Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι άγιες νύχτες που δεν υπάρχουν στον πόλεμο … μέσα από 2+1 “χριστουγεννιάτικες” ταινίες

Η γνω­στή τοις πάσι Joyeux Noël (2005), με: Ντάιαν Κρού­γκερ (απα­στρά­πτου­σα και μέγας κρά­χτης), Μπέ­νο Φούρ­μαν, Γκο­γιόμ Κανέ, Ντά­νιελ Μπρουλ, Γκά­ρι Λού­ις, Ντά­νι Μπουν κά. έσπα­σε τα ταμεία.

Μοιά­ζο­ντας  –δήθεν “σοβα­ρή”, που κατα­σκευα­στι­κά δεν έχει πολ­λά πράγ­μα­τα να ζηλέ­ψει από άλλες παρό­μοιες ται­νί­ες _αμερικανιές, είναι πλού­σια και εντυ­πω­σια­κή, σχε­δόν χορ­ταί­νεις κινη­μα­το­γρά­φο! κλπ., όμως μπά­ζει ιδε­ο­λο­γι­κά από παντού

Και όχι μόνον μπά­ζει, αλλά, συνει­δη­τά ή ασυ­νεί­δη­τα — συνει­δη­τά κατά τη γνώ­μη μου — προ­σπα­θεί να περά­σει την κυρί­αρ­χη ιδε­ο­λο­γία της Ευρω­παϊ­κής Ένω­σης εκεί­νων των και­ρών. Να μας πεί­σει, και αυτή, πως ενιαί­ος είναι ο πολι­τι­σμός της Ευρώ­πης, ενιαία η θρη­σκεία της, ενιαί­ος και ο χώρος της. Εκεί­νο που μας χωρί­ζει είναι η στε­νο­κε­φα­λιά μας και το ζαβό το ριζι­κό μας!

Οι ισχυ­ρι­σμοί της ται­νί­ας, αν απευ­θύ­νο­νται στο τότε Διευ­θυ­ντή­ριο της ΕΕ, έχουν βάση! Παρό­μοιες φωνές ακού­στη­καν και κατά τον Α’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο, περί­ο­δο, στη διάρ­κεια της οποί­ας ανα­φέ­ρε­ται η ται­νία. Και τότε κάποιοι προ­σπα­θού­σαν να πεί­σουν τους αντι­μα­χό­με­νους Ευρω­παί­ους, το τότε Διευ­θυ­ντή­ριο δηλα­δή, να στα­μα­τή­σουν τον πόλε­μο, για­τί, τελι­κά, θα κατα­στρα­φούν. Οι αντι­πα­λό­τη­τά τους θα τους απο­δυ­να­μώ­σει… Και ιστο­ρι­κά, είχαν δίκαιο. Όλες οι αποι­κιο­κρα­τι­κές δυνά­μεις της επο­χής, Γερ­μα­νία, Γαλ­λία, Μεγά­λη Βρε­τα­νία, Ρωσία, που ενε­πλά­κη­σαν στον πόλε­μο, βγή­καν απο­δυ­να­μω­μέ­νες απ’ αυτόν!

Η προ­τρο­πή του Κρι­στιάν Καριόν, είναι αέρας κοπα­νι­στός, για­τί δε λαβαί­νει υπό­ψη της τον ενδο­κα­πι­τα­λι­στι­κό αντα­γω­νι­σμό, την επι­θυ­μία της μιας χώρας να κυριαρ­χή­σει πάνω στην άλλη, δε λαβαί­νει υπό­ψη της την ίδια τη φύση του καπιταλισμού.

Η ται­νία βασί­ζε­ται στο πραγ­μα­τι­κό ιστο­ρι­κό γεγο­νός, που ανα­φέ­ρει και η ανάρ­τη­ση των συντρό­φων: σε κάποια φάση του Α’ Παγκό­σμιου Πολέ­μου, σε κάποιο σημείο του μετώ­που, οι τρεις στρα­τοί που πολε­μούν μετα­ξύ τους, οι Γερ­μα­νοί από τη μια μεριά και οι Γάλ­λοι και οι Βρε­τα­νοί από την άλλη, απο­φα­σί­ζουν να στα­μα­τή­σουν για μια στιγ­μή τον πόλε­μο, για να γιορ­τά­σουν ήσυ­χα, ο καθέ­νας στο χαρά­κω­μά του βέβαια, τα Χριστούγεννα.

Αφορ­μή γι’ αυτό το ασυ­νή­θι­στο και παρά­ξε­νο συμ­βάν, έδω­σε μια άρια που ακού­στη­κε μέσα στην ησυ­χία της νύχτας από τα χαρα­κώ­μα­τα των Γερ­μα­νών. Ένας τενό­ρος έψα­λε το «άγια νύχτα»! Ο Κάι­ζερ Γου­λιέλ­μος ο Β’ χρη­σι­μο­ποί­η­σε το θρη­σκευ­τι­κό συναί­σθη­μα, για να εμψυ­χώ­νει τους φαντά­ρους του. Τα Χρι­στού­γεν­να του 1914, και αυτό είναι ιστο­ρι­κό γεγο­νός, έστει­λε χιλιά­δες χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα δέντρα στο μέτω­πο, για να μη λεί­ψει το θρη­σκευ­τι­κό ντε­κόρ από τους ξεπα­για­σμέ­νους στρα­τιώ­τες! Έστει­λε, βέβαια και καλ­λι­τέ­χνες. (Ποιος δε θυμά­ται τον Μποπ Χοπ, στο Βιετνάμ).

Τενό­ρος, λοι­πόν! Σου­ρε­α­λι­στι­κή εικό­να! Τενό­ρος να εμψυ­χώ­νει! Αλλιώς, όμως, διά­βα­σε την ιστο­ρία ο Κρι­στιάν Καριόν! Η τέχνη, και η θρη­σκεία, λέει ο σκη­νο­θέ­της, νίκη­σε την αγριό­τη­τα του πολέ­μου. Αυτό κατά­λα­βε αυτός! Με το άκου­σμα της άριας οι τρεις αρχη­γοί, κάτω από την πίε­ση των στρα­τιω­τών, σύμ­φω­να με το Γάλ­λο δημιουρ­γό, βγαί­νουν από τα χαρα­κώ­μα­τα και συμ­φω­νούν σε ανα­κω­χή, για τη γιορ­τή των Χρι­στου­γέν­νων. Η θρη­σκεία ενώνει!

Όταν περά­σει, όμως, η «άγια νύχτα», οι φαντά­ροι δεν επι­θυ­μούν να συνε­χί­σουν τον πόλε­μο. Οι φαντά­ροι, βέβαια, όχι τα –τότε και μετέ­πει­τα Διευ­θυ­ντή­ρια! Για τους φαντά­ρους όλες οι νύχτες είναι άγιες και δεν έχουν ανά­γκη τη γέν­νη­ση του Χρι­στού για να τους θυμί­σει το «επί γης ειρή­νη»! Δε θέλουν να συνε­χί­σουν! Θέλουν να γυρί­σουν πίσω, στις γυναί­κες τους, στα παι­διά τους, στις ερω­μέ­νες τους, στις δου­λειές τους.

Δημιουρ­γεί­ται, λοι­πόν, πανι­κός. Και τα τρία αρχη­γεία, κρα­τά­νε το γεγο­νός μυστι­κό. Υπο­βαθ­μί­ζουν τη στά­ση! Δε θέλουν να υπάρ­ξουν και άλλες τέτοιες περι­πτώ­σεις. Ενερ­γούν τάχι­στα. Παίρ­νουν από το συγκε­κρι­μέ­νο χαρά­κω­μα τους φαντά­ρους, όλους τους φαντά­ρους, όλων των στρα­τών, και τους στέλ­νουν σε άλλα μέτω­πα. Ο πόλε­μος πρέ­πει, πάση θυσία, να συνε­χι­στεί. Τα συμ­φέ­ρο­ντα δεν είναι συναι­σθή­μα­τα. Είναι αριθμοί…

Είναι κρί­μα που ένα τόσο σημα­ντι­κό θέμα, μια τόσο σημα­ντι­κή στιγ­μή κατά τη διάρ­κεια ενός πολέ­μου, δε στά­θη­κε η αφορ­μή για το δημιουρ­γό, να φτιά­ξει ένα βαθύ αντι­πο­λε­μι­κό έργο. Λέω βαθύ, για­τί επι­φα­νεια­κά είναι αντι­πο­λε­μι­κή η ται­νία! Όμως, επει­δή έχει σαθρά επι­χει­ρή­μα­τα, δεν είναι αξιό­πι­στη. Ξεπέ­φτει στο μελό και στη θεο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη για την ειρή­νη. Μια αντί­λη­ψη, η οποία, αφή­νει αυτή την υπό­θε­ση στη θέλη­ση του «θεού» και όχι στην επι­θυ­μία, και την ανά­γκη, του ανθρώ­που να μην πολε­μά­ει το συνάν­θρω­πό του. Του ανθρώ­που, που αυτός σκο­τώ­νε­ται, τελικά.

Η ται­νία είναι από τις ακρι­βό­τε­ρες ευρω­παϊ­κές παρα­γω­γές. Τα χρή­μα­τα που ξόδε­ψε έπια­σαν τόπο. Στην ανα­πα­ρά­στα­ση της επο­χής, στα ντε­κόρ — χαρα­κώ­μα­τα του μετώ­που, στις μάχες, στην επι­λο­γή των ηθο­ποιών και συντε­λε­στών (Γαλ­λία, Γερ­μα­νία, Ηνω­μέ­νο Βασί­λειο, Βέλ­γιο, Ρου­μα­νία, Νορ­βη­γία, Η.Π.Α., Ιαπω­νία), δεν έχεις πολ­λά να παρα­τη­ρή­σεις. Το ίδιο και για τη φωτο­γρα­φία, τη μου­σι­κή, το μοντάζ, τα εκρη­κτι­κά και τα άλλα «εφέ». Όλα τα παρα­πά­νω είναι και στις λεπτο­μέ­ρειές τους πολύ προ­σεγ­μέ­να. Οι αντιρ­ρή­σεις που υπάρ­χουν, και υπάρ­χουν πολ­λές, βρί­σκο­νται στο ιδε­ο­λο­γι­κό περιε­χό­με­νο της ται­νί­ας. Στην επι­μο­νή του σκη­νο­θέ­τη να θεω­ρεί τον πόλε­μο σαν απο­κο­τιά και όχι σαν συνει­δη­τή πρά­ξη επι­βο­λής και κυριαρχίας.

Αυτή η ανι­στό­ρη­τη επι­μο­νή μικραί­νει το καλ­λι­τε­χνι­κό έργο. Η θρη­σκεία είναι ταξι­κή. Και χρη­σι­μο­ποιεί­ται σαν τέτοια. Και η γέν­νη­ση του Χρι­στού, επί­σης. Ο σκη­νο­θέ­της της ται­νί­ας δεί­χνει να μη γνω­ρί­ζει ή κάνει πως δε γνω­ρί­ζει αυτή την αλή­θεια. Και δεί­χνει την Εκκλη­σία πάσχου­σα. Όμως, η Εκκλη­σία έλα­βε ενερ­γό μέρος σε όλους αυτούς τους πολέ­μους και τους ευλό­γη­σε! Παλιό­τε­ρα, βέβαια, έκα­νε η ίδια πολέμους…

Αυτό που είχε κατα­λά­βει καλά ο Κάι­ζερ Γου­λιέλ­μος ο Β’, δε δεί­χνει να το κατά­λα­βε ή κάνει πως δεν το κατά­λα­βε, ο Κρι­στιάν Καριόν. Είναι κρί­μα για­τί, προ­σποιού­με­νος τον αθώο, αδι­κεί και τον εαυ­τό του και το καλ­λι­τε­χνι­κό έργο του.

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Στον αντί­πο­δα η ται­νία του ανα­τρε­πτι­κού κομου­νι­στή Francesco RosiUomini contro” με Mark Frechette, Alain Cuny & Gian Maria Volontè

Η ται­νία (1970) βασι­σμέ­νη στο μυθι­στό­ρη­μα του Emilio Lussu Un anno sull’Altipiano (ένα χρό­νος στο ύψω­μα), δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στον Πρώ­το Παγκό­σμιο Πόλε­μο, με ειρη­νι­κό –αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό (ενά­ντια στην εξου­σία των αστών) απο­τύ­πω­μα, ανα­δει­κνύ­ο­ντας την τρέ­λα του πολέ­μου και περι­γρά­φο­ντας αλύ­πη­τα το απρο­ε­τοί­μα­στο και την αλα­ζο­νεία των Ιτα­λών στρα­τιω­τι­κών διοικητών.

Ο σκη­νο­θέ­της κυνη­γή­θη­κε αλύ­πη­τα από το κρά­τος για «για περι­φρό­νη­ση του στρα­τού», αλλά αθω­ώ­θη­κε στην προ­κα­ταρ­κτι­κή έρευ­να. Η ται­νία μποϊ­κο­τά­ρε­ται, απα­γο­ρεύ­ε­ται η προ­βο­λή της με τη δικαιο­λο­γία ότι έφτα­ναν απει­λη­τι­κά τηλε­φω­νή­μα­τα. «Είχα την “τιμή” –σημειώ­νει ο Rosi, να γίνει το θέμα των συγκε­ντρώ­σε­ων, του –σσ. φασί­στα επι­κε­φα­λής των μυστι­κών υπη­ρε­σιών SIFAR, στρα­τη­γού Ντε Λορέν­τζο, που ανα­πα­ρά­γο­νταν άφθο­να μέσω της ιτα­λι­κής τηλε­ό­ρα­σης, ο οποί­ος εκεί­νη την επο­χή σίγου­ρα δεν είχε κανέ­ναν ενδοια­σμό να “δια­φη­μί­σει” μια ται­νία με αυτόν τον τρόπο”.

Τοπο­θε­τη­μέ­νο στο ορο­πέ­διο του Asiago κατά τη διάρ­κεια του Πρώ­του Παγκο­σμί­ου Πολέ­μου, γύρω στο 1916, η ται­νία εστιά­ζει ιδιαί­τε­ρα στο Monte Fior, το οποίο, αρχι­κά σε ιτα­λι­κά χέρια, εγκα­τα­λεί­πε­ται και αφή­νε­ται στα χέρια του αυστρια­κού στρα­τού, γεγο­νός που το καθι­στά ένα απόρ­θη­το φρού­ριο. Εντο­πί­ζει τις αντι­ξο­ό­τη­τες στην ανα­κα­τά­λη­ψη του βου­νού, με υπεύ­θυ­νο τον νεα­ρός υπο­λο­χα­γός Sassu, πρώ­ην παρεμ­βα­τι­κός φοι­τη­τή που μετα­τέ­θη­κε από το Trentino, ανα­φέ­ρο­ντας απευ­θεί­ας στον υπο­λο­χα­γό Ottolenghi, έναν απο­γοη­τευ­μέ­νο βετε­ρά­νο του πολέ­μου με ιδέ­ες σοσια­λι­στές, με βάση τις οποί­ες τις οποί­ες πολ­λές φορές θα αντι­τα­χθεί στις άχρη­στες ή αναί­τια τιμω­ρη­τι­κές εντο­λές των ανω­τέ­ρων του, μέχρι να βρει τον θάνα­τό του κατά την πολ­λο­στή, μάταιη επί­θε­ση για την ανα­κα­τά­λη­ψη του Μόντε Φιόρ.

Ο Sassu, κατά τους μήνες της παρα­μο­νής του στο μέτω­πο, είδε την ανε­τοι­μό­τη­τα της Διοί­κη­σης, την ανε­πάρ­κεια του οπλι­σμού, τις από­πει­ρες εξέ­γερ­σης των στρα­τιω­τών που, κου­ρα­σμέ­νοι και εξου­θε­νω­μέ­νοι από την παρά­τα­ση των μαχών, ζητού­σαν ανά­παυ­ση και αλλα­γή, με απο­δε­κα­τι­σμούς, εικα­σί­ες για την παρα­γω­γή εξο­πλι­σμού και το συνε­χές δρά­μα στον πόλε­μο χαρα­κω­μά­των, μέχρι να επα­να­στα­τή­σει ενά­ντια στην τρέ­λα του Ταγ­μα­τάρ­χη Malchiodi, ο οποί­ος απει­λεί να πυρο­βο­λεί έναν στρα­τιώ­τη ανά δέκα, θεω­ρώ­ντας εξέ­γερ­ση την άτα­κτη φυγή ανδρών που επι­διώ­κουν να φυλα­χτούν από τις φίλιες βολές του ιτα­λι­κού πυροβολικού.

Μέχρι που, ο ταγ­μα­τάρ­χης σκο­τώ­νε­ται από τους στρα­τιώ­τες, που ενθαρ­ρύν­θη­καν από την άρνη­ση του Sassu να εκτε­λέ­σει τη δια­τα­γή, όχι πριν ζητή­σει χάρη για τους στρα­τιώ­τες του «που έχουν ήδη απο­δε­κα­τι­στεί στις μάχες». Η απαν­θρω­πιά της σύγκρου­σης υπο­γραμ­μί­ζε­ται από τις γελοί­ες εντο­λές του στρα­τη­γού, μετα­ξύ των οποί­ων η απο­στο­λή μερι­κών στρα­τιω­τών να δημιουρ­γή­σουν κενά στα εχθρι­κά συρ­μα­το­πλέγ­μα­τα, “προ­στα­τευ­μέ­νοι” από μια πολύ βαριά και ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κή σιδε­ρέ­νια πανο­πλία –καρι­κα­τού­ρα, που θερί­στη­καν αμέ­σως από πολυ­βό­λα των αυστριακών.

Λόγω των ανυ­πέρ­βλη­των εμπο­δί­ων, η ται­νία γυρί­στη­κε στη Γιου­γκο­σλα­βία, στο Centralni Filmski Studio Kosutnjak στο Βελιγράδι.

Δεν μπο­ρεί να μην παρα­τη­ρή­σει κανείς, λόγω των επι­χει­ρη­μά­των, των σκη­νι­κών και των θεμά­των, ομοιό­τη­τες ανά­με­σα στην ται­νία του Ρόζι και στο Paths of Glory — Σταυ­ροί στο μέτω­πο του Stanley Kubrick, που είχε προ­βλή­μα­τα στη Γαλ­λία και  προ­βλή­θη­κε μόνο στα μέσα της δεκα­ε­τί­ας του 1970.

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο