Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

ΟΙ «ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ» ΤΟΥ ΛΕΟΝΑΡΔΟ ΠΑΔΟΥΡΑ — ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

Γρά­φει η Άννε­κε Ιωαννάτου

Στο και­νούρ­γιο του μυθι­στό­ρη­μα που από λίγους μήνες κυκλο­φό­ρη­σε στα ελλη­νι­κά σε μετά­φρα­ση του Κώστα Αθα­να­σί­ου από τις εκδό­σεις «Καστα­νιώ­της» με τον τίτλο «Αιρε­τι­κοί» ο Κου­βα­νός συγ­γρα­φέ­ας Λεο­νάρ­δο Παδού­ρα προ­σπα­θεί να ανα­δεί­ξει ένα θέμα όλων των επο­χών και όλων των και­ρών: τον άνθρω­πο που πάει κόντρα στο μεγά­λο ρεύ­μα και φορ­τώ­νε­ται όλες τις συνέ­πειες, ακό­μα τις πιο φρι­κτές, της επι­λο­γής του. Είναι ο άνθρω­πος που δεν επι­λέ­γει στη ζωή του τη «στρα­τη­γι­κή της επι­βί­ω­σης» με τα λόγια του συγ­γρα­φέα, που δεν συμ­βι­βά­ζε­ται για να διευ­κο­λύ­νε­ται , που απο­κλί­νει από κάθε είδους «ορθό­δο­ξα» επι­τρε­πό­με­να μέσα στην οποία η «ελεύ­θε­ρη βού­λη­ση» του ατό­μου πνίγεται.

Αλλά ποιοι αιρετικοί;

Ο χώρος στον οποίο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται τα γεγο­νό­τα είναι η Αβά­να, το Άμστερ­νταμ και η Πολω­νία καλύ­πτο­ντας ένα χρο­νι­κό διά­στη­μα τρει­σί­μι­σι αιώ­νων: από τα μέσα του 17ου αιώ­να μέχρι το 2009. Το σκε­πτι­κό από πίσω είναι ότι οι αιρε­τι­κοί έχουν κινή­σει την ιστο­ρία και αν όλοι θα ακο­λου­θού­σαν ορθό­δο­ξους κανό­νες δεν θα είχε κάνει η ιστο­ρία ούτε ένα βήμα μπροστά.Το θέμα είναι όμως, ποιοι αιρε­τι­κοί και σε τι είναι ανυ­πό­τα­κτοι. Ο Παδού­ρα ψάχνει να διευ­ρύ­νει την έννοια κλεί­νο­ντάς την όμως στο αυτο­νο­μη­μέ­νο άτο­μο που έξω από κοι­νω­νι­κή τάξη, γεω­γρα­φι­κό χώρο και χρό­νο απο­κλί­νει από το σύνο­λο. Πρω­τα­γω­νι­στές στο βιβλίο είναι Εβραί­οι που απο­κλί­νουν από την εβραϊ­κή ορθο­δο­ξία, αλλά και Κου­βα­νοί που απο­κλί­νουν από την «ορθο­δο­ξία» της προ­ε­πα­να­στα­τι­κής και κυρί­ως της μετε­πα­να­στα­τι­κής Κού­βας. Παρά­δειγ­μά του ήταν ένας Πολω­νός Εβραί­ος, ο Ντα­νιέλ Καμίν­σκι (οι τίτλοι των κεφα­λαί­ων, άλλω­στε, παρα­πέ­μπουν στην Παλαιά Δια­θή­κη όπου, σύμ­φω­να με τον Παδού­ρα, υπάρ­χουν οι περισ­σό­τε­ροι αιρε­τι­κοί) που ήθε­λε να ζήσει στην Κού­βα (πριν από το Β’ Παγκό­σμιο Πόλε­μο) και γι αυτό και μόνο ήταν «αιρε­τι­κός». Το 1939 κατα­φθά­νει στην Αβά­να ένα υπε­ρω­κε­ά­νιο πλοίο από το Αμβούρ­γο με 937 Εβραί­ους που έφυ­γαν από τα πογκρόμ της ναζι­στι­κής Γερ­μα­νί­ας για να εγκα­τα­στα­θούν αλλού. Στους 937 επι­βαί­νο­ντες ήταν και οι γονείς και η αδερ­φή του μικρού Ντα­νιέλ που ζού­σε στην Κού­βα με το θείο του («αιρε­τι­κός» κι αυτός). Οι κου­βα­νι­κές αρχές αρνού­νται την απο­βί­βα­ση, όπως μετά και οι κυβερ­νή­σεις των ΗΠΑ και του Κανα­δά και το καρά­βι επι­στρέ­φει στην Ευρώ­πη όπου οι επι­βαί­νο­ντες θα χαθούν στο Ολο­καύ­τω­μα. Ο Ντα­νιέλ δεν θα δει τους γονείς του, ούτε την αδερ­φή του Ιου­δίθ, γεγο­νός που θα καθο­ρί­ζει για πάντα την ψυχο­λο­γι­κή του κατά­στα­ση και μαζί με τα άλλα συμ­βά­ντα θα τον κάνουν να μη θέλει να είναι Εβραί­ος: να ένας ακό­μα «αιρε­τι­κός».

Το ελευ­θε­ρια­κό  Άμστερ­νταμ και ο αιρε­τι­κός Ρέμπραντ

Το δεύ­τε­ρο μέρος δια­δρα­μα­τί­ζε­ται στο Άμστερ­νταμ στα έτη 1643–1648. Ένας «αιρε­τι­κός» Εβραί­ος που αργό­τε­ρα θα κατα­λά­βει ο ανα­γνώ­στης ότι είναι πρό­γο­νος  του Ντα­νιέλ από το πρώ­το μέρος, θέλει να γίνει ζωγρά­φος και να μαθη­τεύ­σει στον Ρέμπραντ.  Όμως, στους Εβραί­ους απα­γο­ρεύ­ε­ται να ζωγρα­φί­ζουν και να ζωγρα­φί­ζο­νται και ο νεα­ρός το κάνει κρυ­φά. Ανα­κα­λύ­πτε­ται και προ­δί­δε­ται από τον αδερ­φό του, αλλά πριν δικα­στεί από την (ορθό­δο­ξη) εβραϊ­κή κοι­νό­τη­τα του Άμστερ­νταμ με πιθα­νό εξο­στρα­κι­σμό του, φυγα­δεύ­ε­ται στην Πολω­νία με τη βοή­θεια ενός έμπο­ρου φίλου του Ρέμπραντ όπου θα ζήσει τη μεγά­λη σφα­γή Εβραί­ων στην περί­ο­δο 1648–1653. Παίρ­νει μαζί του έναν πίνα­κα με υπο­γρα­φή του Ρέμπραντ που δεν διευ­κρι­νί­ζε­ται, όμως, η αυθε­ντι­κό­τη­τά του, αλλά που αιώ­νες αργό­τε­ρα κατα­λή­γει σε δημο­πρα­σία του Λον­δί­νου. Ο πίνα­κας περ­νά­ει σαν κόκ­κι­νο νήμα από το βιβλίο συν­δέ­ο­ντας με μυστη­ριώ­δη τρό­πο επο­χές, τόπους, ανθρώ­πους, ιστο­ρί­ες και μόνο προς το τέλος του βιβλί­ου θα λυθεί το μυστή­ριο. Την υπό­θε­ση έχει ανα­λά­βει ένας Κου­βα­νός πρώ­ην αστυ­νο­μι­κός, ο Μάριο Κόντε, που εμφα­νί­ζε­ται και σε άλλα έργα του Παδού­ρα. Ο τελευ­ταί­ος εξυ­μνεί το Άμστερ­νταμ του 17ου αιώ­να — άλλω­στε και το σύγ­χρο­νο Άμστερ­νταμ περι­γρά­φει προς το τέλος του βιβλί­ου ως «μαγι­κό τόπο»- σαν φάρο του κόσμου, σαν την πιο ελεύ­θε­ρη πόλη του κόσμου με το πιο ελεύ­θε­ρο εμπό­ριο, όπου ήταν δύσκο­λο να ήταν κάποιος αιρε­τι­κός διό­τι δεν χρεια­ζό­ταν να γίνεις αιρε­τι­κός με τις ελευ­θε­ρί­ες που είχαν οι άνθρω­ποι εκεί, ενώ η Ιερά Εξέ­τα­ση στην Ισπα­νία δημιούρ­γη­σε αιρε­τι­κούς ακρι­βώς εξαι­τί­ας της άγριας κατα­πί­ε­σης και των διωγ­μών ετε­ρό­δο­ξων, σύμ­φω­να με το συγ­γρα­φέα στην παρου­σί­α­ση του βιβλί­ου του στην Αθή­να. Και ο Ρέμπραντ ήταν «αιρε­τι­κός» κατά Παδού­ρα, διό­τι άνοι­γε και­νούρ­γιους δρό­μους στη ζωγρα­φι­κή χωρίς να λάβει υπό­ψη τι ζητού­σαν απ’ αυτόν, δηλα­δή τις δημο­φι­λείς παραγ­γε­λί­ες της επο­χής που θα τον έκα­ναν πλού­σιο. Το απο­τέ­λε­σμα ήταν ότι πτώ­χευ­σε στο «ελεύ­θε­ρο» Άμστερ­νταμ και έτσι ο συγ­γρα­φέ­ας αναι­ρεί ουσια­στι­κά τη θέση του περί ελευ­θε­ρί­ας εκεί.

Η δύσκο­λη έννοια της ελευθερίας

Ο συγ­γρα­φέ­ας απο­λυ­το­ποιεί την έννοια της ελεύ­θε­ρης επι­λο­γής — προ­ϋ­πό­θε­ση για τον καλ­λι­τέ­χνη για να μπο­ρεί να δημιουρ­γή­σει- ξεκό­βο­ντάς την από τις συν­θή­κες κάθε χώρας και κάθε επο­χής.  Για παρά­δειγ­μα: η ελευ­θε­ρία στο Άμστερ­νταμ του 17ου αιώ­να ίσχυε για ποιούς; Σίγου­ρα όχι για τους εξα­θλιω­μέ­νους εκεί. Η Ολλαν­δία του 17ου αιώ­να ήταν υπό­δειγ­μα καπι­τα­λι­σμού με το πρώ­το χρη­μα­τι­στή­ριο στον κόσμο και με τον πιο φτω­χό πλη­θυ­σμό της Ευρώ­πης. Και τι ελευ­θε­ρία επι­λο­γής να απο­λαύ­σουν οι κάτοι­κοι των αποι­κιών τους οποί­ους ρού­φα­γαν το αίμα τους οι έμπο­ροι σφά­ζο­ντάς τους σε περί­πτω­ση εξέ­γερ­σης;   Αυτά ο συγ­γρα­φέ­ας δεν μπο­ρεί να μην το έχει μάθει στην πατρί­δα του. Από το βιβλίο μας έρχε­ται μια εικό­να βαθιάς παρακ­μής στην Κού­βα. Ο συγ­γρα­φέ­ας ειρω­νεύ­ε­ται με γεύ­ση πίκρας το καθε­στώς από την Επα­νά­στα­ση του 1959 μέχρι σήμε­ρα, ιδιαί­τε­ρα από τη δεκα­ε­τία του ’90 και δώθεν, η γενιά της οποί­ας θεω­ρεί­ται χαμέ­νη και η Κού­βα γι αυτό χώρα χωρίς μέλ­λον. Ο Μάριο Κόντε, ο πρώ­ην αστυ­νο­μι­κός, ανή­κει με την παρέα του σε μια γενιά νοσταλ­γι­κή. Τι νοσταλ­γεί, όμως; Δεν είναι εντε­λώς καθα­ρό. Κάτι το θολό ουτο­πι­κό αιω­ρεί­ται στις σελί­δες του βιβλί­ου. Σε μια ερώ­τη­ση από το κοι­νό, αν νοσταλ­γεί την Κού­βα της δεκα­ε­τί­ας του ’50, ο Παδού­ρα θα απα­ντή­σει ότι ήταν μια ξεχω­ρι­στή επο­χή. Ναι μεν με μαφί­ες και δικτα­το­ρία, αλλά και με οικο­νο­μι­κή λαμπρό­τη­τα. Ναι μεν με κατα­πί­ε­ση, βία, αλλά μπο­ρού­σες να απο­λαύ­σεις τη ζωή…

Μια επι­λε­κτι­κή «αιρε­τι­κή» προσέγγιση

Στο τρί­το μέρος ο Κόντε καλεί­ται να δια­λευ­κά­νει μια μυστη­ριώ­δη εξα­φά­νι­ση μιας νέας κοπέ­λας, της Τζού­ντι. Συνερ­γά­ζε­ται πια με την επί­ση­μη αστυ­νο­μία. Με αφορ­μή την εξα­φά­νι­ση διεισ­δύ­ει σε κύκλω­μα απο­γοη­τευ­μέ­νων νέων που ψάχνουν την «ελευ­θε­ρία» σε ό, τι μπο­ρείς να φαντα­στείς από μετα­φυ­σι­κές φιλο­σο­φι­κές θεω­ρί­ες, κοσμι­κά σχέ­δια, ναρ­κω­τι­κά, μετα­μο­ντερ­νι­σμούς, μετα-στρα­τεύ­σεις, μηδε­νι­σμούς, τάση φυγής ή αυτο­κτο­νί­ας με το θάνα­το ως απε­λευ­θέ­ρω­ση που είτε πραγ­μα­το­ποιεί­ται είτε όχι, εμφα­νί­ζε­ται σαν δυνα­τό­τη­τα στον ορί­ζο­ντα. Η γενιά αυτή βασα­νί­ζε­ται με την ιδέα του «ανή­κειν» σε κάποια «φυλή» (tribu) παρ’ όλο τον ατο­μι­κι­σμό της. Υπο­δη­λώ­νε­ται πάντως η έννοια της ομά­δας ομοϊ­δε­α­τών. Ο Μάριο Κόντε απορ­ρί­πτει το δρό­μο που διά­λε­ξαν αυτά τα παι­διά. Προ­φα­νώς δεν τον θεω­ρεί διέ­ξο­δο για την Κού­βα. Ο Κόντε απευ­θυ­νό­με­νος σ’ ένα από τα παι­διά τον ρωτά­ει, για­τί όλη αυτή η άρνη­ση και παίρ­νει την εξής απά­ντη­ση «Για­τί έχω κου­ρα­στεί να μου λένε τι πρέ­πει να κάνω και πώς πρέ­πει να είμαι». Το εξα­φα­νι­σμέ­νο κορί­τσι είναι από νεό­πλου­το σπί­τι ενός πρώ­ην στε­λέ­χους της κυβέρ­νη­σης που, όπως προ­κύ­πτει, έχει κάνει βρω­μο­δου­λειές στη Βενε­ζου­έ­λα (!) (έχει σχέ­ση τελι­κά με τον πίνα­κα του Ρέμπραντ!) και η κόρη του γι αυτό το λόγο μισεί τους γονείς της. Προ­κύ­πτει στην έρευ­να ότι κι άλλα παι­διά μισούν τους γεν­νή­το­ρές τους λόγω «κατερ­γα­ριών» των τελευ­ταί­ων, αλλά δεν δια­λέ­γουν τον επα­να­στα­τι­κό δρό­μο για να αλλά­ξουν κάτι. Αντί­θε­τα,  βυθί­ζο­νται στην άρνη­ση. Στο σπί­τι της κοπέ­λας (και του πρώ­ην στε­λέ­χους δηλα­δή) ο Κόντε βλέ­πει μεγά­λη φωτο­γρα­φία του «Μέγι­στου Ηγέ­τη» με τα εξής λόγια από κάτω: «Όπου να ‘ναι, όπως να ‘ναι, για ό, τι να ‘ναι, Πρώ­τε Κομα­ντά­ντε, Δια­τάξ­τε!» Η τέλεια αντί­φα­ση δηλα­δή με αυτά που έκα­ναν οι κάτοι­κοι. Η Επα­νά­στα­ση έχει ξευ­τε­λι­στεί, η Κού­βα είναι όλη δια­φθο­ρά και ο συγ­γρα­φέ­ας αντι­πα­ρα­θέ­τει ξανά και ξανά το (ανα­ζη­τώ­ντας την ελευ­θε­ρία) «αιρε­τι­κό» άτο­μο με την (ασφυ­κτι­κή) συλ­λο­γι­κό­τη­τα. Η καθη­γή­τρια της εξα­φα­νι­σμέ­νης κοπέ­λας γοη­τευό­ταν από τη μαθή­τριά της λέγο­ντας: «Σ’ αυτή την ηλι­κία, εγώ ήμουν ένας μαλάκας…Θέλω να πω, περισ­σό­τε­ρο από τώρα…». Έτσι αισθά­νε­ται και ο Μάριο Κόντε και η παρέα του. Επο­μέ­νως, κύριε Παδού­ρα, το μήνυ­μα είναι, ότι όσοι ακο­λού­θη­σαν την Επα­νά­στα­ση, η γενιά αυτή όλη, είναι μ…;

Τι να την κάνου­με τέτοια ουτοπία;

Το βιβλίο απο­πνέ­ει μια έντο­νη απαι­σιο­δο­ξία – μέχρι το κλί­μα της Κού­βας, ιδιαί­τε­ρα τους μήνες Ιού­νης, Ιού­λης, Αύγου­στος στους οποί­ους δια­δρα­μα­τί­ζε­ται το τρί­το μέρος- «βαραί­νει τις σελί­δες» με την αφό­ρη­τη υγρή ζέστη που κάνει όλους να υπο­φέ­ρουν, ενώ η απου­σία κλι­μα­τι­στι­κών (εκτός από τα σπί­τια των νεό­πλου­των και των στε­λε­χών!)  συνε­χώς τονί­ζε­ται — και χωρίς να θέλου­με να πού­με ότι δεν είναι αλή­θεια κάποια από τα φαι­νό­με­να που περι­γρά­φει, όλο το σκη­νι­κό δημιουρ­γεί την αίσθη­ση ενός αδιε­ξό­δου. Ούτε λέξη θετι­κή για τις δεκα­ε­τί­ες που προη­γή­θη­καν. Ούτε οι απο­κλει­σμοί, οι ξένες επεμ­βά­σεις και τα τρο­μο­κρα­τι­κά πλήγ­μα­τα κατά της Κού­βας φαί­νε­ται να έχουν το ελά­χι­στο φταί­ξι­μο για τη σημε­ρι­νή κατά­στα­ση. Τόσοι και τόσοι ήρω­ες που θυσιά­στη­καν για το καλό της χώρας, δεν υπάρ­χουν, έστω σαν σκιές μακριά στο φόντο της ιστο­ρί­ας για να δώσουν μια ελά­χι­στη γεύ­ση προ­σπά­θειας αντι­κει­με­νι­κό­τη­τας στην εικό­να. Δεν υπάρ­χει ούτε πολι­τι­κή ούτε κοι­νω­νι­κή συνεί­δη­ση, απλώς το άτο­μο που είτε γίνε­ται «αιρε­τι­κός»  είτε υπο­τάσ­σε­ται. Πάντως, οι ουτο­πί­ες χρειά­ζο­νται, κατά το συγ­γρα­φέα και κατά τ’ άλλα, το σασπάνς δεν λείπει!

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο