Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΟΔΟΙΠΟΡΩΝΤΑΣ ΣΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ και ΤΟ ΕΡΓΟ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ

Γρά­φει η Μαρ­γα­ρί­τα Φρο­νι­μά­δη-Ματά­τση //

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΦΑΙΔΡΑΣ ΖΑΜΠΑΘΑ- ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΥ
(ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΩΤΟΛΕΙΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΕΟΝ ΠΡΟΣΦΑΤΟ)

Μια αγκα­λιά βιβλία, πάνω από δυο ντου­ζί­νες, απαρ­τί­ζουν το σύνο­λο της Πνευ­μα­τι­κής Δημιουρ­γί­ας της κατα­ξιω­μέ­νης Ελλη­νί­δας ποι­ή­τριας Φαί­δρας Ζαμπα­θά-Παγου­λά­του. Υπε­ρέ­χει η ποί­η­ση αριθ­μη­τι­κά αλλά η ποιό­τη­τα των έργων είτε ποι­η­τι­κά, είτε πεζά, είτε δοκί­μια, είτε λογο­τε­χνι­κές μετα­φρά­σεις είναι, χαρα­κτη­ρί­ζε­ται από το ίδιο άρι­στο επίπεδο.

Η λογο­τε­χνι­κή πορεία της Φ.Ζ.-Π. ξεκί­νη­σε με την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή «Στα­γό­νες από φως», εκδό­σε­ων Μαυ­ρί­δη, 1962, Zamptha5αφιέ­ρω­μα στον πατέ­ρα της , τον γνω­στό λογο­τέ­χνη Κού­λη Ζαμπα­θά και περι­λαμ­βά­νει δεκα­έ­ξι (16) λυρι­κά τρα­γού­δια, που αν και πρω­τό­λεια, αγγί­ζουν την αρτιό­τη­τα. Μία ποί­η­ση «δίχως μέτρο και ρίμα» όπως η ίδια θα επι­ση­μά­νει, σε ελεύ­θε­ρο στί­χο θα μας εκπέμ­ψει μηνύ­μα­τα νιό­της, μηνύ­μα­τα ερω­τι­κά, κοι­νω­νι­κά, αγω­νι­στι­κά και αισιό­δο­ξα για τη Ζωή, το Μέλ­λον, τους Ανθρώπους:

«και πέρα απ’ τις θάλασσες/Αφουγκράστηκα το γιατί/Και τον αγώ­να που κάνουμε/Όλοι εμείς,/Όλοι εσείς/Για να σβή­σου­με /Αυτό το μεγά­λο ερωτηματικό/Της ζωής μας» θα τρα­γου­δή­σει στους «Ορί­ζο­ντες»

και λίγο παρα­κά­τω θα πει: «Σ’ αυτό το σήμε­ρα που φεύγει,/Το αύριο που έρχεται,/θάθελα να δώσω την ψυχή μου» .

Στο «ραντε­βού με τον ήλιο» θα καταλήξει:
«έπρε­πε να φύγω,/Έτρεχα,/Έτρεχα,/Με περί­με­νε ο Ήλιος».

Ένας ήλιος φωτει­νός και λαμπε­ρός που συμ­βο­λι­κά χρη­σι­μο­ποιεί­ται από την ποι­ή­τρια στο ξεκί­νη­μά της και που στο μέλ­λον θα απο­τε­λέ­σει για το έργο της κεντρι­κό πυρή­να και συχνά επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο σημείο ανα­φο­ράς. Την πρώ­τη αυτή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή την υπο­δέ­χε­ται ο κατα­ξιω­μέ­νος πνευ­μα­τι­κός κόσμος της επο­χής με ιδιαί­τε­ρα φιλό­ξε­νο και ευνοϊ­κό τρό­πο. Ενθαρ­ρυ­ντι­κές και ενθου­σιώ­δεις υπήρ­ξαν οι κρι­τι­κές από τον Νικη­φό­ρο Βρετ­τά­κο, τον Μανό­λη Για­λου­ρά­κη (περιο­δι­κό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ), τον Τάκη Δόξα, τον Άγγε­λο Φου­ριώ­τη, τον Πέτρο Χάρη, τον Δημή­τρη Χαμπου­λί­δη και τον Δημή­τρη Φωτιάδη.

Ένα χρό­νο μετά, το 1963, πάλι από τον ΜΑΥΡΙΔΗ, εκδί­δε­ται η δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Φ.Ζ.-Π. με τίτλο «τ’ ανοι­χτά παρά­θυ­ρα» που περι­λαμ­βά­νει εικο­σι­πέ­ντε (25) ποι­ή­μα­τα-ανοι­χτά παρά­θυ­ρα στο φως και την αλή­θεια. Πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα εξαι­ρε­τι­κής κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σί­ας, με πλού­σιο προ­βλη­μα­τι­σμό, παναν­θρώ­πι­να και δια­χρο­νι­κά μηνύ­μα­τα που δίνουν καθα­ρά το στίγ­μα της Φαίδρας.

Το στίγ­μα μιας ποι­ή­τριας που συνά­μα υπήρ­ξε από τα μικρά­τα της, σε δύσκο­λες επο­χές για την Ελλά­δα και το κοι­νω­νι­κό τηςZamptha6 γίγνε­σθαι, μάρ­τυς και αρω­γός στην προ­σπά­θεια διά­σω­σης και περι­φρού­ρη­σης των ανθρώ­πι­νων δικαιω­μά­των και ελευ­θε­ριών και που της έλα­χε «καλή τη τύχη» να έρθει σε άμε­ση συνα­να­στρο­φή με ανθρώ­πους της πολι­τι­κής του Βελη­νε­κούς Μπε­λο­γιάν­νη και Πλου­μπί­δη, αλλά και με πνευ­μα­τι­κούς ανθρώ­πους του δια­με­τρή­μα­τος του Σκα­ρί­μπα, του Λου­ντέ­μη, του Βρετ­τά­κου, του Σικε­λια­νού, του Καζαν­τζά­κη κ.ά. κορυ­φαί­ων δημιουρ­γών. Το στίγ­μα της, επο­μέ­νως, δεν θα μπο­ρού­σε να είναι άλλο, παρά αυτό που της κλη­ρο­δό­τη­σαν οι σπου­δαί­ες εκεί­νες ιστο­ρι­κές, πολι­τι­κές και καλ­λι­τε­χνι­κές προσωπικότητες.

Από αυτή τη δεύ­τε­ρη ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή, όπου εύστο­χα εσω­κλεί­ε­ται και προ­τάσ­σε­ται ένα καλαί­σθη­το σχέ­διο του Γ. Γρη­γό­ρη ανα­φέ­ρο­μαι ενδει­κτι­κά στα ποι­ή­μα­τα: «τ’ ανοι­χτά παρά­θυ­ρα» (σελ.7): «Στις φωλιές των πουλιών/Κυνηγάμε τη δροσιά/Και στ’ ανοι­χτά παράθυρα/Ζητάμε ‘ένα κομ­μά­τι ουρανού/Μια θαλασ­σιά χάντρα/Για να στο­λί­σου­με τη σκια/Που έρι­ξαν γύρω μας/οι άνθρωποι»,

το «ξημέ­ρω­μα» (σελ.8) όπου «αν τρα­γού­δια γίνο­νταν οι αλυσίδες,/κι αν στα μάτια μας /χαμογελούσαν τ’ άστρα,/Άνοιξη θάταν η σάρ­κα μας…./Αν το ξημέ­ρω­μα δεν το πνί­γαν τα σύννεφα,/……/θα μπο­ρού­σα­με να χτί­σου­με μια πολιτεία/Μια πολι­τεία αληθινή/ γεμά­τη φως/Σε μια θάλασ­σα από ήλιο», 

την «Αμα­λιά­δα» (του Διονύση)(σελ.10) όπου: «Στο πέτρι­νο σπίτι/Με τη σοφίτα/Είχες αφήσει/Το χάδι της μάνας σου/Στην ισκιά­δα της κυδωνιάς…/ Κάτω απ’ το χαγιάτι/Στην ανέ­μη του πηγαδιού/Βρήκες/τη φωνή των αδερ­φιών σου….»,

και στη «φωνή» (σελ.13): «Aυλός δεν είναι/………/Μόνο μια μικρή φωνή/……./ Η φωνή που μ’ έμαθε/να πιστεύω σ’ όλους τους ανθρώπους/τους Λευκούς/τους Κίτρινους/τους Μαύρους…».

Στη μνή­μη της Γαλά­τειας Καζαν­τζά­κη γράφει:
«παντιέ­ρα άξια η πέν­να σου
Στά­θη­κε πρω­το­πό­ρα στους αγώ­νες μας…»

Και στον «Αγώ­να» παρα­κά­τω όλο αισιο­δο­ξία νεα­νι­κή τραγουδάει:
«ο ήλιος τη σημαία του /ξεδίπλωσε μεμιάς/Το κλά­μα εβουβάθηκε/Στ’ άπλε­το φως της μέρας/Και στης ελπί­δας το βωμό /Άνθη σκορ­πί­σα­με ροδιάς».

Για να έρθει παρα­κά­τω, στην «Εξέ­λι­ξη», κυριαρ­χη­μέ­νη από την ηττο­πά­θεια της επο­χής, από την επι­κρά­τη­ση των αδί­κων επί των δικαί­ων, ν’ ανα­κα­λύ­ψει τα: «Μπερ­δε­μέ­να λόγια ‚/Τις λέξεις χωρίς σχήμα/Και δίχως έννοια,/Μια μάζα ακα­τέρ­γα­στης ανί­ας» για να κατα­λή­ξει στο μεγά­λο κενό που άφη­σε πίσω της η ήττα της Αντί­στα­σης: «κι’ η αντα­νά­κλα­ση του άδειου Μεγαλώνει/πίσω από τον μεγε­θυ­ντι­κό φακό /της επο­χής μας».

Συγκλο­νι­στι­κό το τρα­γού­δι για το «κίτρι­νο σπί­τι» των παι­δι­κών ανα­μνή­σε­ων της Φαί­δρας, της Ιστο­ρί­ας που δέθη­κε με το είναι της υπέρ­με­τρα στε­νά και ασφυ­κτι­κά. Ακο­λου­θούν «Τα χέρια», «ο σταθμός»,

«ο από­πλους», «η πορεία», και «η έκκλη­ση» (σελ.34) ποί­η­μα αφιε­ρω­μέ­νο στην Ευτυ­χία των παι­διών όλου του κόσμου:

«ντύ­σα­με τα παι­διά με πίστη/Κι υποσχεθήκαμε/να μην τους λεί­ψει πια το φως…».

Ακο­λου­θούν, το ένα καλύ­τε­ρο από το άλλο, «ο απο­χαι­ρε­τι­σμός», «η ανά­σα», «το πρώ­το μου γράμ­μα», «η ελε­γεία του ‘40», «Γι από­ψε μόνο» (ερω­τι­κό), «η Γαλή­νη», «τα διψα­σμέ­να νού­φα­ρα», το αφιε­ρω­μέ­νο στην «άγνω­στη με το νού­με­ρο 44949»:

«χτες/ Ήσουν ένας αριθμός/μέσα στους αμέ­τρη­τους αριθμούς/ένα χαμό­γε­λο» για να ρίξει αυλαία τέλους με το «Ξεφά­ντω­μα» ένα χαρού­με­νο, κεφά­το κι’ όλο αισιο­δο­ξία ποίημα.

Το 1965, εκδί­δε­ται από τις εκδό­σεις «ΙΩΛΚΟΣ», το «Κι εσύ» μία σύν­θε­ση δύο (2) τυπο­γρα­φι­κών, δια­κο­σμη­μέ­νη με τρία (3) υπέ­ρο­χα σχέ­δια του Γερ.Γρηγόρη. Με τη σύν­θε­ση αυτή απευ­θύ­νε­ται στο β’ ενι­κό πρό­σω­πο, στον “άνθρω­πο που τη σημαία της αγά­πης του κρα­τά­ει ψηλά στα κορ­φο­βού­νια”: σελ.11,17,18.

«κι εγώ/Ταπεινός θαυμαστής/ τού­τες τις ώρες/ της μεγά­λης σου πορείας/ Άνθρω­πος σε Άνθρωπο…»

Σελ. 22,28 και 29, ένας ύμνος στον Άνθρω­πο- αγω­νι­στή: της Λευ­τε­ριάς, της Ειρή­νης, της παναν­θρώ­πι­νης Δικαιο­σύ­νης!! ΄Ενας ύμνος στη Μάνα, τη Ζωή και την Ειρή­νη. «τα βήμα­τά σου/Σταθερά/το ταξί­δι μεγάλο/Για την πατρί­δα της Άνοιξης/Εκεί το νερό τραγουδά/Στους μικρούς, φαλα­κρούς βράχους/Οι μανά­δες δίχως μαύ­ρη μαντή­λα/Στο κεφάλι/Και τα παιδιά/Χωρίς τον τρό­μο του πολέ­μου/Εκεί το ψωμί ζυμώ­νου­νε με φως/ Και χτί­ζου­νε τα σπί­τια τους με ήλιο./Κι εσύ γελάς στα πουλιά/Κλείνεις τα μάτια από ευτυχία/Και περπατάς/Περπατάς/Περπατάμε κι εμείς μαζί σου».

Ακο­λου­θεί το «Πριν το τέλος», εκδό­σεις «ΜΑΥΡΙΔΗ», το 1966. Μια συλ­λο­γή 22 ποι­η­μά­των, των περισ­σό­τε­ρων μακρο­σκε­λών, ποι­κί­λου περιε­χο­μέ­νου, κοι­νω­νι­κά, λυρι­κά, ερω­τι­κά, τρα­γού­δια αγά­πης, έρω­τα, ανθρω­πιάς και καλο­σύ­νης. Τρα­γού­δι για τη μάνα, για τη φίλη, για τον αγα­πη­μέ­νο. Βελ­τιω­μέ­νη και πιο έμπει­ρη η πέν­να της ζωγρα­φί­ζει αισθή­μα­τα και σκέ­ψεις, εικό­νες και ευγε­νείς προσδοκίες.

Το 1967 με την εγκα­θί­δρυ­ση της Χού­ντας έχει, ήδη, ως από­φοι­τος της Γαλ­λι­κής Ακα­δη­μί­ας, μετα­φρά­σει από την γαλ­λι­κή γλώσ­σα και εκδί­δει από τον «Σιδέ­ρη», την «Καλο­γριά» του Diderot ενώ ένα χρό­νο αργό­τε­ρα μετα­φρά­ζει το «Έτος ένα» του Robert Zaller. Ακο­λου­θούν τα «Κτε­ρί­σμα­τα», από τις εκδό­σεις «ΑΘΗΝΑ», το 1972 που χωρί­ζο­νται σε τρία (3) μέρη: Κτε­ρί­σμα­τα, Επι­στο­λές και Μοι­ρο­λόι. Συνο­λι­κά 21 ποι­ή­μα­τα στο Α’ μέρος με ειδι­κές ανα­φο­ρές και αφιε­ρώ­μα­τα σε προ­σω­πι­κό­τη­τες που αγά­πη­σε και θαύ­μα­σε ιδιαί­τε­ρα: Λέων Κου­κού­λας, Μαρ­τί­νος Λού­θερ Κίνγκ και η μικρή Βιετ­να­μέ­ζα Κιμί­κο, ή σε τόπους που γνώ­ρι­σε κι έβα­λε στην καρ­διά της, Παρί­σι και Ρώμη όπου σπού­δα­σε κι έζη­σε εκεί αρκε­τά από τα καλύ­τε­ρά της χρό­νια. Ιστο­ρι­κές ανα­δρο­μές σε άλλους χρό­νους και τόπους. Αλλά και με εμμο­νή στην αντι­πο­λε­μι­κή της σταυ­ρο­φο­ρία να καυ­τη­ριά­ζει τον πόλε­μο του Βιετ­νάμ, θρη­νώ­ντας για το θάνα­το της μικρής Βιετ­να­μέ­ζας Κιμί­κο αλλά και των τριών Αμε­ρι­κα­νών στρα­τιω­τών Τζιμ- Χάρυ και Τομ στο Μέτω­πο του Βιετ­νάμ. Τα «Κτε­ρί­σμα­τα» της ποι­ή­τριας ενα­πο­τί­θε­νται με σεβα­σμό και δέος στο νεκρο­κρέ­βα­τό τους και είναι όντως ό,τι πολυ­τι­μό­τε­ρο θα μπο­ρού­σε να τους προ­σφέ­ρει ως ύστα­το χαί­ρε! Και εισερ­χό­μα­στε στο Β’ μέρος, στις «Επι­στο­λές» που οικειο­θε­λώς η ποι­ή­τρια εκθέ­τει στην αδια­κρι­σία μας. Μοι­ρά­ζε­ται στην «Επι­στο­λή προς άγνω­στο παρα­λή­πτη», που πιθα­νόν να πρό­κει­ται για τον συντα­ξι­διώ­τη της στη ζωή, σύζυ­γό της, τις ανη­συ­χί­ες της για την Ιστο­ρία και το Χρό­νο που δια­βαί­νει, χωρίς να σημειώ­νε­ται καμία αλλα­γή προς το καλύ­τε­ρο, καμία πρό­ο­δος, καμία εξέ­λι­ξη για την ανθρω­πό­τη­τα. Η δεύ­τε­ρη επι­στο­λή είναι ένα ποί­η­μα για τον Enrique Garcia Carpy. To Γ’ μέρος είναι ένα μακρο­σκε­λές μοι­ρο­λόι για συγκε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, πονε­μέ­νο, τρυ­φε­ρό και σπαραξικάρδιο.

Σει­ρά έχουν «τα ερω­τι­κά» από τις εκδό­σεις ΑΘΗΝΑ, το 1974. Πρό­κει­ται για μεγά­λη ερω­τι­κή σύν­θε­ση απο­τε­λού­με­νη από 23 μέρη που περι­γρά­φει την πορεία ενός ιδα­νι­κού έρω­τα με αρχή, μέση και τέλος.

Το 1975 ασχο­λεί­ται με τη μετά­φρα­ση των «Ληστών» του H.O.B.SBOWN που εκδί­δε­ται από τις εκδό­σεις «ΒΕΡΓΟΣ». Το 1976 εκδί­δο­νται τα «Επι­τά­φια» και το 1977 ένα κατα­πλη­κτι­κό, από τα πλη­ρέ­στε­ρα, δοκί­μιo για τον Ιτα­λό ποι­η­τή Τζιά­κο­μο Λεο­πάρ­ντι (1798–1837) που εκδί­δε­ται από τον ΜΑΥΡΙΔΗ. Ένα χρό­νο αργό­τε­ρα, το 1978, εκδί­δο­νται από τις εκδό­σεις ΑΘΗΝΑ, οι «Ανε­πί­δο­τες Επι­στο­λές», φιλο­τε­χνη­μέ­νες από τον Γιώρ­γο Σικε­λιώ­τη με την λιτή απει­κό­νι­ση «κορ­μού κόρης». Οι «Ανε­πί­δο­τες Επι­στο­λές», δεκα­πέ­ντε ως προς τον αριθ­μό, είναι γραμ­μέ­νες σε πεζό λόγο και απευ­θύ­νο­νται όλες στον πατέ­ρα της, τον ποι­η­τή Κού­λη Ζαμπα­θά. Έκτο­τε σιω­πά κι επα­νέρ­χε­ται στο λογο­τε­χνι­κό προ­σκή­νιο το 1981, σαφώς επη­ρε­α­σμέ­νη από την περι­βαλ­λο­ντι­κή κατα­στρο­φή που συντε­λεί­ται αλό­γι­στα αλλά στα­θε­ρά και ασυ­νεί­δη­τα από τον ίδιο τον άνθρω­πο. «Η πολι­τεία πεθαί­νει κι από­ψε» που κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις ΜΑΥΡΙΔΗ, φιλο­τε­χνή­θη­κε από την Μάρα Καρα­γιάν­νη και απο­τε­λεί μια συλ­λο­γή ποι­η­μά­των αφιε­ρω­μέ­νη στη μητέ­ρα της ποι­ή­τριας. Στο μεγα­λύ­τε­ρο μέρος της εκτεί­νε­ται ομό­τι­τλη της συλ­λο­γής ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση τρια­ντα­τριών (33) σελί­δων, δηλα­δή δύο τυπο­γρα­φι­κών. Μέσα απ’ αυτή τη σύν­θε­ση εκφρά­ζε­ται ο ανεί­πω­τος πόνος, η κραυ­γα­λέα αγω­νία, ο έντο­νος προ­βλη­μα­τι­σμός και η απε­ρί­γρα­πτη ανη­συ­χία για την παρα­μόρ­φω­ση του προ­σώ­που της γενέ­θλιας πόλης της που δυστυ­χώς, εδώ και και­ρό, βάλ­λε­ται παντοιο­τρό­πως: πλήτ­τε­ται το περι­βάλ­λον της και κατα­στρέ­φε­ται από την οικο­λο­γι­κή ρύπαν­ση, την άναρ­χη και ανε­ξέ­λεγ­κτη «ανά­πτυ­ξη» που οδη­γεί στη νέκρω­ση της φύσης και στο μαρα­σμό του ανθρώ­που και της ελπί­δας του. Δυνα­τά κομ­μά­τια εκπο­μπής S.O.S. προς την απρό­σω­πη και ανάλ­γη­τη πολι­τεία, κομ­μά­τια και μηνύ­μα­τα πει­σμα­τι­κά ανε­πί­δο­τα σ’ έναν παρα­λή­πτη που αρνεί­ται να τα παρα­λά­βει και τα επι­στρέ­φει πίσω αυθη­με­ρόν, χωρίς την παρα­μι­κρή περιέρ­γεια ή απο­ρία για το περιε­χό­με­νό τους: (σελ.8) «τα παρα­θύ­ρια σφαλιστά/κι οι τσι­με­ντέ­νιοι τοίχοι/ ακ…..!»

(σελ. 10 & 11) στί­χοι από τους οποί­ους απορ­ρέ­ει το αισιό­δο­ξο μήνυ­μα της ταύ­τι­σης με τον εργα­τό­κο­σμο και το Λαό όπου στη­ρί­ζο­νται κι από όπου πηγά­ζουν όλες οι ελπί­δες (σελ. 14) η συνει­σφο­ρά των ποι­η­τών στη σωτη­ρία της. Ανα­φο­ρά στο βίω­μα της μονα­ξιάς (σελ.22): «πάνε οι θεοί μας/χάθηκαν όλοι/μέσα στην καται­γί­δα». Εδώ ξαφ­νιά­ζο­μαι με το πόσο ετού­τοι οι στί­χοι έρχο­νται να δέσουν με κάποιους δικούς μου εμπνευ­σμέ­νους σε ανύ­πο­πτο χρό­νο και εν αγνοία μου υπό τον τίτλο «άφα­ντοι οι θεοί του κόσμου».

(σελ.26 και 32) «η πολι­τεία θα ξαναγεννηθεί» .

Στο δεύ­τε­ρο μέρος παρα­τί­θε­νται Ένα και Έντε­κα ποι­ή­μα­τα σκόρ­πια με τον υπό­τι­τλο «Ανα­φο­ρές» που ξεκι­νούν με μια νοσταλ­γι­κή ανα­πό­λη­ση κι επι­στρο­φή της ποι­ή­τριας στην «παλιά» γει­το­νιά με το ανθρώ­πι­νο πρό­σω­πο. Το ποί­η­μα «Έτσι γεν­νή­θη­κα» βοά δια­χε­ό­με­νο από αυτή τη νοσταλγία.

Συνε­χί­ζει με τα ποι­ή­μα­τα «Λιμνο­νή­σι», «Το είδω­λο», «Δακτυ­λι­κά απο­τυ­πώ­μα­τα», «το ρολόι», «ένα άστρο πεθαί­νει» γραμ­μέ­νο στις 2–9- 1972, «ο λευ­κός νάνος», «λυγ­μός», «το καλο­καί­ρι», «Τρί­τη και δεκα­τρείς», «Αγω­νία» για το άρρω­στο παι­δί της Σοφί­ας και τελειώ­νει με το «Μηχα­νουρ­γείο της ΛΑΡΚΟ», εμπνευ­σμέ­νο από το θανα­τη­φό­ρο «ατύ­χη­μα» που στοί­χι­σε τη ζωή ενός έφη­βου εργά­τη, το 1979.

Το 1983 ζω την ευτυ­χι­σμέ­νη στιγ­μή να λάβω ταχυ­δρο­μι­κά την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της Φ.Ζ.-Π. με τίτλο «ΠΛΩΤΕΣ ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ» (ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΔΩΡΙΚΟΣ»).

Η Συλ­λο­γή απο­τε­λεί­ται από τρία μέρη που τιτλο­φο­ρού­νται: «Εικό­νες Ζωής» το πρώ­το, «Επι­τύμ­βια» το δεύ­τε­ρο και «Επί­με­τρο» το τρί­το. Στο πρώ­το μέρος απο­λαμ­βά­νει ο ανα­γνώ­στης δεκα­τέσ­σε­ρα (14) ποι­ή­μα­τα όλα δια­πο­τι­σμέ­να από μια πικρή γεύ­ση μονα­ξιάς και με έντο­νη την εικό­να της Απου­σί­ας που παρα­πέ­μπει στην συχνή και μακρό­χρο­νη απου­σία αγα­πη­μέ­νου προ­σώ­που, κατά πάσα πιθα­νό­τη­τα του συζύ­γου της που εργα­ζό­ταν κάπο­τε σε ναυ­τι­λια­κή Εται­ρεία και ταξί­δευε πολύ. Στο δεύ­τε­ρο μέρος «τα επι­τύμ­βια» κυριαρ­χούν δύο ωδές: η μία αφιε­ρω­μέ­νη «Στον άγνω­στο στρα­τιώ­τη» και εμπνευ­σμέ­νη από τα γεγο­νό­τα του Πολυ­τε­χνεί­ου, το 1973 και η άλλη αφιε­ρω­μέ­νη στον κομ­μου­νι­στή «Νίκο Μπε­λο­γιάν­νη», την εξέ­χου­σα εκεί­νη σύγ­χρο­νη, ιστο­ρι­κή προ­σω­πι­κό­τη­τα της Ελλά­δας, που σημά­δε­ψε κατα­λυ­τι­κά την εφη­βεία της ποιήτριας.

Η συλ­λο­γή κλεί­νει με το «Επί­με­τρο» που περι­λαμ­βά­νει δεκα­ε­πτά (17) ολι­γό­στι­χα ποι­ή­μα­τα, εμπνευ­σμέ­να κυρί­ως από την διε­θνή πολι­τι­κή σκη­νή, ειδι­κά από την Χιλή και την Παλαι­στί­νη, όλα με διε­θνι­στι­κή χροιά, αλλη­λέγ­γυα διά­θε­ση και αγω­νι­στι­κό Πνεύμα.

Το 1986 ο «ΜΑΥΡΙΔΗΣ» εκδί­δει την ενδέ­κα­τη κατά σει­ρά ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή με τίτλο «Διψα­σμέ­νο φεγ­γά­ρι», από την ομό­τι­τλη ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση που κατα­λαμ­βά­νει το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος του βιβλί­ου, ενώ χρη­σι­μο­ποιεί ως επί­λο­γο ένα «Αφιέ­ρω­μα στον χαρά­κτη Τάσ­σο» που κατ’ ουσί­αν είναι ένας ύμνος στην Ειρήνη.

Σελ.12:
« Ήθε­λα ν΄αγωνιστούμε/Κι αναρωτιόσουνα/Γιατί…»

Και σελ. 14:
«τα παι­διά συνεχίζουν/να πεθαί­νουν αβοήθητα»,

ώ! Πόσο αλη­θι­νή ήσουν, αγα­πη­τή Φαί­δρα και πώς να φαντα­στείς τη δια­χρο­νι­κό­τη­τα των στί­χων σου στο διά­βα του χρό­νου (σκέ­ψου ότι ακό­μα κι αυτή τη στιγ­μή που γρά­φω τα «κορά­κια» του πολέ­μου «γαζώ­νουν» τη Γάζα και σκορ­πά­νε το θάνα­το αδιά­κρι­τα σε γονείς και παιδιά).

Στα «πετρω­μέ­να βήμα­τα», σελ. 42, μέσα από τους στί­χους διαι­σθα­νό­μα­στε για μία ακό­μα φορά, την υπαρ­ξια­κή αγω­νία της ποι­ή­τριας, το μόνι­μο ερω­τι­κό σκίρ­τη­μα που χαρα­κτη­ρί­ζει την ποί­η­σή της και την τοπο­θε­τεί ανα­ντίρ­ρη­τα στο κάδρο των σύγ­χρο­νων, ερω­τι­κών ποι­η­τριών μας. Διά­χυ­τα και τα τρυ­φε­ρά, μητρι­κά της αισθή­μα­τα που εκφρά­ζο­νται απε­ρί­φρα­στα, όπως πάντα, με απο­δέ­κτες τα παι­διά όλου του κόσμου αλλά και εκεί­νη η επί­μο­νη ανα­ζή­τη­ση της παρου­σί­ας του συντρό­φου που υπο­γραμ­μί­ζει βαθειά τη δυσβά­στα­κτη απου­σία του.

Το 1987 κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «ΜΑΥΡΙΔΗΣ» μία πολύ προ­σεγ­μέ­νη και αντι­κει­με­νι­κή ανα­φο­ρά στις ιστο­ρι­κές μνή­μες της Εται­ρεί­ας Ελλή­νων Λογο­τε­χνών από την ίδρυ­σή της, το 1934, έως το έτος 1984. Στον μισό αιώ­να ζωής της Ε.Ε.Λ. ποιος άλλος θα μπο­ρού­σε να μας ιστο­ρή­σει τη δρά­ση της καλύ­τε­ρα, από τη Φαί­δρα Ζαμπα­θά- Παγου­λά­του, το «ιερό τέρας» της, που ευτύ­χη­σε να είναι κόρη του Κού­λη Ζαμπα­θά (εκλεγ­μέ­νου μέλους του ΔΣ της Ε.Ε.Λ. το 1967), ανα­δε­κτή του Μενέ­λα­ου Λου­ντέ­μη (μέλους του Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ. 1947–48) και του Γιάν­νη Σκα­ρί­μπα, Κου­μπά­ρα του Νικη­φό­ρου Βρετ­τά­κου (μέλους του Δ.Σ. της Ε.Ε.Λ. 1952–1954), τη Φαί­δρα, τη μοσχο-ανα­θρεμ­μέ­νη στους κόλ­πους της Πανελ­λή­νιας Λογο­τε­χνι­κής Φαμί­λιας που υπη­ρέ­τη­σε την ΕΕΛ για σχε­δόν μία δεκα­ε­τία από τη θέση της Γ. Γραμ­μα­τέα (1975–1982). Στις σελί­δες του δοκι­μί­ου αυτού συνα­ντά­ει κανείς πολύ­τι­μα ιστο­ρι­κά στοι­χεία για τη σύν­θε­ση και την προ­σφο­ρά της Ε.Ε.Λ.

Το 1988, σε στα­θε­ρή χρο­νο­λο­γι­κή συνέ­χεια, κυκλο­φο­ρεί από τις εκδό­σεις «ΘΕΜΕΛΙΟ» η συλ­λο­γή «Στις απο­χρώ­σεις του Αύριο» που και μόνο από τον τίτλο θα θάρ­ρευε κανείς να υπο­θέ­σει πως πρό­κει­ται για ποι­ή­μα­τα με μιαν απο­κλει­στι­κά αισιό­δο­ξη κι ελπι­δο­φό­ρα νότα μελ­λο­ντι­κής θερα­πεί­ας όλων των κακώς κει­μέ­νων του πλα­νή­τη μας. Όμως κι εδώ κυρί­αρ­χο και ζωντα­νό συνα­ντά­με το χαρα­κτη­ρι­στι­κό προ­σω­πι­κό ύφος της Φαί­δρας με τις ιδιαι­τε­ρό­τη­τές του, με τη συνε­χή εμμο­νή της στα λου­λού­δια, τα χρώ­μα­τα, τους αριθ­μούς, τα παι­διά του κόσμου και τις απου­σί­ες που την πλη­γώ­νουν. Μια ποί­η­ση ανυ­πό­κρι­τη και ανε­πι­τή­δευ­τη, καθα­ρή και λαγα­ρή σαν νερά­κι πηγής που το ρου­φάς και ξεδι­ψάς. Μια ποί­η­ση λιτή και στο­χα­στι­κή που μοιά­ζει αστρά­τευ­τη, χωρίς να είναι. Που στην ουσία προσ­δέ­νε­ται άρρη­κτα και συστρα­τεύ­ε­ται δυνα­μι­κά στον αγώ­να για την κοι­νω­νι­κή και παναν­θρώ­πι­νη Αλή­θεια – Δικαιο­σύ­νη — Ισο­τι­μία και Ειρήνη.

Η συλ­λο­γή απο­τε­λεί­ται από 64 λιλι­πού­τεια, επι­γραμ­μα­τι­κά, ολι­γό­στι­χα ποι­ή­μα­τα, φιλο­σο­φη­μέ­να, λακω­νι­κά και στο­χα­στι­κά. Ποι­ή­μα­τα μεγά­λης κοι­νω­νι­κής ευαι­σθη­σί­ας και προ­βλη­μα­τι­σμού: «το ταξί­δι προς το αύριο/γεύση πικρής παρα­δο­χής…» θα δια­πι­στώ­σει στη σελ. 37. Χαρα­κτη­ρι­στι­κό γνώ­ρι­σμα των στί­χων της η μαθη­μα­τι­κή θεώ­ρη­ση των γεγο­νό­των και των πραγ­μά­των και η απο­τί­μη­σή τους σε αριθ­μούς. Ανε­βο­κα­τε­βαί­νει η ποι­ή­τρια με μέτρο και ρυθ­μό, μετρώ­ντας στην κυριο­λε­ξία, το κάθε τι που τη βαραί­νει: στην «ανά­σα» για παρά­δειγ­μα, στη σελ. 57 θα ανα­φερ­θεί σε «εφτά κόμπους δάκρυα». Ιδιαί­τε­ρη μνεία κατά τη γνώ­μη μας χρειά­ζε­ται να γίνει στο «ταξί­δι» σελ.55, στη «Δια­δή­λω­ση» σελ. 59, στη «συνά­ντη­ση» σελ.63 , στη «Νεσιέ Για­σίν» σελ. 70, στον «επι­τά­φιο» σελ.73, στη «Σπον­δή στη Μαρία Δημά­δη» σελ.76.

Μία τετρα­ε­τία περί­που, αργό­τε­ρα, το 1992, η Φ.Ζ.-Π. επα­νέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο με τη νέα της ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση «Εις μνή­μην Γιάν­νη Ρίτσου», εκδό­σεις «ΑΘΗΝΑ». Με πρω­τό­γραμ­μα ένα χαρα­κτι­κό της γνω­στής και κατα­ξιω­μέ­νης χαρά­κτριας Βάσως Κατρά­κη μπαί­νει στο ποί­η­μα και περι­δια­βαί­νει το βίο του ποι­η­τή, με ευαι­σθη­σία, απο­δο­χή και τρυ­φε­ρό­τη­τα, αγγί­ζο­ντας στιγ­μές και βιώ­μα­τα, κοι­νά, απει­κο­νί­ζο­ντας το πορ­τρέ­το του, όπως η ίδια το γνώ­ρι­σε και τ’ αγά­πη­σε: «πόσα μας είπες ποιητή/μ’ εκεί­νη τη γλώσσα/ τ’ αηδο­νιού» σελ. 19 . Και τελειώ­νει στέλ­νο­ντας μηνύ­μα­τα πρώ­τα στον πατέ­ρα της με το μπλε μπε­ρέ των Βάσκων και μετά στον γνω­στό αγω­νι­στή-χαρά­κτη Τάσ­σο , κατα­λή­γο­ντας σ’ έναν όρκο και μια δήλω­ση: «κι εγώ κάθε μέρα/ δίνω τη μάχη» σελ. 37 και 38.

Το 1994 απ’ τις εκδό­σεις «ΛΩΤΟΣ» κυκλο­φο­ρεί η συλ­λο­γή «ΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΡΤΑ». Είναι μια πικρή και δύσκο­λη περί­ο­δος που δια­νύ­ει η ποι­ή­τρια. Η προ­σω­πι­κή της ζωή δοκι­μά­ζε­ται με την απροσ­δό­κη­τη ασθέ­νεια του συζύ­γου της. Η αδυ­να­μία επι­κοι­νω­νί­ας μετά το εγκε­φα­λι­κό επει­σό­διο που υπέ­στη, το στοί­χη­μα ζωής που έβα­λε η ίδια να κατορ­θώ­σει να επα­να­φέ­ρει την ομι­λία του, ο μόχθος και η καθη­με­ρι­νή της ανά­λω­ση σε αυτή την υπε­ράν­θρω­πη προ­σπά­θεια, της ενέ­πνευ­σαν τους στί­χους που περι­λαμ­βά­νο­νται σ΄ αυτή τη συλ­λο­γή, 46 ποι­ή­μα­τα συνο­λι­κά στον αριθ­μό, από τα οποία τα περισ­σό­τε­ρα απευ­θύ­νο­νται με πόνο και σπα­ραγ­μό «σ’ εκείνον/ Που έμει­νε κλει­στή πόρ­τα», αδιά­βα­τη και από­μει­νε ένας γρί­φος, ένας πελώ­ριος, δισε­πί­λυ­τος γρί­φος, που μόνο η απέ­ρα­ντη αγά­πη και τρυ­φε­ρά­δα της αγα­πη­μέ­νης του, ένα σύμπλεγ­μα συζύ­γου, μάνας, αδελ­φής και κόρης μπο­ρού­σε να ερμη­νεύ­σει… εκεί­νον που δεν είχε λόγια την ευγνω­μο­σύ­νη για την αφο­σί­ω­σή της απέ­να­ντί του, να αρθρώ­σει, παρά μόνο να της την μηνύ­σει σιω­πη­λά με το απέ­ρα­ντο γαλα­νό της ματιάς του. Παρ’ όλα αυτά, τα δυσά­ρε­στα προ­σω­πι­κά βιώ­μα­τα που θα γονά­τι­ζαν κι ελέ­φα­ντα, η Φαί­δρα στέ­κε­ται ορθή και θρη­νώ­ντας τον άτυ­χο έρω­τά της, την αγά­πη της, ζωντα­νή — νεκρή να σιγο­σβή­νει, βρί­σκει τη δύνα­μη και το κου­ρά­γιο να παρα­κο­λου­θεί την επι­και­ρό­τη­τα και τα παγκό­σμια συμ­βά­ντα και γεγο­νό­τα, να εμπνέ­ε­ται από αυτά, να συμπα­ρα­στέ­κε­ται όπου χρειά­ζε­ται, να εξε­γεί­ρε­ται, να δια­μαρ­τύ­ρε­ται , να αγα­να­κτεί και να θρη­νεί για τις θηριω­δί­ες του πολέ­μου, κυρί­ως ενά­ντια στις αθώ­ες παι­δι­κές υπάρ­ξεις, του Σερά­γε­βο, τότε, που συνέ­πε­σε και με το προ­σω­πι­κό της δρά­μα: (σελ.30–31) & (46–47). To «ως το θάνα­το» σελ.10 και το «Για σένα» σελ.21. Σ’ αυτή τη συλ­λο­γή συνα­ντά­με συχνές ανα­φο­ρές στον πολυα­γα­πη­μέ­νο της πατέ­ρα και διαι­σθα­νό­μα­στε ότι είναι το δυσβά­στα­χτο κλί­μα, το βαρύ κι ασή­κω­το, που την ωθεί κάθε τόσο στην πατρι­κή ανά­μνη­ση και απου­σία (σελ.22).

Zamptha10Το 1999, πέντε χρό­νια μετά, η ποι­ή­τρια λύνει τη σιω­πή της με τον «Νοέμ­βρη της Σιω­πής» αφιε­ρω­μέ­νο σ’ αυτούς που φύγα­νε στο διά­στη­μα αυτό: στη μάνα της Βασι­λι­κή και στον εκλε­κτό της καρ­διάς της, το Διο­νύ­ση Παγου­λά­το. Η συλ­λο­γή της ολο­κλη­ρώ­νε­ται με ένα σύνο­λο αφιε­ρώ­σε­ων, στη Μάνα, το σύζυ­γο, τη Λιλή Ιακω­βί­δη, τη Μάγια Μαρία Ρού­σου. Σαρά­ντα δύο ποι­ή­μα­τα όλα κι όλα ικα­νά και αρκε­τά για να λύσουν εκκω­φα­ντι­κά τη σιω­πή των πέντε χρό­νων της ποι­ή­τριας. Αλλά η κοι­νω­νι­κή της συνεί­δη­ση δεν της επι­τρέ­πει να κλεί­σει κινού­με­νη απο­κλει­στι­κά σε προ­σω­πι­κό επί­πε­δο και χωρίς να συμπε­ρι­λά­βει μια δυνα­τή, ενα­γώ­νια κραυ­γή δια­μαρ­τυ­ρί­ας για τον άδι­κο πόλε­μο και την μεγά­λη τρα­γω­δία της γει­το­νι­κής μας χώρας, της Γιου­γκο­σλα­βί­ας. Η συνε­χής και αδιά­κο­πη άλλω­στε συμ­με­το­χή της ποι­ή­τριας στα κοι­νά σε όλη τη διάρ­κεια της ζωής της, ως στε­λέ­χους είτε του γυναι­κεί­ου κινή­μα­τος (ΟΓΕ), είτε του ΕΓΑΚ (Ελλη­νι­κού Γυναι­κεί­ου Αντι­πυ­ρη­νι­κού Κινή­μα­τος), είτε της ΕΔΥΕΕ (επι­τρο­πές Ειρή­νης), ο στα­θε­ρός φιλει­ρη­νι­κός και αντι­πο­λε­μι­κός της προ­σα­να­το­λι­σμός δεν θα μπο­ρού­σαν να της υπα­γο­ρεύ­σουν οποια­δή­πο­τε άλλη στά­ση ΖΩΗΣ και ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ! Οι πλέ­ον ευαί­σθη­τες χορ­δές της ενερ­γο­ποιού­νται εποι­κο­δο­μη­τι­κά, σ’ αυτή την κατεύ­θυν­ση με απο­τέ­λε­σμα να μας δώσουν το κατα­στά­λαγ­μα με τίτλο : «θάνα­τος στο Σερά­γε­βο» και το «Δεν θέλω».

Και φτά­νου­με ορια­κά στο σημείο ανα­μέ­τρη­σης της ποι­ή­τριας με τον πεζό λόγο. Το «Ξημέ­ρω­σε Νύχτα» είναι μια συλ­λο­γή, ηZamptha11 πρώ­τη της με διη­γή­μα­τα που παρά την πεζό­τη­τα του είδους τους απο­πνέ­ουν έναν άκρα­το ποι­η­τι­κό οίστρο και έναν ασυ­γκρά­τη­το λυρι­σμό, μια νοσταλ­γία μονα­δι­κή για ό,τι παρα­δο­σια­κό και πατρο­πα­ρά­δο­το χάνε­ται αλλά και μιαν ιστο­ρι­κή αντι­κει­με­νι­κό­τη­τα για γεγο­νό­τα που βιώ­θη­καν στα δύσκο­λα χρό­νια της Χού­ντας και στην ηρω­ι­κή εξέ­γερ­ση του Πολυτεχνείου.

Μιλά­με για μια συλ­λο­γή πέντε συνο­λι­κά διη­γη­μά­των, από τα οποία το πρώ­το, μακρο­σκε­λές και εκτε­νέ­στε­ρο, προ­σεγ­γί­ζο­ντας τα όρια της Νου­βέ­λας, περι­γρά­φει γεγο­νό­τα του Νοέμ­βρη του 1973. Ακο­λου­θούν τέσ­σε­ρα μικρό­τε­ρα διη­γή­μα­τα δια­φό­ρου θεμα­τι­κής, κοι­νω­νι­κού ενδια­φέ­ρο­ντος πάντα.

Από αυτά, ειδι­κά «οι ονει­ρο­πο­λή­σεις της Ηλέ­κτρας» είναι ένας συναρ­πα­στι­κά δρα­μα­τι­κός μονό­λο­γος με φιλο­σο­φι­κές προ­ε­κτά­σεις της τρα­γι­κής φιγού­ρας της ποι­ή­τριας που της έμελ­λε να βιώ­σει με τον πιο επώ­δυ­νο τρό­πο τη βου­βα­μά­ρα του συντρό­φου της.

Το έτος 2001, με σχέ­διο εξω­φύλ­λου του ζωγρά­φου Αλέξ. Αλε­ξαν­δρά­κη, με σαρά­ντα ποι­ή­μα­τα κι ένα πεζό, κυκλο­φό­ρη­σε από τις εκδό­σεις «ΜΑΥΡΙΔΗΣ» η συλ­λο­γή «Η Αγά­πη ξεχά­στη­κε σ’ ένα ποί­η­μα». Το πεζό, εδώ με τίτλο «Μετα­μόρ­φω­ση» προ­τάσ­σε­ται των ποι­η­μά­των και ανα­φέ­ρε­ται στο «οδοι­πο­ρι­κό της νύχτας», όπως η ίδια χαρα­κτη­ρί­ζει το μακρό­χρο­νο διά­στη­μα διάρ­κειας της ασθέ­νειας του αγα­πη­μέ­νου της (έντε­κα έτη συνα­πτά) και της απέλ­πι­δας, μαρ­τυ­ρι­κής, επώ­δυ­νης και βασα­νι­στι­κής αλλά καθαρ­τι­κής συνά­μα και εξα­γνι­στι­κής, δικής της προ­σω­πι­κής φρο­ντί­δας για την ανα­κού­φι­ση, την εκδού­λευ­ση και την ανάρ­ρω­σή του. Όπου το επι­μύ­θιο ακού­ει στη φρά­ση: «Η αλή­θεια κι Εσύ. Η αλή­θεια κι ο ποι­η­τής. Κι ανά­με­σα μόνο ένας μικρού­λης έρω­τας που ξεχά­στη­κε απο­κοι­μι­σμέ­νος στις χού­φτες μας», κι ανά­με­σά τους η «αγά­πη που ξεχά­στη­κε σ’ ένα ποί­η­μα». Πόση θλί­ψη, πόσο πόνο και πόση συντρι­βή, μπο­ρεί αλή­θεια ν’ αντέ­ξει η ψυχή ενός ποι­η­τή; Kι ευτυ­χώς που στο δρά­μα, στην τρα­γω­δία και στη ζωή την ίδια επι­φυ­λάσ­σε­ται πάντα ένα καθαρ­τή­ριο φινά­λε. Κι ενδιά­με­σα η έμπνευ­ση να επω­μί­ζε­ται όλο το βάσα­νο, την αγω­νία, την ορφά­νια σε μιαν άλλη της έκφρα­ση, πικρή και την …πλα­τω­νι­κή ανα­ζή­τη­ση του ποι­η­τή και του κάθε μονα­χι­κού ανθρώ­που ενός «Ορέ­στη που περι­μέ­νου­με και δεν έρχε­ται» ή μιας χαμέ­νης ευτυ­χί­ας «τότε έκλα­ψα για ό,τι χάθη­κε, δεν μπό­ρε­σα να στα­θώ στην όχθη, ναυά­γη­σα στα νερά της φαντα­σί­ας…». Εδώ, σ’ αυτή τη συλ­λο­γή, τη λακω­νι­κή που μιλά­ει στην καρ­διά σου και σου απο­κα­λύ­πτει τα εσώ­ψυ­χα της ποι­ή­τριας, τη μεγά­λη της ευαι­σθη­σία, τον έμφυ­το ποι­η­τι­κό ερω­τι­σμό της αλλά και τον εξαί­σιο λυρι­σμό της που ανα­δύ­ε­ται από όλους τους τίτλους, τους στί­χους, τις λέξεις των ποι­η­μά­των της…

Ακο­λου­θεί το 2002 από τις εκδό­σεις «ΙΩΛΚΟΣ» το «πικρό μέλι» με μια ίδια γεύ­ση γλυ­κό­πι­κρης νοσταλ­γί­ας, λαχτά­ρας για Zamptha13ζωή, κρυ­φού ερω­τι­σμού που τρε­μο­παί­ζει πάντα στη λαβω­μέ­νη καρ­διά της ποι­ή­τριας και αγά­πης αστεί­ρευ­της, αιώ­νιας, ορκι­σμέ­νης αγά­πης για το μονα­δι­κό της σύντρο­φο που όλο έφευ­γε και που όλο εκεί την κρα­τού­σε, πιστά­γκω­να δεμέ­νη στους όρκους της και στην γλυ­κιά απα­ντο­χή ενός θαύ­μα­τος. Όπου μια απέ­ρα­ντη ευγνω­μο­σύ­νη ξεχύ­νε­ται κι ένα μεγά­λο ευχα­ρι­στώ πηγά­ζει από τα μύχια της σκέ­ψης της προς τον άνθρω­πο, που πολ­λές χαρές της ζωής της στέ­ρη­σε αλλά που με τις πίκρες που της έδω­σε, της χάρι­σε τη δύνα­μη και την έμπνευ­ση να εκφρά­σει και τα πιο από­κρυ­φα συναι­σθή­μα­τά της ποι­η­τι­κά και αναμ­φι­σβή­τη­τα πηγαία. Το «Σ’ ευχα­ρι­στώ» τα λέει όλα (σελ. 69). Η συλ­λο­γή ολο­κλη­ρώ­νε­ται με τις απο­κρί­σεις στα ενδό­τε­ρα ερω­τή­μα­τα της ψυχής και του νου, σε λόγο πεζό, μονα­δι­κά λυρι­κό και ονειροπόλο.

Πέρ­σι, 2014, ήρθε στα χέρια μας το πρό­σφα­το πόνη­μα της Φ.Ζ.-Π. με τίτλο «ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΦΩΣ» που κυκλο­φό­ρη­σε από τις Εκδό­σεις: «Λεξί­τυ­πον».

Zamptha1Μέσα στην ανε­μο­θύ­ελ­λα των, ανυ­πο­λό­γι­στης έντα­σης, μπο­φόρ της οικο­νο­μι­κής κρί­σης που βιώ­νου­με με κομ­μέ­νη την ανά­σα και μειω­μέ­νη τη διά­θε­ση αντί­στα­σης και πάλης, σε μια Ελλά­δα όπου όλα πωλού­νται και όλα αγο­ρά­ζο­νται, εξευ­τε­λι­σμέ­να και εκμη­δε­νι­σμέ­να, έρχε­ται ένα «ταξί­δι στο φως» για να μας βγά­λει από το σκό­τος της αχα­λί­νω­της κερ­δο­σκο­πί­ας των μεν και της από­λυ­της εξα­θλί­ω­σης των δε και να μας υπεν­θυ­μί­σει τις ανε­κτί­μη­τες αξί­ες της Ζωής, του Ανθρώ­που, της Τέχνης. Προ­τάσ­σο­ντας μάλι­στα την Τέχνη και θέτο­ντάς την «ΕΚΤΟΣ ΕΜΠΟΡΙΟΥ» δίνει ένα ιδιαί­τε­ρα συμ­βο­λι­κό αλλά και ουσια­στι­κό συνά­μα μήνυ­μα στην Ελλά­δα του σήμε­ρα και στον αγω­νι­στή Λαό της. Δίνει την Ελπί­δα προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη μέσα από ένα λυρι­κό, συναι­σθη­μα­τι­κό, ποι­η­τι­κό παρα­λή­ρη­μα του γνω­στού προ­σω­πι­κού ύφους και ήθους της κατα­ξιω­μέ­νης ποι­ή­τριας Φαί­δρας Ζαμπα­θά-Παγου­λά­του: «Μήπως ήρθες ν’ αναγγείλεις/έναν άλλο λοιμό,/να ρωτή­σεις για τ αδέρ­φια σου/στη νεώ­τε­ρη Ελλάδα/που σπαράζει,/Μύρτιδα;/Σ’ αρέ­σει τ’ όνομα/που σου χάρι­σαν το 2010 μ.χ;/Όταν σε συνάντησα,/ένας λυγ­μός μού­κο­ψε την ανάσα/για το χαμό σου,/τη ζωή και το θάνατο/που διά­βα­σα μέσα/στα εκφρα­στι­κά σου μάτια../Και πάνω στο μέτω­πο σου/ολόκληρη η ιστορία/του Λαού μας./Καληνύχτα Μύρτιδα./Κοιμήσου ήρεμα/στο μέλ­λον μας»

Η ποι­η­τι­κή Συλ­λο­γή της Φ.Ζ.-Π. «Ταξι­δεύ­ο­ντας στο φως» έχει ένα ξεχω­ρι­στό, μετα­φο­ρι­κό νόη­μα που ακραγ­γί­ζει τη δύνα­μη του απα­ρά­μιλ­λου κάλ­λους της αρχαί­ας κλα­σι­κής αλλά και της νεο­ελ­λη­νι­κής Τέχνης, απο­γειώ­νε­ται, πετά­ει κι έρχε­ται τελι­κά να φωλιά­σει στο ανε­ξά­ντλη­το συναί­σθη­μα που συνέ­χεια γεν­νά και εκτρέ­φει στους αιώ­νες τη Ζωή, την Ελπί­δα , την Πίστη. Στον έρω­τα, την πηγή της έμπνευ­σης και της ευτυ­χί­ας, στην αγά­πη, την ζωο­ποιό δύνα­μη της Οικου­μέ­νης, στην αφο­σί­ω­ση και το από­λυ­το δόσι­μο στους αγα­πη­μέ­νους μας.

Μικρό ως προς το δέμας (μόλις τέσ­σε­ρα τυπο­γρα­φι­κά), αλλά μεγα­λειώ­δες ως προς τη σύλ­λη­ψη το νέο πόνη­μα της Φ.Ζ.-Π., απο­τε­λεί­ται από δύο μέρη:

Στο πρώ­το, μέσα από την έμπει­ρη «εικα­στι­κή ματιά» της θωρού­με κι εμείς και υπο­κλι­νό­μα­στε στο μεγα­λείο γνω­στών έργων Τέχνης που άφη­σαν επο­χή. Αρχής γενο­μέ­νης από τον μικρό «Κού­ρο» της Αρχαιό­τη­τας, την «Πιε­τά» του Μιχα­ήλ Αγγέ­λου και το «φιλί» του Ροντέν, που κοσμεί και το εξώ­φυλ­λο, κατα­λή­γει στον Γιώρ­γο Φωκά και την «αξέ­χα­στη» Νίκη Στα­μα­το­πού­λου, σύγ­χρο­νους νεο­έλ­λη­νες ζωγρά­φους που είχε την τύχη να συν­δε­θεί μαζί τους.

Στο β’ μέρος «Της καρ­διάς και Του έρω­τα» γευό­μα­στε ακρι­βώς τον καρ­πό στον οποίο μας προ­δια­θέ­τει ο τίτλος. Σε 54, ολι­γό­στι­χα, κατά το πλεί­στον, ποι­ή­μα­τα, αρώ­μα­τα σε μινια­τού­ρες, συμπυ­κνω­μέ­να νοή­μα­τα, συναι­σθή­μα­τα, ευχές και υπο­σχέ­σεις δίνουν μιαν άλλη διά­στα­ση, ζωντα­νή πάντα και ανυ­πέρ­βλη­τη, στην επα­νει­λημ­μέ­να εκφρα­σμέ­νη από την ίδια την ποι­ή­τρια ανά­γκη της να ξορ­κί­σει τη μονα­ξιά και να κλεί­σει την πλη­γή της απώ­λειας του αγα­πη­μέ­νου της μ’ έναν έντε­χνο, λυρι­κό και στο­χα­στι­κό συνά­μα λόγο και τρόπο.

Εύχο­μαι από καρ­διάς κου­ρά­γιο στην ευαί­σθη­τη αλλά δυνα­τή ψυχή της Φαί­δρας και καλή συνέ­χεια στην εύστο­χη και γλα­φυ­ρή πένα της.

Zamptha16

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο