Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Ξεκινά επίσημα ο χειμώνας με το χειμερινό ηλιοστάσιο το πρωί της Κυριακής

Το πρωί της Κυρια­κής 22 Δεκεμ­βρί­ου, στις 06:19 ώρα Ελλά­δας, ο Ήλιος θα βρε­θεί στο χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο και έτσι θα ξεκι­νή­σει και τυπι­κά ο φετι­νός χει­μώ­νας στην Ελλά­δα και γενι­κό­τε­ρα στο βόρειο ημισφαίριο.

Το βρά­δυ του ηλιο­στα­σί­ου και τα αμέ­σως επό­με­να θα είναι και τα μεγα­λύ­τε­ρα του έτους σε διάρ­κεια. Αντί­στρο­φα, στο νότιο ημι­σφαί­ριο θα αρχί­σει το καλο­καί­ρι, με τη διάρ­κεια της μέρας να βρί­σκε­ται στο απο­κο­ρύ­φω­μά της.

Όταν ο Ήλιος φτά­νει στο φθι­νο­πω­ρι­νό ιση­με­ρι­νό σημείο του το Σεπτέμ­βριο, υπάρ­χει περί­που ίση μέρα και νύχτα, αλλά στη συνέ­χεια στα­δια­κά αυξά­νε­ται η νύχτα σε βάρος της μέρας. Όταν ο Ήλιος περά­σει το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο, αρχί­ζει και πάλι να ανε­βαί­νει όλο και πιο ψηλά στον ουρα­νό, με απο­τέ­λε­σμα η ημέ­ρα να κερ­δί­ζει ξανά το χαμέ­νο «έδα­φος», εωσό­του στην εαρι­νή ιση­με­ρία το φως και το σκο­τά­δι έχουν πάλι σχε­δόν ίση διάρκεια.

Το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο δεν «πέφτει» πάντα την ίδια ημε­ρο­μη­νία, αλλά κυμαί­νε­ται μετα­ξύ της 20ής και της 23ης Δεκεμ­βρί­ου, με πιο πιθα­νές ημε­ρο­μη­νί­ες την 21η και την 22α. Την τελευ­ταία φορά που το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο έπε­σε στις 23 Δεκεμ­βρί­ου ήταν το 1903 και δεν θα ξανα­συμ­βεί πριν το 2303. Οι ημε­ρο­λο­για­κές αυτές δια­κυ­μάν­σεις οφεί­λο­νται στο Γρη­γο­ρια­νό Ημερολόγιο.

Το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο δεν συμ­βαί­νει πια στις 25 Δεκεμ­βρί­ου, όπως στην επο­χή του Χρι­στού, αλλά λίγο νωρί­τε­ρα, επει­δή έχει αντι­κα­τα­στα­θεί το παλαιό­τε­ρο Ιου­λια­νό Ημε­ρο­λό­γιο, που είχε εισά­γει ο Ιού­λιος Καί­σαρ από το 44 π.Χ. και το οποίο είχε θεσπί­σει το χει­με­ρι­νό ηλιο­στά­σιο στις 25 Δεκεμ­βρί­ου, αλλά έχα­νε μία ημέ­ρα κάθε 128 χρό­νια. Το 1582, ο Πάπας Γρη­γό­ριος ΙΓ’ εισή­γα­γε ένα νέο ημε­ρο­λό­γιο, που πήρε το όνο­μά του (Γρη­γο­ρια­νό) και το οποίο χάνει μόνο μία ημέ­ρα στα 4.000 χρόνια.

Ο Ήλιος λατρεύ­τη­κε από τους αρχαί­ους σαν θεός και σχε­δόν όλοι οι αρχαί­οι λαοί καθιέ­ρω­σαν προς τιμήν του διά­φο­ρες γιορ­τές, από τους Σκαν­δι­να­βούς και Ιρα­νούς έως τους Μάγια και τους Ίνκας. Σχε­δόν παντού, οι μεγα­λύ­τε­ρες γιορ­τές γίνο­νταν κατά την επο­χή του χει­με­ρι­νού ηλιο­στα­σί­ου, που εθε­ω­ρεί­το η γιορ­τή της γέν­νη­σης του Ήλιου, που σημα­το­δο­τού­σε και την έναρ­ξη του νέου έτους. Προϊ­στο­ρι­κά μνη­μεία όπως το Στό­ουν­χετζ στη Βρε­τα­νία πιστεύ­ε­ται ότι σχε­τί­ζο­νταν με την κατα­γρα­φή των κινή­σε­ων του Ήλιου στον ουρανό.

Κεντρι­κή σημα­σία για τους Ρωμαί­ους είχε η γιορ­τή του «αήτ­τη­του Ηλί­ου» στις 25 Δεκεμ­βρί­ου, όταν εορ­τα­ζό­ταν ότι ο Ήλιος άρχι­ζε και πάλι να ανε­βαί­νει στον ουρα­νό και έτσι να μεγα­λώ­νουν οι ημέ­ρες. Οι πρώ­τοι χρι­στια­νοί στη Ρώμη, που κατέ­φευ­γαν κρυ­φά στις κατα­κόμ­βες τους, απο­φά­σι­σαν να γιορ­τά­ζουν τη γέν­νη­ση του Χρι­στού την ίδια ημε­ρο­μη­νία, στις 25 Δεκεμ­βρί­ου, όταν οι Ρωμαί­οι ασχο­λού­νταν με τις δικές τους γιορ­τές των Σατουρναλίων.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο