Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οιστρήλατος πλους

Γρά­φει η Ζωή Δικταί­ου //

Βρο­χή, στο φανο­στά­τη  της παλιάς  πόλης, εκεί­νης  που άνοι­ξε την αγκα­λιά της να σε υπο­δε­χτεί, τότε στη νιό­τη σου. Ο πρώ­τος πρω­ι­νός κόσμος στο και­νού­ριο κεφά­λαιο ζωής εξαρ­γύ­ρω­νε γέλιο και δάκρυ αινιγ­μα­τι­κά λου­σμέ­νος μια στη βρο­χή και μια στο φως. Ένα ταπει­νό κυκλά­μι­νο ανά­με­σα στις φτέ­ρες και τα βρύα της χορ­τα­ρια­σμέ­νης στέ­γης παρεμ­βαί­νει με επι­ση­μό­τη­τα στις ανα­μνή­σεις μέσα από τα φωτι­σμέ­να παρά­θυ­ρα και την ακα­τα­νί­κη­τη γοη­τεία των δίσκων βινυ­λί­ου. Τα σύν­νε­φα άλλο­τε χωρί­ζο­νται σε πύρ­γους αλλά­ζο­ντας σχή­μα και χρώ­μα­τα και άλλο­τε ταξι­δεύ­ουν σε ατέ­λειω­τες παρε­λά­σεις κολα­κεύ­ο­ντας ταξι­διά­ρι­κα που­λιά και άσω­το ουρα­νό. Καμιά φορά μετε­ω­ρί­ζο­νται στις ακτές φορ­τω­μέ­να μελά­νι, θαρ­ρείς για να βάψουν τη θάλασ­σα ή να πετά­ξουν μια πιτσι­λιά μωβ στην ψυχή.

Μια σου­σου­ρά­δα παρα­μο­νεύ­ει τα βήμα­τά σου. Ενώ­νεις τα χέρια. Οι γραμ­μές στις παλά­μες σου δια­βά­στη­καν όλες. Το μήλο στο μαντί­λι. Ένα σπουρ­γί­τι ξέμει­νε στην πλα­τεία Ηρώ­ων. Οιω­νός καλής τύχης αυτό το μικρό ιερό που­λί της Αφρο­δί­της με το γκρί­ζο στέμ­μα και το καστα­νό φτέ­ρω­μα, συμ­βό­λι­ζε την αλη­θι­νή αγά­πη και μια πνευ­μα­τι­κή σχέ­ση, όχι μόνο τη σφο­δρή επι­θυ­μία. Η ψυχή σε θέλει να αγα­πάς τα παντο­τι­νά, η καρ­διά τρέ­φε­ται από τον ασί­γα­στο πόθο, ο νους δρα­πε­τεύ­ει να σε λυτρώσει…

Ξυπό­λη­τες χορεύ­τριες στη σει­ρά, ένα γιορ­ντά­νι αση­μέ­νιες στά­λες στο σκοι­νί της μπου­γά­δας, ακρο­βα­τούν κι ύστε­ρα το πρώ­το ξάφ­νια­σμα στο χάι­δε­μα του ανέ­μου. Σε κυκλώ­νει ξανά το φθι­νό­πω­ρο, σ’ αξύ­πνη­το και­ρό και στον ίδιο δικό σου παράδεισο.

Κέρ­κυ­ρα, χτι­σμέ­νη ανά­με­σα σε δύο φρού­ρια, κοσμο­πο­λί­τισ­σα, αρχό­ντισ­σα, περι­τει­χι­σμέ­νη σε μεγά­λο μήκος από τη θάλασ­σα, απευ­θύ­νει το κάλε­σμά της με μπου­γα­ρί­νια και μυρ­τιές, να τη γνω­ρί­σεις στη λεπτή αχλή τού φθι­νο­πώ­ρου, στο φως και στο πρά­σι­νο. Εδώ δεν είναι υπερ­βο­λή να ισχυ­ρι­στείς πως θριαμ­βεύ­ει το ισχυ­ρό και το ωραίο. Τα καλ­λι­τε­χνι­κά ρεύ­μα­τα της Δύσης είναι ευα­νά­γνω­στα σε όλο σχε­δόν το αρχι­τε­κτο­κνι­κό σύνο­λο της όμορ­φης πόλης.  Η ιδιαί­τε­ρη κλει­στή αστι­κή μορ­φή με τις επι­βλη­τι­κές βενε­τσιά­νι­κες οχυ­ρώ­σεις έχει γρά­ψει σπου­δαίο παρελ­θόν. Η έλλει­ψη τής Τουρ­κι­κής κατο­χής και η επιρ­ροή του Βυζα­ντι­νού και Ενε­τι­κού πολι­τι­σμού επέ­τρε­ψαν να ανα­πτυ­χθεί ένα δια­φο­ρε­τι­κό ρεύ­μα πολι­τι­σμι­κής ανα­γέν­νη­σης, όπου μεγά­λες πνευ­μα­τι­κές μορ­φές συγκε­ντρώ­θη­καν και δημιούρ­γη­σαν. Στα πολυώ­ρο­φα κτί­ρια πάνω στις θολω­τές κόγ­χες δια­κρί­νο­νται τα οικό­ση­μα επι­φα­νών οικο­γε­νειών άλλης επο­χής. Οι στο­ές και οι καμά­ρες προ­κα­λούν για ένα ραντε­βού με την προσ­δο­κία του τυχαί­ου. Το βλέμ­μα θα στα­θεί στο βαθύ κόκ­κι­νο και την ώχρα των πανύ­ψη­λων τοί­χων, θ’ ανα­ζη­τή­σει το λευ­κό στις έρτες και τα λαξευ­τά μέρη πριν το πρά­σι­νο σε εξώ­φυλ­λα και πορ­τό­νια καλέ­σει για άλλη περι­πλά­νη­ση. Οι υάκιν­θοι στο περ­βά­ζι θέλεις να σού κλέ­ψουν μια ματιά πριν ακο­λου­θή­σεις το φευ­γιό του κοκ­κι­νο­λαί­μη στην κλαί­ου­σα ιτιά. Μια πετα­λού­δα διε­ρευ­νά την υγρή εκδο­χή μιας ανά­γνω­σης μέσα από το θολό τζά­μι. Συλ­λα­βί­ζεις μαζί της “ο χρό­νος κυλά και μοιράζεται…”

Οι οπτι­κές φυγές ξεχω­ρί­ζουν από όπου και αν στα­θείς κι όταν βρέ­χει η μαγεία σε τυλί­γει στο ακρι­βό μετα­ξω­τό της μεσο­φό­ρι και σε παρα­σύ­ρει να εμπι­στευ­τείς υπό­γειες στο­ές και άλλα περά­σμα­τα. Η έλξη μυστη­ριώ­δης από την πρώ­τη κιό­λας στιγμή.

Έβρεχε
Έκλαιγες

Στο λυγ­μό σου, σ’ αδιέ­ξο­δο πάθος γλί­στρη­σε ένα παρά­πο­νο αγγέλου…

Μεγά­λες στα­λαγ­μα­τιές στα φου­ρού­σια, στις μαρ­μά­ρι­νες δια­κο­σμή­σεις των μπαλ­κο­νιών, στις μαντε­μέ­νιες καγκε­λό­πορ­τες, στις καμι­νά­δες, στα κερα­μί­δια, στους εξώ­στες, μεγά­λες στα­λαγ­μα­τιές τρε­μά­με­νες στο φεγ­γί­τη και μετά στο πρό­σω­πο, στα μάτια, στα χέρια…

Ούτε η γη ανθί­ζει χωρίς βρο­χή, ούτε η ψυχή χωρίς δάκρυα”, καλο­συ­νά­τα ο περιπτεράς.

Τόσες εικό­νες δίχως λέξεις. Τόσοι ήχοι ταλα­ντευό­ταν στη βρο­χή. Όλα τελειώ­νουν και όλα αρχί­ζουν ξανά συλ­λο­γί­στη­κες και χιλιά­δες λάμ­ψεις του χτες έσβη­σαν μια για πάντα στη βρο­χή. Περί­με­νες πολύ και­ρό για εκεί­νη την από­φα­ση. Η βρο­χή συνέ­χι­ζε να χορεύ­ει βαλς στο καντού­νι. Δεν είχες ανά­γκη από καμιά πρόφαση.

Κάπο­τε ήσουν αλλιώς, το θυμό­σουν, μα αυτό δεν ήταν πια εμπό­διο. Είχες δια­νύ­σει τον παλιό δρό­μο, έβλε­πες από από­στα­ση πια τ’ αγκά­θια και το τέρ­μα. Τα σημά­δια τής ψυχής είχαν βου­λιά­ξει στο σιγα­νο­ψι­χά­λι­σμα. Σ’ αυτή την πόλη συνει­δη­τά άνοι­γες και­νού­ρια σελί­δα. Μπρο­στά σου ο χρό­νος πολύ­τι­μος και το φθι­νό­πω­ρο οικεία περ­πα­τη­σιά, να συγκι­νη­θείς, να θυμη­θείς, να γελά­σεις, να μελαγ­χο­λή­σεις, να τρέ­ξεις με χαρά και να περι­μέ­νεις να σού πει:

“Σε περί­με­να, σ’ αγκα­λιά… ζ και να επα­να­λαμ­βά­νε­ται μέσα σου, η τελευ­ταία συλ­λα­βή ανε­ξάρ­τη­τη, τόσο μικρή, μα και τόσο απέ­ρα­ντα μεγά­λη “ζ, ζ, ζῶ …” , ελεύ­θε­ρη, με το καπε­λά­κι μιας περι­σπω­μέ­νης. Στο φιλί του, ο μοι­ρο­νό­μος ήλιος ξεδί­πλω­νε άλλο χάρτη…

“Έρω­τας είναι ο τρό­πος που μεγα­λώ­νου­με” , η φωνή της Χατζη­δά­κη σε ενθάρ­ρυ­νε. Όχι δεν θα άφη­νες να περά­σει η βρο­χή. Υπάρ­χουν και πόρ­τες και αγκα­λιές που ανοί­γουν διά­πλα­τα όταν βρέ­χει. Με βρεγ­μέ­νες παλά­μες άγγι­ξες απο­φα­σι­στι­κά το ρόπτρο στη βαριά δίφυλ­λη πόρ­τα. Η υδρορ­ροή έστα­ζε στο για­σε­μί. Η βρο­χή είχε δυνα­μώ­σει. Μια αδιά­κο­πη βρο­χή, παρη­γο­ρη­τι­κή, σε είχε απαλ­λά­ξει από ανα­στο­λές και αμηχανία.

“Βρο­χή μου… ”, σε καλω­σό­ρι­σε σαστι­σμέ­νος.  Και να που ένας μύθος, για­τί η βρο­χή έγι­νε ο μύθος σου, έρχε­ται τελι­κά κάθε φορά με την ίδια συνέ­πεια, να σημα­δέ­ψει το πέρα­σμα της ζωής, προσ­δί­δο­ντας την έννοια του ιδε­α­τού, του επί­γειου παρά­δει­σου σε έναν  τόπο,  που θέλει να ταξι­δεύ­ει και να ρεμ­βά­ζει στο χρό­νο, ακτι­νο­βο­λώ­ντας με ιδιαί­τε­ρα μοα­δι­κά στοι­χεία, από την επο­χή της κλασ­σι­κής αρχαιό­τη­τας και τις εμφα­νείς επι­δρά­σεις μετα­γε­νέ­στε­ρα της Ανα­γέν­νη­σης, μέχρι τον σύγ­χρο­νο κόσμο στις μέρες μας.

Κέρ­κυ­ρα, η φωτο­γε­νής κορω­νί­δα του Ιονί­ου με τις βαθιές ρίζες στην αρχαία Ελλά­δα, η ερω­τι­κή πόλη με τα ανθρα­κί καλ­ντε­ρί­μια και τα στε­νά καντού­νια, που μπο­ρεί να υπε­ρη­φα­νεύ­ε­ται για τα μονα­δι­κά της αρχο­ντι­κά και τα Βενε­τσιά­νι­κα κάστρα, αντα­να­κλά την πλού­σια ιστο­ρία της γοη­τεύ­ο­ντας το ίδιο θριαμ­βευ­τι­κά και σήμε­ρα. Τα μνη­μεία, κυρί­ως εκεί­να που συν­δέ­ο­νται με τις παλαιό­τε­ρες ιστο­ρι­κές περιό­δους, σημεία ανα­φο­ράς παγκό­σμιας κλη­ρο­νο­μιάς, απο­τε­λούν αδιά­ψευ­στους μάρ­τυ­ρες της πορεί­ας και της δυνα­μι­κής του Κερ­κυ­ραϊ­κού λαού, υπεν­θυ­μί­ζο­ντας συνε­χώς την εξε­λι­κτι­κή δύνα­μη του ανθρώ­που και τα μεγά­λα του επι­τεύγ­μα­τα. Οι Κερ­κυ­ραί­οι έχουν συναί­σθη­ση της σημα­ντι­κής ιστο­ρι­κής πορεί­ας που έχει δια­νύ­σει το νησί και ισχυ­ρή πεποί­θη­ση και πίστη στις δημιουρ­γι­κές δυνά­μεις του λαού. Η Κέρ­κυ­ρα με την εξέ­χου­σα οικου­με­νι­κή αξία, απο­τε­λεί κεφά­λαιο κοι­νής κλη­ρο­νο­μιάς της ανθρω­πό­τη­τας, παρα­μέ­νο­ντας χωρίς αμφι­βο­λία ένας από τους πιο ερω­τι­κούς και ρομα­ντι­κούς προ­ο­ρι­σμούς με δεσμούς συνο­χής για όλους, αφού απευ­θύ­νει διαρ­κές κάλε­σμα για ειρη­νι­κή συνύ­παρ­ξη και στόχαση.

Βροχή, η θηλυκή αρχή της δημιουργίας.
Κέρκυρα σμίλη της ψυχής. Φως στη βροχή.

Το πιστεύ­εις, η βρο­χή σε οδη­γεί, όχι εκεί που θα συνα­ντή­σεις ανθρώ­πους δύνα­μης, αλλά αντί­θε­τα εκεί που σκο­ντά­φτεις  πάνω στην απλό­τη­τα και τη σοφία, στις στε­νές ρού­γες με τα φιό­ρια και τις πρα­σι­νά­δες. Το θρόι­σμα της ψυχής φτά­νει μυστη­ριω­δώς πρώ­το, πριν απ’ τα βήματα.

Τις περισ­σό­τε­ρες φορές, ένα αερά­κι που τρύ­πω­σε ανά­με­σα στις φυλ­λω­σιές και τις πρω­ι­νές ανταύ­γειες κατα­φέρ­νει να μας αλλά­ζει τη διά­θε­ση ακό­μη και αν είναι με μια μόνο καλη­μέ­ρα. Σε τού­τες τις ρού­γες ζουν οι παλιές ψυχές. Είναι αυτές που σπέρ­νουν λόγια και φυτρώ­νουν τσαν­τσα­μί­νια και θαύ­μα­τα. Σηκώ­νεις τα μάτια ψηλά σ’ ένα στε­νό μπαλ­κο­νά­κι, σ’ ένα παρά­θυ­ρο ή στον εξώ­στη μιας σοφί­τας. Θα νιώ­σεις πως οι σπί­θες στα μάτια των κυρά­δων είναι αιώ­νιες σε τού­τη την πόλη, πως δεν παλιώ­νουν ποτέ.

Η μνή­μη δεν είναι άβα­τη πόλη, δεν έχει φρου­ρούς να σε στα­μα­τή­σουν στην πύλη, δεν έχει ακα­τάλ­λη­λες ώρες και κυρί­ως, δεν παρεμ­βάλ­λο­νται σκο­τει­νοί τοί­χοι. Η σκέ­ψη σε εφο­διά­ζει με κάρ­τα ελευ­θέ­ρας.  Δεν φοβά­σαι πως θα χαθείς και δεν θα ξέρεις να επι­στρέ­ψεις. Δεν σε πιά­νει απελ­πι­σία να βια­στείς. Όχι. Όλα τα καντού­νια σε βγά­ζουν στην αγά­πη και όλα συνε­χί­ζουν να υπάρ­χουν ως δια­φο­ρε­τι­κή όμως εμπει­ρία στην ωρι­μό­τη­τά σου. Έχεις κρα­τή­σει φυσιο­γνω­μί­ες, δια­τη­ρείς τις μορ­φές με μιαν αυθε­ντι­κό­τη­τα, την καλο­σύ­νη την ανα­γνω­ρί­ζεις ακό­μη κι από τον ψίθυ­ρο στο πέρα­σμα του από­σπε­ρου ανέ­μου. Οι ίδιες φωνές επι­στρέ­φουν ύστε­ρα από τόσα χρό­νια μαγι­κά σε αντήχηση.

Μνή­μη πολύ­τι­μη και εκφρα­στι­κή σαν βρο­χή. Διο­νύ­σιος Σολω­μός, Ιάκω­βος Πολυ­λάς, Νικό­λα­ος Χαλι­κιό­που­λος — Μάν­τζα­ρος, Γερά­σι­μος Μαρ­κο­ράς, Ιωάν­νης Καπο­δί­στριας, Άγγε­λος Γιαλ­λι­νάς, Λορέν­τζος Μαβί­λης, Σπύ­ρος Σαμά­ρας, Κων­στα­ντί­νος Θεο­τό­κης και ο κατά­λο­γος δεν τελειώ­νει στην Πολύ­μνια Σκα­ρα­μα­γκά και τον Αλμπέρ­το Κοέν, όχι, συμπλη­ρώ­νε­ται στις μέρες μας. Αση­μέ­νιες στά­λες, λάμ­ψεις καθα­ρές αρχέ­τυ­πων ψυχών σε προ­το­μές και αγάλ­μα­τα, προ­βο­λές σε ακρο­κέ­ρα­μα, μετώ­πες και κιο­νο­στοι­χί­ες, στα ανά­γλυ­φα εμβλή­μα­τα και στους φτε­ρω­τούς λέοντες.

Αφή­νε­σαι σε κάθε στα­γό­να. Η νοσταλ­γία τού περα­σμέ­νου παρού­σα με την ομορ­φιά και τη δια­χρο­νι­κό­τη­τά της. Όλα ανα­μορ­φω­μέ­να στη βρο­χή, επι­ζω­γρα­φι­σμέ­να από το χρό­νο και το Ιόνιο φως σού  μιλούν για το ταξί­δι τους μέχρι σήμε­ρα. Σε τρελ­λαί­νει η βρο­χή, σαν παλιό αγα­πη­μέ­νο παρα­μύ­θι δια­βά­ζε­ται, σε συναρ­πά­ζει καθώς ζωντα­νεύ­ει μέσα σου πάντα δημιουρ­γι­κή η ανα­ζή­τη­ση και η παρόρ­μη­ση. Γι’ αυτό δεν μπό­ρε­σε ν’ αντι­στα­θεί η δική σου ψυχή, κύλη­σε, πρώ­τα στο δάκρυ, μετά σαν κέρ­μα στο πλα­κό­στρω­το της Σπη­λιάς και στη Σπια­νά­δα. Κύλη­σε, κυλά­ει σαν στα­γό­να στα υπό­γεια της ανα­ζή­τη­σης, στα κλει­στά θυρό­φυλ­λα με τα περί­τε­χνα ρόπτρα, στο Παλαιό Φρού­ριο λατρεύ­ο­ντας τη μνή­μη στο παμπά­λαιο νερό, στο Νέο Φρού­ριο δοξά­ζο­ντας το φως, στα Μου­ρά­για εξα­γνί­ζο­ντας την ψίχα της ψυχής στη θάλασ­σα, στα μισο­γκρε­μι­σμέ­να φου­γά­ρα των εργο­στα­σί­ων πλη­σιά­ζο­ντας τη γνώ­ση του πρω­τό­γνω­ρου με την αξία του παλιού, στα φύλ­λα της φοι­νι­κιάς στο Μαντού­κι εκεί που απο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε η επι­θυ­μία ν’ ακο­λου­θή­σεις τον έρω­τα, στη Γαρί­τσα όταν σε  ένα ποτή­ρι λευ­κό κρα­σί με τις στα­γό­νες να χτυ­πούν στο φινι­στρί­νι σού ψιθύ­ρι­σε πρώ­τη φορά “σ’ αγαπώ…”

Βρο­χή, μού­σα και ιέρεια ταυ­τό­χρο­να, με τα σινιά­λα της φαντα­σί­ας, η ευρη­μα­τι­κό­τε­ρη αίσθη­ση της φύσης του Ιονί­ου μέσα από τη βιβλιο­θή­κη του φωτός, εκεί που αρχί­ζει και τελειώ­νει η επι­θυ­μία, εκεί που επι­τρέ­πε­ται να κρα­τή­σεις το μυστι­κό σου για πάντα κι ας ξέρεις πως είναι μια κου­κί­δα ουτο­πί­ας, εκεί που αφή­νε­σαι να οδοι­πο­ρή­σεις στη μαγεία και στη μυθι­στο­ρία των αιώ­νων που  ευτυ­χώς δεν ξεχά­στη­κε, εκεί που ένα χαμό­γε­λο και μια καλη­μέ­ρα σου προ­τεί­νουν το γύρο  του κόσμου σ’ ένα ποτή­ρι κουμ κουάτ όσο η απή­δα­λος ναυς  ανα­γνω­ρί­ζει το θαλάσ­σιο δρό­μο και τον ουρά­νιο προ­ο­ρι­σμό σου.

Τα μάτια, μια στ’ άστρα και μια στην άβυσ­σο κι ύστε­ρα χαμη­λω­μέ­νο το βλέμ­μα γεμά­το πάχνη γέρ­νει στο χώμα. Είμαι καλά, σιγα­νά το λες. Έχεις δια­γρά­ψει τις μέρες που σε στέ­νευαν και τις νύχτες που μετρού­σες ένα — ένα τα δάκρυα στον καθρέφτη.

«Αύριο, αύριο, αύριο… » η φωνή μέσα σου. Ανε­βαί­νεις ξανά όλα τα σκα­λο­πά­τια της ανά­μνη­σης, περ­πα­τάς στα έρη­μα στε­νά, αφου­γκρά­ζε­σαι το χάδι τού ανέ­μου που κάνει τα κλα­διά να λυγί­ζουν στο Μπο­σκέ­το και τη Μαν­δρα­κί­να, μετου­σιώ­νεις κάθε θύμη­ση σε τέχνη, σε μου­σι­κή, σε μιαν αγά­πη φορ­τω­μέ­νη ψιλή βρο­χή. Δια­δρο­μές νοσταλ­γι­κές, θαρ­ρείς και κοπιά­ζει η ψυχή να ξεπε­ρά­σει κάθε φόβο, να τα ζωντα­νέ­ψει όλα, να γνω­ρί­σει την ολο­κλή­ρω­ση σε τόπους της αλή­θειας πριν φτά­σει για πάντα με τον άνα­στρο αέρα στις γει­το­νιές της Νέκυιας.

Η Κέρ­κυ­ρα, είναι πολ­λά περισ­σό­τε­ρα από μια χού­φτα χώμα ελληνικό.

Δοξά­ζει και δοξά­ζε­ται η βρο­χή πάνω στην ίδια τη ζωή, καθώς ξεπερ­νά­ει το εφή­με­ρο κι ανα­πα­ρά­γει όχι απλώς μια στιγ­μή της ζωής και του κόσμου αλλά την ίδια τη ροή τους. Έργα ανθρώ­πων, δείγ­μα­τα μακραί­ω­νης κουλ­τού­ρας, αισθη­τι­κής και παρά­δο­σης βρί­σκο­νται εδώ για μια άμε­ση και ποθη­τή γνω­ρι­μία πολι­τι­σμού, μια σπά­νια συνο­μι­λία με τις μεγά­λες πνευ­μα­τι­κές μορ­φές της Κέρ­κυ­ρας. Ξεχω­ρι­στή η ιστο­ρι­κή και η καλ­λι­τε­χνι­κή τους αξία. Φανε­ρώ­νουν το επί­πε­δο ανά­πτυ­ξης μιας συγκε­κρι­μέ­νης επο­χής τόσο με το κάλ­λος όσο και με την αρτιό­τη­τά τους, έργα που συγκι­νούν δια­χρο­νι­κά. Ποι­η­τές, ζωγρά­φοι, μου­σι­κοί, συν­θέ­τες, γλύ­πτες, ιατρο­φι­λό­σο­φοι, αρχι­τέ­κτο­νες, καλ­λι­τέ­χνες, άνθρω­ποι που με το ταλέ­ντο και την ευαι­σθη­σία τους έκα­ναν την τέχνη ανά­γκη, όχι μόνο για να εκφρά­σουν τη σχέ­ση τους με τον κόσμο αλλά και για να απα­ντή­σουν στα αιώ­νια ερω­τή­μα­τα της ύπαρ­ξης. Εκεί­νοι σημά­δε­ψαν το νησί συνη­γο­ρώ­ντας στο μύθο με άλλη έμφα­ση δύνα­μης, για να κατα­ξιω­θεί μέσα από τις τέχνες και ο έρω­τας, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την Κέρ­κυ­ρα σε τόπο ποθητό.

Η συνά­ντη­ση με τις φιλαρ­μο­νι­κές  περ­νά τα όρια του χρό­νου. Η μου­σι­κή στην Κέρ­κυ­ρα γίνε­ται η μόνη οικου­με­νι­κή γλώσ­σα που δεν θα πάψει να μιλά στις καρ­διές των ανθρώ­πων. Το άκου­σμα κατα­γρά­φε­ται με τρό­πο μονα­δι­κό. Από την πρώ­τη στιγ­μή ο ήχος σε γοη­τεύ­ει, σε κερ­δί­ζει και σίγου­ρα θα απο­τε­λέ­σει όχη­μα σκέ­ψης και ερέ­θι­σμα να κατα­νο­ή­σεις όσο μπο­ρείς περισ­σό­τε­ρο το μυστή­ριο της ζωής και να ζητάς να φτά­νεις στο τέλος τής κάθε αρχής.

Οιστρήλατος πλους Κέρκυρα Ζωή Δικταίου Φωτο Βασίλης Δουκάκης

Φωτο Βασί­λης Δουκάκης

Η ψυχή της Κέρ­κυ­ρας παρά­γει μου­σι­κή με τις βαθύ­τε­ρες χορ­δές της. Δεν υπάρ­χουν λόγια να εκφρά­σουν όλη αυτή την ομορ­φιά και τον εσω­τε­ρι­κό διά­λο­γο. Ανά­με­σα στις καθη­με­ρι­νές ώρες και την αιω­νιό­τη­τα κάποιοι γητεύ­ουν το χρό­νο με χάλ­κι­νες τρο­μπέ­τες  και φλά­ου­τα, με σαξό­φω­να, κλα­ρι­νέ­τα και κόρ­να, με τού­μπες και όμποε. Οι Κερ­κυ­ραί­οι, όσο λίγοι, κατα­φέρ­νουν να γεμί­ζουν και τις ώρες της μονα­ξιάς με νότες. Στο πέρα­σμα του χρό­νου πει­ρα­μα­τί­στη­καν, αφο­μοί­ω­σαν σκο­πούς, έφτια­ξαν δικούς τους, και­νο­τό­μη­σαν. Μια αστεί­ρευ­τη δεξα­με­νή που συνε­χί­ζει να εμπνέ­ει και να εμπνέ­ε­ται. “Με τη μου­σι­κή βελ­τιώ­νε­ται η ποιό­τη­τα της ζωής, μειώ­νο­νται τα επί­πε­δα του άγχους, ανε­βαί­νει η διά­θε­ση, γίνε­σαι καλύ­τε­ρος άνθρω­πος”, ισχυ­ρί­ζο­νται σε όλο το νησί. Όλο το νησί σ’ ένα πεντά­γραμ­μο. Αυτό συμ­βαί­νει και αλλού, αλλά με τόσο πάθος, μόνο στην Κέρ­κυ­ρα. Θαρ­ρείς σε τού­τη την πόλη η μου­σι­κή είναι ένα ολο­ζώ­ντα­νο κοι­νω­νι­κό φαι­νό­με­νο. Εδώ, κάθε τι μπο­ρεί να γίνει όχη­μα και να σε ταξι­δέ­ψει με λίγες νότες, σε άλλες επο­χές, σε άλλες ιστο­ρί­ες, σ’ ένα και­νού­ριο έρω­τα, άθι­κτο, ατσα­λά­κω­το, αθώο, αήττητο.

Ο Δίας, ο θεός που γεν­νή­θη­κε στο δικό σου τόπο ερω­τεύ­τη­κε τη νύμ­φη Κόρ­κυ­ρα και την έφε­ρε στο νησί, έτσι λένε…

Αρχι­κά πίστε­ψες πως τα ίχνη εκεί­νου του έρω­τα απο­τέ­λε­σαν το κάλε­σμα της οικειό­τη­τας και ένιω­σες ευγνω­μο­σύ­νη για τη συγ­γέ­νεια με τον αρχαίο θεό. Σου έδει­χναν το δρό­μο. Σερ­γιά­νι­ζες, πνευ­μα­τι­κά ανή­συ­χη και χωρίς να ξέρεις πώς και για­τί, οι γει­το­νιές έμοια­ζαν γνώ­ρι­μες. Οι παλιές ψυχές θυμού­νται με εικό­νες, ελπί­ζο­ντας πως τα σημά­δια  κρα­τούν πάντα τις λύσεις και τις απα­ντή­σεις στους γρί­φους, φτά­νει να στα­θείς και να αφου­γκρα­στείς τον άνε­μο που περ­νά από το Ποντι­κο­νή­σι, φανε­ρώ­νε­ται στο Λαζα­ρέ­το και τρυ­πώ­νει στις γρί­λιες, ελεύ­θε­ρος, ανερ­μή­νευ­τος, αστάθ­μη­τος, άνε­μος επτα­νή­σιος, πάντα αγα­πη­σιά­ρης, πολέ­μιος της αδι­κί­ας, αυτός που σε θέλει να ξέρεις, να αφε­θείς, να γοη­τευ­τείς,  να ζήσεις τ’ όνει­ρο σαν παραμύθι.

Βρο­χή, η σκέ­ψη έξω στο μελαγ­χο­λι­κό ορί­ζο­ντα φεύ­γει όπου θέλει, από φανέ­στρα σε φανέ­στρα, στρι­φο­γυ­ρί­ζει στις στα­γό­νες που χορεύ­ουν στο σκοι­νί και σ’ εκεί­νη τη μία που ακρο­βα­τεί στο μαντα­λά­κι ερω­τευ­μέ­νη με το μαύ­ρο του φανε­λά­κι κι ύστε­ρα επι­στρέ­φει σε παλιές φωτο­γρα­φί­ες, μπαί­νει κυρί­αρ­χη σε σφι­χτές αγκα­λιές και ξυπνά τις αισθή­σεις όλες όπως τότε, όπως παλιά, ένα ταξί­δι γεμά­το ανα­μνή­σεις και εμπει­ρί­ες, σαν να βλέ­πεις ται­νία και οι αγα­πη­μέ­νες εικό­νες εναλ­λά­σο­νται πολύ γρήγορα.

Βρο­χε­ρές καλη­μέ­ρες εδώ που μαγεύ­ε­σαι στη θέα  του ουρά­νιου τόξου πάνω από το Βίδο. Εγκα­τα­λεί­πε­σαι στην αίσθη­ση πως μετά από κάθε μπό­ρα έρχε­ται η γαλή­νη. Κάποιες φορές το φέρ­νεις στα μέτρα της δικής σου ζωής. Ναι έβρε­χε πολύ, τότε την πρώ­τη φορά, φθι­νό­πω­ρο του χίλια εννια­κό­σια ογδό­ντα ένα. Και στα μάτια σου έβρε­χε, αλλά πόσο ξαφ­νι­κά εκεί­νο το ουρά­νιο τόξο πάνω από το νησά­κι χτέ­νι­σε την αλι­σά­χνη στα βλέ­φα­ρα μ’ ένα φιλί. Μελισ­σό­χορ­το η ανά­σα. Από το σπί­τι του Σολω­μού το είχες προ­σέ­ξει, απέ­να­ντι στο βάθος, στις κου­κου­να­ριές και στις κορ­φές των κυπα­ρισ­σιών ερμή­νευε με χρώ­μα­τα σκέ­ψη και ζωή. Από το μισά­νοι­χτο παρά­θυ­ρο ο αέρας έφερ­νε τη μυρω­διά του πεύ­κου και της βρεγ­μέ­νης γης. Στο πιά­νο οι δια­κυ­μάν­σεις της ψυχής φιλό­δο­ξη πρό­κλη­ση. Κι ύστε­ρα οι ανάσες…

«Αν δεν βρέ­ξει πώς θα ξαστε­ρώ­σει κυρά μου;» είχε πει η Κατίνα.

Έρω­τας, ψιθυ­ρί­ζουν στο Καμπιέ­λο κι όλες τού­τες οι παλιές ξεφτι­σμέ­νες εικό­νες του χτες ξανα­ζω­ντα­νεύ­ουν και υπό­σχο­νται, Αύριο…

«Όταν το γκρί­ζο πατή­σει στην ψυχή σου εδώ να ρθεις, να περ­πα­τή­σεις, να ονει­ρευ­τείς, να βρα­χείς, ν’ αφή­σεις να ξεπλύ­νει η βρο­χή τη σκό­νη από τα φύλ­λα της καρ­διάς, να την ακού­σεις πώς υπό­σχε­ται στο Μεγά­λο Καντού­νι, να παρα­μι­λά­ει στην πλα­τεία Λεμο­νιάς, να χορεύ­ει στο Δημαρ­χείο, να ανοί­γει το ημε­ρο­λό­γιο της αφής στην Ανουν­τσιά­τα, να κλαί­ει με ανα­φι­λη­τά στη Συνα­γω­γή, να ορκί­ζε­ται στο Δημο­τι­κό Θέα­τρο, να συλ­λα­βί­ζει ασπρό­μαυ­ρες καρτ ποστάλ στο Φοί­νι­κα, να δια­μαρ­τύ­ρε­ται στο Σαρό­κο, να χάνε­ται στα Ανά­κτο­ρα και να σε περι­μέ­νει στην Ιόνιο Ακα­δη­μία μέχρι να βγούν οι πρώ­τες ηλια­χτί­δες, αυτές που φωτί­ζουν τον και­νού­ριο έρω­τα» Χαρού­λα μου, έτσι σε καλεί, ακό­μη με τον ίδιο τρό­πο ο καλός σου φίλος Γιάν­νης Βιτουλαδίτης.

Εκεί που δεν το περι­μέ­νεις, ξανα­γε­μί­ζουν οι σιω­πές σου νότες και τις άδειες στιγ­μές, τις κατα­πί­νει ο χρό­νος μόλις βγεις στο Πεντο­φά­να­ρο στην πλα­τεία, αυτή που σε θέλει να ζεις και να ονει­ρεύ­ε­σαι. Ένα χάδι χωρίς ψεγάδι.

Σηκώ­νεις τα μάτια. Σηκώ­νεις πιο ψηλά το νόη­μα της αγά­πης. Η θνη­τή ομορ­φιά γίνε­ται αθά­να­τη, θαρ­ρείς η ζωή και ο έρω­τας αλλη­λο­συ­μπλη­ρώ­νο­νται.  Είναι εκεί, σ’ ένα ψηλό παρά­θυ­ρο. Σε κοι­τά­ζει. Άγρυ­πνη συγ­γνώ­μη… Φορά χαμό­γε­λο και λευ­κό που­κά­μι­σο. Το νιώ­θεις, σε καλεί με το βλέμ­μα. Ξέρεις πως δεν μπο­ρεί να συμ­βαί­νουν όλα μονο­μιάς, όμως φαντά­ζε­σαι τις παλά­μες του απλω­μέ­νες γεμά­τες κοχύ­λια, λάφυ­ρα μιας άλλης νύχτας. Προ­χω­ράς, βήμα­τα αργά, χαρά­ζεις πορεία στην αγά­πη, έχεις απο­φα­σί­σει ν’ ανα­κα­λύ­ψεις την ανε­πι­τή­δευ­τη ομορ­φιά της ζωής εδώ, στην καρ­διά της παλιάς πόλης. Είσαι στο σωστό μέρος. Αφή­νε­σαι σε αυτά που η ψυχή σου ποθεί. Παι­δεύ­τη­κες αλλά έμα­θες επι­τέ­λους ό,τι ο μεγα­λύ­τε­ρος έρω­τας, όπως διδά­σκει ο Πλά­τω­νας στο “Συμπό­σιο” είναι η επι­θυ­μία των καλών πραγ­μά­των, ο έρω­τας για το καλό και για την παντο­τι­νή από­κτη­σή του.

«Ψυχή μου… », έτσι σε φώνα­ξε, «ψυχή μου… », δεύ­τε­ρη φορά και η ψυχή σου, γέμι­σε άσπρα δαντε­λέ­νια φιο­γκά­κια. Τα σκου­ρια­σμέ­να κλει­διά έγι­ναν χρυσά.

Στην Κέρ­κυ­ρα, στρέ­φε­σαι σε αυθε­ντι­κές, αναλ­λοί­ω­τες ρίζες προ­σπα­θώ­ντας να μην χάσεις την ταυ­τό­τη­τα της αγά­πης. Η πραγ­μα­τι­κή σου άνθι­ση άρχι­σε εδώ. Εδώ ανα­πτύσ­σο­ντας σκέ­ψεις και συναι­σθή­μα­τα ανα­κά­λυ­ψες στην ομορ­φιά της απλό­τη­τας τα πρώ­τα ενστι­κτώ­δη σκιρ­τή­μα­τα του αλη­θι­νού έρω­τα. Από εκεί­νη την επο­χή που σού κλη­ρο­δό­τη­σε αυτή τη μυστι­κι­στι­κή διά­θε­ση και αγω­νία, από καρ­διο­χτύ­πι σε καρ­διο­χτύ­πι, ο έρω­τας το ίδιο αινιγ­μα­τι­κός όταν βρέ­χει υπεν­θυ­μί­ζε­ται με μια μόνο ψιχά­λα, ανά­γκη και εσω­τε­ρι­κή δια­δι­κα­σία ωρί­μαν­σης, για­τί το ξέρεις καλά, όταν ερω­τεύ­ε­ται κανείς αλλάζει.

Οιστρήλατος πλους, το μέλλον

Οιστρήλατος πλους Κέρκυρα Ζωή Δικταίου Φωτο Βασίλης Δουκάκης

Όταν ο έρω­τας σε βρί­σκει στην Κέρ­κυ­ρα αφή­νεις πίσω σου το παρελθόν.

Όταν η συναι­σθη­μα­τι­κή έξαρ­ση βρί­σκει στη βρο­χή τον ένα και μονα­δι­κό τρό­πο έκφρα­σης και λύτρω­σης σήκω­σε τα μάτια ψηλά, να δεις τού­τη την πόλη που μέχρι σήμε­ρα εξα­κο­λου­θεί να συγκι­νεί, να κορ­τά­ρει το φως και να έχει ζήτη­ση. Κι όταν η ψυχή κατα­φεύ­γει σε στο­χα­στι­κή περι­δί­νη­ση και προ­σπα­θεί να πιά­σει τον σφυγ­μό της αγά­πης έτσι όπως τον εισέ­πρα­ξε, χαμή­λω­σε τα βλέ­φα­ρα σεμνά και ψιθύ­ρι­σε ένα ευχαριστώ.

Στην Κέρ­κυ­ρα, τα όνει­ρα δεν μένουν μόνο ευσε­βείς πόθοι. Πραγ­μα­το­ποιού­νται, και ναι, καλά κάνεις, αγα­πάς την Κέρ­κυ­ρα τής βρο­χής και τη βρο­χή τής Κέρ­κυ­ρας όταν συλ­λα­βί­ζει την αθω­ό­τη­τα σε κατώ­φλια και ανώ­φλια με τη συνω­μο­τι­κή ανά­σα του ρίσκου.

Αφή­νεις τις γει­το­νιές με την πυκνή δόμη­ση. Το γαιώ­δες της όμπρας στους τοί­χους και οι απα­λές απο­χρώ­σεις του γκρε­νά και του ροζ γυμνά­ζουν ευαι­σθη­σία και παρα­τη­ρη­τι­κό­τη­τα. Αγα­πάς, αγα­πιέ­σαι… Εξο­μο­λο­γεί­σαι σε μια ψιχά­λα. Σε κάθε περί­πα­το, κάθε φορά κάτι νέο ανα­κα­λύ­πτεις. Η ζωή εδώ δεν φοριέ­ται με ξένο ρούχο.

Ρωτάς;
Ό,τι κι αν ρωτή­σεις, έρω­τας είναι η απάντηση.

Ονει­ρεύ­ε­σαι, ρεμ­βά­ζεις, ρομαν­τζά­ρεις, εσύ και οι στά­λες της βρο­χής. Τα αστι­κά λεω­φο­ρεία στις στά­σεις. Ανερ­μή­νευ­το πλα­νά­ται ένα μυστή­ριο γύρω σου. Βρέ­χει… Μια κομ­ψή κυρία με κλασ­σι­κό ταγιέρ και ομπρέ­λα περι­μέ­νει ταξί.   Τα παι­διά χωρίς δισταγ­μούς πλα­τσου­ρί­ζουν στους βρεγ­μέ­νους δρό­μους ανέ­με­λα. Έχει κόσμο στις μικρο­σκο­πι­κές πλα­τεί­ες. Ποντά­ρεις πολ­λά σ’ αυτή την επο­χή. Καλ­λιερ­γείς συστη­μα­τι­κά τη γνω­ρι­μία με την Κέρ­κυ­ρα και την παλιά πόλη. Τυλί­γε­σαι στη μπεζ καπαρτ­νί­να. Κοι­τά­ζεις τις μου­σκε­μέ­νες σου μπό­τες και τα φύλ­λα που σε κάθε φύση­μα πέφτουν στα πόδια σου. Ορί­ζεις πια τον εαυ­τό σου. Στο άγγιγ­μά του βεβαιώ­νεις την αμοι­βαιό­τη­τα. Αίσθη­ση στορ­γής στις άκριες των δαχτύλων.

Κέρκυρα, βάρδια στην αιωνιότητα.

Φεύ­γουν τα πλοία, αδειά­ζει το λιμά­νι. Φεύ­γει και η θλί­ψη μακριά. Εσύ θα μεί­νεις εδώ, εδώ είναι το σπί­τι σου.  Σημεία και πρό­σω­πα, όλα εδώ σε μια ευπρόσ­δε­κτη νοσταλ­γία.  Στα­μα­τάς, μια ανά­σα, το κλίκ του φακού, απα­θα­να­τί­ζεις κάποιες στιγ­μές τόσο μα τόσο ερα­σι­τε­χνι­κά… Γελά­ει καλό­καρ­δα ο Βασί­λης Δου­κά­κης, συντο­νί­ζε­ται με τη φωνή της δικής σου καρ­διάς και σε σημα­δεύ­ει με το φακό του. Παθια­σμέ­νος με την τέχνη της φωτο­γρα­φί­ας κινεί­ται μετα­ξύ ονεί­ρου και πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η νεα­νι­κή διά­θε­ση, ο ενθου­σιαμ­σός, η αυθε­ντι­κό­τη­τα, ο λυρι­σμός, ο ρομα­ντι­σμός είναι στοι­χεία τα οποία περιέ­χο­νται στη ματιά του. Έχει συγκε­ντρώ­σει σε πλού­σιο προ­σω­πι­κό αρχείο ένα αξιό­λο­γο από κάθε άπο­ψη υλι­κό, με απο­τυ­πώ­σεις πότε έγχρω­μες και πότε ασπρό­μαυ­ρες αλλά πάντα με την ίδια συνέ­πεια και ευαι­σθη­σία στη φωτο­γρα­φι­κή γρα­φή. Στο έργο του, η Κέρ­κυ­ρα είναι πάντα το εναρ­κτή­ριο ερέ­θι­σμα, ενώ η μνή­μη, η περιέρ­γεια, ο στο­χα­σμός και η χαρά της εξε­ρεύ­νη­σης απο­τε­λούν ισχυ­ρές κινη­τή­ριες δυνά­μεις.  Με τις φωτο­γρα­φί­ες του είναι σαν να ξανα­γυ­ρί­ζει πίσω τη ροή τής ζωής και το κάνει πραγ­μα­τι­κά μαγι­κά. Δεν χρειά­ζε­ται παρά να ξεφυλ­λί­σεις ένα δικό του λεύ­κω­μα για να βιώ­σεις εκ νέου το ωραίο και τα συναι­σθή­μα­τα που σού κλη­ρο­δό­τη­σε το παρελ­θόν. Στην τέχνη του, σού δίνε­ται η ευκαι­ρία και η δυνα­τό­τη­τα μιας νέας ανά­γνω­σης με κυρί­αρ­χο το ρήμα αισθά­νο­μαι και αυτό για­τί ο Βασί­λης ξέρει τι κάνει, γνω­ρί­ζει ό,τι η φωτο­γρα­φία είναι μια ιδιαί­τε­ρη γλώσ­σα επι­κοι­νω­νί­ας της σκέ­ψης και των αισθή­σε­ων.  Μια σύντο­μη αλλά εγκάρ­δια χει­ρα­ψία κι ύστε­ρα ανοί­γεις το βήμα και προ­σπερ­νάς τις κομ­ψές τοξο­στοι­χί­ες στο Λιστόν. Τα μαρ­μά­ρι­να τρα­πε­ζά­κια πιο λευ­κά αντα­να­κλούν το φώς που πέφτει από τα παρά­θυ­ρα. Από την Ανα­γνω­στι­κή Εται­ρία, ως την Κόντρα Φόσα  με τις παρά­γκες των ψαρά­δων και από το Περι­στύ­λιο του Maitland,  ως τον Ανε­μό­μυ­λο, θα γυρέ­ψεις δεύ­τε­ρη ανά­γνω­ση ανά­με­σα σε κιτρι­νι­σμέ­να φύλ­λα και φύκια.

Μαζεύ­εις τα σύνερ­γα της επι­θυ­μί­ας και τα πανιά του πελα­γί­σιου ανέ­μου. Δεν έχει χρώ­μα, ούτε ηλι­κία η ευγέ­νεια. Μια χαρα­κιά παλιάς ηδο­νής στα χεί­λη. Τα περι­στέ­ρια συντο­μεύ­ουν το πέταγ­μά τους. Βρο­χή, μιμεί­ται κάπο­τε την καλή μάγισ­σα αυτή που μπο­ρεί να ξεπλύ­νει σκό­νη και αμαρ­τία. Τα χέρια ελεύ­θε­ρα τώρα αντι­γρά­φουν φερ­σί­μα­τα που­λιών. Ένα ποδή­λα­το, μια άμα­ξα, η άδεια προ­κυ­μαία, η γαζία στην ερει­πω­μέ­νη αυλή, οι κήποι με τις τρια­ντα­φυλ­λιές, ο αδέ­σπο­τος έρω­τας με τρα­γιά­σκα στη βιτρί­να. Οι ήχοι σε ενθαρ­ρύ­νουν. Ισό­τι­μος ο διά­λο­γος στη βρο­χή, ανά­με­σα στην ψυχή και την επιθυμία.

Στο έβγα της παρα­λια­κής θα συνε­χί­σεις τον περί­πα­το με αλη­θι­νές φιλε­νά­δες. Ελισ­σά­βετ Γιαν­νού­λη, Σπυ­ρι­δού­λα Μικά­λεφ, Μαρία Μάν­δυ­λα, Ελπι­νί­κη Τζιο­βά­νι, Κατί­να Βλά­χου. Η φιλία είναι τέχνη, είναι και αγά­πη και σεβα­σμός και προ­σω­πι­κή καλ­λιέρ­γεια. Πιστεύ­εις στη δυνα­μι­κή της ψυχής που σας ενώ­νει. Κάποιες ψυχές έχουν μια φυσι­κή συνά­φεια. Η ζωή που ονει­ρευ­τή­κα­τε σας μοιά­ζει και της μοιά­ζε­τε. Ανά­με­σα στο “εμείς μπο­ρού­με να χτί­σου­με τα ωραία” και το “εμείς και να τα σκορ­πί­σου­με σε ερεί­πια”, επι­λέ­γε­τε το πρώ­το. Και οι στιγ­μές και οι κου­βέ­ντες θαρ­ρείς κρα­τούν περισ­σό­τε­ρο με ένα φλυ­τζά­νι καφέ, στη βροχή…

Οιστρήλατος πλους Κέρκυρα Ζωή Δικταίου Φωτο Βασίλης ΔουκάκηςΑγα­πάς τη βρο­χή και την Κέρκυρα,
σου επι­τρέ­πουν το ταξίδι.

Όταν πέφτει η βροχή,
ξυπνούν τα πετρω­μέ­να όνειρα
και φέγ­γει η πόλη, όπως τότε.

Όταν πέφτει η βροχή,
κεντούν οι στά­λες σκιές στα πλακόστρωτα
και στο μαντί­λι της μνήμης
παλιές στιγ­μές στην αγο­ρά του τίποτα.

Όταν πέφτει η βροχή,
με μια υπο­ψία ευτυ­χί­ας κλεί­νεις τα μάτια
ώρα που σβή­νουν τα κόκ­κι­να ρόδα στον ορίζοντα.

Όταν πέφτει η βροχή,
στα ξεχα­σμέ­να δώμα­τα της όστριας
ο αρχαί­ος ψίθυ­ρος γίνε­ται τρα­γού­δι της αγάπης.
Με τη νοσταλ­γία και την αλμύ­ρα στα χέρια
φτά­νεις και χάνεσαι
στον ίδιο δρό­μο, αθό­ρυ­βα βημα­τί­ζει το χτες
ψιχά­λι­σμα ακρι­βό στο βλέμμα.

Ένα κρυμ­μέ­νο φεγγάρι
παρα­μο­νεύ­ει τη μονα­ξιά στη σιωπή,
στο σεντού­κι το χρυ­σό δαχτυλίδι.

Όταν πέφτει η βροχή,
δια­μαρ­τύ­ρη­ση στην απου­σία σου
και στην ατε­λή πίστη μου ήχοι,
κώδι­κες μυστικοί
φωνές απ’ το βαθύ του χρόνου.
Όταν πέφτει η βρο­χή, να σ’ αγκα­λιά… ζῶ
και να επα­να­λαμ­βά­νε­ται μέσα μου,
η τελευ­ταία συλ­λα­βή ανεξάρτητη,
τόσο μικρή, μα και τόσο απέ­ρα­ντα μεγά­λη, ζ, ζῶ …
ζῶ ελεύ­θε­ρη, με το καπε­λά­κι μιας περισπωμένης.

Με αυτό το κάτι από τη μαγεί­ας τής Κέρ­κυ­ρας ξημε­ρώ­νει, βρα­διά­ζει, νυχτώνει.

Λένε πως η καλη­μέ­ρα είναι ταξί­δι και η καλη­νύ­χτα, ευκαι­ρία για σιωπή.

Καλη­νύ­χτα λοιπόν…

Αύριο, εν ονό­μα­τι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρ­κυ­ρα, Νοέμ­βρης του 2020
Από το υπό έκδο­ση βιβλίο “Κέρ­κυ­ρα, σμί­λη της ψυχής”


Ευχα­ρι­στού­με τον Βασί­λη Δου­κά­κη για τη διά­θε­ση των φωτογραφιών.


Χαρούλα Βερίγου Ζωή Δικταίου Bio Βιογ

Χαρούλα Βερίγου [Ζωή Δικταίου]

🔹  Γεν­νή­θη­κα στον Άγιο Νικό­λαο της Κρή­της το 1962 και μεγά­λω­σα στο Τζερ­μιά­δων του Ορο­πε­δί­ου Λασι­θί­ου. Εκεί έμα­θα τα πρώ­τα μου γράμ­μα­τα. Δεν έγι­να δασκά­λα όπως ονει­ρευό­μουν. Η ζωή με έφε­ρε στην Κέρ­κυ­ρα, όπου για τριά­ντα τρία χρό­νια εργά­στη­κα ως Διοι­κη­τι­κός Υπάλ­λη­λος στη Σχο­λή Του­ρι­στι­κής Εκπαίδευσης.

🔹  Με γοη­τεύ­ουν τα για­σε­μιά, τα φεγ­γά­ρια, τα βλέμ­μα­τα, τα δακρυ­σμέ­να μάτια, τα κιτρι­νι­σμέ­να χαρ­τά­κια της θύμη­σης, οι ξεχα­σμέ­νοι δρό­μοι, τα βου­νά, τα ξέφτια από τις δαντέ­λες το παλιού και­ρού. Όπως ανα­πνέω, μιλάω, ονει­ρεύ­ο­μαι, συμφιλιώνομαι

με τη ζωή και τον θάνα­το, έτσι και γρά­φω. Ακου­μπώ στο παρελ­θόν κι όμως η λέξη που με ορί­ζει είναι το «Αύριο». Πιστεύω στην αγάπη.

🔹  Αγα­πώ τον πεζό λόγο κι ας επι­στρέ­φω πάντο­τε στην ποί­η­ση. Ως «Χαρού­λα Βερί­γου» γοη­τεύ­ο­μαι από τη μνή­μη της Όστριας και την περη­φά­νια της Κρή­της. Ως «Ζωή Δικταί­ου» επι­στρέ­φω την ευγνω­μο­σύ­νη μου στο Ιόνιο φως και στη βροχή.

Στί­χοι μου έχουν μελο­ποι­η­θεί από τον Νίκο Ανδρου­λά­κη, τον Γιώρ­γη Κοντο­γιάν­νη, τον Ανδρέα Ζιά­κα, τον Γιάν­νη Νικο­λά­ου, τον Αλέ­ξαν­δρο Χατζη­νι­κο­λι­δά­κη και τον Θοδω­ρή Καστρινό.

Εργο­γρα­φία

  • Εκδό­σεις Φίλ­ντι­σι – Αθήνα
  • Αύριο, αφή αλμύ­ρας οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή- Νοέμ­βριος 2020,
  • Αθι­βο­λή γαρύ­φαλ­λο και θύμη­ση κανέλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Νοέμ­βριος 2019
  • Αύριο στά­χυα οι λέξεις, Ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή – Σεπτέμ­βριος 2018
  • Οι άλλες ν’ απλώ­νουν ρού­χα κι εσύ τρια­ντά­φυλ­λα, Διη­γή­μα­τα – Φεβρουά­ριος 2018
  • Μια κούρ­σα για τη Χαρι­γέ­νεια, Μυθι­στό­ρη­μα – Μάιος 2017
  • Αύριο, νυχτώ­νει φθι­νό­πω­ρο, Μυθι­στό­ρη­μα – Ιού­νιος 2015
  • Εκδό­σεις: Έψι­λον, 1996, Αθήνα
    Ιστο­ρί­ες για φεγ­γά­ρια, Παι­δι­κή Λογοτεχνία,

Συμ­με­το­χές σε συλ­λο­γι­κά έργα

facebook logo click

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο