Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι αλλαγές στο οθωμανικό εποικοδόμημα πριν από την Ελληνική Επανάσταση

Συνε­χί­ζο­ντας το αφιέ­ρω­μα στα 200 χρό­νια από την επα­νά­στα­ση του 1821 που εδώ κι ένα μήνα εγκαι­νί­α­σε  ο «Ριζο­σπά­στης», παρου­σιά­ζου­με μια ενδια­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση για το Οθω­μα­νι­κό εποι­κο­δό­μη­μα του Χρή­στου Κού­κου (κάτο­χος μετα­πτυ­χια­κού τίτλου σπου­δών του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας και Αρχαιο­λο­γί­ας του ΕΚΠΑ).
200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821 logo
Το τέλος του 16ου αιώ­να βρή­κε την Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία στη δίνη μιας σοβα­ρής δημο­σιο­νο­μι­κής κρί­σης, αφού οι πόλε­μοι κατά των Σαφα­βι­δών στην Ανα­το­λή και κατά των Αψβούρ­γων στην Κεντρι­κή Ευρώ­πη (1579 — 1606) είχαν εξα­ντλή­σει οικο­νο­μι­κά την Αυτο­κρα­το­ρία1.
Επί­σης, κατά τη διάρ­κεια του 17ου αιώ­να, οι θαλάσ­σιες ανα­κα­λύ­ψεις «μετέ­φε­ραν» τους εμπο­ρι­κούς δρό­μους από την οθω­μα­νι­κή ενδο­χώ­ρα στον Ατλα­ντι­κό Ωκε­α­νό, στε­ρώ­ντας από την Αυτο­κρα­το­ρία το μεγα­λύ­τε­ρο μέρος των εσό­δων από το εξω­τε­ρι­κό εμπό­ριο2. Η ορι­στι­κή παρακ­μή της Αυτο­κρα­το­ρί­ας ξεκί­νη­σε με τη δεύ­τε­ρη απο­τυ­χη­μέ­νη πολιορ­κία της Βιέν­νης (1683), η οποία άνοι­ξε το δρό­μο στις στρα­τιω­τι­κές ήττες και τις εδα­φι­κές απώ­λειες που χαρα­κτή­ρι­σαν τον «μακρύ» οθω­μα­νι­κό 18ο αιώ­να (1683 — 1798)3.

Κατά τη διάρ­κεια της επο­χής των αστι­κών επα­να­στά­σε­ων στη Δυτι­κή Ευρώ­πη και στη Βόρεια Αμε­ρι­κή και υπό την επί­δρα­σή τους, η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία προ­χώ­ρη­σε σε σει­ρά μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων. Η περί­ο­δος που ξεκί­νη­σε από τα τέλη του 18ου αιώ­να θεω­ρή­θη­κε η πρώ­τη φάση εκσυγ­χρο­νι­σμού του στρα­τιω­τι­κού και διοι­κη­τι­κού μηχα­νι­σμού της4. Ταυ­τό­χρο­να, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις της περιό­δου διά­βρω­ναν τη φεου­δαρ­χι­κή εξου­σία και ενί­σχυαν εκεί­νες τις κοι­νω­νι­κές — ταξι­κές δυνά­μεις που θα επι­δί­ω­καν την ανα­τρο­πή της.

Η «αυλή» του Σουλτάνου

Το φορολογικό σύστημα και η μεταρρύθμισή του

Οθω­μα­νός Καδής (Δικα­στής)

Μέχρι τα τέλη του 17ου αιώ­να η οθω­μα­νι­κή εξου­σία βασι­ζό­ταν στη φορο­λο­γία της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής για να χρη­μα­το­δο­τή­σει τα έξο­δα του κεντρι­κού και περι­φε­ρεια­κού κρα­τι­κού μηχα­νι­σμού. Ωστό­σο, η αδυ­να­μία εδα­φι­κής επέ­κτα­σης περιό­ρι­σε τη δυνα­τό­τη­τα αύξη­σης των φόρων και εξα­σφά­λι­σης της συναί­νε­σης των περι­φε­ρεια­κών αξιω­μα­τού­χων μέσω της παρο­χής δικαιω­μά­των στη συλ­λο­γή τους.Το 1695 απο­φα­σί­στη­κε η μετά­βα­ση από το παρα­δο­σια­κό φορο­λο­γι­κό σύστη­μα «ιλτι­ζάμ» στο σύστη­μα «μαλι­κια­νέ», ώστε να εξα­λει­φθεί η οικο­νο­μι­κή ανα­σφά­λεια που δημιουρ­γού­σε η συνε­χής αλλα­γή των φοροει­σπρα­κτό­ρων5. Το νέο σύστη­μα αφαί­ρε­σε από τα στε­λέ­χη του οθω­μα­νι­κού στρα­τού το δικαί­ω­μα είσπρα­ξης φόρων6 και εισή­γα­γε το δικαί­ω­μα εφ’ όρου ζωής είσπρα­ξης φόρων με αντάλ­λαγ­μα την προ­κα­τα­βο­λι­κή απο­ζη­μί­ω­ση του κρά­τους7.

Το «μαλι­κια­νέ» βοή­θη­σε το οθω­μα­νι­κό κρά­τος να δια­τη­ρή­σει κάποιο έλεγ­χο στις επαρ­χί­ες πολύ και­ρό μετά τη βαθ­μιαία εξα­σθέ­νι­ση του στρα­τού. Επί­σης, βελ­τί­ω­σε αρχι­κά τη συγκέ­ντρω­ση κρα­τι­κών εσό­δων και επέ­τρε­ψε τον κρα­τι­κό δανει­σμό σε πιο στα­θε­ρή βάση, μέσω προ­κα­τα­βο­λών από τους φοροει­σπρά­κτο­ρες. Μακρο­πρό­θε­σμα, ωστό­σο, επέ­φε­ρε νέα μεί­ω­ση των κρα­τι­κών εσόδων.

Παράλ­λη­λα, οι σημα­ντι­κές οικο­νο­μι­κές δυσκο­λί­ες και οι ανά­γκες για συνε­χή δανειο­δό­τη­ση του κρά­τους καλύ­φθη­καν από τους αργυ­ρα­μοι­βούς (σαρά­φη­δες)8. Οι σχέ­σεις των σαρά­φη­δων με τους ευρω­παϊ­κούς χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κούς ομί­λους τούς επέ­τρε­παν να συνά­πτουν δάνεια εκ μέρους της Αυτο­κρα­το­ρί­ας, εξα­σφα­λί­ζο­ντας προ­μή­θεια. Μετά τη Γαλ­λι­κή Επα­νά­στα­ση, ήταν πλέ­ον τόσο δυνα­τοί που μπό­ρε­σαν να αντι­κα­τα­στή­σουν τους Ευρω­παί­ους εμπό­ρους στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη. Ετσι, από παρα­δο­σια­κοί τοκο­γλύ­φοι εξε­λί­χθη­καν σε κατό­χους μεγά­λης κλί­μα­κας χρη­μα­τι­κού απο­θέ­μα­τος, σχη­μα­τί­ζο­ντας με τον τρό­πο αυτό — έστω και σε εμβρυα­κή μορ­φή — τμή­μα της αστι­κής τάξης9.

Επί­σης, το «μαλι­κια­νέ» κλι­μά­κω­σε την οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή δύνα­μη των περι­φε­ρεια­κών μου­σουλ­μά­νων και χρι­στια­νών αξιω­μα­τού­χων (αγιά­νη­δων και κοτζα­μπά­ση­δων αντί­στοι­χα), που εκμί­σθω­ναν την είσπρα­ξη των φόρων. Συμ­μα­χώ­ντας με ντό­πιους αξιω­μα­τού­χους και εμπό­ρους και ανα­πτύσ­σο­ντας σχέ­σεις με τους ευρω­παϊ­κούς εμπο­ρι­κούς οίκους, οι εκμι­σθω­τές κατόρ­θω­σαν να οικειο­ποιού­νται όλο και μεγα­λύ­τε­ρες αγρο­τι­κές εκτά­σεις και να επι­βάλ­λουν την εντα­τι­κο­ποί­η­ση της αγρο­τι­κής παρα­γω­γής, με στό­χο την εξα­γω­γή του αγρο­τι­κού πλε­ο­νά­σμα­τος στα δυτι­κά καπι­τα­λι­στι­κά κρά­τη. Ετσι, πρόσ­δε­ναν την τοπι­κή παρα­γω­γή στην παγκό­σμια καπι­τα­λι­στι­κή αγο­ρά, αστο­ποιού­νταν και εξα­σθέ­νι­ζαν την κεντρι­κή οθω­μα­νι­κή εξουσία.

Την περί­ο­δο 1770 — 1840, τα οικο­νο­μι­κά της Αυτο­κρα­το­ρί­ας σημεί­ω­σαν αρκε­τές φορές μεγά­λα ελλείμ­μα­τα, προ­ερ­χό­με­να κυρί­ως από πολέ­μους και δευ­τε­ρευό­ντως από το κόστος των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων. Τότε, το οθω­μα­νι­κό κρά­τος προ­σπά­θη­σε να αυξή­σει τον έλεγ­χό του στις πηγές εσό­δων. Ομως, χωρίς την ύπαρ­ξη απο­τε­λε­σμα­τι­κού διοι­κη­τι­κού δικτύ­ου, η Υψη­λή Πύλη ανα­γκά­στη­κε να τονώ­σει το ρόλο των ισχυ­ρών επαρ­χια­κών οικο­γε­νειών στη συλ­λο­γή φόρων, γεγο­νός που οδή­γη­σε στην παρα­πέ­ρα αστο­ποί­η­σή τους, διευ­ρύ­νο­ντας τον φαύ­λο κύκλο των αδιε­ξό­δων της φεου­δαρ­χι­κής εξουσίας.

Η επαρχιακή διοίκηση

Γενί­τσα­ροι

Από τα τέλη του 17ου αιώ­να και στις αρχές του επό­με­νου, οικο­γέ­νειες μεγα­λο­γαιο­κτη­μό­νων είχαν κατα­λά­βει τις περισ­σό­τε­ρες διοι­κη­τι­κές και στρα­τιω­τι­κές θέσεις στις επαρ­χί­ες, μέσω της αγο­ράς τίτλων, της έντα­ξης στον οθω­μα­νι­κό στρα­τιω­τι­κο­διοι­κη­τι­κό μηχα­νι­σμό ή της συλ­λο­γής φόρων10. Μάλι­στα, σε διά­φο­ρες επαρ­χί­ες, από τα Βαλ­κά­νια έως την Αίγυ­πτο, οι οικο­γέ­νειες γαιο­κτη­μό­νων εδραί­ω­σαν την εξου­σία τους, συσ­σώ­ρευ­σαν πλού­το και σχη­μά­τι­σαν περι­φε­ρεια­κές ζώνες επιρ­ρο­ής. Σε επό­με­νη φάση επι­δί­ω­ξαν να νομι­μο­ποι­ή­σουν την εξου­σία τους, συνά­πτο­ντας συμ­φω­νί­ες με την Υψη­λή Πύλη, που τους καθι­στού­σαν κυβερ­νή­τες ή περι­φε­ρεια­κούς διοι­κη­τές, ένα­ντι ανταλ­λαγ­μά­των11. Ετσι, αντι­φα­τι­κά, από τη μια πλευ­ρά οι μεγα­λο­γαιο­κτή­μο­νες αστο­ποιού­νταν και εμπλέ­κο­νταν όλο και περισ­σό­τε­ρο με την καπι­τα­λι­στι­κή αγο­ρά, και από την άλλη κατα­λάμ­βα­ναν όλο και υψη­λό­τε­ρα αξιώ­μα­τα στο πλαί­σιο της φεου­δαρ­χι­κής εξουσίας.

Τότε, η κεντρι­κή οθω­μα­νι­κή διοί­κη­ση επι­χεί­ρη­σε να αντι­κα­τα­στή­σει τους αγιά­νη­δες με τους κετ­χου­ντά­δες, που ήταν συνή­θως ταπει­νής κατα­γω­γής και εκπρο­σω­πού­σαν τις συντε­χνί­ες και τον αστι­κό πλη­θυ­σμό. Ομως, και η εξου­σία των κετ­χου­ντά­δων αντα­να­κλού­σε την επέ­κτα­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής στα εδά­φη της Αυτο­κρα­το­ρί­ας και την αυξα­νό­με­νη δυνα­μι­κή των νέων αστι­κών στρω­μά­των, τα μακρο­πρό­θε­σμα συμ­φέ­ρο­ντα των οποί­ων δεν συν­δέ­ο­νταν με τη δια­τή­ρη­ση της φεου­δαρ­χι­κής εξου­σί­ας. Πάντως, μετά τον Ρωσο-οθω­μα­νι­κό πόλε­μο (1786 — 1792), ο θεσμός και ο ρόλος των αγιά­νη­δων απο­κα­τα­στά­θη­κε. Μάλι­στα, με το μεταρ­ρυθ­μι­στι­κό πρό­γραμ­μα του Σουλ­τά­νου Σελίμ Γ’ και παρά το γεγο­νός ότι αυξή­θη­καν όσοι στους αυτο­κρα­το­ρι­κούς κύκλους ζητού­σαν περιο­ρι­σμό της δύνα­μης των αγιάν­νη­δων12, ο θεσμός ανα­νε­ώ­θη­κε και συν­δέ­θη­κε με εκλο­γι­κές δια­δι­κα­σί­ες13.

Ο Σουλ­τά­νος Σελίμ ο Γ’

Ουσια­στι­κές αλλα­γές σημειώ­θη­καν κατά τη διάρ­κεια της βασι­λεί­ας του Μαχ­μούτ Β’ (1808 — 1839). Σύμ­φω­να με τους νέους κανο­νι­σμούς που εκδό­θη­καν τότε, οι συλ­λέ­κτες των φόρων αντι­κα­τα­στά­θη­καν από κρα­τι­κούς υπαλ­λή­λους και οικο­νο­μι­κοί και στρα­τιω­τι­κοί αξιω­μα­τού­χοι απε­στά­λη­σαν από την κεντρι­κή οθω­μα­νι­κή εξου­σία, προ­κει­μέ­νου να ελέγ­ξουν τους τοπι­κούς κυβερ­νή­τες και αξιω­μα­τού­χους. Οι παρα­πά­νω αλλα­γές συνέ­βα­λαν στη συγκε­ντρο­ποί­η­ση της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας, αν και προ­χώ­ρη­σαν με αργό ρυθ­μό. Φυσι­κά και η συγκε­ντρο­ποί­η­ση της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας, ανε­ξάρ­τη­τα από τις προ­θέ­σεις των εμπνευ­στών της, συνέ­βα­λε στην ενιαιο­ποί­η­ση της οθω­μα­νι­κής αγο­ράς και άρα απο­τε­λού­σε προ­οί­μιο της παρα­πέ­ρα ενδυ­νά­μω­σης της υπό δια­μόρ­φω­ση αστι­κής τάξης.

Στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις

Οι στρα­τιω­τι­κές ήττες την περί­ο­δο 1683 — 1798, που οδή­γη­σαν στην απώ­λεια σημα­ντι­κών οθω­μα­νι­κών εδα­φών, ανέ­δει­ξαν την παρακ­μή των οθω­μα­νι­κών Ενό­πλων Δυνά­με­ων ως ένα από τα βασι­κά προ­βλή­μα­τα της Αυτο­κρα­το­ρί­ας. Μία από τις βασι­κό­τε­ρες μετα­βο­λές που επέ­φε­ραν οι μακρο­χρό­νιοι πόλε­μοι, σε συν­δυα­σμό με την εξά­πλω­ση και τη γενι­κευ­μέ­νη χρή­ση των πυρο­βό­λων όπλων, ήταν η στα­δια­κή μεί­ω­ση του επαρ­χια­κού στρα­τού, που ήταν βασι­σμέ­νος στο ιππι­κό (σπά­χη­δες), και η παράλ­λη­λη αύξη­ση του σώμα­τος των γενι­τσά­ρων14 και των μισθο­φό­ρων που εξο­πλί­ζο­νταν με πυρο­βό­λα όπλα.

Το γενι­τσα­ρι­λί­κι μετα­τρά­πη­κε στα­δια­κά από υπο­χρε­ω­τι­κή στρα­το­λο­γία αλλό­πι­στων σε πολ­λά υπο­σχό­με­νη στα­διο­δρο­μία, με κοι­νω­νι­κό και στρα­τιω­τι­κό κύρος για νεα­ρούς μου­σουλ­μά­νους. Αυτή η στα­δια­κή «μετα­μόρ­φω­ση» άλλα­ξε τη σχέ­ση του σώμα­τος με τις μάζες. Αν και στις περισ­σό­τε­ρες εξε­γέρ­σεις οι γενί­τσα­ροι θεω­ρού­νταν προ­στά­τες της παλαιάς τάξης, των νόμων και των εθί­μων, κάθε εξέ­γερ­ση είχε ένα σύν­θε­το κοι­νω­νι­κο­οι­κο­νο­μι­κό και πολι­τι­κό πλαί­σιο και οι γενί­τσα­ροι συχνά ενερ­γού­σαν ως μέρος ή ηγού­νταν μεγα­λύ­τε­ρων συμ­μα­χιών μετα­ξύ αντα­γω­νι­στι­κών φατριών και δυσα­ρε­στη­μέ­νων ή απει­λού­με­νων στρω­μά­των της οθω­μα­νι­κής κοι­νω­νί­ας15. Ετσι κι αλλιώς, σε μια πορεία χρό­νου, οι γενί­τσα­ροι δημιούρ­γη­σαν συμ­μα­χί­ες με άλλα τμή­μα­τα του στρα­τιω­τι­κού μηχα­νι­σμού, αλλά και με τις συντε­χνί­ες, καθώς και με τις συμ­μο­ρί­ες που δρού­σαν εντός των αστι­κών κέντρων.

Τελι­κά, μέχρι τον 18ο αιώ­να, οι γενί­τσα­ροι είτε είχαν κατα­φέ­ρει να εισέλ­θουν σε μια σει­ρά επαγ­γέλ­μα­τα και δρα­στη­ριό­τη­τες (βασι­κό αντι­κεί­με­νο των οποί­ων ήταν το εμπό­ριο), είτε είχαν γίνει «προ­στά­τες» των εμπό­ρων, ένα­ντι αμοι­βής16. Ως εκ τού­του, τα συμ­φέ­ρο­ντά τους δια­πλέ­κο­νταν έως ένα σημείο με αυτά των εμπό­ρων καθώς και των συντε­χνιών, και επο­μέ­νως εξαρ­τιό­νταν από την επέ­κτα­ση των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων παρα­γω­γής, ενώ παράλ­λη­λα η ολο­έ­να και μεγα­λύ­τε­ρη ενα­σχό­λη­σή τους με το εμπό­ριο, τη γεωρ­γία, την πίστω­ση και μια σει­ρά βιο­τε­χνι­κούς κλά­δους τούς έκα­νε να μην επι­θυ­μούν να συμ­με­τά­σχουν στις στρα­τιω­τι­κές εκστρα­τεί­ες. Οι γενί­τσα­ροι ήταν πλέ­ον ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κοί ως κατα­σταλ­τι­κά όργα­να της φεου­δαρ­χι­κής εξου­σί­ας και παράλ­λη­λα αδυ­να­τού­σαν να ταυ­τί­σουν τα συμ­φέ­ρο­ντά τους με την ανερ­χό­με­νη αστι­κή τάξη, αφού, αντλώ­ντας τον πλού­το τους και το κύρος τους από τη συμ­με­το­χή τους στον οθω­μα­νι­κό κρα­τι­κό μηχα­νι­σμό, έμπαι­ναν εμπό­διο σε επι­χει­ρού­με­νους εκσυγ­χρο­νι­σμούς του17.

Ανα­φο­ρι­κά με τον στρα­τιω­τι­κό ρόλο των γενι­τσά­ρων, η πει­θαρ­χία και η αυστη­ρή εκπαί­δευ­ση που χαρα­κτή­ρι­ζαν το άλλο­τε ισχυ­ρό πεζι­κό σώμα είχαν εξα­φα­νι­στεί ήδη από το 1700, μετα­μορ­φώ­νο­ντάς τους από τρό­μο των εχθρών της Αυτο­κρα­το­ρί­ας σε τρό­μο των σουλ­τά­νων18. Aπό τον 18ο αιώ­να και έπει­τα, είχαν γίνει ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κοί και στο πεδίο της μάχης. Μολα­ταύ­τα, λάμ­βα­ναν ακό­μα μέρος στις πολε­μι­κές επι­χει­ρή­σεις, παρά το γεγο­νός ότι τόσο τα όπλα όσο και η εκπαί­δευ­σή τους είχαν παρακ­μά­σει σε τέτοιο βαθ­μό, που σε κάποιες περιο­χές είχαν αντι­κα­τα­στα­θεί από άλλες δυνά­μεις ως η βασι­κή μονά­δα του στρατού.

Από το 1760, η οικο­νο­μι­κή και πολι­τι­κή στα­θε­ρό­τη­τα της Αυτο­κρα­το­ρί­ας είχε αρχί­σει να κλο­νί­ζε­ται ακό­μα πιο έντο­να. Οι στρα­τιω­τι­κές ήττες από τη Ρωσία και την Αυστρία στους πολέ­μους των ετών 1768-’74 και 1786-’92, αντί­στοι­χα, συνέ­πε­σαν με εσω­τε­ρι­κές ανταρ­σί­ες και εξε­γέρ­σεις στα Βαλ­κά­νια, στην Αίγυ­πτο και στην Αρα­βι­κή Χερ­σό­νη­σο, και συνο­δεύ­τη­καν από από­το­μη οικο­νο­μι­κή και δημο­σιο­νο­μι­κή κάμ­ψη. Ο αυξα­νό­με­νος πλη­θω­ρι­σμός και οι κακές συγκο­μι­δές συνέ­πε­σαν με τις προ­σπά­θειες της Υψη­λής Πύλης να βρει μετρη­τά για να χρη­μα­το­δο­τή­σει τους δαπα­νη­ρούς πολέ­μους και τις πολε­μι­κές απο­ζη­μιώ­σεις προς τη Ρωσία.

Μέσα σε αυτές τις συν­θή­κες, το 1789, εν μέσω πολέ­μου με την Αυστρία, αναρ­ρι­χή­θη­κε στο θρό­νο ο Σελίμ Γ’19. Πριν προ­χω­ρή­σει σε μεταρ­ρυθ­μί­σεις, ζήτη­σε από μέλη του στρα­τιω­τι­κο­διοι­κη­τι­κού και θρη­σκευ­τι­κού μηχα­νι­σμού να εκφρά­σουν τις από­ψεις τους σχε­τι­κά με τα αίτια της εξα­σθέ­νι­σης της Αυτο­κρα­το­ρί­ας και να προ­τεί­νουν μέτρα ανα­στρο­φής της κατά­στα­σης. Κοι­νός παρο­νο­μα­στής όλων των προ­τά­σε­ων ήταν η ανά­γκη στρα­τιω­τι­κών μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων. Ωστό­σο, το περιε­χό­με­νό τους διέ­φε­ρε ριζι­κά και κινού­νταν από την επι­στρο­φή στις στρα­τιω­τι­κές μεθό­δους της «χρυ­σής οθω­μα­νι­κής επο­χής», που πρό­τει­ναν οι «συντη­ρη­τι­κοί», έως τη διά­λυ­ση του τότε υπάρ­χο­ντος στρα­τού και τη συγκρό­τη­ση ενός νέου, εξο­πλι­σμέ­νου και εκπαι­δευ­μέ­νου εξαρ­χής βάσει ευρω­παϊ­κών μεθό­δων, που υπο­στή­ρι­ζαν οι «ριζο­σπά­στες». Με την τελευ­ταία άπο­ψη συμ­φω­νού­σε και ο ίδιος ο σουλ­τά­νος20.

Παρ’ όλα αυτά, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις στα τέλη του 18ου αιώ­να δεν επι­δί­ω­ξαν την άμε­ση κατάρ­γη­ση του σώμα­τος των γενι­τσά­ρων, πιθα­νό­τα­τα στο πλαί­σιο ενός ελιγ­μού για την απο­φυ­γή συγκρού­σε­ων που θα μπο­ρού­σαν να απο­τρέ­ψουν το σύνο­λο των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων. Αντί­θε­τα, οι γηραιό­τε­ροι γενί­τσα­ροι επαι­νέ­θη­καν μέσω αυτο­κρα­το­ρι­κών δια­ταγ­μά­των ως έμπι­στοι υπη­ρέ­τες της οθω­μα­νι­κής δυνα­στεί­ας. Μάλι­στα, η Υψη­λή Πύλη φρό­ντι­σε να τους χορη­γη­θούν μισθοί και σε αντάλ­λαγ­μα τους ζήτη­σε να μάθουν νέες στρα­τιω­τι­κές τακτι­κές και τη χρή­ση όπλων τελευ­ταί­ας τεχνο­λο­γί­ας21.

Παράλ­λη­λα, ο σουλ­τά­νος δημο­σί­ευ­σε μια σει­ρά οδη­γιών και μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων που έγι­ναν γνω­στές ως Νέα Τάξη και περι­λάμ­βα­ναν μέτρα για τις επαρ­χια­κές διοι­κή­σεις, τη φορο­λο­γία, τον έλεγ­χο εμπο­ρί­ου και άλλα διοι­κη­τι­κά και οικο­νο­μι­κά ζητή­μα­τα. Ωστό­σο, οι πιο σημα­ντι­κές ήταν εκεί­νες που εστί­α­ζαν στο στρα­τό και προ­έ­βλε­παν τη δημιουρ­γία νέου κλά­δου τακτι­κού πεζι­κού, εκπαι­δευ­μέ­νου και εξο­πλι­σμέ­νου στη βάση ευρω­παϊ­κών προ­τύ­πων. Για τη χρη­μα­το­δό­τη­σή του δημιουρ­γή­θη­κε το Νέο Θησαυ­ρο­φυ­λά­κιο, με έσο­δα προ­ερ­χό­με­να από τη φορο­λο­γία γης και από νέους φόρους στον καφέ, στο αλκο­όλ, στον καπνό και σε άλλα προ­ϊ­ό­ντα22. Ακό­μα, ο Σελίμ Γ’ προ­ώ­θη­σε τη δημιουρ­γία νέων στρα­τιω­τι­κών και ναυ­τι­κών σχο­λών, με εκπαι­δευ­τές από το εξω­τε­ρι­κό. Λίγο πριν από τη σύνα­ψη των ειρη­νευ­τι­κών συν­θη­κών με την Αυστρία και τη Ρωσία (1792), ένα μικρό σύνταγ­μα υπό τη διοί­κη­ση του μεγά­λου βεζί­ρη23 άρχι­σε την εκπαί­δευ­ση υπό την επί­βλε­ψη των Γάλ­λων αξιω­μα­τι­κών πεζι­κού. Στα­δια­κά, αυτό το μικρό σύνταγ­μα απο­τέ­λε­σε το πρό­πλα­σμα ενός μελ­λο­ντι­κού στρα­τού24.

Βασι­κό απο­τέ­λε­σμα των προη­γού­με­νων ήταν η δημιουρ­γία ενός σώμα­τος νεα­ρών αξιω­μα­τι­κών που γνώ­ρι­ζαν του­λά­χι­στον μία ξένη γλώσ­σα και είχαν έρθει σε επα­φή με σημα­ντι­κές πλευ­ρές της λει­τουρ­γί­ας των δυτι­κών καπι­τα­λι­στι­κών στρα­τών25. Κατά συνέ­πεια, αυτοί που ανέ­λα­βαν να λύσουν τα στρα­τιω­τι­κά αδιέ­ξο­δα της φεου­δαρ­χι­κής Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας ενέ­τει­ναν τα κοι­νω­νι­κά — ταξι­κά της αδιέ­ξο­δα, διό­τι όλο και περισ­σό­τε­ρο υιο­θε­τού­σαν καπι­τα­λι­στι­κά πρό­τυ­πα.

Παράλ­λη­λα, ο νέος στρα­τός στε­λε­χώ­θη­κε από άνδρες προ­ερ­χό­με­νους κυρί­ως από τις επαρ­χί­ες, αφού οι επαρ­χια­κές εκεί­νες κοι­νό­τη­τες, που συνει­σέ­φε­ραν με έμψυ­χο δυνα­μι­κό στον νέο στρα­τό, λάμ­βα­ναν ορι­σμέ­νες φορο­λο­γι­κές απαλ­λα­γές. Παρά το γεγο­νός ότι οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις, κυρί­ως οι στρα­τιω­τι­κές, που προ­ω­θή­θη­καν μετα­ξύ των ετών 1792 και 1807, βρή­καν υπο­στη­ρι­κτές σε αρκε­τές επαρ­χί­ες της Αυτο­κρα­το­ρί­ας, η ομά­δα που τις υπο­στή­ρι­ζε — κυρί­ως στρα­τιω­τι­κοί και γρα­φειο­κρα­τι­κοί κύκλοι της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης και των επαρ­χιών — δεν απο­τε­λού­σε μια στα­θε­ρή συμ­μα­χία, που προ­σα­να­το­λι­ζό­ταν από την ανά­γκη εκσυ­χρο­νι­σμού του οθω­μα­νι­κού στρα­τού και κρά­τους26. Τόσο οι υπο­στη­ρι­κτές των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων όσο και οι πολέ­μιοί τους προ­σα­να­το­λί­ζο­νταν από τα ιδιο­τε­λή τους συμ­φέ­ρο­ντα, και δεν είχαν δια­μορ­φώ­σει μακρο­πρό­θε­σμη στρα­τη­γι­κή. Μέσα σε αυτό το κοι­νω­νι­κό — ταξι­κό πλαί­σιο, στη δια­μά­χη που ξέσπα­σε με επί­κε­ντρο τις μεταρ­ρυθ­μί­σεις παρε­νέ­βαι­ναν και οι ευρω­παϊ­κές δυνά­μεις, ιδί­ως μέσω των προ­ξέ­νων τους, πάντα με γνώ­μο­να την προ­ώ­θη­ση της εξω­τε­ρι­κής τους πολι­τι­κής σχε­τι­κά με το Ανα­το­λι­κό Ζήτη­μα27.

Η πρώ­τη μεγά­λη σύγκρου­ση του μεταρ­ρυθ­μι­στι­κού προ­γράμ­μα­τος με τους πολε­μί­ους του πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε το 1805, όταν ο Σουλ­τά­νος κήρυ­ξε γενι­κή επι­στρά­τευ­ση, ακυ­ρώ­νο­ντας το εθε­λο­ντι­κό σύστη­μα στρα­το­λό­γη­σης. Αυτό προ­κά­λε­σε την αντί­δρα­ση των γενι­τσά­ρων, που εξε­γέρ­θη­καν στην περιο­χή της Ρού­με­λης. Οι αντι­δρά­σεις απέ­να­ντι στις μεταρ­ρυθ­μί­σεις συνε­χί­στη­καν και κορυ­φώ­θη­καν τη διε­τία 1807-’08, όταν και οδή­γη­σαν στην εκθρό­νι­ση του Σελίμ Γ’, στη δολο­φο­νία του και στο θάνα­το πολ­λών από τους υπέρ­μα­χους της μεταρ­ρύθ­μι­σης28.

Ενας από τους λόγους που οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις συνά­ντη­σαν αντί­στα­ση ήταν ότι απει­λού­σαν τους κατο­χυ­ρω­μέ­νους μισθούς και τα προ­νό­μια χιλιά­δων ανδρών, των γενι­τσά­ρων και όσων είχαν σχέ­ση μαζί τους. Ωστό­σο, το βασι­κό­τε­ρο ήταν ότι η δημιουρ­γία ενός συγκε­ντρω­τι­κού διοι­κη­τι­κού μηχα­νι­σμού, ακό­μα κι όταν συνα­ντού­σε την αρχι­κή στή­ρι­ξη των περι­φε­ρεια­κών αξιω­μα­τού­χων και ισχυ­ρών επαρ­χια­κών οικο­γε­νειών, μακρο­πρό­θε­σμα έθι­γε τα συμ­φέ­ρο­ντά τους.

Παρά την ανα­τρο­πή του Σελίμ Γ’, το μεταρ­ρυθ­μι­στι­κό πρό­γραμ­μα δεν στα­μά­τη­σε, αλλά συνε­χί­στη­κε από τον Αλε­μντάρ Μου­στα­φά πασά, ο οποί­ος, αφού ανέ­βα­σε στο θρό­νο τον Μαχ­μούτ Β’, ανέ­λα­βε το αξί­ω­μα του μεγά­λου βεζί­ρη. Στη διάρ­κεια της σύντο­μης θητεί­ας του ανα­δη­μιούρ­γη­σε το στρα­τό της Νέας Τάξης με και­νούρ­γιο όνο­μα, επα­νέ­φε­ρε και διεύ­ρυ­νε τα μεταρ­ρυθ­μι­στι­κά δια­τάγ­μα­τα. Στο επί­κε­ντρο των μεταρ­ρυθ­μί­σε­ων βρι­σκό­ταν η πλή­ρης ανα­διορ­γά­νω­ση του σώμα­τος των γενι­τσά­ρων, καθώς και η ενί­σχυ­ση επαρ­χια­κών δυνά­με­ων, όπως οι ντε­ρε­μπέ­η­δες29 και οι αγιά­νη­δες. Ωστό­σο, ο πρό­ω­ρος θάνα­τός του (δολο­φο­νή­θη­κε από τους γενί­τσα­ρους τον Νοέμ­βριο του 1808) έθε­σε προ­σω­ρι­νά τέλος στις μεταρρυθμίσεις.

Αυτός που επρό­κει­το να τις ολο­κλη­ρώ­σει ήταν ο Μαχ­μούτ Β’. Ο Μαχ­μούτ Β’ προ­σπά­θη­σε να περιο­ρί­σει τις φυγό­κε­ντρες δυνά­μεις και να οικο­δο­μή­σει ένα πιο συγκε­ντρω­τι­κό σύστη­μα διοί­κη­σης, με καλύ­τε­ρο έλεγ­χο στην οικο­νο­μι­κή ζωή των επαρ­χιών (εισο­δη­μά­των, φόρων κ.λπ.)30. Η σημα­ντι­κό­τε­ρη μεταρ­ρύθ­μι­σή του ήταν η κατάρ­γη­ση του σώμα­τος των γενι­τσά­ρων το 1826, με την παράλ­λη­λη ίδρυ­ση ενός στρα­τού με ευρω­παϊ­κή εκπαί­δευ­ση και εξο­πλι­σμό. Η μεταρ­ρύθ­μι­ση ολο­κλη­ρώ­θη­κε με την κατά­πνι­ξη της τελευ­ταί­ας εξέ­γερ­σης των γενι­τσά­ρων (1826), η οποία απο­δυ­νά­μω­σε παράλ­λη­λα και τους ιερο­δι­δα­σκά­λους του Ισλάμ (ουλε­μά­δες)31.

Βέβαια, και από τη σκο­πιά του εκσυγ­χρο­νι­σμού του στρα­τού, η συγκε­ντρο­ποί­η­ση της φεου­δαρ­χι­κής οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας ευνο­ού­σε ταυ­τό­χρο­να την ενδυ­νά­μω­ση των υπο­στη­ρι­κτών της καπι­τα­λι­στι­κής εξουσίας.

Αντί επιλόγου

Οι στρα­τιω­τι­κές απο­τυ­χί­ες της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας από τον 17ο αιώ­να και έπει­τα ώθη­σαν την κεντρι­κή οθω­μα­νι­κή εξου­σία σε μεταρ­ρυθ­μί­σεις. Ωστό­σο, διά­φο­ρες παρα­δο­σια­κές κοι­νω­νι­κές ομά­δες, με σημα­ντι­κό ρόλο στη φεου­δαρ­χι­κή οθω­μα­νι­κή εξου­σία, συγκε­ντρώ­θη­καν γύρω από τους γενί­τσα­ρους και αντι­τά­χθη­καν στις μεταρ­ρυθ­μί­σεις, που οδη­γού­σαν σε απώ­λεια των προ­νο­μί­ων τους. Την ίδια στιγ­μή, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις συνέ­βα­λαν στην όλο και μεγα­λύ­τε­ρη ενδυ­νά­μω­ση της υπό δια­μόρ­φω­ση αστι­κής τάξης, αλλά και στην αστο­ποί­η­ση μερί­δας των παρα­δο­σια­κών κοι­νω­νι­κών ομά­δων και κρα­τι­κών αξιω­μα­τού­χων της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας, επι­τεί­νο­ντας τα αδιέ­ξο­δά της.

Φυσι­κά, ο Σελίμ Γ’, ο Μαχ­μούτ Β’ και οι υπό­λοι­ποι Σουλ­τά­νοι μεταρ­ρυθ­μι­στές δεν επι­θυ­μού­σαν την ανα­τρο­πή της φεου­δαρ­χι­κής εξου­σί­ας. Ωστό­σο, οι μεταρ­ρυθ­μί­σεις τους ευνο­ού­σαν την παρα­πέ­ρα ανά­πτυ­ξη των καπι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων εντός της Αυτο­κρα­το­ρί­ας και συνε­πώς προ­ε­τοί­μα­ζαν τη διεκ­δί­κη­ση της καπι­τα­λι­στι­κής εξου­σί­ας. Μέσα σε αυτό το πλαί­σιο, επι­τα­χύν­θη­κε η δια­μόρ­φω­ση της ελλη­νι­κής αστι­κής τάξης και των άλλων βαλ­κα­νι­κών αστι­κών τάξε­ων, γεγο­νός που ωφέ­λη­σε την προ­ε­τοι­μα­σία και το ξέσπα­σμα της Επανάστασης.

200 Χρόνια Επανάσταση 1821 epanastash 1821

  1. HalilInalcik, «Η Οθω­μα­νι­κή Αυτο­κρα­το­ρία. Η Κλασ­σι­κή Επο­χή. 1300–1600», εκδ. «Αλε­ξάν­δρεια», Αθή­να, 1995, σελ. 80–81. Παρα­σκευάς Κονόρ­τας, «Η οθω­μα­νι­κή κρί­ση του τέλους του ΙΣΤ΄ αιώ­να και το Οικου­με­νι­κό Πατριαρ­χείο», «Τα Ιστο­ρι­κά», τεύχ. 23/1985, σελ. 49. Omer Barkan — Justin McCarthy, «The Price Revolution of the Sixteenth Century: A Turning Point in the Economic History of the near East», «International Journal of Middle East Studies», vol. 6, no. 1, 1975, pp. 8–9, 18.
  2. Bernard Lewis, «Η ανά­δυ­ση της σύγ­χρο­νης Τουρ­κί­ας», τόμ. 1ος, εκδ. «Παπα­ζή­ση», Αθή­να, 2001, σελ. 85.
  3. Η συν­θή­κη του Κάρ­λο­βιτς (1699) σφρά­γι­σε τις απώ­λειες και ξεκί­νη­σε μια νέα φάση της οθω­μα­νι­κής ιστορίας.
  4. Ο Σελίμ Γ’, ο επο­νο­μα­ζό­με­νος Μεταρ­ρυθ­μι­στής (24 Δεκεμ­βρί­ου 1761 — 28 Ιου­λί­ου 1808), ήταν ο 28ος σουλ­τά­νος της Οθω­μα­νι­κής Αυτο­κρα­το­ρί­ας και ανέ­βη­κε στο θρό­νο το 1789.
  5. Στο «ιλι­τζάμ», η συλ­λο­γή φόρων παρα­χω­ρού­νταν μέσω δημό­σιου πλει­στη­ρια­σμού. Οι φοροει­σπρά­κτο­ρες έπρε­πε να εγγυ­η­θούν προ­κα­θο­ρι­σμέ­να έσο­δα από συγκε­κρι­μέ­να εδά­φη, προ­κει­μέ­νου να τους επι­τρα­πεί να εισπράτ­τουν φόρους για 1–3 χρόνια.
  6. Ali Yaycioglu, «Partners of the Empire: The Crisis of the Ottoman Order in the Age of Revolutions», Stanford University Press, Stanford, 2016, p. 29.
  7. Gabor Agoston — Bruce Masters (edit.), «Encyclopedia of the Ottoman Empire», «Facts on File», 2008, p. 555.
  8. Οι αργυ­ρα­μοι­βοί της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης, στην πλειο­ψη­φία τους Ελλη­νες και Αρμέ­νιοι, ήταν ελεύ­θε­ροι να δανεί­ζουν με τόκο και ασχο­λή­θη­καν και με τη χρη­μα­το­δό­τη­ση του εμπο­ρί­ου και των συντε­χνιών τον 17ο αιώ­να. Ορι­σμέ­νοι από αυτούς μετε­ξε­λί­χθη­καν στους πρώ­τους τραπεζίτες.
  9. Abraham Udovitch, «Bankers without Banks: Commerce, Banking and Society in the Islamic World of the Middle Ages», Princeton Near East Papers, vol. 30, 1981, p. 260. Ενδει­κτι­κό της ανό­δου της δύνα­μης της ομά­δας αυτής είναι το γεγο­νός ότι, για παρά­δειγ­μα, τα ηγε­τι­κά μέλη της συντε­χνί­ας των σαρά­φη­δων, αρμέ­νι­κης κατα­γω­γής, ανήλ­θαν σε προ­ε­ξάρ­χου­σες θέσεις της Αυτο­κρα­το­ρί­ας, όπως η θέση του αρχη­γού του αυτο­κρα­το­ρι­κού νομι­σμα­το­κο­πεί­ου, κατά τη διάρ­κεια αυτής της περιόδου.
  10. Halil Inalcik, «Centralization and Decentralization in Ottoman Administration», στο Thomas Naff — Roger Owen (eds.), «Studies in Eighteenth Century Islamic History», Southern Illinois University Press, Carbondale, 1977, p. 38.
  11. Donald Quataert, «The Ottoman Empire», 1700–1922, Cambridge University Press, Cambridge, 2005, p. 46. Ali Yaycioglu, ό.π., 2016, p. 77.
  12. Ali Yaycioglu, ό.π, pp. 44–46.
  13. Ali Yaycioglu, ό.π., p. 139.
  14. Η δημιουρ­γία του σώμα­τος των γενι­τσά­ρων τοπο­θε­τεί­ται στο δεύ­τε­ρο μισό του 14ου αιώ­να. Βασι­κή δια­φο­ρά των γενι­τσά­ρων από προ­γε­νέ­στε­ρα στρα­τιω­τι­κά σώμα­τα ήταν η μονι­μό­τη­τα και η στα­θε­ρή αμοι­βή των μελών του. Από τις αρχές του 17ου αιώ­να, οι γενί­τσα­ροι απο­τε­λού­σαν τον πυρή­να του οθω­μα­νι­κού στρα­τού, λει­τουρ­γώ­ντας παράλ­λη­λα και ως προ­σω­πι­κή φρου­ρά του σουλτάνου.
  15. Είναι πολ­λά τα παρα­δείγ­μα­τα εξε­γέρ­σε­ων που υπο­κι­νή­θη­καν από τους γενί­τσα­ρους και βρή­καν τη στή­ρι­ξη των πλη­θυ­σμών των πόλε­ων, ιδιαί­τε­ρα από τον 17ο αιώ­να και μετά.
  16. Βασι­κή δια­φο­ρο­ποί­η­ση σε σχέ­ση με την πρώ­ι­μη περί­ο­δο της Αυτο­κρα­το­ρί­ας απο­τε­λεί η δια­τή­ρη­ση, από τον 18ο αιώ­να και μετά, δικών τους κατα­στη­μά­των. Πλέ­ον υπήρ­χαν γενί­τσα­ροι που απα­σχο­λού­νταν ως χασά­πη­δες, φουρ­νά­ρη­δες, βαρ­κά­ρη­δες, ιδιο­κτή­τες καφε­νεί­ων κ.ά. «Yeni Ceri», στο P. J. Bearman — Th. Bianquis — C. E. Bosworth — E. Van Donze l — W. P. Heinrichs (edit.), «The Encyclopaedia Of Islam», Vol. XΙ, Brill Editions, Leiden, 2002, pp. 322–331.
  17. Cemal Kafadar, «Janissaries and Other Riffraff of Ottoman Istanbul: Rebels Without a Cause?» στο Baki Tezcan — Karl K. Barbir (edit.), «Identity and Identity Formation in the Ottoman World», University of Wisconsin Press, Madison, 2007, pp. 122–125.
  18. Donald Quataert, ό.π., 2005, p. 45.
  19. Γενι­κά, κατά τη διάρ­κεια της εξου­σί­ας του υπήρ­ξαν πολ­λές απο­σχι­στι­κές τάσεις, κυρί­ως από πασά­δες στις ανα­το­λι­κές περιο­χές της Αυτο­κρα­το­ρί­ας, ενώ ενι­σχύ­θη­κε η αυτο­νο­μία των παρα­δου­νά­βιων περιοχών.
  20. Shaw J. Stanford, «Between Old and New: The Ottoman Empire under Sultan Selim III 1789–1807», Harvard University Press, Cambridge, 1971, p. 73.
  21. Ali Yaycioglu, ό.π., p. 47. Το σώμα των γενι­τσά­ρων δεν μπό­ρε­σε ούτε να εκσυ­χρο­νι­στεί, ούτε να περι­στα­λεί η ισχύς του. Αντί­θε­τα, πέτυ­χε μερι­κά χρό­νια αργό­τε­ρα να εκθρο­νί­σει τον σουλτάνο.
  22. Shaw J. Stanford, ό.π., p. 132.
  23. Ο μεγά­λος βεζί­ρης ήταν ο επι­κε­φα­λής των κρα­τι­κών υπη­ρε­σιών της Οθω­μα­νι­κής Αυτοκρατορίας.
  24. Το 1797 αριθ­μού­σε 2.536 άνδρες και 27 αξιω­μα­τι­κούς, 9.263 άνδρες και 27 αξιω­μα­τι­κούς το 1801, και 22.685 άνδρες και 1.590 αξιω­μα­τι­κούς το 1806.
  25. Bernard Lewis, ό.π., σελ. 153.
  26. Shaw J. Stanford, ό.π., p. 86.
  27. Ali Yaycioglu, ό.π., p. 56.
  28. Bernard Lewis, ό.π., σελ. 173.
  29. Ανώ­τα­τοι τοπι­κοί άρχο­ντες στην περιο­χή της Μικράς Ασί­ας, οι οποί­οι από τις αρχές του 18ου αιώ­να απέ­κτη­σαν μια «εικο­νι­κή» αυτο­νο­μία από την κεντρι­κή εξου­σία. Η Πύλη ήταν «υπο­χρε­ω­μέ­νη» να τους ανέ­χε­ται και κινη­το­ποιού­νταν ενα­ντί­ον τους μόνο όταν αμφι­σβη­τού­σαν την εξου­σία της.
  30. Donald Quataert, ό.π, p. 102.
  31. Bernard Lewis, ό.π., σελ. 173.
Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο