Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οδυσσέας Ελύτης: Με μόνο μία στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη

🌈  Ανεβαίνει ΜΟΝΑΧΟΣ και ΟΛΟΛΑΜΠΡΟΣ…🌹

🍂 Σαν σήμε­ρα το 1996 έφυ­γε από τη ζωή ο νομπε­λί­στας ποι­η­τής, Οδυσ­σέ­ας Ελύτης.
«Στα κρυ­φά φεύ­γω με όλα τα κλο­πι­μαία στο νου μου | για μιαν απ’ την αρχή ζωή απρο­σκύ­νη­τη | Χωρίς κεριά χωρίς πολυ­ε­λαί­ους».

Έφυ­γε «Με μόνο μια στη θέση αδά­μα­ντος βέρα χρυ­σή ανε­μώ­νη» (σσ. στί­χος από το ποί­η­μα «Της Εφέ­σου», «Δυτι­κά της Λύπης» [Εκδό­σεις Ίκαρος]).

Ελεύ­θε­ρα στο πλάι μου τρέ­χουν τ’ αμπέ­λια κι αχαλίνωτος
Μένει ο ουρα­νός. Πυρ­κα­γιές ανταλ­λά­σου­νε τα κου­κου­νά­ρια κι ένας
Όνος φευ­γά­τος πάει ψηλά τον ανή­φο­ρο για λίγο σύννεφο
Κάτι πρέ­πει να γίνε­ται του Αγί­ου Ηρα­κλεί­του ανήμερα

Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν
Είναι οι ζαβο­λιές του ανυ­πο­δή­του ανέ­μου που αρπά­ζε­ται απ’ την άκρη
Του νυχτι­κού της μοί­ρας και πάει να μας αφή­σει στων αιγά­γρων το ύπαι­θρο έκθετους
Στα κρυ­φά φεύ­γω με όλα τα κλο­πι­μαία του νου μου
Για μιαν απ’ την αρχή ζωή απροσκύνητη

Η καρ­διά του, μετά από χρό­νια προ­βλή­μα­τα, δεν άντε­ξε. Και μονο­μιάς στα­θή­κα­με «αντί­κρυ της Λύπης» να μονο­λο­γού­με «Αξιος ην», ή μάλ­λον «ΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙ», για­τί όπως ο ποι­η­τής γράφει: …
«Άπαξ και κάποιος επέ­τυ­χε — στον πολι­τι­σμό εννοώ -, δεν μπο­ρεί παρά να επα­νέλ­θει. Μετά μυριά­δες χρό­νια θα επα­νέλ­θει» (από­σπα­σμα από το βιβλίο “Επι­στρο­φή από την παρ’ ολί­γον Ελλάδα”).

Έφυ­γε ο ποι­η­τής και απο­μεί­να­με μονά­χοι να ψάχνου­με λέξεις αντά­ξιες, λέξεις όμορ­φες, ελληνικές.
Μόνοι με την αγω­νία μήπως «χαλά­σου­με» την αρμο­νία των δικών του λέξε­ων, καθώς έλεγε …
«Τη γλώσ­σα μου έδω­σαν Ελλη­νι­κή | Το σπί­τι φτω­χι­κό στις αμμου­διές του Ομή­ρου | Μονά­χη έγνοια η γλώσ­σα μου στις αμμου­διές του Ομή­ρου» (από­σπα­σμα από το «Αξιον Εστί»).
ΙΔΟΥ εγώ λοιπόν”,ο ποι­η­τής «ο πλα­σμέ­νος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαί­ου | ο ερα­στής του σκιρ­τή­μα­τος των ζαρ­κα­διών | και ο μύστης των φύλ­λων της ελιάς | ο ηλιο­πό­της ο ακρι­δο­κτό­νος».

🔹 Με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής σκο­τώ­θη­κε το καλοκαίρι
Μου­σκέ­ψα­νε τα λόγια που είχα­νε γεν­νή­σει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχα­νε μονα­δι­κό τους προ­ο­ρι­σμόν ΕΣΕΝΑ!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν ΦΩΣ
Πριν απ’ τον Έρω­τα ΕΡΩΤΑΣ
Κι όταν σε πήρε το ΦΙΛΙ
ΓΥΝΑΙΚΑ
Κατά πού θ’ απλώ­σου­με τα χέρια μας
τώρα που δε μας λογα­ριά­ζει πια ο καιρός
Κατά πού θ’ αφή­σου­με τα μάτια μας
τώρα που οι μακρυ­νές γραμ­μές ναυά­γη­σαν στα σύννεφα
Κι είμα­στε μόνοι ολομόναχοι
τρι­γυ­ρι­σμέ­νοι απ’ τις νεκρές εικό­νες σου.
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν ΦΩΣ
Πριν απ’ τον Έρω­τα ΕΡΩΤΑΣ
Κι όταν σε πήρε το ΦΙΛΙ
ΓΥΝΑΙΚΑ
|>Με την πρώ­τη στα­γό­να της βρο­χής, Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της ‑μελο­ποί­η­ση Μάνος Χατζιδάκις<|

«Η μοίρα μας… βρίσκεται στα χέρια μας»

«Δεν αρκεί να ονει­ρο­πο­λού­με με τους στί­χους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολι­τι­κο­λο­γού­με. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλι­κός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά.
Θα εξαρ­τη­θεί από το αν είμα­στε καλοί ή κακοί αρχι­τέ­κτο­νες το τελι­κό αποτέλεσμα.
Ο Παρά­δει­σος ή η Κόλα­ση που θα χτί­σου­με. Εάν η ποί­η­ση παρέ­χει μια δια­βε­βαί­ω­ση και δη στους και­ρούς του durftiger είναι ακρι­βώς αυτή: ότι η μοί­ρα μας παρ’ όλ’ αυτά βρί­σκε­ται στα χέρια μας
». (από­σπα­σμα του Λόγου του Οδυσ­σέα Ελύ­τη, στην Ακα­δη­μία της Στοκ­χόλ­μης κατά την τελε­τή απο­νο­μής του βρα­βεί­ου Νόμπελ Λογο­τε­χνί­ας στις 8‑Δεκ-1979).

Μετα­χει­ρί­στη­κε τις λέξεις δημιουρ­γι­κά για να δώσει μια και­νού­ρια γλωσ­σι­κή αντί­λη­ψη, έναν κόσμο που κινεί­ται ανά­με­σα στο όνει­ρο και την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, την αλή­θεια και τη φαντα­σία.
Ηταν ο ποι­η­τής που αντι­με­τώ­πι­σε την ποί­η­ση όχι σαν λογο­τε­χνι­κό είδος, αλλά σαν μια ρηξι­κέ­λευ­θη ματιά που μετα­μορ­φώ­νει τη ζωή και τα πράγ­μα­τα. Η ποί­η­ση για εκεί­νον δεν είναι μια εκκε­ντρι­κή συγ­γρα­φι­κή ενα­σχό­λη­ση, για σκε­πτό­με­νους δια­νο­ού­με­νους με περί­πλο­κες ψυχο­συν­θέ­σεις, αλλά ένας δρό­μος συνε­χούς ρίσκου και ανα­τρο­πής. Ενα παι­χνί­δι σοβα­ρό, υγιές, αλλά και παρά­δο­ξο, που μπο­ρεί να κάνει τον κόσμο να φαί­νε­ται σαν μια μαγι­κή περιο­χή απρό­βλε­πτων συν­δυα­σμών και οδη­γώ­ντας στην κατά­κτη­ση της ελευθερίας.

«Τέκνο» του ηλιάτορα

Γεν­νή­θη­κε ένα πρωί, με ήλιο και θάλασ­σα, στο Ηρά­κλειο της Κρή­της. Το έκτο και τελευ­ταίο παι­δί του Πανα­γιώ­τη Αλε­που­δέ­λη και της Μαρί­ας Βρα­νά. Ηταν 2 Νοεμ­βρί­ου του 1911.
Το 1914 η οικο­γέ­νειά του μετα­κο­μί­ζει στην Αθή­να. Το 1930 γρά­φε­ται στη Νομι­κή και το 1934 γρά­φει τα “Πρώ­τα Ποιήματα”.
Το 1935 γνω­ρί­ζει τον Ανδρέα Εμπει­ρί­κο και μαζί του τον υπερ­ρε­α­λι­σμό. Εκεί­νη τη χρο­νιά χρη­σι­μο­ποιεί για πρώ­τη φορά το ψευ­δώ­νυ­μο Ελύ­της.
Ενα χρό­νο αργό­τε­ρα γνω­ρί­ζει τον Νίκο Γκάτσο.
Το 1938 γρά­φει τη “Μαρί­να των Βρά­χων”,και την“Ηλι­κία της γλαυ­κής θύμησης”.
Το 1939 έρχε­ται η “Θητεία του καλο­και­ριού”. Τον ίδιο χρό­νο τυπώ­νο­νται οι “Προ­σα­να­το­λι­σμοί”.

Το καλο­καί­ρι του 1941, αναρ­ρώ­νο­ντας από κοι­λια­κό τύφο, και ενώ η γερ­μα­νι­κή κατο­χή είναι πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, αρχί­ζει να γρά­φει το “Ηλιος ο πρώτος”.
Εργο που ολο­κλη­ρώ­νει τον επό­με­νο χρό­νο, αλλά εκδί­δει το 1943. Στο μετα­ξύ, τον Ιού­λιο του 1942, συγκλο­νι­σμέ­νος από το Αλβα­νι­κό Επος στο οποίο μετεί­χε ως ανθυ­πο­λο­χα­γός, όπως και από την ΕΑΜι­κή Αντί­στα­ση, επι­χει­ρεί το πρώ­το σχε­δί­α­σμα του έργου “Ασμα ηρω­ι­κό και πέν­θι­μο για το χαμέ­νο υπο­λο­χα­γό της Αλβανίας”.
Αυτό το έργο το 1950 θα γίνει θεα­τρι­κή παρά­στα­ση από τον Αλέ­ξη Σολο­μό και το 1966 θα μελο­ποι­η­θεί από τον Νότη Μαυ­ρου­δή.

Το 1945 ο Οδ. Ελύ­της ξεκι­νά­ει τη συνερ­γα­σία του με την εφη­με­ρί­δα “Ελευ­θε­ρία”. Τον Αύγου­στο του ίδιου χρό­νου παρα­κι­νη­μέ­νος από τον Γιώρ­γο Σεφέ­ρη ανα­λαμ­βά­νει τη Διεύ­θυν­ση Προ­γράμ­μα­τος στο νεο­σύ­στα­το Εθνι­κό Ιδρυ­μα Ραδιοφωνίας.
Το 1946 γνω­ρί­ζει τον Γάλ­λο κομ­μου­νι­στή ποι­η­τή Πολ Ελυάρ,ο οποί­ος είχε έρθει στην Ελλά­δα καλε­σμέ­νος από το ΕΑΜ για να υπε­ρα­σπι­στεί τους υπό διωγ­μό, πλέ­ον, αγω­νι­στές της Εθνι­κής Αντί­στα­σης και αρχί­ζει να γρά­φει δοκί­μια για τον Κάλ­βο και τον Θεό­φι­λο. Ταξι­δεύ­ει στο Αιγαίο, αλλά μάταια προ­σπα­θεί να πάρει δια­βα­τή­ριο.

Το 1948 ο ποι­η­τής κατα­στρέ­φει τα χει­ρό­γρα­φά του και κατα­φέρ­νει να φύγει στο εξω­τε­ρι­κό, με διπλω­μα­τι­κό δια­βα­τή­ριο.Θα μεί­νει στο Παρί­σι μέχρι το 1950.
Το Νοέμ­βριο του ίδιου χρό­νου κάνει το πρώ­το σχε­δί­α­σμα του κορυ­φαί­ου έργου του “Αξιον Εστί”, το οποίο θα κυκλο­φο­ρή­σει το 1960, μαζί με το “Εξη και μία τύψεις για τον ουρανό”.
Το 1953 ανα­λαμ­βά­νει και πάλι διευ­θυ­ντής του ΕΙΡ αλλά το 1954 παραιτείται.
Το 1958 η Υπη­ρε­σία Ασφα­λεί­ας του υπουρ­γεί­ου Εσω­τε­ρι­κών θα απα­γο­ρεύ­σει ταξί­δι των Ελύ­τη, Ρίτσου και Μυρι­βή­λη στην Πρά­γα, με πρό­σκλη­ση της Εται­ρεί­ας Τσε­χο­σλο­βά­κων Συγ­γρα­φέ­ων.

Το 1961 έρχο­νται “Οι Μικρές Κυκλά­δες”, που το 1964 μελο­ποιού­νται από τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη.Τον ίδιο χρό­νο πραγ­μα­το­ποιεί­ται η πρώ­τη δημό­σια εκτέ­λε­ση του “Αξιον Εστί”, ύστε­ρα από άρνη­ση του υπουρ­γεί­ου Προ­ε­δρί­ας να παρου­σια­στεί στο Ηρώδειο.
Από το 1965 αρχί­ζει να επε­ξερ­γά­ζε­ται συστη­μα­τι­κά τα “Ανοι­χτά Χαρ­τιά” (εκδί­δο­νται το 1974) και το 1970 ολο­κλη­ρώ­νει “Το φωτό­δε­ντρο και η δέκα­τη τέταρ­τη ομορ­φιά” και γρά­φει το “Ο ήλιος ο ηλιάτορας”.

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της, κατα­ξιω­μέ­νος διε­θνώς πια, πιέ­ζε­ται το 1972 να δεχθεί το “Μεγά­λο Βρα­βείο Λογο­τε­χνί­ας”, που θέσπι­σε η δικτα­το­ρία. Εκδί­δει “Τα ρω του έρω­τα” και “Το Μονόγραμμα”.
Πέντε χρό­νια μετά αρνεί­ται να γίνει ακα­δη­μαϊ­κός, αλλά το ’78 ανα­γο­ρεύ­ε­ται διδά­κτο­ρας της Φιλο­σο­φι­κής Σχο­λής του ΑΠΘ και κυκλο­φο­ρεί η “Μαρία Νεφέ­λη”. Ο επό­με­νος, όμως, χρό­νος είναι γεμά­τος από …Ελύ­τη, αφού του απο­νέ­με­ται το Βρα­βείο Νόμπελ.
Ακο­λου­θούν κι άλλα βρα­βεία (“Χρυ­σό Μετάλ­λιο Τιμής” του Δήμου Αθη­ναί­ων, “Μεσό­γειος” της Κοι­νό­τη­τας Μεσο­γεια­κών Πανε­πι­στη­μί­ων, παρά­ση­μο του Ανώ­τα­του Ταξιάρ­χου της Λεγε­ώ­νας της Τιμής), ενώ δέχε­ται προ­σκλή­σεις Πανε­πι­στη­μί­ων στα οποία ιδρύ­ο­νται έδρες στο όνο­μά του και γίνο­νται αφιε­ρώ­μα­τα στο έργο του.

Ενα έργο που αδιά­κο­πα πλού­τι­ζε ως το τέλος: “Ο Μικρός Ναυ­τί­λος” (1985),“Τα Ελε­γεία της Οξώ­πε­τρας”, “Ιδιω­τι­κή Οδός”, “Δημό­σια και Ιδιω­τι­κά” (1990),“Εν Λευ­κώ” (1992), “Ο κήπος με τις αυτα­πά­τες”, “Επι­στρο­φή από την παρ’ ολί­γο Ελλά­δα” και μια δεύ­τε­ρη σει­ρά “Μικρά Εψι­λον” (1995).

Ορφάνεψαν οι λέξεις

Ο ποι­η­τής που με λέξεις μελώ­δη­σε τη θάλασ­σα και τον ουρα­νό, τον αέρα και το φως έφυ­γε εκεί­νη την παγω­μέ­νη Δευ­τέ­ρα ανα­ζη­τώ­ντας “το λευ­κό ως την ύστα­τη έντα­ση του μαύ­ρου” : «εάν απο­συν­δέ­σεις την Ελλά­δα, στο τέλος θα δεις να σου απο­μέ­νουν μια ελιά, ένα αμπέ­λι κι ένα καρά­βι. Που σημαί­νει: με άλλα τόσα την ξανα­φτιά­χνεις… Οπου προ­ε­ξέ­χει το βου­νό απ’ τη λέξη του υπάρ­χει ο ποι­η­τής» (από το “Μικρό Ναυτίλο”).

Ο Οδυσ­σέ­ας Ελύ­της έφυ­γε. Αφη­σε, όμως, τις λέξεις του, το “νυν” και το “αιέν”, το “φως” και το “μηδέν”, το “λόγο” και την “πεμ­πτου­σία”, στα “κορί­τσια” του “Αξιον Εστί”: “η Ερση, η Μυρ­τώ, η Μαρί­να, η Ελέ­νη, η Ρωξά­νη, η Φωτει­νή, η Αννα, η Αλε­ξάν­δρα, η Κύν­θια”.

Το «Αξιον Εστί» απο­τε­λεί ίσως την πιο σημα­ντι­κή ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση του Ελύ­τη. Στο έργο αυτό, ο ποι­η­τής εκφρά­ζει την αγω­νία του τόπου στις σύγ­χρο­νες κρί­σι­μες στιγμές.
Είναι σύν­θε­ση που απο­τε­λεί­ται από τρία μέρη: Η Γένε­σις, Τα Πάθη, Το Δοξα­στι­κόν.
▪️ Η Γένε­ση είναι μια εισα­γω­γή όπου ο ποι­η­τής ταυ­τί­ζει τη μοί­ρα του με εκεί­νη του υπό­λοι­που Γένους.
▪️ Τα Πάθη εκφρά­ζουν τα πάθη του ελλη­νι­κού λαού μέχρι το τέλος της Κατοχής.
▪️ Το Δοξα­στι­κό είναι ένα όρα­μα γεμά­το αισιο­δο­ξία για μια καλύ­τε­ρη ζωή για την Ελλά­δα και για όλη την ανθρωπότητα.
Το έργο μελο­ποι­ή­θη­κε υπο­δειγ­μα­τι­κά από τον Μίκη Θεο­δω­ρά­κη, φέρ­νο­ντάς το πιο κοντά στον ελλη­νι­κό λαό, κάνο­ντας πιο προ­σι­τά τα μηνύ­μα­τα του σημα­ντι­κού αυτού έργου.

Για­τί, “Βλέ­πεις, είπε, είναι οι Αλλοι | και δε γίνε­ται Αυτοί χωρίς Εσέ­να | και δε γίνε­ται μ’ Αυτούς χωρίς, Εσύ | Βλέ­πεις, είπε, είναι οι Αλλοι (… ) “.
Οι “Αλλοι” κι αυτός “ο κόσμος, ο μικρός, ο μέγας”, που σαν σήμε­ρα πενθεί…
Τελευ­ταία του επι­θυ­μία ήταν να ταφεί με σεμνό­τη­τα και δια­κρι­τι­κό­τη­τα, σε στε­νό οικο­γε­νεια­κό κύκλο, όσο δια­κρι­τι­κή ήταν και η ζωή του.

Σαν σήμε­ρα, θα γρά­φει την «καθη­με­ρι­νή πρώ­τη σελί­δα του μετα — θανά­του»


Με πλη­ρο­φο­ρί­ες από τον Ριζο­σπά­στη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο