΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ: «Με μάντρωσαν στο Κόμμα» (Γ’ Μέρος — Τελευταίο)

 

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαν­νά­του //

«Μοι­ραίο για τον Σοστα­κό­βιτς το 1960! ‘Όλα συνέ­βη­σαν εκεί­νον τον annus horribilis (φρι­κτή χρο­νιά, Α.Ι.): η αρρώ­στια, η σωμα­τι­κή κατά­πτω­ση, η εξα­σθέ­νη­ση της βού­λη­σής του και ο πει­ρα­σμός της εξου­σί­ας. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν μια εντε­λώς απρό­βλε­πτη κίνη­σή του, που πολ­λοί θεω­ρούν ακό­μα και σήμε­ρα ως το μεγα­λύ­τε­ρο λάθος της δημό­σιας ζωής του: το 1960 έγι­νε μέλος του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος» (Σ. Βολ­κόφ, Ο Σοστα­κό­βιτς και ο Στά­λιν, σελ. 351). Παρα­κά­τω ο Βολ­κόφ θα τονί­σει ότι πρό­κει­ται για ένα μυστη­ριώ­δες γεγο­νός που δεν έχει διευ­κρι­νι­στεί ακόμα…Εδώ ο Βολ­κόφ δεν ντρέ­πε­ται καθό­λου να βγά­λει υστε­ρι­κό και μπε­κρή τον Σοστα­κό­βιτς για να εξη­γή­σει αυτή την «ανεί­πω­τη» πρά­ξη του. Ρώτη­σε λοι­πόν δύο φίλους του που του είπαν, ότι εξα­να­γκά­στη­κε ο Σοστα­κό­βιτς από τις αρχές και ότι «ο Σοστα­κό­βιτς είχε μια εξαι­ρε­τι­κά μεγά­λη ροπή στην υστε­ρία: έπι­νε βότ­κα, έκλαι­γε δυνα­τά κι έδι­νε την εικό­να ενός ήρωα που είχε βγει από τις σελί­δες του Ντο­στο­γιέφ­σκι, στα πρό­θυ­ρα ολο­κλη­ρω­τι­κής νευ­ρι­κής κατάρ­ρευ­σης, ακό­μα και αυτο­κτο­νί­ας» (στο ίδιο, σελ. 351).

Αλλά και ο γιος του Σοστα­κό­βιτς, Μαξίμ, «θυμά­ται» ότι ο πατέ­ρας του είχε πει εκεί­νο το καλο­καί­ρι του 1960 «με μάντρω­σαν στο Κόμ­μα» και μάλι­στα λέει ότι ίσως είναι δύσκο­λο να φαντα­στεί κανείς που δεν έχει ζήσει αυτά τα χρό­νια, πώς μπο­ρεί να θεω­ρεί­ται θύμα κάποιος που είναι βου­λευ­τής του Ανώ­τα­του Σοβιέτ, καλ­λι­τέ­χνης του λαού της ΕΣΣΔ, ήρω­ας της Σοσια­λι­στι­κής Εργα­σί­ας, κάτο­χος πολ­λών και σημα­ντι­κών βρα­βεί­ων. Κι όμως, «Δυστυ­χώς ο Σοστα­κό­βιτς δεν έτυ­χε να ζήσει στη Ρωσία του Νικό­λα­ου Α’, αλλά στη στα­λι­νι­κή Σοβιε­τι­κή Ένω­ση» («Ο πατέ­ρας μας DSch, σελ. 174). Αφού και ο Πού­σκιν ήταν χαϊ­δε­μέ­νος του τσά­ρου και έγρα­φε επαι­νε­τι­κά γι αυτόν, αλλά τον θεω­ρού­σαν υπο­φέ­ρο­ντα από τη μοναρ­χία…, σύμ­φω­να με τη λογι­κή του γιου.

Βλέ­που­με κι εδώ τον ανι­στό­ρη­το παραλ­λη­λι­σμό που δια­περ­νά και το βιβλίο του Σ. Βολ­κόφ, στο οποίο ο συγ­γρα­φέ­ας παρα­δέ­χε­ται σε σχέ­ση με την προ­σχώ­ρη­ση του Σοστα­κό­βιτς στο Κόμ­μα, ότι ποτέ δεν θα μπο­ρέ­σει να μαθευ­τεί η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ούτε στα αρχεία του Κόμ­μα­τος και έτσι ο Βολ­κόφ ανα­τρέ­χει στις αγα­πη­μέ­νες του εικα­σί­ες λέγο­ντας «η αλή­θεια εδώ δε βρί­σκε­ται σε όσα δια­τυ­πώ­θη­καν, γρα­πτά ή προ­φο­ρι­κά, αλλά σε όσα δεν ειπώ­θη­καν» (στο ίδιο, σελ. 352) και…ρίχνεται σε αυθαί­ρε­τες ερμη­νεί­ες της μου­σι­κής του μεγά­λου μου­σι­κο­συν­θέ­τη από όπου βγά­ζει ό, τι συμπέ­ρα­σμα θέλει. Έτσι γρά­φει ότι ο Σοστα­κό­βιτς «μετά το τρα­γι­κό γεγο­νός της προ­σχώ­ρη­σής του στο Κόμ­μα» (σελ. 352) είχε ανα­φέ­ρει  σε έναν φίλο του τον εξής στί­χο του Πού­σκιν: «Απ’ τη μοί­ρα του κανείς δεν ξεφεύ­γει». Σύμ­φω­να με τον Βολ­κόφ «Αυτά τα λόγια μπο­ρού­νε να μπουν ως υπό­τι­τλος του Όγδο­ου Κουαρ­τέ­του, όπου επί­σης ακού­με τον από­η­χο των σκέ­ψε­ων του Σοστα­κό­βιτς πάνω στον πρό­σφα­το θάνα­το του Παστερ­νάκ» (σελ. 352). Ο Βολ­κόφ συνε­χί­ζει να βρί­σκει «απο­δεί­ξεις» για τις εικα­σί­ες του. Μια σελί­δα παρα­κά­τω θα πει: «Στο ποί­η­μα «Με τυραν­νούν τα βάσα­να» αφιε­ρω­μέ­νο στη μνή­μη του φοι­τη­τή Πάβελ Τσερ­νί­σεφ που πέθα­νε σε μια φυλα­κή του τσά­ρου, υπάρ­χουν οι πιο κάτω στίχοι: 

                            Όπως κι εσύ, έτσι εμείς δεν είμαστε

                           παρά μονά­χα χώμα για τους και­νούρ­γιους ανθρώπους

                           παρά μονά­χα η τρο­με­ρή φωνή που προφητεύει

                           τις και­νούρ­γιες δοξα­σμέ­νες μέρες.

Αυτό μας βοη­θά να κατα­λά­βου­με σε ποιο βαθ­μό είχε υπο­δου­λω­θεί ο Σοστα­κό­βιτς στην ιδέα της αυτο­θυ­σί­ας για χάρη της ευτυ­χί­ας των επερ­χό­με­νων γενιών» (σελ. 353). Έτσι ο Βολ­κόφ παίρ­νει το δικαί­ω­μα να θεω­ρεί το Όγδοο Κουαρ­τέ­το όχι απλώς μια μου­σι­κή αυτο­βιο­γρα­φία του Σοστα­κό­βιτς, αλλά και συγ­χρό­νως τη μου­σι­κή αυτο­νε­κρο­λο­γία του! Κι όλα αυτά για την προ­σχώ­ρη­σή του στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα, έναν πραγ­μα­τι­κό θάνα­το που θέλει ρέκβιεμ…είναι η σκέ­ψη που υπο­βάλ­λε­ται στον ανα­γνώ­στη μέσα από τους εμπα­θείς συλ­λο­γι­σμούς του συγγραφέα.

Το «αυτο-μάντρωμα»

Ας δού­με, όμως, κάποια απο­φθέγ­μα­τα του Σοστα­κό­βιτς για το Κόμ­μα, όπως ήταν δημο­σιευ­μέ­να και τα βρί­σκου­με στην έκδο­ση της «Σύγ­χρο­νης Επο­χής» με τίτλο Ντι­μίτρ Σοστα­κό­βιτς, για τον ίδιο και την επο­χή του. Σε παρέν­θε­ση θα βάλου­με κάθε φορά τη χρο­νο­λο­γία του απο­φθέγ­μα­τος: «…Ακό­μα θυμά­μαι τη χαρά όταν η μόλις τελειω­μέ­νη Πέμ­πτη Συμ­φω­νία μου ακού­στη­κε μπρο­στά σ’ ένα ακρο­α­τή­ριο στε­λε­χών του Κόμ­μα­τος της οργά­νω­σης του Λένιν­γκραντ. Θα ‘θελα να εκφρά­σω την ευχή να εφαρ­μό­ζε­ται πιο συχνά η προ­κα­ταρ­κτι­κή ακρό­α­ση των νέων μου­σι­κών έργων από ένα κομ­μα­τι­κό ακρο­α­τή­ριο. Το Κόμ­μα μας δεί­χνει μεγά­λη φρο­ντί­δα και προ­σο­χή στην ανά­πτυ­ξη της μου­σι­κής ζωής της χώρας μας. Αυτή την έγνοια την έχω αισθαν­θεί σ’ όλη τη διάρ­κεια της καριέ­ρας μου» (1940, σελ. 92).

«Σαν μου­σι­κός θα ήθε­λα να εκφρά­σω τις θερ­μό­τε­ρες ευχα­ρι­στί­ες μου προς το Κομ­μου­νι­στι­κό μας Κόμ­μα για το βαθύ ενδια­φέ­ρον που δεί­χνει για τη σοβιε­τι­κή μου­σι­κή και τους μου­σι­κούς της χώρας. Η σοφία της καθο­δή­γη­σης του Κόμ­μα­τος είναι εγγύ­η­ση για τη δημιουρ­γία πολ­λών θαυ­μά­σιων μου­σι­κών έργων…» (1958, σελ. 241).

«Για κάθε σοβιε­τι­κό καλ­λι­τέ­χνη το πιο ελκυ­στι­κό και συγκι­νη­τι­κό θέμα είναι το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα. Είναι θέμα πλα­τύ, πολυ­ε­δρι­κό, στην ουσία μάλι­στα αγκα­λιά­ζει τα πάντα…Ολόκληρη η ζωή μας είναι αδιάρ­ρη­κτα δεμέ­νη με τις δρα­στη­ριό­τη­τες του ΚΚΣΕ. Όλοι οι Σοβιε­τι­κοί- κομ­μα­τι­κά μέλη ή όχι –έχουν ανα­τρα­φεί απ’ το Κόμ­μα. Γι αυτό πιστεύω πως στην τέχνη το θέμα του Κόμ­μα­τος είναι αξε­χώ­ρι­στο απ’ το θέμα του λαού» (1959, σελ. 248).

«Ελπί­ζω με το έργο μου να φανώ αντά­ξιος στον υψη­λό τίτλο του μέλους Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος» (1960, σελ. 261).

«Είναι μεγά­λη τιμή για το σοβιε­τι­κό συν­θέ­τη ή μου­σι­κό το ότι είναι ο άμε­σος συνε­χι­στής της ουμα­νι­στι­κής τέχνης των μεγά­λων δημο­κρα­τών συν­θε­τών του παρελ­θό­ντος, το ότι κρα­τά­ει ψηλά το λάβα­ρο της ανθρώ­πι­νης, βαθιάς μου­σι­κής που στρέ­φε­ται προς τις εκα­τομ­μύ­ρια καρ­διές συγ­χρό­νων του. Είμα­στε περή­φα­νοι που το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα θεω­ρεί τη μου­σι­κή σαν ισχυ­ρό μέσο δια­παι­δα­γώ­γη­σης του λαού και που, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ανε­πι­φύ­λα­κτα την κομ­μου­νι­στι­κή κοσμο­θε­ω­ρία, συμ­με­ρι­ζό­μα­στε τις από­ψεις του Κόμ­μα­τος για την ουσία, το ρόλο και τον κύριο στό­χο της τέχνης. Δεν έχου­με λόγο να κρύ­βου­με αυτή τη μονο­λι­θι­κή ενό­τη­τα, ούτε το γεγο­νός ότι υπο­στη­ρί­ζου­με ολό­ψυ­χα την αρχή της κομ­μα­τι­κό­τη­τας της σοβιε­τι­κής τέχνης» (1960, σελ. 263/264).

Οι τακτι­κά επα­νερ­χό­με­νοι έπαι­νοι σ’ αυτό το στυλ αφο­ρούν στην έκδο­ση αυτή κυρί­ως την περί­ο­δο 1959 μέχρι και το 1975. Δηλα­δή την περί­ο­δο του Ψυχρού Πολέ­μου και σε αυτό το φόντο πρέ­πει να κρί­νου­με τα απο­φθέγ­μα­τα του Σοστα­κό­βιτς. Ήταν μια περί­ο­δος χωρίς πολ­λά περι­θώ­ρια επι­λο­γής. Οι κατα­στά­σεις ανά­γκα­ζαν σε ένα ναι ή όχι, μαζί μας ή ενα­ντί­ον μας και μάλι­στα τεχνη­τά δια­χω­ρι­σμέ­να σε μια επι­λο­γή ανά­με­σα στη «Δύση» (με τον όρο αυτό που τελι­κά καθιε­ρώ­θη­κε και στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, συγκα­λύ­πτε­ται ότι ήταν καπι­τα­λι­στι­κή αυτή η «Δύση») και τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση. Αν, όμως, μια ευρύ­τε­ρα γνω­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα πιέ­ζε­ται αφό­ρη­τα μόλις «ξετρυ­πώ­σει μύτη» στη «Δύση», να απα­ντή­σει στις ανα­κρί­σεις (για­τί δεν μπο­ρού­με να τις χαρα­κτη­ρί­σου­με «συνε­ντεύ­ξεις» στις περισ­σό­τε­ρες περι­πτώ­σεις) δημο­σιο­γρά­φων και άλλων προ­σω­πι­κο­τή­των, η κάθε κου­βέ­ντα απο­κτά­ει ένα ιδιαί­τε­ρο χρω­μα­τι­σμέ­νο βάρος. Και την ευθύ­νη αυτή, κατά τη γνώ­μη μας, την είχε συνει­δη­το­ποι­ή­σει ο Σοστα­κό­βιτς. Επο­μέ­νως θα είσαι με τη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση ή με την καπι­τα­λι­στι­κή αντί­δρα­ση. Έτσι τέθη­κε τότε το ζήτη­μα. Το στο Δεύ­τε­ρο Μέρος ανα­φε­ρό­με­νο παρά­δειγ­μα του Έλλη­να μαέ­στρου απο­τε­λεί γλα­φυ­ρό παράδειγμα.

Λογοκρισία απόψεων από την ανάποδη

Το βιβλίο Ντι­μίτρ Σοστα­κό­βιτς, για τον ίδιο και την επο­χή του στη­ρί­χτη­κε στην έκδο­ση «Πρό­γκρες» του 1981 στα αγγλι­κά και πράγ­μα­τι, δημιουρ­γεί σε κάποια σημεία μια εντύ­πω­ση επι­βε­βλη­μέ­νων επαί­νων δίνο­ντας αφορ­μή στις αντί­θε­τες ερμη­νεί­ες που στη­ρί­ζο­νται σε ανε­πί­ση­μα και μη τεκ­μη­ριω­μέ­να απο­φθέγ­μα­τα και μαζί με αυτά τρο­φή στο αντι­σο­βιε­τι­κό στρα­τό­πε­δο. Ωστό­σο, σημαί­νει επί­σης, ότι ο Σοστα­κό­βιτς δεν είχε τη διά­θε­ση να γίνει ανά­λω­μα και σημαία του αντι­σο­βιε­τι­σμού ακό­μα και να έβλε­πε τα προ­βλή­μα­τα στη χώρα του και να δια­φω­νού­σε με κάποια πράγ­μα­τα. Εκ των υστέ­ρων ξέρου­με ότι κάτω από τα λιβα­νί­σμα­τα υπό­βο­σκε και μέσα στο Κόμ­μα ένας αντι­κομ­μου­νι­σμός που θα έβγαι­νε χρό­νια αργό­τε­ρα στην επι­φά­νεια οδη­γώ­ντας στη διά­λυ­ση που ζήσα­με. Παρα­πά­νω ανα­φερ­θή­κα­με στη δυσκο­λία της μη από­λυ­της άπο­ψης που πιθα­νόν να έχει συν­θλί­ψει ανθρώ­πους που δεν ήθε­λαν να ενδώ­σουν στην αντι­σο­βιε­τι­κή προ­πα­γάν­δα. Μια υπο­χώ­ρη­ση θα τους έστελ­νε κατ’ ευθεί­αν στις αγκα­λιές της αντί­δρα­σης. Ο γιος του Σοστα­κό­βιτς Μαξίμ ζήτη­σε, στις αρχές της δεκα­ε­τί­ας του ’80, άσυ­λο στις ΗΠΑ και τον υπο­δέ­χθη­κε προ­σω­πι­κά ο Πρό­ε­δρος Ρόναλτ Ρήγκαν. Βαφτί­στη­κε κιό­λας χρι­στια­νός (ο γιος). Όπως είπα­με, τα βήμα­τα μπο­ρού­σαν μόνο να είναι από­λυ­τα. Ολό­ψυ­χα μαζί μας ή αν δεν ήσουν, σήμαι­νε από­λυ­τα ενα­ντί­ον μας. Η παρα­μι­κρή κρι­τι­κή στη Σοβιε­τι­κή Ένω­ση έδι­νε λαβή στην αντί­δρα­ση στη «Δύση» να σε προ­σεγ­γί­σουν και να σε αγκα­λιά­σουν. Ο Σοστα­κό­βιτς, καθώς φαί­νε­ται, δεν ήθε­λε να παί­ξει αυτό το ρόλο και να γίνει σημαία των «αντι­φρο­νού­ντων». Έτσι δια­βά­ζου­με: «Η Ολο­μέ­λεια του Απρί­λη (1968) της ΚΕ υπεν­θύ­μι­σε την οξύ­τη­τα της πάλης που διε­ξά­γει ο κόσμος του σοσια­λι­σμού ενά­ντια στην ιμπε­ρια­λι­στι­κή ιδε­ο­λο­γία. Οι ιδε­ο­λο­γι­κοί μας αντί­πα­λοι χρη­σι­μο­ποιούν όλα τα μέσα που έχουν στη διά­θε­σή τους, για να δυσφη­μί­σουν τις κατα­χτή­σεις μας και το ιερό μας καθή­κον της οικο­δό­μη­σης του κομ­μου­νι­σμού. Προ­σπα­θούν να σπεί­ρουν τη διχό­νοια μέσα στις γραμ­μές μας. Αυτό δεν πρέ­πει ποτέ να μας φεύ­γει απ’ το νου. Η εχθρι­κή ιδε­ο­λο­γία δεν πρέ­πει ποτέ να αφε­θεί να απο­κτή­σει πρό­σβα­ση στη μου­σι­κή μας και στα θεω­ρη­τι­κά μας κεί­με­να. Κάθε σοβιε­τι­κός καλ­λι­τέ­χνης πρέ­πει πάντα να θεω­ρεί τον εαυ­τό του ιδε­ο­λο­γι­κό υπέρ­μα­χο του κομ­μου­νι­σμού. Έχου­με  μπρο­στά μας καθή­κο­ντα μεγά­λα και τιμη­τι­κά. Και ένα απ’ τα πιο σημα­ντι­κά είναι να βρού­με κατάλ­λη­λους τρό­πους για να τιμή­σου­με τα 100χρονα της γέν­νη­σης του Λένιν το 1970» (σελ. 353).

Λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα τα πράγ­μα­τα άρχι­σαν να σφίγ­γουν ακό­μα περισ­σό­τε­ρο για αυτούς που δεν ήθε­λαν να μπουν στο στρα­τό­πε­δο των αντι­φρο­νού­ντων, η αντι­πα­ρά­θε­ση των οποί­ων με τη σοβιε­τι­κή εξου­σία είχε γίνει κυρί­αρ­χη γραμ­μή. Το 1973 είχε δημο­σιευ­θεί στην εφη­με­ρί­δα «Πρά­βδα» μια επι­στο­λή δώδε­κα συν­θε­τών και μου­σι­κο­λό­γων κατά του Αντρέι Ζαχά­ροφ. Είχε υπο­γρά­ψει και ο Σοστα­κό­βιτς. Ο Σ. Βολ­κόφ είχε έτοι­μο το συμπέ­ρα­σμά του: «Δεν υπάρ­χει αμφι­βο­λία ότι το όνο­μά του μπή­κε στη λίστα χωρίς τη συγκα­τά­θε­σή του. Παρα­μέ­νει όμως γεγο­νός ότι ο Σοστα­κό­βιτς ποτέ δε βγή­κε να αρνη­θεί την υπο­γρα­φή του ενά­ντια στον Ζαχά­ροφ. Απ’ την πλευ­ρά του, αυτό ήταν ένα βαρύ κι ανε­πα­νόρ­θω­το σφάλ­μα» (Βολ­κόφ, σελ. 363). Μέσα σε ένα τέτοιο κλί­μα συν­θλί­βε­ται η κάθε ειλικρίνεια.

Κριτική και αυτοκριτική

Το 1936 ο Σοστα­κό­βιτς είχε επι­κρι­θεί επί­ση­μα για την όπε­ρά του Η λαί­δη Μάκ­βεθ του Μτσενσκ, καθώς και για το μπα­λέ­το του Το φωτει­νό ρυά­κι για λόγους φορ­μα­λι­σμού. Δηλα­δή, ανα­πτύσ­σε­ται η μορ­φή εις βάρος του περιε­χό­με­νου. Αυτό το ζήτη­μα επα­νερ­χό­ταν συχνά, για­τί είχε μεγά­λη σημα­σία για τη σοβιε­τι­κή τέχνη που η απο­στο­λή της ήταν να μη δημιουρ­γεί ρήγ­μα ανά­με­σα στο λαό και την «ελίτ» στον τομέα της τέχνης, όπως γινό­ταν στον καπι­τα­λι­σμό. Υπήρ­χε μια κατα­νοη­τή υπε­ρευαι­σθη­σία στον τομέα αυτό, αφού η απο­στο­λή του νέου κοι­νω­νι­κού συστή­μα­τος ήταν να επι­μορ­φώ­σει το λαό και να μην επι­τρέ­πει, γι αυτό τον λόγο, «δια­νο­ου­με­νί­στι­κα, μικρο­α­στι­κά» παι­χνί­δια κάνο­ντας το περιε­χό­με­νο ενός έργου εντε­λώς δυσ­νό­η­το για τη μεγά­λη πλειο­νό­τη­τα του λαού. Το ΚΚΣΕ, γι αυτό το λόγο, είχε χαρα­κτη­ρί­σει το φορ­μα­λι­στι­κό ρεύ­μα αντι­λαϊ­κό. Η αστι­κή τάξη δεν ενδια­φέ­ρε­ται για τον αφυ­πνι­στι­κό ρόλο της τέχνη, για­τί θέλει τις συνει­δή­σεις κοι­μι­σμέ­νες, ιδιαί­τε­ρα στην επο­χή της παρακ­μής της. Για τη Λαί­δη Μάκ­βεθ άλλω­στε, υπήρ­χαν και δυτι­κές κρι­τι­κές. Ο Σοστα­κό­βιτς πάντως, απόρ­ρι­πτε την κατη­γο­ρία του φορ­μα­λι­σμού. Το 1948, η ΚΕ του ΚΚΣΕ πήρε μια από­φα­ση για την όπε­ρα Η μεγά­λη φιλία του Β.Μουραντέλι κατη­γο­ρώ­ντας την για φορ­μα­λι­σμό. Η κρι­τι­κή του Κόμ­μα­τος αφο­ρού­σε και άλλους μου­σι­κο­συν­θέ­τες, όπως τον Σοστα­κό­βιτς. Μέσα στα πλαί­σια των έντο­νων συζη­τή­σε­ων γύρω από το θέμα και των αντι­δρά­σε­ων πολ­λών δια­νο­ου­μέ­νων, το περιο­δι­κό Σοβιέ­τσκα­για Μού­ζι­κα ανα­τύ­πω­σε ένα γράμ­μα ενός εργά­τη-τορ­να­δό­ρου σε ένα εργο­στά­σιο κατα­σκευ­ής μηχα­νών στην πόλη του Νάλ­τσικ: «Η από­φα­ση είναι σωστή. Θα φέρει τη μου­σι­κή κοντύ­τε­ρα στο λαό…Κάποιοι σοβιε­τι­κοί συν­θέ­τες που ο λαός τους παρα­χώ­ρη­σε όλες τις συν­θή­κες, νομί­ζουν ότι μπο­ρού­νε να γρά­φουν μου­σι­κή που δεν είναι να την ακούς. Ούτε ρυθ­μός, ούτε ειρ­μός, μονά­χα ένα μπέρ­δε­μα ήχων κι ένα βου­η­τό σαν ανε­μο­στρό­βι­λος» (Σοβιέ­τσκα­για Μού­ζι­κα, 1, 1948, σελ. 117).

Υπηρετώντας το λαό

Και πάλι παρα­πέ­μπου­με στα λόγια του Δ. Μητρό­που­λου σχε­τι­κά με το ζήτη­μα κουλ­τού­ρα και λαός. Ο Σοστα­κό­βιτς πάντα επέ­με­νε ότι ο στό­χος του ήταν να γρά­φει για το λαό: «Γρά­φω για το λαό, μην το ξεχνά­με, πρέ­πει λοι­πόν να βρω μια γλώσ­σα που να του είναι προ­σι­τή» (1941, Ντ. Σ., για τον ίδιο και την επο­χή του, σελ.96). Και: «Όσον αφο­ρά καθα­ρά τις μορ­φι­κές ανα­ζη­τή­σεις, το έργο μου έχει δεχτεί ποι­κί­λες επιρ­ρο­ές, πάντο­τε όμως επι­θυ­μία μου ήταν να φτιά­ξω μου­σι­κή που θα αντα­να­κλά την επο­χή μας, που θα μετα­δί­δει τις ιδέ­ες και τα αισθή­μα­τα του σοβιε­τι­κού ανθρώ­που» (1940, στο ίδιο, σελ. 91). Πάντα ο Σοστα­κό­βιτς ένοιω­θε σοβιε­τι­κός συν­θέ­της υπη­ρε­τώ­ντας το ιδα­νι­κό της δημιουρ­γί­ας μιας σοβιε­τι­κής μου­σι­κής κουλ­τού­ρας. Για την κρι­τι­κή θα πει το 1944: «Στην οργά­νω­σή μας (Συν­δι­κά­το των Συν­θε­τών, Α.Ι.) έχου­με μια μεγά­λη αδυ­να­μία: δε μας αρέ­σει ούτε να κρι­τι­κά­ρου­με άλλους, ούτε να μας κρι­τι­κά­ρουν. Σχε­δόν πάντα γίνο­νται βαθιές υπο­κλί­σεις και ρεβε­ρέν­τζες από τον κρι­τή και τον κρι­νό­με­νο και πολύ σπά­νια ακού­με λόγια πραγ­μα­τι­κής κρι­τι­κής, που είναι τόσο ανα­γκαία και χρή­σι­μη σε μας όσο και ο αέρας που ανα­πνέ­ου­με. Καμιά φορά ξεχνά­με να στα­θού­με αυτο­κρι­τι­κά στο έργο μας, αλλά χωρίς την αυτο­κρι­τι­κή δε γίνε­ται να πάμε μπρο­στά (στο ίδιο, σελ. 132). Και λίγα χρό­νια αργό­τε­ρα, το 1948, μετά από τη δεύ­τε­ρη φορά που του έγι­νε επί­ση­μη κρι­τι­κή: «Θεω­ρώ ότι ο συν­θέ­της, σαν ένα απ’ τα πιο σημα­ντι­κά πρό­σω­πα του κόσμου της μου­σι­κής, δε θα πρέ­πει να θίγε­ται όταν ακού­ει επι­κρί­σεις, αλλά όταν δεν του γίνε­ται κριτική…Υπάρχουν πολ­λά σοβα­ρά λάθη και αδυ­να­μί­ες στο έργο μου, παρ’ όλο που σε όλη μου τη στα­διο­δρο­μία πάντα σκε­φτό­μουν τους ανθρώ­πους που ακούν τη μου­σι­κή μου, τους ανθρώ­πους που με γέν­νη­σαν και μ’ ανά­θρε­ψαν και πάντο­τε προ­σπα­θού­σα σκλη­ρά για να κάνω τη μου­σι­κή μου απο­δε­κτή απ’ το λαό. …Και κάνω έκκλη­ση στους μου­σι­κούς οργα­νι­σμούς μας να ανα­πτυ­χθεί όσο γίνε­ται πλα­τύ­τε­ρα η κρι­τι­κή και η αυτο­κρι­τι­κή…» (στο ίδιο, σελ. 149/150).

Τα απο­φθέγ­μα­τα αυτά δεν μοιά­ζουν σε τίπο­τα με τα συμπε­ρά­σμα­τα που θέλουν να βγά­λουν εκεί­νοι που θέλουν να προ­στα­τέ­ψουν το Σοστα­κό­βιτς από τον κομ­μου­νι­στι­κό του εαυ­τό με την εύκο­λη συντα­γή που θέλει αυτά του τα λόγια  σαν υπο­χώ­ρη­ση στις σοβιε­τι­κές αρχές από φόβο μην τον συλλάβουν.

Του Σοστα­κό­βιτς απο­νε­μή­θη­καν πολ­λά βρα­βεία (Λένιν, Στά­λιν, αλλά κι άλλες δια­κρί­σεις) σε όλη τη διάρ­κεια της δημιουρ­γί­ας του, καθώς και πολ­λοί τιμη­τι­κοί τίτλοι. Εκλέ­χθη­κε επα­νει­λημ­μέ­νως σε σημα­ντι­κές θέσεις και αντι­προ­σω­πεί­ες, όπως αντι­πρό­σω­πος στο 23ο Συνέ­δριο του ΚΚΣΕ, Α’ Γραμ­μα­τέ­ας της Ένω­σης Συν­θε­τών Ρωσί­ας, Γραμ­μα­τέ­ας της ένω­σης Συν­θε­τών ΕΣΣΔ, βου­λευ­τής στο Ανώ­τα­το Σοβιέτ της ΕΣΣΔ για να πού­με μόνο ορισμένα.

Θύμα μιας δόλιας διελ­κυ­στίν­δας ανά­με­σα στον καπι­τα­λι­σμό και το πρώ­το σοσια­λι­στι­κό κρά­τος στον κόσμο; Ο Σοστα­κό­βιτς, κατά τη γνώ­μη μας, είχε κατα­λά­βει ποια δια­μά­χη διε­ξα­γό­ταν στην ουσία: μια αδυ­σώ­πη­τη ιδε­ο­λο­γι­κή δια­πά­λη, μια σκλη­ρή ταξι­κή πάλη, που με τον Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο είχε πάρει παγκό­σμιες δια­στά­σεις. Πριν απ’ αυτόν η συνε­χής επέμ­βα­ση και απει­λή από Δυσμάς. Μετά απ’ αυτόν η λυσ­σα­λέα πολι­τι­κή, ιδε­ο­λο­γι­κή, πολι­τι­στι­κή επί­θε­ση σε ένα κρά­τος που δεν μπό­ρε­σε να το λυγί­σει στρα­τιω­τι­κά η μεγα­λύ­τε­ρη πολε­μι­κή μηχα­νή της μέχρι τότε ιστο­ρί­ας: αυτή του γερ­μα­νι­κού κεφα­λαί­ου. Ο Σοστα­κό­βιτς το είχε κατα­λά­βει κι ας μην το ήθε­λε έτσι, αλλά υπάρ­χουν στιγ­μές στην ιστο­ρία που μας επι­βάλ­λουν να κάνου­με όχι αυτό που θέλου­με, αλλά αυτό που πρέπει.

 

Πηγές:

-Ντι­μίτρ Σοστα­κό­βιτς, για τον ίδιο και την επο­χή του, εκδό­σεις «Σύγ­χρο­νη Εποχή»

-Σολω­μόν Βολ­κόφ, Σοστα­κό­βιτς και Στά­λιν, εκδό­σεις «Κέδρος»

-Μαξίμ και Γκα­λί­να Σοστα­κό­βιτς, Ο πατέ­ρας μας DSch, εκδό­σεις «μου­σαίο»

 

NTIMITΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (Α’ ΜΕΡΟΣ)

 

ΝΤΙΜΙΤΡ ΣΟΣΤΑΚΟΒΙΤΣ (B’ ΜΕΡΟΣ)

 

 

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο