Ό,τι ν’ ακούω με το δεξιό μου αυτί / με μάτι αριστερό το βλέπω.
Κι ό,τι καταπιάνεται ο νους να στοχαστεί, / οι χτύποι της καρδιάς το λένε πρώτοι. (Κ. Βάρναλης)

«Οι αντάρτες μας σας εύχονται/ χρόνια πολλά να ζήτε/ και για τη νίκη του λαού/ και σεις ν’ αγωνιστείτε…»

Η λεύ­τε­ρη ψυχή της νεο­λαί­ας δεν σκλα­βώ­νε­ται. Χρι­στού­γεν­να της Αντί­στα­σης, στις αδού­λω­τες γει­το­νιές της Καλ­λι­θέ­ας του 1943, κάτω από τη μύτη των Γερ­μα­νών κατα­χτη­τών. «Άμα είσαι επο­νί­της κάτι τέτοια γίνο­νται στο άψε σβήσε»…

Επι­μέ­λεια: Οικο­δό­μος //

Μετα­φέ­ρου­με στο δια­δί­κτυο το διή­γη­μα του Φώτη Φωτει­νού «Λαέ της Καλ­λι­θέ­ας να τα πού­με;» που δημο­σιεύ­τη­κε τον Δεκέμ­βρη του 1945 στο περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ «Νέα Γενιά».  Δεν γνω­ρί­ζου­με αν πρό­κει­ται για το κανο­νι­κό του όνο­μα ή είναι ψευ­δώ­νυ­μο. Εκτός από δημο­σιεύ­σεις στο περιο­δι­κό της ΕΠΟΝ, με το ίδιο όνο­μα βρή­κα­με επί­σης συμ­με­το­χή (ποί­η­μα) στο συλ­λο­γι­κό έργο «Δίστο­μο 10 Ιου­νί­ου 1944: Το ολο­καύ­τω­μα» (2010). Εικά­ζου­με (δεν στά­θη­κε δυνα­τό να το εξα­κρι­βώ­σου­με) ότι πρό­κει­ται για το ίδιο πρό­σω­πο.  Στο βιβλίο των Δημή­τρη Δημη­τρό­που­λου – Ευδο­κί­ας Ολυ­μπί­του «Αρχείο του Κεντρι­κού Συμ­βου­λί­ου της ΕΠΟΝ» (έκδο­ση του Ιστο­ρι­κού Αρχεί­ου Ελλη­νι­κής Νεο­λαί­ας, 2000), με το ψευ­δώ­νυ­μο «Φωτει­νός» βρί­σκου­με τον Πάνο Λαμ­ψί­δη, το μέλος της ΕΠΟΝ και ποι­η­τή του Υμνου του ΕΛΑΝ. Στον Ριζο­σπά­στη της 9/9/2011 δια­βά­ζου­με ότι ο Πάνος Λαμ­ψί­δης ήταν «άρι­στος συγ­γρα­φέ­ας, φιλό­λο­γος με εμπνευ­σμέ­νες εκπο­μπές σε ευρω­παϊ­κά ραδιό­φω­να, ειδι­κός σε θέμα­τα Από­δη­μου Ελλη­νι­σμού, ήταν μέλος του ΔΣ του Πανελ­λή­νιου Συν­δέ­σμου Δημο­σιο­γρά­φων Αγω­νι­στών Εθνι­κής Αντί­στα­σης 1941–44.» Έφυ­γε από τη ζωή τον Σεπτέμ­βρη του 2011.

ΕΠΟΝίτες τραγουδούν τα κάλαντα, τα Χριστούγεννα του 1944 στην Πρέβεζα

ΕΠΟ­Νί­τες τρα­γου­δούν τα κάλα­ντα, τα Χρι­στού­γεν­να του 1944 στην Πρέβεζα

Λαέ της Καλλιθέας να τα πούμε;

Παρα­μο­νή Χρι­στού­γεν­να 1943. Καρ­φω­μέ­νοι πάνω σ’ ένα χάρ­τη της Καλ­λι­θέ­ας με το Μανώ­λη κανο­νί­ζα­με τα βρα­δυ­νά συνερ­γεία όταν η πόρ­τα άνοι­ξε και μπή­κα­νε η Ανθού­λα και η Βέρα. Ευλο­γη­μέ­νη η ώρα. Για­τί με το άνοιγ­μα της πόρ­τας απλώ­θη­κε στο δωμά­τιο με μιας ο αντί­λα­λος από παι­διά­στι­κες φωνές, μπερ­δε­μέ­νες με τον ήχο κάποιου σημά­ντρου. Αυτό έφτα­σε για να πετα­χθεί ο Μανώ­λης πάνω. Τα μάτια αστρά­φτουν. Ένα χαμό­γε­λο κι ύστε­ρα η μεγά­λη απόφαση.

- Εύρη­κα! Ετοι­μα­σθή­τε! Το βρά­δυ θα βγού­με να τα πού­με! Από­ψε θα πάρει φωτιά ο συνοικισμός!
— Ζήτω! Φωνά­ζει η Βέρα.
— Κι ό,τι μαζέ­ψου­με για το «δέμα του αντάρ­τη», πρό­σθε­σε η Ανθού­λα που ήταν στην Αλληλεγγύη.

Ζυγί­σα­με τα πρά­μα­τα. Και τ’ απο­φα­σί­σα­με. Άμα είσαι επο­νί­της κάτι τέτοια γίνο­νται στο άψε σβή­σε, χωρίς να λογιά­ζεις ούτε Γερ­μα­νούς ούτε τίπο­τα. Σκα­ρώ­σα­με μονο­μιάς τα χρι­στου­γεν­νιά­τι­κα κάλα­ντα έτσι που να ται­ριά­ζουν και με τον αγώνα.

Η Ανθού­λα μέχρι να πεις ΕΠΟΝ τσουπ και χτύ­πη­σε 20 αντί­τυ­πα σε γραφομηχανή.

Και μετά το επι­τε­λι­κό σχέ­διο… Σιγο­τρα­γου­δή­σα­με δυο τρεις φορές έτσι σαν πρό­βα. Η Βέρα τ’ αετό­που­λο, η Ανθού­λα τις κοπέλ­λες, εγώ τους επο­νί­τες κι ο Μανώ­λης το γενι­κό πρό­σταγ­μα. Και ήμα­σταν έτσι λίγο κορ­δω­μέ­νοι σάμπως να κρα­τά­γα­με στα χέρια μας τις τύχες του κόσμου. Αμ πες το και ψέμα­τα. Το βρά­δυ η Καλ­λι­θέα θα γιόρ­τα­ζε λέφτε­ρα Χρι­στού­γεν­να. Κι ήταν για μένα το ίδιο πράμα.

Εκεί στο θρυ­λι­κό καφε­νείο που έπαιρ­νε αμπά­ρι­ζα κι έβγαι­νε το κάθε λογής συνερ­γείο εκεί όπου έβγαι­ναν τα ανα­κοι­νω­θέ­ντα του Καλ­λι­θε­ώ­τι­κου αγώ­να μαζεύ­θη­καν τα παλη­κά­ρια μας.

Ανε­βαί­νει η Ανθού­λα στη κολώ­να και μας φωνά­ζει γύρω της:

Αδέλ­φια κάθε χρό­νο χάλα­γε ο κόσμος τέτοιες ώρες. Τρα­γού­δια! Τρί­γω­να! Φωνό­γρα­φοι! Πρέ­πει και φέτος να γίνει το ίδιο! Τους Γερ­μα­νούς δεν τους ρωτά­με! Η Καλ­λι­θέα είναι λέφτε­ρη και της ται­ριά­ζουν λέφτε­ρα Χρι­στού­γεν­να. Θα ξεκι­νή­σου­με για να τα πού­με. Κι ό,τι μαζέ­ψου­με θα ’ναι για το «δέμα του αντάρτη».

Ζήτω­ωω! Απά­ντη­σαν μ’ ένα στό­μα οι επονίτες.

Να κι ο Μανώ­λης. Το και το μου λέει. Μου δίνει ένα τηλε­βόα και χάνε­ται. Έπρε­πε λέει… κι αφού έπρε­πε βάζω τον τηλε­βόα στο στόμα.

- Λαέ της Καλ­λι­θέ­ας. Μιλά­ει η ΕΠΟΝ. Καλά Χρι­στού­γεν­να. Να τα πούμε;

Κι απά­ντη­σε βρο­ντε­ρή φωνή από το συνοι­κι­σμό. Να τα πήτεεεε!

Τα παι­διά έσκα­σαν στα γέλια.

Μπρε τους κατερ­γά­ρη­δες! Ο Μανώ­λης ήτα­νε… και ξεκινήσαμε.

Ολά­κε­ρη στρα­τιά ήμα­σταν. Βάλε τώρα με το νου σου ίσα­με που έφτα­νε το τρα­γού­δι. Ωστό­σο μήτε σκο­πούς βάλα­με μήτε τσί­λιες. Ποιον να βάλεις που όλοι θέλα­νε να τρα­γου­δή­σουν. Κι άνοι­γαν οι πόρ­τες και βγαί­να­νε οι νοι­κο­κυ­ραί­οι στο κατώφλι.

- Ε! Συνα­γω­νι­στές κι από ΄δω!
— Συνα­γω­νι­στές και σε μας.

Κι απλώ­νο­νταν φλο­γε­ρό το τρα­γού­δι μας στο συνοι­κι­σμό. Κι ήταν όλο χαρά τα φτω­χά σπί­τια. Δε θυμά­μαι καλά καλά τα λόγια. Κεί­νες τις τελευ­ταί­ες στρο­φές πώς να τις λησμο­νή­σεις όμως που ήταν επί τού­του για τους αντάρ­τες μας.

«…Χρι­στού­γεν­να γιορ­τά­ζου­με μες στο ζεστό σου σπί­τι, μα νοι­κο­κύ­ρη του σπι­τιού σκέ­ψου τον ελασίτη».

Και δάκρυ­ζε ο πατέ­ρας. Ανα­στέ­να­ζε η φτωχομάνα.
— Οι αντάρ­τες! Τα παι­διά μας!

Κι ύστε­ρα σα φτά­να­με στην τελευ­ταία στρο­φή βάζα­με τα δυνα­τά μας. Μας έπια­νε και μια βια­σύ­νη έτσι για να προ­φτά­σου­με όλα τα σπίτια:

«Οι αντάρ­τες μας σας εύχονται
χρό­νια πολ­λά να ζήτε
Και για τη νίκη του λαού
και σεις ν’ αγωνιστείτε…»

Κι απο­κρι­νό­ταν ο νοι­κο­κύ­ρης του σπιτιού:

Αγω­νί­ζο­μαι παι­διά μου! Άσε που δικός μου είναι ο Γιάν­νης ο ελα­σί­της. Δικηά μου είναι η Γιάν­να η επο­νί­τισ­σα. Σπλά­χνο μου είναι ο Γιωρ­γά­κης τ’ αετόπουλο.

Κι ήθε­λε όλους να μας φιλή­σει. Και πού να προφτάσει…
— Καλή λεφτε­ριά παι­διά μου. Να ζήσει η ΕΠΟΝ!

Κι ύστε­ρα άλλο στε­νο­ρύ­μι, άλλο φτω­χό­σπι­το, πόρ­τες ανοι­χτές, ευχές, τρα­γού­δια, δάκρυα. Καμιά φορά βρι­σκό­τα­νε και κανέ­νας «γνω­στι­κός» για να μας πει «τρελ­λούς».

- Σε καλό τους! Δυο βήμα­τα οι Γερμανοί!

Έλα όμως που εμείς ρωτή­σα­με το λαό της Καλ­λι­θέ­ας κι όχι τους Γερ­μα­νούς σαν ξεκι­νού­σα­με. Έτσι παι­διά; Και το τρα­γού­δι μας πάντα φλο­γε­ρό και πάντα ασί­γα­στο. Το κέφι αστεί­ρευ­το. Οι πόρ­τες να ανοί­γουν. Κι όλες οι καρ­διές να σμί­γουν και να χτυ­πά­νε. Κι όλα τα σπί­τια στο πέρα­σμά μας να δακρύζουν…

- Καλά Χρι­στού­γεν­να! Γεια σου ΕΠΟΝ!
— Γεια σου Καλλιθέα!

Κι έτρε­χαν να φέρουν κάτι τι. Μας έφερ­ναν και δύο τρία μανταρίνια.

- Να αυτά για σας. Αυτά για τους αντάρ­τες. Καλή λεφτε­ριά. Γεια σου ΕΠΟΝ!

Φτά­σα­με στις γραμ­μές του τραμ. Και περά­σα­με στην αντι­κρυ­νή μεριά, προς τον Ιλισ­σό. Άλλα σπί­τια τού­τα, άλλοι άνθρω­ποι. Μα θα πάμε. Από­ψε όλη η Καλ­λι­θέα πρέ­πει να γιορ­τά­σει λεύ­τε­ρα Χρι­στού­γεν­να. Και πήρα­με σει­ρά τα σπί­τια. Αυτά που είδαν τα μάτια μας είναι άλλο πράμα.

Να εκεί στον τριό­ρο­φο πύρ­γο εκεί­νη η κυρία δεν ήθε­λε να μας αφή­σει να φύγου­με. Ήθε­λε να μας κρα­τή­σει όλο το βρά­δυ να κάνει μαζί μας Χρι­στού­γεν­να μια κι ο Δημή­τρης της ήταν αντάρ­της. Και λέγα­με έτυ­χε. Μα σ’ όλα τα σπί­τια το ίδιο. Όλο καρ­διά καλωσύνη.

- Καλά Χρι­στού­γεν­να! Καλή λεφτεριά!

Κι ύστε­ρα πηγαί­να­με σε πολ­λά σπί­τια. Μπή­κα­με και στο τελευ­ταίο. Και να μπρο­στά μας ένα τσούρ­μο καλο­ντυ­μέ­νοι κύριοι που τρώ­γα­νε. Κι ανά­με­σά τους Θέ μου κον­τζάμ ένας αστυ­νό­μος. Παγώ­νει το αίμα μας. Μα το τρα­γού­δι πιο φλο­γε­ρό, ίσως να ’ταν και το τελευ­ταίο… κι όταν τελειώ­σα­με και θέλη­σε ο αστυ­νό­μος να μας συνο­δεύ­σει μέχρι την εξώ­πορ­τα είπα­με τέλειω­σαν τα ψέμα­τα… βγά­ζει κι ο αστυ­νό­μος ένα χαρ­τί. Τι είναι τού­το πάλι; «Αστυ­νο­μι­κό Βήμα» όργα­νο λέει του ΕΑΜ αστυνομίας.

Και θυμά­μαι καθώς ετοι­μα­ζό­μα­στε να φύγου­με – αυτή τη φορά για τα σπί­τια μας – μας είπε γελώντας:

- Εσείς οι Επο­νί­τες! Είναι να τα χάσεις! Χρι­στού­γεν­να γιορ­τά­ζου­με, Πάσχα ή τη λεφτε­ριά μας…

Ίσως να μην είχε κι άδικο.

Φώτης Φωτει­νός

(Δια­τη­ρή­θη­κε η ορθο­γρα­φία του εντύπου).

Μοι­ρα­στεί­τε το:

Μετάβαση στο περιεχόμενο