Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

Οι … ανθρώπινες αδυναμίες ηρώων του ΄21 – Οι ροζ σελίδες της ζωής τους

Μπή­καν μπρο­στά­ρη­δες στον αγώ­να για την επί­τευ­ξη της εθνι­κής υπό­θε­σης, έδω­σαν τη ζωή τους, έγι­ναν μάρ­τυ­ρες, έμπνευ­ση, λίπα­σμα του αιω­νό­βιου αει­θα­λούς δέν­δρου της λευ­τε­ριάς. Είναι οι ήρω­ες του εθνι­κο­α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κού αγώ­να, οι μάρ­τυ­ρες της εθνι­κής παλιγ­γε­νε­σί­ας. Αυτοί που η ιστο­ρία τούς κατέ­γρα­ψε με χρυ­σά γράμ­μα­τά στα κατά­στι­χά της, που ριζώ­θη­καν σαν ημί­θε­οι στο ελλη­νι­κό γονί­διο και ταξί­δε­ψαν όλες τις γενιές ίσα­με σήμε­ρα, σαν πρό­σω­πα απαλ­λαγ­μέ­να από την ανθρώ­πι­νή φύση τους, από τις ενο­χλη­τι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες και τα τρω­τά τους. Κολο­κο­τρώ­νης, Τζα­βέ­λας, Καραϊ­σκά­κης, Διά­κος, Μπου­μπου­λί­να, Παπα­φλέσ­σας και τόσοι άλλοι, που τα κατορ­θώ­μα­τά τους τούς «ταξι­δεύ­ουν» άσπι­λους, αμό­λυ­ντους, ακη­λί­δω­τους από γενιά σε γενιά. Αλλά ήταν κι αυτοί άνθρω­ποι με τις ενο­χλη­τι­κές συνή­θειές τους, με τα πάθη και τις εμμο­νές τους. Επιρ­ρε­πείς στις ηδο­νές της σάρ­κας ή της δόξας, με συχνά παι­διά­στι­κα καμώ­μα­τα, που όμως ισορ­ρό­πη­σαν τις αδυ­να­μί­ες της φύσης τους με τα υψη­λά ιδα­νι­κά τους και σαν τέτοιοι θα γίνουν το αδια­πραγ­μά­τευ­το παρά­δειγ­μα για τους επό­με­νους, αφού άλλω­στε ‑κατά πώς γρά­φει κι ο Τολ­σόι- «το μεγα­λείο υπάρ­χει εκεί που υπάρ­χει η αλή­θεια»… Επει­δή η ιστο­ρία δεν έχει θεούς, αλλά ανθρώ­πους που μοιά­ζουν με θεούς…

ΚΙΤΣΟΣ ΤΖΑΒΕΛΑΣ

Του θύμω­σε κάπο­τε του Τζα­βέ­λα ο Καραϊ­σκά­κης επει­δή ο Κίτσος, παρά­τη­σε την κόρη του, πο ΄χε για αρρα­βω­νια­στι­κιά, για τα μάτια μίας όμορ­φης Αγρι­νιώ­τισ­σας, της Βασι­λι­κής. Φαί­νε­ται πως το ΄χε συνή­θειο να αρρα­βω­νιά­ζε­ται ο Σου­λιώ­της, καθώς βλέ­πεις, η αδυ­να­μία του στο ασθε­νές φύλο ήταν γνω­στή. Αλλά η Βασι­λι­κή δεν ήταν τυχαία και τον «σκλά­βω­σε». Γρά­φει μάλι­στα ο γραμ­μα­τι­κός Κασο­μού­λης ότι τον Αύγου­στο του 1825 ο Τζα­βέ­λας πήγε στο Μεσο­λόγ­γι για να βοη­θή­σει τη φρου­ρά και ότι σε λίγο κατέ­φθα­σαν εκεί και η μάνα του, Δέσπω, με τη Βασι­λι­κή, τη «γεν­ναία Αγρι­νιώ­τισ­σα, που στις μάχες φρό­ντι­ζε να είναι πλάι στον βρα­χύ­σω­μο Κίτσο και να τον προ­στα­τεύ­ει με το δικό της υψη­λό ανά­στη­μα». Έγκυος η Βασι­λι­κή, με ένα μωρό 18μηνών στο ΄να χέρι και το σπα­θί στ΄ άλλο. Παι­διά του Κίτσου και τα δυο. «Της είχε κάμει όρκο, αν σωθού­νε στην έξο­δο, να τη στε­φα­νω­θεί»… Ο Κ. Π. Πετρό­που­λος, στο «ΣΚΗΝΕΣ ΜΕΓΑΛΕΙΟΥ — ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΟΛΙΟΡΚΙΕΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ» περι­γρά­φει: «Η ξακου­στή λεβέ­ντισ­σα Βασι­λι­κή, στ΄ αντρί­κεια ντυ­μέ­νη κι αρμα­τω­μέ­νη, βρί­σκε­ται πάντα πλάι του και σε μία στιγ­μή που κιν­δύ­νε­ψε ο αγα­πη­μέ­νος της Κίτσος, πετά­ει το παι­δί τους και με μία επι­τυ­χη­μέ­νη επέμ­βα­σί της ματαιώ­νε­ται ο κίν­δυ­νος. Μεγά­λη από­φα­ση, αλλά κι ακό­μα μεγα­λύ­τε­ρη η στιγ­μή…». Συμπο­λε­μι­στές του Τζα­βέ­λα μαρ­τύ­ρη­σαν ότι εκεί­νο το παι­δί το πήραν εντέ­λει οι Τούρ­κοι κι όταν ο Κίτσος το βρή­κε, το πήρε πίσω αλλά­ζο­ντάς το με σαρά­ντα αιχ­μα­λώ­τους Τούρ­κους. Η Βασι­λι­κή ήταν μία από τις 13 γυναί­κες που γλύ­τω­σαν στην Έξο­δο. Μετά την πτώ­ση της πόλης, ο Τζα­βέ­λας την πήρε κι εγκα­τα­στά­θη­καν στο Ναύ­πλιο, «όπου παντρεύ­τη­καν για να στα­μα­τή­σουν τα κου­τσο­μπο­λιά σε βάρος τους», γρά­φει ο Κυρ. Σκια­θάς στα «Ερω­τι­κά του ΄21».

ΠΑΝΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Κι αν η Βασι­λι­κή υπήρ­ξε για τον Κίτσο Τζα­βέ­λα η υπο­δειγ­μα­τι­κή σύντρο­φος, η όμορ­φη Ελέ­νη, κόρη της καπε­τά­νισ­σας Μπου­μπου­λί­νας και του Δημή­τρη Μπού­μπου­λη, σε μία στιγ­μή… αδυ­να­μί­ας, φαί­νε­ται πως απί­στη­σε στον άντρα τον Πάνο Κολο­κο­τρώ­νη ‑γιο του γέρου του Μοριά- προ­κα­λώ­ντας πονο­κέ­φα­λο στις δύο ξακου­στές οικο­γέ­νειες και πυρο­δο­τώ­ντας κου­τσο­μπο­λιά στην κοι­νω­νία της Τρι­πο­λι­τσάς. Ο Πάνος, είχε δεχθεί εντο­λή να πάει στην πολιορ­κία των Πατρών, όπου οι Έλλη­νες είχαν στή­σει στρα­τό­πε­δο στην περιο­χή Δεμέ­στι­χα. Εμπι­στεύ­τη­κε, λοι­πόν, την οικο­γέ­νειά του στον οπλαρ­χη­γό Θοδω­ρά­κη Γρί­βα, ο οποί­ος βρι­σκό­ταν στην περιο­χή της Τρι­πο­λι­τσάς με εντο­λή της κυβέρ­νη­σης. Γλεν­τζές και γυναι­κάς ο Γρί­βας, δεν άφη­σε ανέγ­γι­χτη την όμορ­φη Ελέ­νη… Στο βιβλίο του «Μπου­μπου­λί­να», ο Μισέλ ντε Γκρες («πρί­γκι­πας Μιχα­ήλ της Ελλά­δος και της Δανί­ας»), περι­γρά­φει τη σκη­νή, που η Μπου­μπου­λί­να ανα­κα­λύ­πτει την παρά­νο­μη σχέ­ση της κόρης της, έτσι όπως του τη μετέ­φε­ραν οι από­γο­νοι της καπε­τά­νισ­σας: «Τα βήμα­τά μου μ΄ έφε­ραν στο παλά­τι του Χουρ­σίτ Πασά… Πήγα προς το χαμάμ… Ξαφ­νι­κά άκου­σα ένα πνι­χτό γυναι­κείο γέλιο. Μπή­κα μέσα στις μύτες των ποδιών και είδα τον Γρί­βα, τον νεο­φερ­μέ­νο, το αρπα­κτι­κό με τη γαμ­ψή μύτη, να κρα­τά τρυ­φε­ρά στην αγκα­λιά του την κόρη μου, την Ελέ­νη. Η στά­ση τους έδει­χνε καθα­ρά ποιες ήταν οι σχέ­σεις τους… Κανείς από τους δύο δεν φάνη­κε να ενο­χλεί­ται που τους έπια­σα στα πράσα».

Σε λίγο ο Πάνος θα δολο­φο­νη­θεί. Άκου­σε πως η κυβέρ­νη­ση έβα­λε στό­χο τον πατέ­ρα του, επει­δή οι Μορα­ΐ­τες σήκω­σαν κεφά­λι και αρνού­νταν να πλη­ρώ­σουν τους φόρους. Έφυ­γε τότε από την πολιορ­κία των Πατρών κι έτρε­ξε στην Τρι­πο­λι­τσά, όπου τον βρή­κε κυβερ­νη­τι­κή σφαί­ρα. Κανείς δεν έμα­θε αν ο Πάνος πρό­λα­βε να πλη­ρο­φο­ρη­θεί την απι­στία της ωραί­ας Ελέ­νης. Κι αυτός ο Θόδω­ρος Κολο­κο­τρώ­νης δεν πίστε­ψε στις φήμες. Ο Γέρος μάλι­στα ήθε­λε, μετά τον θάνα­το του γιου του, να την απο­κα­τα­στή­σει. Να την παντρέ­ψει. Αλλά η Μπου­μπου­λί­να πήρε γρή­γο­ρα γρή­γο­ρα την κόρη της και φύγαν για τις Σπέ­τσες. Ο Κασο­μού­λης απο­κα­λύ­πτει ότι η Ελέ­νη συμ­φώ­νη­σε κρυ­φά με τον Γρί­βα να παντρευ­τούν. Άφη­σε μάλι­στα στο σπί­τι του όλα τα προι­κιά της. Στε­φα­νώ­θη­καν κι έκα­ναν κι ένα γιο. Αλλά ο γάμος δεν στέ­ριω­σε. Χώρι­σαν και οι Γρί­βας ξαναπαντρεύτηκε.

ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ — Θ. ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Αλλά κι η ίδια η γεν­ναία καπε­τά­νισ­σα Μπου­μπου­λί­να φαί­νε­ται πως είχε τα… σκο­τει­νά μυστι­κά της. «Γυνή υψη­λή και ευτρα­φής με παρειάς ερυ­θράς και οφρύς πυκνάς, κόμην κατα­μαί­λα­ναν και λαμπρούς οφθαλ­μούς, πλή­ρης πυρός εις τα κινή­σεις της» την περι­γρά­φει ο δημο­σιο­γρά­φος και συγ­γρα­φέ­ας της επο­χής, Στέφ. Ξένος. Δυο φορές παντρεύ­τη­κε, μία στα 17 και μία στα 30, δυο φορές χήρε­ψε νέα και δυνα­τή. Απέ­κτη­σε έξι παι­διά, τρία από κάθε γάμο. Οι άντρες της τής άφη­σαν μεγά­λη περιου­σία και πλοία και μετο­χές και όλα τα διέ­θε­σε για τον Αγώ­να. Ταξί­δευε με τα πλοία της στη και από τη δυτι­κή Ευρώ­πη μετα­φέ­ρο­ντας όπλα και πολε­μο­φό­δια. Το 1812 ‑περι­γρά­φει ο Μισέλ ντε Γκρεκ- σε κάποιο από αυτά τα ταξί­δια, ένα γαλ­λι­κό πολε­μι­κό μπλό­κα­ρε τη ρότα της και ο καπε­τά­νιος του, Ιου­στί­νος Ντε­λα­ζω­νέ, ζήτη­σε να επι­θε­ω­ρή­σει το πλοίο της. «Γεια λεία θέλω ένα μόνο πράγ­μα. Την πλοί­αρ­χο αυτού του πλοί­ου» είπε ο Γάλ­λος κι εκεί­νη τον κάλε­σε στην καμπί­να της για να λύσουν την παρε­ξή­γη­ση. Ο συγ­γρα­φέ­ας υπο­στη­ρί­ζει ότι για να σώσει το φορ­τίο του πλοί­ου της η Λασκα­ρί­να τού δόθη­κε, παρό­τι εκεί­νος δεν τήρη­σε τον λόγο του κι εντέ­λει πήρε το ένα τέταρ­το της λεί­ας. Το περι­στα­τι­κό δεν δια­σταυ­ρώ­νε­ται από άλλη πηγή. Ωστό­σο, ακό­μα κι αν δεν είναι αλη­θές, οι ιστο­ρι­κοί θεω­ρούν ότι ανα­φέρ­θη­κε ως δείγ­μα του δυνα­μι­σμού και της απο­φα­σι­στι­κό­τη­τας της γυναί­κας. Ο ίδιος συγ­γρα­φέ­ας, εξάλ­λου, επι­κα­λού­με­νος πάντα ως πηγές τους απο­γό­νους της καπε­τά­νισ­σας, ανα­φέ­ρει πως όταν εκεί­νη κάπο­τε φυγα­δεύ­τη­κε από τον Ρώσο πρέ­σβη στην Κρι­μαία, για να απο­φευ­χθεί η σύλ­λη­ψή της από τους Τούρ­κους, φιλο­ξε­νή­θη­κε σε μία από τις βίλες του Τσά­ρου Αλε­ξάν­δρου Α΄. Εκεί, λέει ο Μισέλ ντε Γκρεκ, γνώ­ρι­σε τον κόμη Στρογ­γο­νώφ και έγι­νε ερω­μέ­νη του.

Η σχέ­ση, ωστό­σο, που πυρο­δό­τη­σε τις φήμες της επο­χής, ήταν αυτή της Μπου­μπου­λί­νας με τον Γέρο του Μοριά. Ο αγώ­νας συνε­χι­ζό­ταν, η καπε­τά­νισ­σα που είχε μπει για τα καλά στη μάχη, ό,τι είχε χάσει τον μεγά­λο γιο της και θρη­νού­σε βου­βά. Μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη, με το πεί­σμα, τη δύνα­μη και τον πόνο να εναλ­λάσ­σο­νται στο πρό­σω­πό της πλη­ρο­φο­ρεί­ται ότι πλη­σί­α­ζε η ώρα να κατα­λά­βουν οι Έλλη­νες την Τρι­πο­λι­τσά. Από εκεί θα κρι­νό­ταν το μέλ­λον της επα­νά­στα­σης και ο Κολο­κο­τρώ­νης, που έσφιγ­γε όσο και πιο πολύ τον κλοιό γύρω από την πόλη, φαι­νό­ταν απο­φα­σι­σμέ­νος. Ξεκι­νά­ει, λοι­πόν, να τον συνα­ντή­σει έχο­ντας συγκε­ντρώ­σει τα εφό­δια και τις οκά­δες μολύ­βι, που εκεί­νος είχε ανά­γκη. Λίγες μέρες πριν την άλω­ση της πόλης, φτά­νει στο στρα­τό­πε­δο του Γέρου κι ενώ δεν τον γνω­ρί­ζει από πριν, τον ξεχω­ρί­ζει ανά­με­σα στους υπό­λοι­πους οπλαρ­χη­γούς. Σύμ­φω­να με τις μαρ­τυ­ρί­ες, όταν εκεί­νος την είδε, της έτει­νε το χέρι κι εκεί­νη, αφού πρώ­τα το φίλη­σε, έπε­σε στην αγκα­λιά του κλαί­γο­ντας. Ο Κολο­κο­τρώ­νης αντα­πέ­δω­σε την αγκα­λιά. Μεί­ναν για λίγο εκεί αγκα­λια­σμέ­νοι σε πεί­σμα πολ­λών, που δεν είδαν με καλό μάτι τη σκη­νή κι αμέ­σως έσπευ­σαν από ζήλεια να δια­δώ­σουν πως η καπε­τά­νισ­σα ήρθε να δει τον αγα­πη­τι­κό της.

Ανά­με­σα στους δύο ανα­πτύ­χθη­κε ένα δυνα­τός δεσμός, τον οποίο αργό­τε­ρα σφρά­γι­σε ο γάμος των παι­διών τους. Η Μπου­μπου­λί­να (όπως και ο Κολο­κο­τρώ­νης) ‑ανα­φέ­ρει ο Σκια­θάς- είχε πατή­σει τα 50 και παρ΄ όλα αυτά είχε τη φρε­σκά­δα της. Το κορ­μί της ήταν αλύ­γι­στο και λέγε­ται ότι δεν είχε καμ­μία άσπρη τρί­χα στα μαύ­ρα της μαλ­λιά. «Το φλο­γε­ρόν βλέμ­μα της και η θερ­μή φωνή της εμαρ­τύ­ρουν ποί­ον αίμα έκαιεν εις τα φλέ­βας της». Πολ­λοί την ποθού­σαν ακό­μη. Στο πρό­σω­πο του Κολο­κο­τρώ­νη η ίδια διέ­κρι­νε έναν ψυχω­μέ­νο άντρα. Και ο Γέρος του Μοριά, όμως, μονά­χα σ΄ αυτήν άνοι­ξε την καρ­διά του. Στη μυθι­στο­ρία του «Μπου­μπου­λί­να» ο Κωστής Μπα­στιάς ανα­φέ­ρει ότι η καπε­τά­νισ­σα ξεχώ­ρι­ζε τον Γέρο ανά­με­σα απ΄ όλους τους άνδρες, «για τού­το του ΄δει­χνε ξεχω­ρι­στή αγά­πη και σεβα­σμό». Στά­θη­κε δίπλα του σε συσκέ­ψεις καπε­τα­ναί­ων, σε μάχες, σε αντι­πα­ρα­θέ­σεις και δια­πραγ­μα­τεύ­σεις με τους Τούρ­κους κι όταν μαζί με άλλους οπλαρ­χη­γούς τον φυλά­κι­σαν στο μονα­στή­ρι του προ­φή­τη Ηλία, στην Ύδρα, πρώ­τη εκεί­νη ζήτη­σε από την κυβέρ­νη­ση την απο­φυ­λά­κι­σή του.

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ

Μετρί­ου ανα­στή­μα­τος, με σώμα ισχνό και μαυ­ρι­δε­ρή επι­δερ­μί­δα, μου­στά­κι μαύ­ρο και αντί­στοι­χα μαύ­ρο μαλ­λί με λίγες λευ­κές τρί­χες, τον περι­γρά­φει ο Χρ. Περ­ραι­βός στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του. Κατά τα λοι­πά, γεν­ναί­ος, δυνα­τός, απο­φα­σι­στι­κός, προ­στα­τευ­τι­κός, κοι­νω­νι­κός, αλλά και ακαλ­λιέρ­γη­τος και αψύς και οξύ­θυ­μος και αθυ­ρό­στο­μος. Δύσκο­λα πολύ τα χρό­νια εκεί­να κι αν είσαι και παι­δί εκτός γάμου, ακό­μα δυσκο­λό­τε­ρα. Ο δικα­στι­κός, Φιλι­κός Ιω. Ζαμπέ­λιος, πατέ­ρας του σπου­δαί­ου ιστο­ρι­κού, Σπυ­ρί­δω­να, ανα­φέ­ρει για τον Ρου­με­λιώ­τη στρα­τη­γό: «Η μήτηρ του ωνο­μά­ζε­το Ζωή από Σκω­λη­κα­ρί­ας χωρί­ου της Άρτης, χήρα του Ιωάν­νου Μαυ­ρο­μα­τιώ­του από Μαυ­ρο­μά­του, χωρί­ου της επαρ­χί­ας Αγρά­φων. Μετά τον θάνα­τον του ανδρός εγέ­νε­το καλο­γραία. Αλλά φιλιω­θεί­σα, οίδε­ται, μετά του Καρα­ΐ­σκου, συνέ­λα­βε και εγέν­νη­σε τον Γεώρ­γιον…». Παι­δί της καλο­γριάς, τον φωνά­ζα­νε κοροϊ­δευ­τι­κά και δύσκο­λα μεγά­λω­σε. Ο μικρός Καρα­ΐ­σκος, που υπέ­γρα­φε «Καραϊ­σκά­κης», αλλά­ζο­ντας στα­δια­κά το όνο­μά του, ίσως σε ένδει­ξη πίκρας για τον πατέ­ρα του που ουδέ­πο­τε τον ανα­γνώ­ρι­σε, αγά­πη­σε δυνα­τά μία γυναί­κα και σ΄ αυτήν αφο­σιώ­θη­κε σε όλη τη ζωή του. Γνώ­ρι­σε την όμορ­φη Γκόλ­φω Ψαρο­γιαν­νο­πού­λου από το Πατιό­που­λο του Βάλ­του, όταν βρέ­θη­κε στα Γιάν­νε­να. Ο ιστο­ρι­κός Δ. Φωτιά­δης ανα­φέ­ρει ότι μερι­κοί λένε πως η Γκόλ­φω ήταν στο χαρέ­μι του πασά. «Δεν μπο­ρού­με μήτε να βεβαιώ­σου­με, μήτε να τ΄ αρνη­θού­με. Κεί­νο που ξέρου­με είναι πως ο Αλή πασάς, αφού χαι­ρό­ταν για κάμπο­σο τις “τσού­πρες” του, που πολ­λές απ΄ αυτές ήταν από τζά­κια, φρό­ντι­ζε έπει­τα ο ίδιος να τις παντρέ­ψει» γράφει.

Όση αγά­πη δεν πήρε από την οικο­γέ­νειά του, άλλη τόση έδω­σε στη γυναί­κα του ο Γιώρ­γης Καραϊ­σκά­κης. Όταν κάποιοι του ψιθύ­ρι­σαν πως του έκα­νε απι­στία, στην αρχή θύμω­σε, είπε πως θα τη χωρί­σει και πως τάχα θα παντρευ­τεί μιαν άλλη. Δεν τη χώρι­σε. Στην κηδεία της όμως δεν πήγε, ούτε καν για να παρα­λά­βει τα τρία ανή­λι­κα παι­διά τους. Στα κατά­στι­χά του ο Φιλι­κός Νικ. Σπη­λιά­δης ανα­φέ­ρει επι­στο­λή του Καραϊ­σκά­κη προς τον Α. Ζαΐ­μη με την οποία τον ενη­με­ρώ­νει: «Απέ­θα­νεν η σύζυ­γός μου και ήθε­λον να υπά­γω να οικο­νο­μή­σω τα παι­διά μου. Αλλά δεν αφή­νω την πατρίδα».

Το πραγ­μα­τι­κό, ωστό­σο, μυστή­ριο της ζωής του στρα­τη­γού ίσα­με τον θάνα­τό του, ήταν η Μαριώ, ο φύλα­κας άγγε­λός του, η μόνη γυναί­κα που στά­θη­κε αγόγ­γυ­στα πλάι του σε όλες τις μάχες. Ήταν μία τουρ­κα­λί­τσα ντυ­μέ­νη αντρι­κά, που είχε αιχ­μα­λω­τι­σθεί στην άλω­ση της Τρι­πο­λι­τσάς κι από τότε αφιε­ρώ­θη­κε στον Καραϊ­σκά­κη ακο­λου­θώ­ντας τον στο πεδίο της μάχης, φρο­ντί­ζο­ντάς τον και προ­σέ­χο­ντάς τον σαν τα μάτια της. Στο έργο του «Ανέκ­δο­τα του Γεωρ­γί­ου Καραϊ­σκά­κη» ο ιστο­ριο­δί­φης Γιάν­νης Βλα­χο­γιάν­νης ανα­φέ­ρει: «… Της Μαριώς, νεο­φώ­τι­στης τουρ­κο­πού­λας, η σχέ­ση ήτα­νε νοσο­κό­μας και δου­λεύ­τρας. Αν ήταν ερω­μέ­νη του, τα στρα­τεύ­μα­τα που τον ακο­λου­θού­σαν θα εστί­α­ζαν. Η αγνό­τη­τα ήταν ιερός νόμος στη ζωή των ατά­χτων, κλη­ρο­νο­μιά της κλέ­φτι­κης ζωής…». Ο Φωτιά­δης, ωστό­σο, δια­φω­νεί, υπο­στη­ρί­ζο­ντας πως «ένας τέτοιος αμοι­βαί­ος θαυ­μα­σμός και μία τέτοια αφο­σί­ω­ση ανά­με­σα σ΄ έναν άντρα και μία γυναί­κα κρύ­βει πάντα τον έρω­τα. Κι αυτό σε τίπο­τα δεν λερώ­νει τον ήρωα, όπως νομί­ζει ο Βλαχογιάννης…».

ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ

«Άσω­το, επιρ­ρε­πή στις ηδο­νές και μανιώ­δη γυναι­κά» περι­γρά­φουν οι χρο­νι­κο­γρά­φοι της επο­χής τον Παπα­φλέσ­σα. Στα Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, ο υπα­σπι­στής του Γέρου του Μοριά, Φώτης Χρυ­σαν­θό­που­λος ή Φωτά­κος, κατα­θέ­τει ότι ο Γρη­γό­ριος για αρχή, ξελό­για­σε μία κοπέ­λα, που ετοι­μα­ζό­ταν να παντρευ­τεί, χαλώ­ντας έτσι το στε­φά­νω­μα. Κ αυτό ήταν ένα μόνο από τα κατορ­θώ­μα­τα του Δικαί­ου, ο οποί­ος ‑κατά πολ­λές μαρ­τυ­ρί­ες- μπο­ρεί να ήταν παπάς, δεν τηρού­σε, όμως, τους κανό­νες της ιερα­τι­κής ζωής.

Ο Γρη­γό­ριος Δικαί­ος Φλέσ­σας, που ντύ­θη­κε το ράσο από μία μοι­ραία συν­θή­κη (έμα­θε τα πρώ­τα γράμ­μα­τα κοντά σε λόγιο μονα­χό στη φημι­σμέ­νη σχο­λή της Δημη­τσά­νας), υπήρ­ξε η πιο αμφι­λε­γό­με­νη μορ­φή του Αγώ­να. Φύση δυνα­μι­κή, ανυ­πό­τα­κτη, στρυ­μωγ­μέ­νη ανά­με­σα στα άλλα 27 αδέλ­φια του (!) από τους δύο γάμους του πατέ­ρα του, ήθε­λε να ανέ­βει ψηλά, να ξεχω­ρί­σει. Όμορ­φος, έξυ­πνος, ομι­λη­τι­κός, επι­κοι­νω­νια­κός, ορμη­τι­κός, προι­κι­σμέ­νος με χαρί­σμα­τα αλλά και πάθη. Ανε­ξέ­λεγ­κτα φιλό­δο­ξος, καβγα­τζής, κυκλο­θυ­μι­κός, παρορ­μη­τι­κός και πει­σμα­τά­ρης, δεν δεχό­ταν τις συμ­βου­λές των μεγα­λύ­τε­ρων κλη­ρι­κών, στους οποί­ους τις περισ­σό­τε­ρες φορές αντι­μι­λού­σε, μπλε­κό­ταν συχνά σε γυναι­κο­δου­λειές, μεθού­σε και γλε­ντο­κο­πού­σε. Κατά τον ιστο­ριο­δί­φη, δικα­στι­κό Θεοδ. Δ. Πανα­γό­που­λο στο έργο του «Τα ψιλά γράμ­μα­τα της ιστο­ρί­ας», ο Παπα­φλέσ­σας «είχε τη φήμη πορ­νό­βιου, ασώ­του, αδί­στα­κτου, από­κο­του και απα­τε­ώ­να»! Κάπο­τε μάλι­στα κατη­γο­ρή­θη­κε για κλο­πή ‑για ίδιον όφε­λος- των χρη­μά­των που συγκέ­ντρω­σε από τις συν­δρο­μές των Φιλι­κών για τις ανά­γκες του μελ­λο­ντι­κού αγώ­να. Ο Φωτά­κος ανα­φέ­ρει πως στη Φιλι­κή Εται­ρεία μπή­κε δια της βίας. Γνω­ρί­ζο­ντας τον χαρα­κτή­ρα του παπά, το μέλος της Αρχής της Εται­ρεί­ας Παν. Ανα­γνω­στό­που­λος καθυ­στε­ρού­σε να απα­ντή­σει στο αίτη­μά του να τον ορκί­σει. Τότε ο Δικαί­ος του κόλ­λη­σε ένα μαχαί­ρι στον λαι­μό και του είπε: «Αν δεν με κάμης Αρχήν, σε σφά­ζω κι έπει­τα πηγαί­νω εις τον σουλ­τά­νον και προ­δί­δω εις αυτόν τα πάντα… (για τη Φιλι­κή Εταιρεία)».

Ο Φωτιά­δης θα γρά­ψει αργό­τε­ρα: «Δεν ξέρω αν ετού­το τον εκβια­σμό τον ευλό­γη­σε ο Θεός. Ούτε ξέρω αν τον δικαιο­λο­γούν οι άνθρω­ποι. Εκεί­νο που ξέρω είναι πως τον εγκρί­νει η Ιστο­ρία». Για­τί ρίχτη­κε με πάθος στην προ­ε­τοι­μα­σία του Αγώ­να. Χρη­σι­μο­ποί­η­σε το όνο­μά του, συστα­τι­κά γράμ­μα­τα ακό­μα και ψεύ­τι­κες επι­στο­λές για να πεί­σει ότι είχε έρθει η στιγ­μή της επα­νά­στα­σης κι όταν πια μπή­κε στη μάχη… «ο ηρω­ι­σμός του και των συνα­γω­νι­στών του ενθυ­μί­ζει την θυσί­αν των τρια­κο­σί­ων Σπαρ­τια­τών εις τα Θερ­μο­πύ­λας» θα γρά­ψει αργό­τε­ρα ο ιστο­ρι­κός Ιω. Κορ­δά­τος. Και ο Κανέλ­λος Δελη­γιάν­νης θα προ­σθέ­σει: «Ο ένδο­ξος αυτού θάνα­τος απέ­πλυ­νεν όλους τους ρύπους του ιδιω­τι­κού και πολι­τι­κού του βίου και χρε­ω­στεί η Πατρίς να τον συγκα­τα­τά­ξη και αυτόν μετα­ξύ των λοι­πών ενδό­ξων και αθα­νά­των αυτής προμάχων».

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Κι αν ο ορμη­τι­κός Παπα­φλέσ­σας σκαν­δά­λι­ζε με τις πρά­ξεις του, οι πηγές μαρ­τυ­ρούν ότι ο Αθα­νά­σιος Διά­κος σκαν­δά­λι­ζε με το αγγε­λι­κό παρου­σια­στι­κό του. «Στον Κόρα­κα, στη βορει­νή πλευ­ρά των Βαρ­δου­σί­ων φύτρω­σε ένα λου­λού­δι σπά­νιο της ελλη­νι­κής ομορ­φιάς, της παλη­κα­ριάς και της αρε­τής» ανα­φέ­ρει για τον Διά­κο ο Σπ. Μελάς στα «Ματω­μέ­να Ράσα», ενώ ο βιο­γρά­φος του, δικη­γό­ρος Σπ. Φόρ­της περι­γρά­φει: «Ην δε η Διά­κος την μεν όψιν κάλ­λι­στος, την δε υφήν του σώμα­τος και το ανά­στη­μα τελειό­τα­τος. Τα δε περί την εσθή­τα φιλό­κα­λος λίαν και μεγα­λο­πρε­πής, επί πάσι δε τού­τοις η μακρά και άφθο­νος κόμη του είχε σφό­δρα το αρειμάνιον».

Δύο χωριά στη Φωκί­δα ερί­ζουν ακό­μη για τη γέν­νη­σή του, παρά τη σολο­μώ­ντεια λύση στην… ιστο­ρι­κή φιλο­νι­κία που προ­σπά­θη­σε να δώσει ο ιστο­ρι­κός Παπαρ­ρη­γό­που­λος ανα­φέ­ρο­ντας τον Διά­κο στην Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού Έθνους ως «πρω­το­μάρ­τυ­ρα της ελευ­θε­ρί­ας, που με τη θυσία του απο­τε­λεί γέν­νη­μα θρέμ­μα όλης της ελλη­νι­κής γης». Από μικρός ονει­ρεύ­τη­κε τον κλέ­φτι­κο βίο. Να γίνει καπε­τά­νιος με δικά του παλι­κά­ρια, να βγει στο βου­νό να πολε­μή­σει. Οι γονείς του όμως ήθε­λαν να μάθει γράμ­μα­τα και τον έστει­λαν έφη­βο ακό­μα στο μονα­στή­ρι του Αγί­ου Ιωάν­νου του Προ­δρό­μου της Αρτο­τί­νας να διδα­χτεί από τους λόγιους μονα­χούς. Φαί­νε­ται όμως πως η προί­κα του θεού, η ομορ­φιά του, έγι­νε εφιάλ­της του κι άφη­σε το μονα­στή­ρι για την κλέ­φτι­κη ζωή, όταν κάποιος Τούρ­κος αγάς, που βρέ­θη­κε στη μονή θαμπώ­θη­κε από το κάλ­λος του νεα­ρού και του ρίχτη­κε. Ο Διά­κος τον έβρι­σε κι έφυ­γε. Κατά μία δεύ­τε­ρη εκδο­χή τον χτύ­πη­σε και κατά μία τρί­τη τον σκό­τω­σε. Αυτή, πάντως, φαί­νε­ται πως δεν ήταν η πρώ­τη παρε­νό­χλη­ση που είχε δεχθεί ο νεα­ρός στο μονα­στή­ρι. Το πρω­το­πα­λί­κα­ρό του, ο Μπού­σγος, διη­γή­θη­κε κι άλλη από κάποιον Τούρ­κο δερ­βέ­να­γα, φοροει­σπρά­κτο­ρα. Όπως και να ΄γινε, ο όμορ­φος Αθα­νά­σιος γδύ­θη­κε το καλο­γε­ρι­κό ράσο κι ανέ­βη­κε στο βου­νό, όπου τάχθη­κε στο πλευ­ρό των καπε­τα­ναί­ων του Αγώ­να και γνώ­ρι­σε τον μεγά­λο έρω­τα στο πανέ­μορ­φο πρό­σω­πο της 18χρονης Κατε­ρί­νης Σπύ­ρου, την οποία όμως πολιορ­κού­σε και ο συνα­γω­νι­στής του Γού­λας. Όταν εκεί­νη επέ­λε­ξε τον Αθα­νά­σιο, ο Γού­λας έστη­σε «μηχα­νή» για να εκδι­κη­θεί το ζεύ­γος και τα κατά­φε­ρε. Είπε ψέμα­τα στην Κατε­ρί­νη ότι ο Αθα­νά­σιος ζήτη­σε να τη δει στο βου­νό και τη συνό­δε­ψε ως εκεί. Βλέ­πο­ντας ο Διά­κος την κοπέ­λα πλάι στον Γού­λα, πίστε­ψε ότι τον απά­τη­σε, της έσκι­σε τα ρού­χα, της έκο­ψε τα μαλ­λιά και την έστει­λε ημί­γυ­μνη στο χωριό. Μάταια εκεί­νη προ­σπα­θού­σε να τον πεί­σει ότι δεν έφται­γε. Οι χωρι­κοί, πάντα … εύκο­λοι και πρό­θυ­μοι τιμη­τές της ηθι­κής, δια­πό­μπευ­σαν το κορί­τσι, που στο τέλος τρελάθηκε.

Πολ­λές γυναί­κες του πίστω­σαν έκτο­τε του νεα­ρού «Άδω­νη» και σίγου­ρα ήταν μεγά­λες οι επι­τυ­χί­ες του, αφού κι εκεί­νος δεν έμε­νε ασυ­γκί­νη­τος. Αλλά, όπως ο ίδιος είχε δηλώ­σει, για μια γυναί­κα ζού­σε και γι αυτή θα άφη­νε τη στερ­νή του πνοή: για την πατρί­δα. Ο μαρ­τυ­ρι­κός θάνα­τός του έμει­νε μνη­μείο αυτο­θυ­σί­ας για τη λευ­τε­ριά και ενέ­πνευ­σε τους θαυ­μά­σιους στί­χους του Κωστή Παλα­μά: «…και των ηρώ­ων το καύ­χη­μα στη δόξα του Κυρί­ου, Θανά­ση Διά­κο σ΄ έφε­ρε ο δαρ­μός του μαρ­τυ­ρί­ου, κι ενώ σου σπά­ρα­ζε κακή φωτιά το τίμιο σώμα, τρα­γού­δι αγγε­λι­κό φιλί σου μύρω­νε το στόμα…».

ΠΗΓΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΚΑΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ

Η επα­νά­στα­ση του 1821, Δ. Φωτιά­δης (Εκδ. Ν. Βότση, Αθή­να 1977)

Καραϊ­σκά­κης, Δ. Φωτιά­δης (Ι. Ζαχα­ρό­που­λος, Αθή­να 1995)

Οι ένδο­ξοι Έλλη­νες του 1821 ή Οι πρω­τα­γω­νι­σταί της Ελλά­δος, Αγ. Αγα­πη­τού (Εκδ. Αγα­πη­τού, Πάτρα 1877) — Harvard University Library

Τα ερω­τι­κά του ΄21, Κυρ. Σκια­θάς (Εκδ. Δια­πο­λι­στι­μός, Αθή­να 2014)

Πολε­μι­κά Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα, Χρ. Περ­ραι­βός (Αθή­να 2003)

Σκη­νές εθνι­κού μεγα­λεί­ου από τις πολιορ­κί­ες και την έξο­δο του Μεσο­λογ­γί­ου, Κ. Πετρό­που­λος (Αθή­να 1971)

Τα ψιλά γράμ­μα­τα της Ιστο­ρί­ας, Θ. Δ. Πανα­γό­που­λος (Εκδ. Ενά­λιος, Αθή­να 2009)

Ιστο­ρία του Ελλη­νι­κού Έθνους, συλ­λο­γι­κό (Εκδο­τι­κή Αθη­νών 1978)

Της Τόνιας Α. Μανιατέα

Πηγή: ΑΠΕ

«Ναι, αλλά ο Στά­λιν…», του Νίκου Μόττα

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο