Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι άνθρωποι που έβλεπαν τρένα να περνούν…

Γρά­φει ο Αστέ­ρης Αλα­μπής _Μίδας

Γνω­στό το (τυπι­κό) “Οποια­δή­πο­τε ομοιό­τη­τα με πρό­σω­πα και κατα­στά­σεις είναι συμ­πτω­μα­τι­κή” _ “Το παρόν απο­τε­λεί προ­ϊ­όν μυθο­πλα­σί­ας. Τα πρό­σω­πα, τα ονό­μα­τα και οι κατα­στά­σεις είναι φαντα­στι­κά και οποια­δή­πο­τε ομοιό­τη­τα είναι συμ­πτω­μα­τι­κή και δεν αντα­πο­κρί­νε­ται στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα”… “Ceci est une œuvre de fiction. Les noms, les personnages, les lieux et les incidents sont soit des produits de l’imagination de l’auteur, soit utilisés de manière fictive. Toute ressemblance avec des événements, des lieux ou des personnes réels, vivants ou morts, est entièrement fortuite … “This is a work of fiction. Names, characters, places and incidents either are products of the author’s imagination or are used fictitiously. Any resemblance to actual events or locales or persons, living or dead, is entirely coincidental”… κλπ

Άγνω­στο στους πολ­λούς πως στο Ζήτα ανα­φέ­ρε­ται εισα­γω­γι­κά την ώρα που παί­ζουν οι τίτλοι … “ΔΕΝ είναι προ­ϊ­όν μυθο­πλα­σί­ας _πρόσωπα, ονό­μα­τα και κατα­στά­σεις είναι 100% πραγ­μα­τι­κά

Σταθμάρχηδες & Σταθμάρχισσες

Ο όρος “σταθ­μάρ­χης” –εκτός από εκεί­νους τους απα­ντα­χού της CIA, είχε μπει σχε­δόν στα αζή­τη­τα, μέχρι να γίνει τρα­γι­κή φιγού­ρα και εξι­λα­στή­ριο θύμα _αποδιοπομπαίος τρά­γος, μετά το πρό­σφα­το προ­δια­γε­γραμ­μέ­νο έγκλη­μα του αστι­κού κρά­τους στα Τέμπη.

Ο λόγος για τον πάλαι ποτέ “άρχο­ντα” των σιδη­ρο­δρο­μι­κών σταθ­μών, ιδιαί­τε­ρα σε Αγγλία (με πολ­λές γυναί­κες), ΗΠΑ, όπως και στο αχα­νές δίκτυο των Ινδι­κών γραμμών.

Ιστο­ρι­κά _έχουν γρα­φεί πολ­λά, με τη γυναί­κα ταυ­τι­σμέ­νη με ερω­μέ­νη αντι­κεί­με­νου πόθου ειδι­κά στις μικρές κοι­νω­νί­ες, όπου ως εξ “όλης και προ­ώ­λης” έκα­ναν ουρά για να απο­λαύ­σουν τα από­κρυ­φα θέλ­γη­τρά της.

Ο όρος χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ιστο­ρι­κά σε σταθ­μούς όλων των μεγε­θών, οδη­γώ­ντας σε δια­φο­ρο­ποί­η­ση ανα­φο­ρι­κά με τον ακρι­βή ρόλο. Στους τερ­μα­τι­κούς των μεγά­λων πόλε­ων, με 100άδες υπαλ­λή­λους, τα καθή­κο­ντα θα επι­κε­ντρω­θούν στη δια­χεί­ρι­ση προ­σω­πι­κού και τις δημό­σιες σχέ­σεις. Στις μικρές και στα χωριά θα είχε πολύ μεγα­λύ­τε­ρη κοι­νω­νι­κή αλλη­λε­πί­δρα­ση με τον πελά­τη, τους ταξι­διώ­τες κλπ. ανα­πλη­ρώ­νο­ντας άλλα μέλη του προ­σω­πι­κού σε περί­πτω­ση απου­σί­ας τους (εισι­τή­ρια πχ. ή ακό­μα και αχθο­φό­ρος ή λατζέρης).

Μάλι­στα ο σήμε­ρα επί­και­ρος όρος “πλή­ρους και απο­κλει­στι­κής απα­σχό­λη­σης” εμφα­νί­στη­κε εκεί­να τα χρό­νια, όταν –ειδι­κά στους μικρούς σταθ­μούς έπρε­πε να είναι παρών-ούσα μόνο λίγο πριν και λίγο μετά από την ανα­χώ­ρη­ση των τρέ­νων, με αμοι­βή ψίχουλα.

Από την ύστε­ρη βικτω­ρια­νή επο­χή και μετά, οι σταθ­μάρ­χες έγι­ναν εξέ­χου­σες προ­σω­πι­κό­τη­τες στις τοπι­κές κοι­νό­τη­τες, θα τους παρέ­χε­ται ένα καλό σπί­τι _ιδιαίτερα στις αγρο­τι­κές περιο­χές, έχο­ντας σημα­ντι­κή κοι­νω­νι­κή θέση.

Οι στο­λές που φορού­σαν, διέ­φε­ραν μετα­ξύ των σιδη­ρο­δρο­μι­κών εται­ρειών, αλλά πάντα ενσω­μά­τω­σαν κεντή­μα­τα με χρυ­σές πλε­ξού­δες και γυα­λι­στε­ρά κου­μπιά και χρυ­σές ται­νί­ες, δίνο­ντας ένα υψη­λό προ­φίλ στην κοι­νό­τη­τα. Με τη στο­λή, την επί­ση­μη στέ­γα­ση και τη δημό­σια προ­βο­λή του, ήταν σεβα­στός και υψη­λά ιστά­με­νος στην τοπι­κή κοινωνία.

Μερι­κοί πέτυ­χαν και θρυ­λι­κή φήμη όπως ο James Miller της Οξφόρ­δης, που εκτός της ευρεί­ας ανα­γνώ­ρι­σης του απο­νε­μή­θη­κε το “ British Empire Medal _Μετάλλιο της Βρε­τα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας” κά.

Οι καπι­τα­λι­στι­κές ανα­διαρ­θρώ­σεις ξεκί­νη­σαν στην πρώ­τη διδά­ξα­σα Αγγλία το 1955 και στη 10ετία του 1960 ο Richard Beeching, ξεκί­νη­σε δρα­στι­κές περι­κο­πές, 100άδες σταθ­μοί έκλει­σαν, χιλιά­δες μίλια γραμ­μών καταρ­γή­θη­καν και τα σταθ­μαρ­χεία, μαζί με άλλα ακί­νη­τα των σιδη­ρο­δρό­μων ξεπου­λή­θη­καν, όντας σήμε­ρα ‑70 χρό­νια μετά περι­ζή­τη­τες βίλ­λες εστια­τό­ρια πολυ­τε­λεί­ας κλπ.

Οι σταθμάρχες_ισσες έγι­ναν και πρω­τα­γω­νι­στές στο θέα­τρο και στο σινε­μά, με πιο γνω­στή σε μας τη “Bolwieser _γυναίκα του σταθ­μάρ­χη” του 1977 (προ­βλή­θη­κε αρχι­κά το 1973 ως μίνι σει­ρά δύο μερών) που σκη­νο­θέ­τη­σε και επι­με­λή­θη­κε ο Ράι­νερ Βέρ­νερ Φασμπί­ντερ. Βασί­στη­κε στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του 1931 (Bolwieser: The Novel of a Husband) του Oskar Maria Graf.

Η ται­νία μιλά­ει για τον επώ­νυ­μο _ανεπαρκή για την αχόρ­τα­γη γυναί­κα του Hanni, σταθ­μάρ­χη Xaver Ferdinand Maria Bolwieser, τρε­λά ερω­τευ­μέ­νο μαζί της, που τον κοροϊ­δεύ­ουν οι πάντες, από το χασά­πη της πόλης μέχρι έναν κομ­μω­τή, μια και ο ολο­ζώ­ντα­νος Bolweiser έχει την τύχη_ατυχία να παντρευ­τεί τη σει­ρή­να της πόλης — που βιά­ζει και βιά­ζε­ται από σχε­δόν κάθε δια­θέ­σι­μο και οδη­γεί­ται σε σοβα­ρά προ­βλή­μα­τα. Η Χάν­νι έχο­ντας πλη­θω­ρι­κή φύση κρύ­βει τις ερω­τι­κές ατα­ξί­ες της με την πρό­φα­ση των οικο­νο­μι­κών υπο­θέ­σε­ων που τη συν­δέ­ουν με τους ερα­στές της.

Λιγό­τε­ρη γνω­στή η μικρού μήκους (Αγγλία 10ετία 1950), για έναν μονα­χι­κό, δυσλει­τουρ­γι­κό σταθ­μάρ­χη που ζει στη μέση του που­θε­νά και απροσ­δό­κη­τα μια γυναί­κα βγαί­νει από έναν “μου­τζού­ρη” και κατά τη διάρ­κεια της νύχτας που περ­νούν μαζί, του ανοί­γει τα μάτια σε μια ζωή που ποτέ δεν πίστευε ότι θα μπο­ρού­σε να έχει.

Όπως επί­σης και η Станционный смотритель Σοβιε­τι­κή Ένω­ση, 1972 σε σκη­νο­θε­σία Σερ­γκέι Σολο­βί­οφ, όπου αρχές του 19ου αιώ­να, ένας ταξι­διώ­της επι­στρέ­φει στο απο­μα­κρυ­σμέ­νο φυλά­κιο που είχε επι­σκε­φτεί χρό­νια πριν, ανυ­πο­μο­νώ­ντας να δει ξανά την υπέ­ρο­χη κόρη του σταθ­μάρ­χη. Εκεί ο γέρο­ντας με συντε­τριμ­μέ­νη καρ­διά του διη­γεί­ται την ιστο­ρία του τολ­μη­ρού συντρό­φου από την Πετρού­πο­λη που την έδιω­ξε ένα χει­μω­νιά­τι­κο πρω­ι­νό. Αν η ευδαι­μο­νία είναι απλώς μια σύντο­μη στιγ­μή στη ζωή, όπως ισχυ­ρί­ζο­νται Πού­σκιν και Σολο­βί­οφ, τότε αυτή η τόσο σύντο­μη ται­νία, είναι σίγου­ρα μέρος αυτής της στιγ­μής ή μια στιγ­μή από μόνη της που την υλο­ποιεί. Από τη σκλη­ρή και νοσταλ­γι­κή γρα­φή του Ρώσου συγ­γρα­φέα μέχρι τον στί­χο του σκη­νο­θέ­τη υπάρ­χει μια έντο­νη και εσω­τε­ρι­κή συνο­χή που μπο­ρεί να ονο­μα­στεί, δεν ξέρω πώς αλλιώς να την ονο­μά­σω, “Σοβιε­τι­κή”.

Kollezhskiy registrator, σοβιε­τι­κή δρα­μα­τι­κή ται­νία του 1925

Station Master , ινδι­κή ται­νία του 1966

Stantsionnyy smotritel _1988 , ται­νία του Kodi Ramakrishna

Η μικρού μήκους The Belkin Tales  του Alexander Pushkin

Μια παραλ­λα­γή για τη γερ­μα­νι­κή ται­νία του 1940 Der Postmeister, βασι­σμέ­νη σε ιστο­ρία του Πού­σκιν και τέλος

Prednosta stanice, μια γλυ­κό­πι­κρη τσε­χο­σλο­βά­κι­κη κωμω­δία του 1966

Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν
Ostře sledované vlaky

Σκη­νο­θε­σία _Σενάριο Γίρι Μέν­ζελ, 92΄ βασι­σμέ­νη στο ομώ­νυ­μο μυθι­στό­ρη­μα του Μπό­χου­μιλ Χρά­μπαλ (μετά τις ανα­τρο­πές το 1997, σε ηλι­κία 82 ετών, έπε­σε από το παρά­θυ­ρο του νοσο­κο­μεί­ου όπου νοση­λευό­ταν και ποτέ δεν ξεκα­θα­ρί­στη­κε αν ήταν ατύ­χη­μα ή αυτοκτονία).

Πρό­κει­ται για μία δρα­μα­τι­κή-κωμι­κή ται­νία “ενη­λι­κί­ω­σης”, που επί­κε­ντρό της είναι ένας έφη­βος σταθ­μάρ­χης, κατά την περί­ο­δο της Γερ­μα­νι­κής Κατο­χής στην Τσε­χο­σλο­βα­κία. Ο αθώ­ος αυτός έφη­βος ξεκι­νά­ει ένα ταξί­δι σεξουα­λι­κής αφύ­πνι­σης και ωρί­μαν­σης, το οποίο εν τέλει θα τον οδη­γή­σει σε μία ηρω­ι­κή πρά­ξη κατά των Ναζί, από­το­κο της οποί­ας θα είναι και ο θάνα­τός του.
Απέ­σπα­σε βρα­βεία και υπο­ψη­φιό­τη­τες (μετα­ξύ άλλων το Όσκαρ Καλύ­τε­ρης Ξενό­γλωσ­σης Ται­νί­ας, πρώ­το βρα­βείο στο Διε­θνές Φεστι­βάλ Κινη­μα­το­γρά­φου Μαν­χάιμ-Χαϊ­δελ­βέρ­γης το 1966 κά).

Η ται­νία ξεκι­νά με τον Μίλος Χρμα, που ετοι­μά­ζε­ται να δου­λέ­ψει ως υπάλ­λη­λος τοπι­κού σταθ­μού τρέ­νου, εμφα­νι­ζό­με­νος αρκε­τά περή­φα­νος με τη στο­λή του, αφη­γού­με­νος το τι κάνει η οικο­γέ­νειά του, με τον πατέ­ρα του να κάθε­ται όλη μέρα, μετά από πρό­ω­ρη συντα­ξιο­δό­τη­ση, ενώ  συν­δέ­ε­ται πλα­τω­νι­κά με την όμορ­φη Μάσα, ανα­πτύσ­σο­ντας φιλία με τον συνά­δελ­φό του, Χου­μπί­τσκα, ο οποί­ος χωρίς να προ­σπα­θεί ιδιαί­τε­ρα έχει μία εύκο­λη σεξουα­λι­κή ζωή, σε αντί­θε­ση με τον Μίλος.

Ο Μαρξ και η αισθη­τι­κή, του Μιχα­ήλ Λίφσιτς

Ένα βρά­δυ, ο Μίλος παρα­συ­ρό­με­νος από τη Μάσα που επι­ζη­τού­σε απελ­πι­σμέ­να σεξουα­λι­κή επα­φή μαζί του και κατά τη διάρ­κεια της ερω­τι­κής τους συνεύ­ρε­σης εκσπερ­μα­τώ­νει πρό­ω­ρα και στη συνέ­χεια την αφή­νει “στα κρύα του λου­τρού” αδυ­να­τώ­ντας να ολο­κλη­ρώ­σει τη σεξουα­λι­κή πρά­ξη και, απο­γοη­τευ­μέ­νος, απο­φα­σί­ζει να βάλει τέλος στη ζωή του, κόβο­ντας τις φλέ­βες του σε ένα ξενο­δο­χείο. Τη ζωή του σώζει τελι­κά ένας υπάλ­λη­λος. Στο νοσο­κο­μείο, ο Μίλος απο­κα­λύ­πτει στον για­τρό το πρό­βλη­μα του και ο τελευ­ταί­ος τον καθη­συ­χά­ζει λέγο­ντας πως πρό­κει­ται για κάτι συνη­θι­σμέ­νο και του προ­τεί­νει ως λύση να κάνει διά­φο­ρες άλλες σκέ­ψεις κατά τη διάρ­κεια του σεξ (πχ. ποδό­σφαι­ρο) καθώς και να συνευ­ρε­θεί με μία μεγα­λύ­τε­ρη και πιο έμπει­ρη γυναί­κα από αυτόν εν ανά­γκη και πόρνη.

Στο μετα­ξύ, ένα άλλο περι­στα­τι­κό ανα­στα­τώ­νει τον σταθ­μό, όταν ο Χου­μπί­τσκα, κάνει σεξ με μία υπάλ­λη­λο, παί­ζο­ντας παράλ­λη­λα ένα παι­χνί­δι με σφρα­γί­δες, γεμί­ζο­ντας το πόδι της και τους γλου­τούς της με στά­μπες, πράγ­μα που βλέ­πει η μητέ­ρα της και το θεω­ρεί μεγά­λη προ­σβο­λή, αλλά δεν μπο­ρεί να βρει που­θε­νά το δίκιο της.

Παράλ­λη­λα, ο Μίλος, ψάχνει χωρίς επι­τυ­χία μία γυναί­κα πιο έμπει­ρη _δε θέλει που­τά­να, και ώ του θαύ­μα­τος ένα βρά­δυ, φτά­νει στο σταθ­μό μία ώρι­μη γυναί­κα, αντι­στα­σια­κή και κατό­πιν συνεν­νό­η­σης με τον Χου­μπί­τσκα, που γνω­ρί­ζει περί Μίλος (άβγαλ­τος _παρθένος κλπ), αυτή επι­ζη­τά να κάνει σεξ μαζί του, φέρ­νο­ντας και έναν εκρη­κτι­κό μηχα­νι­σμό, ώστε να ανα­τι­νά­ξουν ένα τρέ­νο των Ναζί, με πολεμοφόδια.

Την επό­με­νη μέρα ο Μίλος πανευ­τυ­χής, καθό­τι πλέ­ον μη παρ­θέ­νος πέφτει στη μητέ­ρα της υπαλ­λή­λου που προ­σπα­θεί να βρει το δίκιο της με τη βοή­θεια ενός συνερ­γά­τη των Ναζί (Ζέντ­νι­τσεκ) που ανα­κρί­νο­ντας και “επω­φε­λού­με­νος” δια­πι­στώ­νει ότι η κοπέ­λα δεν εξα­να­γκά­στη­κε στο σεξ, αλλά το επι­ζη­τού­σε, τιμω­ρώ­ντας τον Χου­μπί­τσκα, για αλό­γι­στη χρή­ση ναζι­στι­κών συμβόλων.

Στο ενδιά­με­σο, ο Μίλος ανα­λαμ­βά­νει την ανα­τί­να­ξη, ανε­βαί­νει κάπου ψηλά και ρίχνει τον μηχα­νι­σμό στο τρέ­νο, όμως ένας Ναζί τον βλέ­πει και τον πυρο­βο­λεί: ο Μίλος πέφτει νεκρός επά­νω στο τρέ­νο, το οποίο μετά δια­δο­χι­κές εκρή­ξεις δια­λύ­ε­ται με την τελευ­ταία σκη­νή να δεί­χνει σοκα­ρι­σμέ­νους τους ανθρώ­πους, τον Χου­μπί­τσκα να ξεσπά­ει σε γέλια και το κύμα της έκρη­ξης να “επι­στρέ­φει” στον σταθ­μό το καπέ­λο του Μίλος.

Η ται­νία προ­σφέ­ρε­ται για πολύ θετι­κά συμπε­ρά­σμα­τα, ως δείγ­μα της _τότε σοσια­λι­στι­κής τέχνης. Που κυρί­αρ­χο στοι­χείο της είναι ο άνθρω­πος — ο πραγ­μα­τι­κός, όχι ο κατα­σκευα­σμέ­νος, ένας απλός, ήρε­μος και αθώ­ος, για τα παγκό­σμια δρώ­με­να, νεα­ρός που κατα­να­λώ­νε­ται με τα προ­σω­πι­κά του, με το ζήτη­μα του σεξ, να του έχει γίνει βρα­χνάς _ως ένα σημείο δικαιο­λο­γη­μέ­να, καθώς βρί­σκε­ται στο προ­χω­ρη­μέ­νο στά­διο της εφη­βεί­ας του, ένας βρα­χνάς, που μετα­τρέ­πει το μερι­κό σε γενι­κό. Ο μικρό­κο­σμός του, είναι ολό­κλη­ρος ο κόσμος! μέχρι που έρχε­ται η στιγ­μή να ανα­κα­λύ­ψει τις πραγ­μα­τι­κές του δυνα­τό­τη­τες, που είναι πολύ πέρα από τη σεξουα­λι­κή του αφύ­πνι­ση και ευδαι­μο­νία! Δυνα­τό­τη­τες, που αντα­μώ­νουν το μεγα­λείο της θυσίας.

Αυτή η απλή ιστο­ρία, γυρι­σμέ­νη με απλό ρεα­λι­στι­κό τρό­πο, με απέ­ρα­ντη τρυ­φε­ρό­τη­τα και ανθρω­πι­σμό, με ακρι­βό χιού­μορ και εξαι­ρε­τι­κή φαντα­σία, είναι μια κινη­μα­το­γρα­φι­κή όαση, μέσα στο βομ­βαρ­δι­σμέ­νο τοπίο της σημε­ρι­νής βίαι­ης κινη­μα­το­γρα­φι­κής βιο­μη­χα­νί­ας. Είναι, επί­σης, ένα σεμνό δείγ­μα του δρό­μου που είχε πάρει η τέχνη στις σοσια­λι­στι­κές χώρες, στην πρώ­τη από­πει­ρα της ανθρω­πό­τη­τας να περά­σει στο ανώ­τε­ρο στά­διο οργά­νω­σης της κοι­νω­νί­ας, το σοσιαλισμό.

Αυτό το τσιγάρο που καίει είναι το τελευταίο _
Κάνε κάτι λοιπόν να χάσω το τρένο…

26 Δεκέμ­βρη, του Πανα­γιώ­τη ράπτη

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο